ART

 

.

ΙΣΤΟΡΙΑΙ
   ΗΡΟΔΟΤΟΥ ΕΚ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ
   ΕΙΣ ΤΗΝ ΚΑΘ' ΗΜΑΣ ΓΛΩΣΣΑΝ ΕΞΗΓΗΜΕΝΑΙ
   Υ Π Ο

   Α. Γ. ΣΚΑΛΙΔΟΥ.

   ΤΟΜΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ
   Δ α π ά ν η ΑΝΕΣΤΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ.

   ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ,
   ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΑ «Ο ΚΟΡΑΗΣ»
   ΑΝΕΣΤΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ
   ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ             ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟΝ
   Οδός Ρόμβης αριθ. 40      Οδός Πραξιτέλους αριθ. 37.

   1875




ΒΙΒΛΙΟΝ ΠΕΜΠΤΟΝ



ΤΕΡΨΙΧΟΡΗ.

1. Οι δε εν τη Ευρώπη καταλειφθέντες υπό του Δαρείου Πέρσαι,
των οποίων ηγετών ήτο ο Μεγάβαζος, πρώτους μεταξύ των
Ελλησποντίων υπέταξαν τους Περινθίους, οίτινες δεν ήθελον να
ήναι υπήκοοι του Δαρείου και οίτινες προηγουμένως πολλά είχον
πάθει υπό των Παιόνων. Τωόντι διατάξαντος του θεού τους παρά
τον Στρυμόνα Παίονας να στρατεύσωσι κατά των Περινθίων και
προσθέσαντος ότι «εάν μεν οι Περίνθιοι αντιστρατοπεδευθέντες
σας προκαλέσωσιν εις μάχην καλούντες υμάς ονομαστί, πολεμήσατε
αυτούς, εάν δε δεν βοήσωσι μη, τους προσβάλετε,» οι Παιάνες
έπραξαν τούτο. Περιμενόντων δε των Περινθίων εις το προάστειον,
εγένετο ενταύθα τριπλή μονομαχία μεταξύ αυτών εκ προκλήσεως,
διότι συνεπλάκησαν ανήρ προς άνδρα, ίππος προς ίππον και κύων
προς κύνα. Επειδή δε οι Περίνθιοι ενίκων εις τα δύο, και
επαιάνιζον χαίροντες, ενόησαν οι Παίονες ότι αύται ήσαν αι
κραυγαί περί ων είχεν ειπεί το χρηστήριον, και είπον μεταξύ
των· «Ήλθεν η ώρα να εκπληρώσωμεν τον χρησμόν, τώρα έργον είναι
ημέτερον.» Ούτω επέπεσαν οι Παίονες κατά των παιανιζόντων
Περινθίων και τόσον τέλεια υπήρξεν η νίκη των ώστε ολίγους
μόνον εξ αυτών άφησαν ζώντας.

2. Η φθορά λοιπόν την οποίαν άλλοτε επροξένησαν εις αυτούς οι
Παίονες, τοιαύτη ήτο· τότε δε, μολονότι οι Περίνθιοι επολέμησαν
γενναίως υπέρ της ελευθερίας των, οι Πέρσαι και ο Μεγάβαζος
τους ενίκησαν υπερέχοντες κατά το πλήθος. Αφού δε εκυριεύθη η
Πέρινθος, ωδήγησε τον στρατόν ο Μεγάβαζος διά της Θράκης,
υποτάσσων εις τον βασιλέα πάσαν πόλιν της χώρας ταύτης και παν
έθνος των εν αυτή κατοικούντων, διότι ο Δαρείος τον είχε
διατάξει να υποδουλώση όλην την Θράκην.

3. Το δε έθνος των Θρακών είναι μετά τους Ινδούς το μέγιστον
πάντων των εθνών. Εάν εκυβερνάτο παρ' ενός μόνου, ή εάν ήτο
σύμφωνον, θα ήτο ανίκητον και πολύ ισχυρότατον από όλα τα έθνη
κατά την εμήν γνώμην. Αλλ' η ένωσις αύτη είναι ακατόρθωτος και
είναι αδύνατον να πραγματοποιηθεί ποτέ· τούτου ένεκα οι Θράκες
είναι ασθενείς. Ονόματα δε έχουσι πολλά, κατά την χώραν του
έκαστος· εις όλα τα πράγματα μεταχειρίζονται όλοι τους αυτούς
περίπου νόμους, πλην των Γετών και των Τραυσών και των
κατοικούντων ανωτέρω των Κρηστωναίων.

4. Και τα μεν έθιμα των Γετών οίτινες νομίζουσιν εαυτούς
αθανάτους ανέφερα προηγουμένως· οι Τραυσοί κατά μεν τα άλλα δεν
διαφέρουσι των λοιπών Θρακών, όταν όμως γεννάται ή αποθνήσκη
τις πράττουσι τα εξής.

Όταν μεν γεννάται, καθήμενοι περί το παιδίον οι συγγενείς
μοιρολογούσι δι' όσα κακά έχει να υποφέρη από της γεννήσεώς του
και απαριθμούσιν όλα τα ανθρώπινα πάθη· όταν δε αποθνήσκη,
παίζοντες και χαίροντες, τον θάπτουσιν εις την γην και
απαριθμούσι πάλιν τα κακά από τα οποία απαλλαγείς ευρίσκεται
εις πλήρη ευδαιμονίαν.

5. Οι δε ανωτέρω των Κρηστωναίων πράττουσι τα ακόλουθα· έκαστος
έχει γυναίκας πολλάς· όταν δε αποθάνη τις μεγάλη έρις αναφύεται
μεταξύ των γυναικών και μεγάλως φροντίζουσιν οι φίλοι του διά
να γίνη γνωστόν ποίαν εξ όλων ηγάπα περισσότερον. Εκείνη δε
υπέρ ης γίνη η κρίσις και τη αποδοθή η τοιαύτη τιμή, επαινείται
μεγάλως υπό των ανδρών και των γυναικών, έπειτα δε ο
πλησιέστατος συγγενής της την σφάζει και την ενταφιάζει με τον
άνδρα της. Αι άλλαι δε νομίζουσιν εαυτάς δυστυχεστάτας, καθότι
δι' αυτάς τούτο είναι λίαν ονειδιστικόν.

6. Οι δε λοιποί Θράκες έχουσι τα ακόλουθα έθιμα· πωλούσι τα
τέκνα των, τα οποία οι αγορασταί μεταφέρουσιν εις άλλον τόπον·
και τας μεν θυγατέρας των δεν φυλάττουσιν αλλά τας αφίνουσι να
έχωσι σχέσεις με όσους άνδρας αυταί θέλουσι, τας δε γυναίκας
των φυλάττουσι προσεκτικώς και τας αγοράζουσιν αντί πολλών
χρημάτων από τους γονείς των. Δέρμα κατεστιγμένον μαρτυρεί
ευγενή καταγωγήν, άστικτον δε αγένειαν. Το να κάθηται τις
αργός, είναι εντιμότατον, να καλλιεργή δε την γην ατιμότατον·
ομοίως και το να ζη από τον πόλεμον και την ληστείαν
τιμιώτατον. Ταύτα είναι τα μάλλον αξιοσημείωτα έθιμά των.

7. Θεούς δε λατρεύουσι μόνον τους ακολούθους, τον ’ρην, τον
Διόνυσον και την ’ρτεμιν· οι δε βασιλείς των, διακρινόμενοι
κατά τούτο από τους απλούς πολίτας, σέβονται τον Ερμήν
περισσότερον από όλους τους θεούς· εις αυτόν μόνον ομνύουσι και
εξ αυτού λέγουσιν ότι κατάγονται.

8. Η ταφή των πλουσίων γίνεται κατά τον ακόλουθον τρόπον· επί
τρεις ημέρας έχουσι τον νεκρόν εκτεθειμένον· σφάζουσι διάφορα
ζώα, και αφού πρώτον κλαύσωσιν, ευωχούνται. Έπειτα θάπτουσι τον
νεκρόν, είτε καύσαντες αυτόν είτε όχι. Αφού ρίψαντες χώμα
σχηματίσωσι σωρόν, συγκροτούσι διαφόρους αγώνας, εις τους
οποίους τα μεγαλείτερα βραβεία τίθενται διά τους νικώντας εις
μονομαχίαν. Ούτω γίνονται αι ταφαί εις τους Θράκας.

