ART

 

.

Ο μπαγλαμάς ή μπαγλαμαδάκι, (εκ του τουρκικού baglama), είναι νυκτό μουσικό όργανο, συγγενές του μπουζουκιού (αλλά μικρότερο σε διαστάσεις), που χρησιμοποιείται στην ελληνική λαϊκή μουσική. Κατά κανόνα έχει τρεις διπλές χορδές. Ο ήχος του μπαγλαμά είναι οξύς. Κάθε χορδή κουρδίζεται μία οκτάβα υψηλότερα από την αντίστοιχη στο μπουζούκι.

Η αναγκαιότητα της δημιουργίας αυτού του οργάνου οφείλεται κυρίως στη χρήση ναρκωτικών ουσιών[εκκρεμεί παραπομπή]. Είναι γεγονός ότι κατά τη χρήση τέτοιων ουσιών ορισμένες αισθήσεις του ανθρώπινου οργανισμού αναπτύσσονται "κατ΄ άμυνα" υπέρμετρα όπως η όραση και ιδίως η ακοή. Ειδικά οι ήχοι της κιθάρας ή του μπουζουκιού ακούγονται από τους χρήστες ως εκκωφαντικοί. Έτσι εφευρέθηκε ο μπαγλαμάς όπου οι ήχοι του είναι λιγότερο οξείς και ακούγονται ευχάριστα.

Χαρακτηριστικοί και οι στίχοι του λαϊκού τραγουδιού "παίζουν τα μπαγλαμαδάκια, μάνα μου κάτι μεράκια".

Λαογραφία

Πολλά είναι τα ελληνικά λαϊκά τραγούδια που έχουν ώς τίτλο τους τον μπαγλαμά ή αναφέρονται σ΄ αυτό το όργανο. Σημαντικότερα και γνωστότερα εξ αυτών είναι:

«Άχ ο μπαγλαμάς» (Λ. Παπαδόπουλου), «Ο Μπαγλαμάς» (Λ. Παπαδόπουλου), «Θα βρω μουρμούρη μπαγλαμά» (Ευτ. Γιαννακοπούλου), «Μ΄ αργιλέ και μπαγλαμάδες» (Περπινιάδη), «Το Μπαγλαμαδάκι» (Καπλάνη), «Μπαγλαμαδάκια» (Θωμαΐδου), «Όταν καπνίζει ο λουλάς» (Μητσάκη), «Της μαστούρας ο σκοπός» (Τσιτάνη), «Στη ζούλα μ΄ ανακάλυψαν» (Σκουρτέλη), «Βαρέθηκα τον αργιλέ» (Παπάζογλου), «Κανείς εδώ δεν τραγουδά» (Πάπάζογλου;), «Μπούκαραν μάγκες στο τεκέ» (;), «Καραντουζένι κούρδισα», (μάλλον του Γενίτσαρη), «Νρίγκι-ντρίγκι τα μπαγλαμαδάκια» (Καραμπεσίνη), κ.ά.

Εκφράσεις

Ο όρος "μπαγλαμάς" χρησιμοποιείται στις ελληνικές δημώδεις εκφράσεις ως χαρακτηρισμό συνήθως ανόητου ανθρώπου και για περιπτώσεις που στερείται πρωτοβουλίας, π.χ. Ρε μπαγλαμά!, ή Α ρε μπαγλαμά!

Έλληνες

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License