9. Περί δε των βορείων μερών της χώρας ταύτης κανείς δεν
δύναται ακόμη να είπη θετικώς ποίοι άνθρωποι κατοικούσιν εις
αυτά· φαίνεται όμως ότι πέραν του Ίστρου είναι έρημος
απέραντος. Παν ό,τι ηδυνήθην να μάθω, είναι ότι πέραν του
Ίστρου κατοικούσιν άνθρωποι καλούμενοι Σιγύνναι και
μεταχειρισμένοι ενδυμασίαν Μηδικήν. Οι ίπποι αυτών είναι
τριχωτοί καθ' όλον το σώμα, και το βάθος των τριχών είναι μέχρι
πέντε δακτύλων· είναι προσέτι οι ίπποι ούτοι μικροί, σιμοί και
αδύνατοι να βαστάζωσιν άνθρωπον, εζευγμένοι όμως εις άρμα είναι
ταχύτατοι· τούτου ένεκα οι εγχώριοι τρέχουσι με άρματα. Τα όρια
αυτών καταβαίνουσι μέχρι πλησίον των εν τω Αδριατικώ κόλπω
Ενετών, και λέγουσιν ότι είναι άποικοι των Μήδων. Πώς όμως
εγένοντο άποικοι των Μήδων, εγώ δεν ηδυνήθην να εννοήσω, τα
πάντα όμως δυνατά εις την μεγάλων έκτασιν του χρόνου. Σιγύννας
δε οι Λίγυες, οι κατοικούντες υπεράνω της Μασσαλίας, καλούσι
τους μεταπράτας, οι δε Κύπριοι τα δόρατα.

10. Ως λέγουσιν οι Θράκες, τα πέραν του Ίστρου μέρη κατέχουσι
μέλισσαι, και ένεκα αυτών δεν δύναταί τις να προχωρήση
περαιτέρω. Λέγοντες όμως τοιαύτα, δεν μοι φαίνονται λέγοντες
πιθανά, διότι βλέπομεν ότι τα έντομα ταύτα δυσκόλως υποφέρουσι
το ψύχος, και εγώ νομίζω ότι τα υπό την άρκτον μέρη είναι
ακατοίκητα δια το ψύχος. Ταύτα λοιπόν λέγουσι περί της Θράκης,
τα δε παραθαλάσσια αυτής υπέταξεν ο Μεγάβαζος εις τους Πέρσας.

11. Ο δε Δαρείος, αφού διέβη ταχέως τον Ελλήσποντον, έφθασεν
εις τας Σάρδεις και δεν ελησμόνησε μήτε την εκδούλευσιν του
Μηλησίου Ιστιαίου μήτε την συμβουλήν του Μιτυληναίου Κώου· όθεν
αφού τους προσεκάλεσεν εις τας Σάρδεις, τους είπε να ζητήσωσιν
ό,τι ήθελεν ο καθείς. Και ο μεν Ιστιαίος, επειδή ήτο τύραννος
της Μιλήτου και δεν είχεν ανάγκην άλλης τυραννίας, εζήτησε την
Μύρκινον την Ηδωνίδα, θέλων να κτίση εκεί πόλιν· και ούτος μεν
τούτο εζήτησεν· ο δε Κώης, επειδή δεν ήτο τύραννος, αλλ'
ιδιώτης, εζήτησε να γίνη τύραννος της Μιτυλήνης. Λαβόντες δε
αμφότεροι τας αμοιβάς των, μετέβησαν εις τας θέσεις των.

12. Ο δε Δαρείος, ιδών πράγμα τι το όποιον θα διηγηθώ επεθύμησε
να διατάξη τον Μεγάβαζον να εγείρη τους Παιάνας εκ της Ευρώπης
και να τους μεταβιβάση εις την Ασίαν. Ο Πίγρης και ο Μαντύης,
αμφότεροι Παίονες, θελοντες να γίνωσι τύραννοι των Παιόνων,
όταν ο Δαρείος διέβη εις την Ασίαν, μετέβησαν εις τας Σάρδεις
φέροντες ομού και μίαν αδελφήν των, μεγάλην και ευειδή·
καιροφυλακτήσαντες δε ότε ο Δαρείος εκάθητο εις το προάστειον
των Λυδών, έπραξαν το ακόλουθον. Ενδύσαντες την αδελφήν των
όσον ηδύναντο καλλίτερον, την έπεμψαν διά να φέρη ύδωρ, με
αγγείον επί της κεφαλής, με τον χαλινόν του ίππου δεδεμένον εις
τον βραχίονα και εις την χείρα κλώθονταν λινάριον. Ενώ δε η
γυνή διήρχετο προ του Δαρείου, ούτος την είδε μετά περιεργείας,
καθότι εκείνα τα οποία έκαμνε δεν ήσαν ούτε Περσικά, ούτε
Λυδικά ούτε άλλου τινός έθνους Ασιατικού. Διεγερθείσης λοιπόν
τοιουτοτρόπως της περιεργείας του, έστειλε τινάς των δορυφόρων
του διά να παρατηρήσωσι τι θα κάμη τον ίππον η γυνή. Και αυτοί
μεν ηκολούθουν όπισθεν, η δε γυνή φθάσασα εις τον ποταμόν
επότισε τον ίππον, και αφού τον επότισεν, εγέμισε το αγγείον
της και διήλθε πάλιν την αυτήν οδόν, φέρουσα το ύδωρ επί της
κεφαλής, σύρουσα τον ίππον εκ του χαλινού και στρέφουσα τον
άτρακτον.

13. Θαυμάσας δε ο Δαρείος δι' όσα ήκουσεν από τους
κατασκοπεύσαντας αυτήν ανθρώπους και δι' όσα είχεν ιδεί ο
ίδιος, διέταξε να φέρωσιν αυτήν έμπροσθέν του. Όταν δε την
εισήγαγον, ήσαν μετ' αυτής και οι δύο αδελφοί της, αλλ' έμειναν
οπίσω διά να παραττηρώσι τα συμβαίνοντα. Ότε δε ο Δαρείος την
ηρώτησε πόθεν ήτο, οι νέοι απεκρίθησαν ότι ήσαν Παίονες και
εκείνη αδελφή των. Ο Δαρείος τοις είπε πάλιν τίνες άνθρωποι
είναι οι Παίονες, και ποίαν χώραν κατοικούσιν και τι ζητούντες
ήλθον εις τας Σάρδεις. Οι δε νέοι απεκρίθησαν ότι ήλθον διά να
αφιερώσωσιν εαυτούς εις εκείνον, και ότι η Παιονία είναι εις
τας όχθας του Στρυμόνος ποταμού, ο δε Στρυμών δεν είναι μακράν
του Ελλησπόντου, και προσέτι ότι ήσαν άποικοι των εκ της Τροίας
Τευκρών. Και ούτοι μεν ταύτα απεκρίνοντο εις εκάστην ερώτησιν,
ο δε Δαρείος ηρώτησεν αυτούς έπειτα εάν όλαι αι γυναίκες εκεί
ήσαν εργατικαί· οι νέοι έσπευσαν να αποκριθώσιν ότι ούτως έχει
το πράγμα και τούτου ένεκα ειργάζετο και η αδελφή των.

14. Τότε ο Δαρείος έγραψεν επιστολήν προς τον Μεγάβαζον τον
οποίον είχεν αφήσει εις την Θράκην στρατηγόν, διατάττων αυτόν
να εγείρη τους Παίονας από τους τόπους των και να τους φέρη εις
την Περσίαν συν γυναιξί και τέκνοις. Αμέσως λοιπόν είς ιππεύς
έσπευσε να κομίση την διαταγήν ταύτην μέχρι του Ελλησπόντου,
και διαβάς εις την Ευρώπην ενεχείρισε την επιστολήν εις τον
Μεγάβαζον. Αυτός δε άμα την ανέγνωσεν, έλαβεν οδηγούς εκ της
Θράκης και εστράτευσε κατά της Παιονίας.

15. Μαθόντες δε οι Παίονες ότι οι Πέρσαι εστράτευον εναντίον
των, συνηθροίσθησαν και παρέταξαν τας δυνάμεις των εις το
παραθαλάσσιον, καθότι υπέθετον ότι εκ τούτου του μέρους ήθελον
επιχειρήσει να εισβάλωσιν οι Πέρσαι. Ήσαν λοιπόν έτοιμοι οι
Παίονες να αποκρούσωσι το επερχόμενον στράτευμα του Μεγαβάζου,
ότε οι Πέρσαι μαθόντες ότι συνηθροίζοντο οι Παίονες και ότι
φυλάττουσι την εκ της θαλάσσης εισβολήν, έλαβον οδηγούς διά να
στραφώσι διά των άνω οδών, και χωρίς να το εννοήσωσιν οι
Παιάνες, επέπεσαν κατά των ανυπερασπίστων πόλεων των·
επιπεσόντες δε εις αυτάς, ούσας κενάς, ευκόλως τας εκυρίευσαν.
Οι δε Παίονες, άμα έμαθαν ότι αι πόλεις εκυριεύθησαν,
διασκορπισθέντες αμέσως, επέστρεψαν εις τα ίδια και παρεδόθησαν
εις τους νικητάς. Τοιουτοτρόπως λοιπόν εκ των Παιάνων οι
Σιροπαίονες, οι Παιόπλαι και οι μέχρι της Πρασιάδος λίμνης
εκτεινόμενοι, αρπαγέντες από τας κατοικίας των μετεφέρθησαν εις
την Ασίαν.

16. Οι δε κατοικούντες περί το όρος Πάγγαιον, Δόβηρες,
Αγριάνες, Οδόμαντοι και οι περί την Πρασιάδα λίμνην ουδέποτε
υπετάγησαν εις τον Μεγάβαζον. Προσεπάθησε δε ούτος να υποτάξη
και τους κατοικούντας εις την λίμνην, των οποίων αι κατοικίαι
είναι τοιαύται. Εν μέσω του ύδατος είναι εστημένοι σταυροί
υψηλοί και επ' αυτών συνηρμοσμέναι σανίδες με μίαν είσοδον
στενήν εκ του μέρους της ξηράς, ήτις είναι και η μόνη γέφυρα.
Τούτους δε τους σταυρούς τους υποστηρίζοντας τας σανίδας προ
πολλού τους έχουν στήσει οι πολίται από κοινού, έπειτα όμως
τους διετήρησαν ακολουθούντες τον εξής νόμον· πας ανήρ
νυμφευόμενος (έκαστος δε λαμβάνει πολλάς γυναίκας) φέρει από το
όρος το καλούμενον Όρβηλον τρεις σταυρούς και πήγνυσιν αυτούς.
Κατοικούσι δε ως εξής· έκαστος έχει επί των σανίδων τούτων μίαν
καλύβην εντός της οποίας ζη και εν τη καλύβη ταύτη αι σανίδες
είναι ανοικταί διά θύρας φερούσης κάτω εις την λίμνην, δένουσι
δε τα μικρά παιδία εκ του ποδός με σχοινίον φοβούμενοι μήπως
πέσωσιν εις την λίμνην. Τους ίππους και τα υποζύγια τρέφουσι με
ιχθύς εκ των οποίων τοσαύτη αφθονία υπάρχει ώστε ανοίγοντες την
καταπακτήν θύραν και καταβιβάζοντες εις την λίμνην σπυρίδα
κενήν, δεν βραδύνουσι να την ανασύρωσι πλήρη ιχθύων. Υπάρχουσι
δε δύο είδη ιχθύων, πάπρακες και τίλωνες.

17. Οι χειρωθέντες λοιπόν Παίονες ήγοντο εις την Ασίαν. Ο δε
Μεγάβαζος, αφού υπέταξε τους Παίονας, έπεμψεν ως πρέσβεις εις
την Μακεδονίαν επτά Πέρσας, οίτινες μετ' αυτόν ήσαν οι
σημαντικότατοι του στρατού. Επέμποντο δε ούτοι προς τον Αμύνταν
διά να ζητήσωσιν εν ονόματι του βασιλέως Δαρείου γην και ύδωρ.
Η από της λίμνης Πρασιάδος μέχρι της Μακεδονίας οδός είναι λίαν
σύντομος· διότι αμέσως μετά την λίμνην ευρίσκεται το μεταλλείον
από το οποίον μετά ταύτα ήρχετο εις τον Αλέξανδρον έν τάλαντον
αργυρίου καθ' ημέραν· πέραν δε του μεταλλείου, αφού υπερβή τις
το όρος το καλούμενον Δύσωρον, είναι εις την Μακεδονίαν.

18. Οι Πέρσαι λοιπόν ούτοι οι πεμφθέντες προς τον Αμύνταν, άμα
έφθασαν, επαρουσιάσθησαν εις αυτόν και εζήτουν γην και ύδωρ διά
τον βασιλέα Δαρείον. Ο δε Αμύντας και ταύτα έδωκε και τους
προσεκάλεσεν εις τον οίκον του διά να τους φιλοξενήση. Το
δείπνον είχεν ετοιμασθή μεγαλοπρεπέστατον και η υποδοχή εγένετο
φιλοφρονεστάτη. Τελειώσαντος του δείπνου, οι Πέρσαι πίνοντες
είπον· «Ξένε Μακεδών, ημείς οι Πέρσαι, συνειθίζομεν, όταν
δίδωμεν μέγα δείπνον, να φέρωμεν πλησίον μας τας παλλακάς και
τας νομίμους γυναίκας μας. Συ λοιπόν όστις μας εδέχθης
προθύμως, όστις μας εφιλοξένησας μεγαλοπρεπώς και όστις έδωκες
εις τον βασιλέα Δαρείον γην και ύδωρ, ακολούθησον τον ημέτερον
νόμον.» Εις ταύτα ο Αμύντας απεκρίθη· «Ω Πέρσαι, ημείς τοιούτον
νόμον δεν έχομεν, αλλά χωρίζομεν τας γυναίκας από τους άνδρας.
Επειδή όμως υμείς είσθε κύριοι και ζητείτε αυτάς, θα γίνη και
τούτο ως προστάζετε.» Τόσα μόνον ειπών ο Αμύντας έπεμψε να
φέρωσι τας γυναίκας· ελθούσαι δε αύται εκάθισαν κατά τάξιν
απέναντι των Περσών. Τότε οι Πέρσαι ιδόντες γυναίκας ευμόρφους
είπον αποτεινόμενοι προς τον Αμύνταν ότι δεν ήτο φρόνιμον αυτό
το οποίον έπραξε· διότι προτιμότερον ήτο να μη έλθωσι
παντάπασιν αι γυναίκες, ή ελθούσαι να μη καθίσωσι πλησίον των,
αλλ' απέναντί των και να ήναι βάσανον εις τους οφθαλμούς των.
Υπείκων εις την ανάγκην ο Αμύντας, τας διέταξε να καθίσωσι
πλησίον των συνδαιτυμόνων· επειδή δε υπήκουσαν αι γυναίκες,
αμέσως οι Πέρσαι βεβαρημένοι εκ του οίνου, ήρχισον να ψαύωσι
τους μαστούς των, τινές δε εζήτουν και να τας φιλήσωσι.

19. Ο Αμύντας βλέπων ταύτα, μολονότι δυσηρεστείτο, έμενεν
ησυχάζων, διότι εφοβείτο πολύ τους Πέρσας· ο υιός του όμως
Αλέξανδρος, όστις ευρίσκετο εκεί και παρετήρει ταύτα, καθό νέος
ακόμη και άπειρος των κακών, δεν ηδυνήθη επί πλέον να κρατηθή
και όλος αγανακτών είπε προς τον Αμύνταν τα εξής· «Συ μεν, ω
πάτερ, υπάκουσον εις την ηλικίαν σου και ύπαγε να αναπαυθής· μη
επιμένης πίνων· εγώ δε μένων εδώ θα παρέχω πάσαν περιποίησιν
εις τους ξένους.» Ο δε Αμύντας εννοήσας εκ της ομιλίας ταύτης
ότι ο Αλέξανδρος έμελλε να πράξη παρεκτροπήν τινα, τω είπεν·
«Υιέ μου, βλέπω εκ των λόγων σου ότι ήναψας από θυμόν και
θέλεις να με αποπέμψης διά να πράξης τι νέον. Σε παρακαλώ
λοιπόν μη επιχειρήσης τι κατ' αυτών των ανθρώπων διά να μη μας
καταστρέψης, αλλ' ανέχου βλέπων τα πραττόμενα. Όσον όμως αφορά
την αναχώρησίν μου, σε ακούω.»

20. Αφού λοιπόν ο Αμύντας αποτείνας τας παρακλήσεις ταύτας
ανεχώρησεν, ο Αλέξανδρος είπε προς τους Πέρσας· «Ω ξένοι, αι
γυναίκες αύται είναι εις την εξουσίαν σας, είτε θέλετε να τας
απολαύσετε όλας, είτε όσας εκλέξετε· αρκεί να προστάξετε. Τώρα
δε επειδή πλησιάζει η ώρα του ύπνου και βλέπω ότι έπιατε
αρκετόν οίνον, αφήσατε εάν ευαρεστήσθε τας γυναίκας ταύτας να
υπάγωσι να λουσθώσι, και αφού λουσθώσι περιμένετε αυτάς.» Ειπών
τας λέξεις ταύτα, τας οποίας επεδοκίμασαν οι Πέρσαι, έλαβε τας
γυναίκας και τας έκλεισεν εις τον γυναικωνίτην· ενδύσας δε
γυναικεία άνδρας αγενείους τόσους όσαι ήσαν αι γυναίκες και
δώσας εις αυτούς εγχειρίδια, τους εισήγαγεν εις τον θάλαμον του
συμποσίου. Αφού δε τους εισήγαγεν είπεν εις τους Πέρσας·
«Νομίζω, ω Πέρσαι, ότι σας εφιλοξενήσαμεν μεγαλοπρεπέσταστα,
καθότι και όσα είχομεν και όσα ηδυνήθημεν να εύρωμεν διά να σας
προσφέρωμεν, όλα ταύτα σας τα παρουσιάσαμεν· προσέτι δε και το
πάντων μέγιστον, τας μητέρας και τας αδελφάς μας σας
προσφέρομεν μετ' ελευθεριότητος διά να πληροφορηθείτε ότι
τιμάσθε παρ' ημών όπως αξίζετε και διά να αναγγείλετε εις τον
βασιλέα, όστις σας έστειλεν, ότι ανήρ Έλλην, βασιλεύς των
Μακεδόνων, σας προσέφερεν ηδονάς τραπέζης και κοίτης.» Ταύτα
ειπών ο Αλέξανδρος διέταξε να καθίσωσι πλησίον εκάστου Πέρσου
οι νέοι Μακεδόνες ως αν ήσαν γυναίκες. Ούτοι δε, άμα ήρχισαν οι
Πέρσαι να τους ψαύωσι, τους εφόνευσαν.

21. Ούτω εφονεύθησαν και αυτοί και οι συνοδοί των, διότι είχον
μεθ' εαυτών και οχήματα και υπηρέτας και εν γένει αποσκευήν
μεγάλην. Όλα ταύτα εγένοντο άφαντα ομού με αυτούς. Μετά
παρέλευσιν δε ουχί πολλού χρόνου εγένετο μεγάλη ζήτησις των
ανδρών τούτων υπό των Περσών· ο Αλέξανδρος όμως τους επράυνεν
επιτηδείως δους πολλά χρήματα και την ιδίαν του αδελφήν
καλουμένην Γυγαίαν. Τους καθησύχασε δε ο Αλέξανδρος δους τα
δώρα ταύτα εις τον Πέρσην Βουβάρη αρχηγόν των σταλέντων προς
αναζήτησιν των απολεσθέντων. Ο μεν θάνατος αυτών ούτως
οικονομηθείς εσιωπήθη.

22. Ούτοι δε οι ηγεμόνες της Μακεδονίας οι από του Περδίκκου
καταγόμενοι είναι Έλληνες, ως αυτοί λέγουσιν, ως έμαθον εγώ και
ως θέλω αποδείξει εις την συνέχειαν της ιστορίας ταύτης.
Ενταύθα προσθέτω μόνον ότι ούτως έκριναν οι διοικούντες τους
ολυμπιακούς αγώνας· επειδή ο Αλέξανδρος ήθελε να αγωνισθή και
κατέβη επ' αυτώ τω σκοπώ εκ της Μακεδονίας, οι ανταγωνισταί
Έλληνες αντέτεινον λέγοντες ότι ο αγών δεν ήτο διά βαρβάρους
αγωνιστάς. Τότε ο Αλέξανδρος απέδειξεν ότι ήτο Αργείος. Εκρίθη
λοιπόν ότι ήτο Έλλην, ηγωνίσθη εις το στάδιον και μόλις τον
υπερέβαλεν ο πρώτος. Και ταύτα μεν ούτω συνέβησαν.

23. Ο δε Μεγάβαζος, άγων τους Παίονας, έφθασεν εις τον
Ελλήσποντον· διαπεράσας δε αυτόν έφθασεν εις τας Σάρδεις.
Επειδή τότε ο Μιλήσιος Ιστιαίος ετείχιζε την πόλιν την οποίαν
κατ' αίτησίν του τω εχάρισεν ο Δαρείος προς αμοιβήν της
φρουρήσεως της γεφύρας (είναι δε ο τόπος ούτος εις τον Στρυμόνα
ποταμόν και καλείται Μύρκινος), μαθών ο Μεγάβαζος εις τι
ενησχολείτο ο Ιστιαίος, άμα έφθασεν εις τας Σάρδεις είπεν εις
τον Δαρείον τα εξής· «Τι έπραξες, ω βασιλεύ, επιτρέψας εις
Έλληνα επιτήδειον και πνευματώδη να κτίση πάλιν εις την Θράκην,
όπου και ύλη ναυπηγήσιμος υπάρχει άφθονος, και πολλοί
κωπηλάται, και μεταλλεία αργύρου, και πλήθος Ελλήνων και
βαρβάρων κατοικούσι περί τα μέρη εκείνα, οίτινες, λαμβάνοντες
αυτόν ως αρχηγόν, θα πράττωσιν ημέραν και νύκτα ό,τι τους
συμβουλεύει; Εμπόδισον λοιπόν τον άνδρα τούτον να εξακολουθήση,
εάν θέλης να μη περιπλακής εις πόλεμον εμφύλιον. Προσκάλεσον
αυτόν με τρόπον ήπιον, και όταν τον συλλάβης, πράξον ούτως ώστε
να μη επιστρέψη πλέον εις τους Έλληνας.»

24. Ταύτα ειπών ο Μεγάβαζος ευκόλως έπεισε τον Δαρείον, διότι ο
βασιλεύς ανεγνώρισεν ότι καλώς προέβλεπε το μέλλον. Πέμψας
λοιπόν απεσταλμένον εις την Μύρκινον τον διέταξε να είπη·
«Ιστιαίε, ο βασιλεύς Δαρείος λέγει τα εξής. Σκεπτόμενος δεν
ευρίσκω άλλον περισσότερον από σε ενδιαφερόμενον δι' εμέ και
διά τα συμφέροντά μου· επληροφορήθην δε τούτο ουχί εκ των λόγων
αλλ' εκ των έργων. Τώρα λοιπόν, επειδή έχω κατά νουν μεγάλα
σχέδια, επέστρεψον αφεύκτως εδώ διά να σοι τα εμπιστευθώ.»
Πιστεύσας εις τους λόγους τούτους o Ιστιαίος, και συγχρόνως
μεγάλως επιθυμών να γίνη σύμβουλος του βασιλέως, μετέβη εις τας
Σάρδεις. Όταν δε έφθασεν, είπε προς αυτόν ο Δαρείος· «Σε
εμήνυσα, Ιστιαίε, διά την εξής αιτίαν. Αφού επέστρεψα εκ της
Σκυθίας και δεν σε είχον προ των οφθαλμών μου, ουδέν άλλο
επεθύμησα τόσον όσον να σε επανίδω και να συνομιλήσωμεν,
πεπεισμένος ότι από όλα τα πλούτη προτιμότερος είναι φίλος
νοήμων και αφωσιωμένος άπερ αμφότερα ομολογώ ότι έχεις
δοκιμάσας σε εις όλα μου τα συμφέροντα. Τώρα λοιπόν καλώς
εποίησας ελθών, και σοι προτείνω τα εξής· άφες την Μίλητον και
την νεόκτιστον πόλιν εις την Θράκην· ελθέ μετ' εμού εις τα
Σούσα και έχε όσα έχω εγώ, ων μονοτράπεζος και σύμβουλός μου.»

25. Ταύτα ειπών ο Δαρείος και καταστήσας ύπαρχον των Σάρδεων
τον ομοπάτριον αδελφόν του Αρταφέρνην, ανεχώρησεν εις τα Σούσα
έχων μεθ' εαυτού τον Ιστιαίον· κατέστησεν επίσης και στρατηγόν
των παραθαλασσίων ανδρών τον Οτάνην, του οποίου τον πατέρα
Σισάμνην, ένα των βασιλικών δικαστών, λαβόντα χρήματα και
δικάσαντα αδίκως, ο βασιλεύς Καμβύσης έσφαξε και απέδειρεν·
αφού δε τον απέδειρεν, έκοψε το δέρμα εις λωρίδας και εκάλυψε
τον θρόνον εφ' ου καθίζων εδίκαζε. Καλύψας ούτω τον θρόνον ο
Καμβύσης, αντί του Σισάμνου τον οποίον απέκτεινε και απέδειρε,
διώρισε δικαστήν τον υιόν του Σισάμνου, παραγγείλας εις αυτόν
να ενθυμήται επί τίνος θρόνου καθήμενος εδίκαζεν.

26. Ούτος λοιπόν ο Οτάνης, ο επί τοιούτου θρόνου καθήμενος,
γενόμενος διάδοχος της στρατηγίας του Μεγαβάζου, εκυρίευσε το
Βυζάντιον και την Καλχηδόνα· εκυρίευσε την ’ντανδρον εν τη
Τρωάδι, εκυρίευσε και την Λαμπώνιον, λαβών δε πλοία από τους
Λεσβίους, εκυρίευσε την Λήμνον και την Ίμβρον, αμφοτέρας έτι
τότε κατοικουμένας υπό Πελασγών.

27. Οι Λήμνιοι μολαταύτα και επολέμησαν γενναίως και
ενεκαρτέρησαν επί πολύ· τέλος δε υπέκυψαν. Εις δε τους
μείναντας εξ αυτών οι Πέρσαι επέβαλον ύπαρχον τον Λυκήρατον,
αδελφόν του Μαιανδρίου, του βασιλεύοντος εις την Σάμον. Ούτος ο
Λυκήρατος, διοικητής ων της Λήμνου, ετελεύτησεν αφού εφέρθη
σκληρότατα, διότι εξηνδραπόδιζε τους πολίτας και τους
κατέστρεφε, κατηγορών τους μεν ότι δεν ηκολούθησαν εις τον κατά
των Σκυθών πόλεμον, τους δε ότι εκακοποίουν τον στρατόν του
Δαρείου επιστρέφοντα εκ της Σκυθίας.

28. Ούτος μεν ταύτα έπραξε στρατηγήσας· επί τινα δε χρόνον μετά
ταύτα εγένετο άνεσις των κακών· μετ' ολίγον όμως ήρχισαν τα
κακά να επισκήπτωσι πάλιν εις τους Ίωνας εκ της Νάξου και της
Μιλήτου. Αφ' ενός μεν η Νάξος υπερέβαινεν εις την ευδαιμονίαν
όλας τας νήσους· αφ' ετέρου δε η Μίλητος ούσα τότε ακμαιοτάτη
ήτο το καύχημα της Ιωνίας. Προ ταύτης όμως της εποχής επί δύο
γενεάς ανθρώπων υπέφερε τα μάλιστα εκ των εμφυλίων ταραχών,
μέχρις ου τους ειρήνευσαν οι Πάριοι· διότι εξ όλων των Ελλήνων
αυτούς εξελέξαντο οι Μιλήσιοι ως συμβιβαστάς.

29. Ιδού δε πώς τους εσυμβίβασαν οι Πάριοι· όταν έφθασαν εις
την Μίλητον οι εγκριτώτεροι αυτών άνδρες, ιδόντες την πόλιν
φρικωδώς κατεστραμμένην, εζήτησαν να περιέλθωσιν όλην την
χώραν. Πράττοντες δε τούτο και περιερχόμενοι όλην την Μιλησίαν,
όπου έβλεπον εις αναστατωμένον τόπον αγρόν καλώς
καλλιεργημένον, εσημείωνον το όνομα του δεσπότου του αγρού.
Αφού δε περιήλθον όλην την χώραν και ολίγους εύρον τοιούτους,
κατέβησαν εις την πόλιν και συνεκάλεσαν αμέσως γενικήν
συνέλευσιν. Τότε δε διώρισαν ως διοικητάς της πόλεως εκείνους
των οποίων τους αγρούς εύρον καλώς δεδουλευμένους, λέγοντες
ότι, ως νομίζουσιν, αυτοί θα εφρόντιζαν και περί των κοινών
υποθέσεων ως εφρόντιζον και περί των ιδίων. Διέταξαν λοιπόν
τους άλλους Μιλησίους, τους πρότερον στασιάζοντας, να
υπακούωσιν εις τους άρχοντας τούτους.

30. Και οι μεν Πάριοι ούτως εσυμβίβασαν τους Μιλησίους· εκ
τούτων δε των πόλεων τας οποίας ανέφερα ήρχισαν αι συμφοραί να
επεκτείνονται ως εξής. ’νδρες τινές της Νάξου εξωρίσθησαν υπό
του δήμου και κατέφυγον εις την Μίλητον· επίτροπος τότε της
Μιλήτου ήτο ο υιός του Μολπαγόρου Αρισταγόρας, γαμβρός και
συγγενής του Ιστιαίου του Λυσαγόρου, τον οποίον ο Δαρείος
εκράτει εις τα Σούσα, διότι ο Ιστιαίος ήτο τύραννος της
Μιλήτου, και καθ' ον χρόνον οι άλλοτε φίλοι του Νάξιοι ήλθον
εις Μίλητον, αυτός ευρίσκετο εις τα Σούσα. Ελθόντες λοιπόν οι
Νάξιοι εις την Μίλητον εζήτησαν παρά του Αρισταγόρου εάν
ηδύνατο να τους βοηθήση διά να καταβώσιν εις την πατρίδα των.
Αυτός δε εννοήσας ότι εάν καταβώσιν εις την πόλιν διά της
συνδρομής του θα εγίνετο κύριος της Νάξου, έλαβεν ως πρόφασιν
τους δεσμούς της φιλοξενίας οίτινες συνέδεον αυτούς μετά του
Ιστιαίου και τοις είπε τα εξής· «Εγώ μεν δεν είμαι τόσον
ισχυρός ώστε να σας δώσω δυνάμεις διά να καταβήτε εις την
πατρίδας σας άνευ της θελήσεως των εχόντων την εξουσίαν Ναξίων,
διότι ακούω ότι έχουσιν οκτακισχιλίους ασπιδοφόρους και μακρά
πλοία πολλά· θα καταβάλω όμως πάσαν προσπάθειαν διά να
κατορθώσω τούτο. Ιδού λοιπόν τι στοχάζομαι. Έχω φίλον τον
Αρταφέρνην· ο Αρταφέρνης δε ούτος είναι υιός του Υστάσπους και
αδελφός του βασιλέως Δαρείου· αυτός άρχει όλων των
παραθαλασσίων δυνάμεων της Ασίας και έχει στρατόν πολύν και
πλοία πολλά. Νομίζω λοιπόν ότι αυτός δύναται να πράξη ό,τι
ζητήσωμεν.» Ακούσαντες ταύτα οι Νάξιοι παρεκάλεσαν τον
Αρισταγόραν να πράξη παν ό,τι ενόμιζε συμφερότερον και τον
επεφόρτισαν να υποσχεθή δώρα και να είπη ότι αυτοί αναδέχονται
όλα τα έξοδα της εκστρατείας, ελπίζοντες ότι άμα φανώσιν εις
την Νάξον, ου μόνον οι Νάξιοι ήθελον πράξει όσα ζητήσωσιν, αλλά
και οι άλλοι νησιώται, διότι εκ των Κυκλάδων τούτων νήσων
καμμία ακόμη δεν είχεν υποταγή εις τον Δαρείον.

31. Φθάσας δε ο Αρισταγόρας εις τας Σάρδεις είπεν εις τον
Αρταφέρνην ότι η Νάξος ήτο νήσος ουχί μεγάλη κατά το μέγεθος,
κατά τα άλλα όμως ωραία, καρποφόρος και γείτων της Ιωνίας, και
ότι εκεί ήσαν πολλά πλούτη και ανδράποδα. «Συ λοιπόν στράτευσον
κατ' αυτής της χώρας και καταβίβασον εις αυτήν τους φυγάδας.
Εάν πράξης τούτο, αφ' ενός μεν εγώ σε υπόσχομαι πολλά χρήματα
πλην των εξόδων της εκστρατείας, διότι είναι δίκαιον να
υποβληθώμεν εις τα έξοδα ταύτα ημείς οίτινες σε παρακινούμεν
εις τον πόλεμον τούτον αφ' ετέρου δε θα υποτάξης εις τον
βασιλέα την νήσον ταύτην Νάξον και τας άλλας νήσους τας παρ'
αυτής εξαρτωμένας, την Πάρον, την ’νδρον και τας άλλας τας
καλουμένας Κυκλάδας. Εκείθεν δε ορμώμενος θα επιτεθής ευχερώς
εναντίον της Ευβοίας, νήσου μεγάλης και πλουσίας, ουχί
μικροτέρας της Κύπρου, και θα δυνηθής ευκόλως να την κυριεύσης.
Αρκούσιν εκατόν πλοία διά να υποτάξωμεν όλας ταύτας τας
νήσους.» Ο δε Αρταφέρνης απεκρίθη τα εξής· «Συ δεικνύεις
ωφέλιμα πράγματα εις τον οίκον του Δαρείου, αι δε συμβουλαί σου
είναι κάλλισται, πλην του αριθμού των πλοίων. Αντί λοιπόν
εκατόν, θα σοι ετοιμασθώσι διακόσια κατά το προσεχές έαρ.
Απαιτείται όμως εις όλα ταύτα και η συγκατάθεσις του βασιλέως.»

32. Ταύτα ακούσας ο Αρισταγόρας, επέστρεψε περιχαρής εις την
Μίλητον· ο δε Αρταφέρνης έπεμψεν απεσταλμένον εις τα Σούσα και
υπέβαλε την πρότασιν του Αρισταγόρου εις τον Δαρείον.
Επιδοκιμάσαντος δε του βασιλέως τα σχέδια ταύτα, ητοίμασε
διακοσίας τριήρεις και συνήθροισε πλήθος Περσών και συμμάχων.
Τούτων στρατηγόν κατέστησε τον Μεγαβάτην, ένα των Αχεμαινιδών
και συγγενή του Δαρείου και ιδικόν του, του οποίου την
θυγατέρα, εάν ήναι αληθές το λεγόμενον, εμνηστεύθη μετά ταύτα ο
Λακεδαιμόνιος Παυσανίας, υιός του Κλεομβρότου, επιθυμήσας να
γίνη τύραννος της Ελλάδος. Καταστήσας δε τον Μεγαβάτην
στρατηγόν ο Αρταφέρνης, έπεμψε τον στρατόν εις τον Αρισταγόραν.

33. Παραλαβών δε ο Μεγαβάτης εκ της Μιλήτου τον Αρισταγόραν,
τον Ιωνικόν στρατόν και τους Ναξίους, έπλευσε δήθεν εις τον
Ελλήσποντον· ότε όμως έφθασεν εις την Χίον, ηγκυροβόλησεν εις
τα Καύκασα περιμένων να πνεύση ο βορέας άνεμος όπως πλεύση εις
την Νάξον. Επειδή όμως το πεπρωμένον δεν ήθελε να απολεσθώσιν
οι Νάξιοι υπ' αυτού του στόλου, συνέβη το εξής· επιθεωρών ο
Μεγαβάτης τας φυλακάς των πλοίων, εύρεν άνευ φυλάκων πλοίον
Μύνδιον, οργισθείς δε διέταξε τους δορυφόρους του να εύρωσι τον
κυβερνήτην τούτου, όστις εκαλείτο Σκύλαξ, και να τον δέσωσι διά
μιας οπής των κωπών ούτως ώστε η μεν κεφαλή να ήναι έξω, το δε
λοιπόν σώμα έσω. Δεθέντος δε του Σκύλακος έδραμέ τις προς τον
Αρισταγόραν και εμήνυσεν αυτώ ότι ο Μεγαβάτης έδεσε τον Μύνδιον
ξένον του και τον τιμωρεί. Ο δε Αρισταγόρας ελθών παρεκάλει τον
Πέρσην να τον λύση, και επειδή δεν ετύγχανε του ζητουμένου,
ήλθεν ο ίδιος και τον έλυσε. Μαθών τούτο ο Μεγαβάτης ωργίσθη
υπερβαλλόντως και επέπληξε τον Αρισταγόραν, αλλ' ούτος τω είπε·
«Τι σε μέλει περί των πραγμάτων τούτων; δεν σε απέστειλεν ο
Αρταφέρνης να υπακούης εις εμέ και να πλέης όπου εγώ σε
κελεύσω; διατί λοιπόν αναμιγνύεσαι εις όλα;» Ταύτα είπεν ο
Αρισταγόρας, ο δε Μεγαβάτης χολωθείς, άμα εγένετο νυξ, έπεμψεν
εις την Νάξον πλοίον με ανθρώπους διά να είπωσιν εις τους
Ναξίους τα ενεργούμενα κατ' αυτών.

34. Οι δε Νάξιοι οίτινες πρότερον ουδόλως υπώπτευον ότι ο
στόλος εκείνος έμελλε να πλεύση εναντίον των, άμα ήκουσαν τούτο
έσπευσαν να φέρωσιν εκ των αγρών εις την πόλιν όλα τα πράγματά
των, και επειδή έβλεπον ότι θα πολιορκηθώσιν, ητοιμάσθησαν
προμηθευθέντες τροφάς και ποτά. Και αυτοί μεν ητοιμάσθησαν διά
τον επικείμενον πόλεμον· οι δε Πέρσαι, περάσαντες τα πλοία εκ
της Χίου εις την Νάξον, ήλθον διά να κτυπήσωσι τους Ναξίους·
αλλά τους εύρον ησφαλισμένους και τους επολιόρκησαν επί μήνας
τέσσαρας. Επειδή δε όλα τα χρήματα όσα είχον μεθ' εαυτών οι
Πέρσαι εδαπανήθησαν και αυτός ο Αρισταγόρας εδαπάνησε πολλά, η
δε πολιορκία απήτει ακόμη πολλά, τούτου ένεκα οικοδομήσαντες
φρούριον διά τους εξορίστους Ναξίους, επέστρεψαν εις την
ήπειρον μηδέν κατορθώσαντες.

35. Ο δε Αρισταγόρας μη δυνάμενος να εκπληρώση όσα υπεσχέθη εις
τον Αρταφέρνη, πιεζόμενος υπό τη απαιτουμένης δαπάνης της
εκστρατείας και φοβούμενος τον στρατόν όστις έπαθε και τον
Μεγαβάτην του οποίου επροκάλεσε το μίσος, υπώπτευσεν ότι
έμελλον να τον καθαιρέσωσι της κυριαρχίας της Μιλήτου.
Φοβούμενος λοιπόν όλα ταύτα, συνέλαβε την ιδέαν να αποστατήση·
ενώ δε εσκέπτετο τούτο, ήλθεν εκ των Σούσων, σταλείς από τον
Ιστιαίον, άνθρωπος του οποίου η εστιγματισμένη κεφαλή τον
εμήνυε να αποστατήση από τον βασιλέα· καθότι ο Ιστιαίος, θέλων
να ειδοποιήση τον Αρισταγόραν να αποστατήση και μη δυνάμενος
δι' ουδενός άλλου τρόπου να τον ειδοποιήση ασφαλώς, διότι
εφυλάσσοντο οι δρόμοι, εξύρισε την κεφαλήν του πιστοτάτου των
δούλων του, την έστιξε και περιέμεινε να αναφυώσι πάλιν αι
τρίχες. ’μα δε ανεφύησαν, τον έπεμψεν εις την Μίλητον, ουδέν
άλλο παραγγείλας εις αυτόν ειμή όταν φθάση εκεί να ειπή εις τον
Αρισταγόραν να ξυρίση τας τρίχας του και να παρατηρήση την
κεφαλήν. Έλεγον δε τα στίγματα, ως και πρότερον είπον,
αποστασίαν. Έπραξε δε τούτο ο Ιστιαίος, δυσφορών διότι
εκρατείτο εις τα Σούσα. Εάν απεστάτει η Μίλητος, πολλάς είχεν
ελπίδας ότι ο Δαρείος θα τον έστελλεν εις τας παραθαλασσίους
επαρχίας· ενόσω όμως ουδέν νέον συνέβαινεν εις την Μίλητον,
ουδέποτε επίστευε να επιστρέψη εκεί.

36. Και ο μεν Ιστιαίος ταύτα διανοούμενος έπεμψε τον
απεσταλμένον, του οποίου η παρά τω Αρισταγόρα άφιξις συνέπεσε
με τα συμβάντα τα οποία διηγήθην, ο δε Αρισταγόρας συνεσκέφθη
με τους συστασιώτας του, φανερώσας την ιδίαν του γνώμην και όσα
τω εμήνυσεν ο Ιστιαίος. Και οι μεν άλλοι ήσαν σύμφωνοι να
αποστατήσωσιν, ο δε Εκαταίος ο ιστορικός κατ' αρχάς μεν
απέκρουε την γνώμην να κινήσωσι πόλεμον κατά του βασιλέως των
Περσών, απαριθμών όλα τα έθνη εφ' ων ήρχεν ο Δαρείος, και την
δύναμιν αυτού· επειδή όμως δεν τους έπειθε, συνεβούλευσεν
έπειτα αυτούς να πράξωσιν ούτως ώστε να γίνωσι κύριοι της
θαλάσσης. Προς τούτο είπεν έν μόνον μέσον έβλεπε, καθότι
ήξευρεν ότι η δύναμις των Μιλησίων ήτο ασθενής. Το μέσον τούτο
ήτο να λάβωσιν από το εις Βραγχίδας ιερόν τους θησαυρούς τους
οποίους ο Λυδός Κροίσος είχεν αφιερώσει. Ηδύναντο να ελπίζωσιν
ότι ήθελον θαλασσοκρατήσει, μεταχειριζόμενοι τους θησαυρούς
εκείνους και συγχρόνως αφαιρούντες από τους Πέρσας την
πιθανότητα να συλήσωσιν αυτούς. Τα πλούτη δε εκείνα, ως εδήλωσα
εν τω πρώτω βιβλίω της ιστορίας μου, ήσαν πολλά. Αλλ' η γνώμη
αύτη δεν υπερίσχυσε, και απεφασίσθη μόνον να αποστατήσωσι και
να αποστείλωσιν ένα των Μιλησίων εις την Μυούντα όπου ήτο το
στρατόπεδον των εκ της Νάξου επιστρεψάντων στρατευμάτων, διά να
προσπαθήση να συλλάβη τους εις τα πλοία εκείνα στρατηγούς.

37. Επειδή δε εστάλη προς τούτο ο Ιατραγόρας και συνέλαβε
δολίως τον Ολίατον του Ιβανώλιος Μυλασσέα, τον Ιστιαίον του
Τύμνου Τερμερέα, τον Κώην του Ερξάνδρου, εις ον ο Δαρείος
εδωρήσατο την Μιτυλήνην, τον Αρισταγόραν του Ηρακλείδου
Κυμαίον, και άλλους πολλούς, τότε ο Αρισταγόρας απεστάτησεν
αναφανδόν πράττων ό,τι ηδύνατο κατά του Δαρείου. Και πρώτον μεν
λόγω ότι παραιτείται της τυραννίας, κατέστησεν ισονομίαν εις
την Μίλητον· έπειτα δε έπραξε το αυτό και εις την λοιπήν
Ιωνίαν, διώκων τους τυράννους και παραδίδων εις τας πόλεις των
οποίων ήθελε την φιλίαν εκείνους τους οποίους είχε συλλάβει εις
τα κατά της Νάξου πλεύσαντα πλοία. Παρέδιδε δε έκαστον εις την
πόλιν εκ της οποίας ήτο.

38. Και τον μεν Κώην, άμα παρέλαβον οι Μιτυληναίοι, τον έσυρον
έξω της πόλεως και τον ελιθοβόλησαν, αλλ' οι Κυμαίοι αφήκαν
ελεύθερον τον τύραννόν των· τούτους δε μιμούμενοι οι
περισσότεροι απέλυσαν τους ιδικούς των. Και αι μεν τυραννίδες
εις τας πόλεις κατελύθησαν· ο δε Μιλήσιος Αρισταγόρας, αφού
κατήργησεν αυτάς και επρόσταξε να καταστήσωσιν εν εκάστη των
πόλεων στρατηγούς, μετέβη έπειτα μετά τριήρους εις την
Λακεδαίμονα ως απεσταλμένος, διότι είχεν ανάγκην να εύρη
ισχυρόν τινα σύμμαχον.

39. Εις δε την Σπάρτην δεν εβασίλευεν ουδέ έζη πλέον ο
Αναξανδρίδης του Λέοντος, αλλ' είχεν αποθάνει, είχε δε την
βασιλείαν ο υιός του Αναξανδρίδου, Κλεομένης, ουχί δια τα
προτερήματά του αλλά διά το γένος του. Ο Αναξανδρίδης είχε
συζευχθή την θυγατέρα της αδελφής του, την οποίαν ηγάπα μεν
πολύ, δεν απελάμβανεν όμως τέκνα εξ αυτής. Ούτως έχοντος λοιπόν
του πράγματος, οι έφοροι τον εκάλεσαν και τω είπον· «Εάν συ δεν
προσέχης εις ό,τι σε αφορά, ημείς όμως δεν πρέπει να αφήσωμεν
να εκλείψη η γενεά του Ευρυσθένους. Έχεις γυναίκα· αλλ' επειδή
αύτη δεν σοι δίδει παιδία, άφες αυτήν και λάβε άλλην. Τοιαύτα
δε πράττων θα ευχαριστήσης τους Σπαρτιάτας.» Ο δε Αναξανδρίδης
απεκρίθη ότι δεν θα πράξη μήτε το έν μήτε το άλλο και ότι κακώς
τον συνεβούλευον παρακινούντες αυτόν να διώξη την γυναίκα την
οποίαν είχε, και ήτις ποτέ δεν έπταισε, και να λάβη άλλην.
Τέλος ότι δεν τους ακούει.

40. Προς ταύτα οι έφοροι και οι γέροντες συνεσκέφθησαν και
επρότεινον εις τον Αναξανδρίδην τα εξής· «Επειδή σε βλέπομεν
προσηλωμένον εις την γυναίκα την οποίαν έχεις, παραδέχθητι τα
εξής και μη ανθίστασαι πλέον διά μη σκεφθώσιν εναντίον σου οι
Σπαρτιάται διαφορετικόν τι. Δεν σε ζητούμεν πλέον να αποπέμψης
την γυναίκα την οποίαν αγαπάς· εξακολούθει αποδίδων αυτή όσα τη
αποδίδεις τώρα· λάβε όμως προς αυτήν και άλλην τεκνοποιόν.»
Συγκατετέθη εις τούτο ο Αναξανδρίδης και μετά ταύτα έχων δύο
γυναίκας, διετήρει δύο οικίας, πράττων ούτω πράγμα ασύνηθες εις
τα ήθη τα Σπαρτιατικά.

41. Μετά παρέλευσιν ουχί πολλού χρόνου η δευτέρα αύτη σύζυγος
έτεκε τον Κλεομένη τούτον. Ενώ δε αύτη έδιδεν εις τους
Σπαρτιάτας μέλλοντα βασιλέα, τότε και η πρώτη γυνή ήτις
πρότερον ήτο άτεκνος, συνέλαβεν ανελπίστως. Ενώ δε αυτή ήτο
αληθώς έγκυος, οι συγγενείς της δευτέρας γυναικός μαθόντες
τούτο εθορύβουν λέγοντες ότι καυχάται χωρίς να ήναι έγκυος και
ότι σκοπεύει να παρουσιάση παιδίον υποβολιμαίον. Επειδή λοιπόν
ούτοι εθορύβουν τοιουτοτρόπως, ότε επέστη ο χρόνος του τοκετού,
οι έφοροι δυσπιστούντες εκάθισαν περί την τίκτουσαν και
παρεφύλαττον αυτήν. Αυτή δε αφού έτεκε τον Δωριέα, αμέσως μετά
ταύτα έτεκε τον Λεωνίδαν, και κατόπιν τούτου τον Κλεόμβροτον·
τινές δε λέγουσιν ότι ο Λεωνίδας και ο Κλεόμβροτος ήσαν
δίδυμοι. Η δε δευτέρα γυνή, ήτις ήτο θυγάτηρ του Πρινητάδου
υιού του Δημαρμένου, τεκούσα τον Κλεομένη, δεν έτεκε πλέον άλλο
τέκνον.

42. Ο μεν Κλεομένης ήτο, ως λέγουσιν, ουχί υγιής τας φρένας
αλλ' επιρρεπής εις την μανίαν, ο δε Δωριεύς ήτο πρώτος όλων των
συνηλικιωτών του και εφρόνει ότι διά τα προτερήματά του αυτός
έμελλε να λάβη την βασιλείαν. Τόσον δε βέβαιος ήτο περί τούτου
ώστε όταν απέθανεν ο Αναξανδρίδης και οι Λακεδαιμόνιοι εκ
σεβασμού προς τον νόμον ανεγνώρισαν ως βασιλέα τον πρεσβύτατον
Κλεομένη, ο Δωριεύς αγανακτήσας και μη καταδεχόμενος να
κυβερνάται υπό του Κλεομένους, εζήτησε λαόν από τους Σπαρτιάτας
και μετηνάστευσε. Χωρίς να πράξη τίποτε από όσα συνήθως
πράττονται εις τοιαύτας περιστάσεις, ανεχώρησεν ηγανακτημένος
και έπλευσε προς την Λιβύαν λαβών Θηραίους οδηγούς. Αποβάς εις
την Κίνυπα, κατώκησε τόπον κάλλιστον της Λιβύας πλησίον
ποταμού. Διωχθείς όμως εκείθεν κατά το τρίτον έτος υπό των
Λιβύων Μακών και των Καρχηδονίων επέστρεψεν εις την
Πελοπόννησον.

43. Τότε ο Αντιχάρης, ανήρ Ελεώνιος, οδηγούμενος έκ τινος
χρησμού δοθέντος άλλοτε εις τον Λάιον, τον εσυμβούλευσε να
αποικίση την εν Σικελία Ηράκλειαν, λέγων ότι όλη η χώρα του
Έρυκος ανήκει εις τους Ηρακλείδας, καταλαβόντος αυτήν του
Ηρακλέους. Ακούσας ταύτα ο Δωριεύς επορεύθη εις τους Δελφούς
διά να ερωτήση το μαντείον εάν ηδύνατο να γίνη κύριος της χώρας
εις την οποίαν εσκόπευε να μεταβή. Δοθείσης δε καταφατικής
απαντήσεως ο Δωριεύς παραλαβών εκείνους τους οποίους είχεν ότε
μετέβη εις την Λιβύαν, έπλευσε προς την Ιταλίαν

44. Κατ' εκείνον δε τον χρόνον, ως λέγουσιν οι Συβαρίται, αυτοί
και ο βασιλεύς των Τήλυς έμελλον να εκστρατεύσωσι κατά της
Κρότωνος. Φοβηθέντες οι Κροτωνιάται, παρεκάλεσαν τον Δωριέα να
τους βοηθήση. Συγκατατεθείς εις τούτο ο Δωριεύς,
συνεξεστράτευσε μετ' αυτών εις την Σύβαριν και συνεκυρίευσεν
αυτήν. Και ταύτα μεν λέγουσιν οι Συβαρίται ότι έπραξεν ο
Δωριεύς και οι μετ' αυτού· οι Κροτωνιάται όμως λέγουσιν εξ
εναντίας ότι ουδείς ξένος ανεμίχθη εις τον κατά των Συβαριτών
πόλεμον, πλην μόνου του Καλλίου, μάντεως Ηλείου, εκ του γένους
των Ιαμιδών. Ούτος, ως λέγουσιν, έφυγεν από τον τύραννον των
Συβαριτών Τήλυν και ήλθεν εις αυτούς, διότι εις τας θυσίας τα
ιερά δεν εφάνησαν ευνοϊκά διά την κατά των Κροτωναίων
εκστρατείαν. Ταύτα λέγουσιν οι Κροτωναίοι.

45. Μαρτυρίας δε εκάτερον των μερών φέρει τας εξής. Οι μεν
Συβαρίται δεικνύουσι τέμενος και ναόν πλησίον του ξηρού
Κράθιδος, τον οποίον ναόν λέγουσιν ότι ο συγκυριεύσας την πόλιν
Δωριεύς ανήγειρεν εις την Αθηνάν την επονομαζομένην Κραθίαν.
’λλην δε μαρτυρίαν μεγίστην αναφέρουσι τον θάνατον αυτού του
Δωριέως όστις απώλετο πράξας τα εναντία παρ' όσα προέγραψεν εις
αυτόν το μαντείον διότι εάν δεν παρέβαινε τίποτε, εάν έπραττεν
εκείνο διά το οποίον εστάλη, θα εκυρίευεν την χώραν του Έρυκος
και θα κατείχεν αυτήν· και ούτε αυτός ούτε ο στρατός του ήθελον
απολεσθή. Οι δε Κροτωνιάται πάλιν δεικνύουσι πολλάς γαίας εν τη
χώρα της Κρότωνος δωρηθείσας εις τον Ηλείον Καλλίαν, τας οποίας
μέχρι των ημερών μου ενέμοντο οι απόγονοι του Καλλίου· ενώ εις
τον Δωριέα και τους απογόνους αυτού δεν εδόθη τίποτε. Και
βεβαίως, εάν ο Δωριεύς τους εβοήθει εις τον κατά των Συβαριτών
πόλεμον, θα ελάμβανε περισσότερα παρ' όσα έλαβεν ο Καλλίας.
Αυτά είναι τα μαρτύρια τα οποία προσφέρουσιν αι δύο αύται
πόλεις· είναι δε ελεύθερος ο καθείς να παραδεχθή εκείνο όπερ τω
φανή πιθανώτερον.

46. Συνέπλευσαν δε μετά του Δωριέως και άλλοι Σπαρτιάται
άποικοι, ο Θεσσαλός, ο Παραιβάτης, ο Κελέας και ο Ευρυλέων,
οίτινες ότε έφθασαν με όλον τον στόλον εις την Σικελίαν,
ηττηθέντες εις μάχην εφονεύθησαν υπό των Φοινίκων και των
Εγεσταίων. Μόνος δε ο Ευρυλέων επέζησεν εις την καταστροφήν
ταύτην, και αυτός συναθροίσας τους απομείναντας στρατιώτας
εκυρίευσε την Μινώαν, αποικίαν των Σελινουσίων και ελευθέρωσε
τους Σελινουσίους από τον μονάρχην Πυθαγόραν. Μετά ταύτα όμως
φονεύσας τούτον ηθέλησεν αυτός να γίνη τύραννος της
Σελινούντος· ολίγον όμως χρόνον εμονάρχησε, διότι
επαναστάτησαντες οι Σελινούσιοι εφόνευσαν αυτόν καταφυγόντα εις
τον βωμόν του αγοραίου Διός.

47. Συνώδευε προς τούτοις τον Δωριέα και συναπέθανε μετ' αυτού
ο Κροτωνιάτης Φίλιππος του Βουτακίδου, όστις μνηστευθείς την
θυγατέρα του Συβαρίτου Τήλυος έφυγεν εκ της Κρότωνος· ψευσθείς
δε του γάμου ανεχώρησε πλέων εις την Κυρήνην, και εκείθεν πάλιν
αναχωρήσας συνηκολούθει τον Δωριέα με ιδίαν του τριήρη και ίδιά
του έξοδα των στρατιωτών. Ήτο Ολυμπιονίκης και ο ωραιότατος των
Ελλήνων του καιρού εκείνου· ένεκα δε του κάλλους του ηξιώθη
παρά των Εγεσταίων ό,τι ουδείς άλλος, διότι εγείραντες επί του
τάφου του ηρώον τω προσφέρουσι θυσίας.

48. Και ο μεν Δωριεύς λοιπόν ούτως ετελεύτησεν· εάν δε ηνείχετο
να βασιλεύεται υπό του Κλεομένους και έμενεν εις την Σπάρτην,
θα εγίνετο βασιλεύς της Λακεδαίμονος, διότι ο Κλεομένης δεν
εβασίλευσε πολύν χρόνον, αλλ' απέθανεν άπαις, αφήσας μόνον μιαν
θυγατέρα της οποίας το όνομα ήτο Γοργώ.

49. Έρχεται λοιπόν ο τύραννος της Μιλήτου Αρισταγόρας εις την
Σπάρτην ότε είχε την αρχήν ο Κλεομένης και ήλθεν εις ομιλίαν με
αυτόν, ως λέγουσιν οι Λακεδαιμόνιοι, έχων χάλκινον πίνακα επί
του οποίου ήσαν κεχαραγμένα η περίοδος όλης της γης, όλη η
θάλασσα και όλοι οι ποταμοί. Κατά την συνδιάλεξιν ταύτην ο
Αρισταγόρας είπε προς αυτόν τα εξής· «Κλεόμενες, μη θαυμάσης
εάν έσπευσα να έλθω εδώ, διότι αι περιστάσεις με εβίασαν να
πράξω τούτο. Να ήναι οι Ίωνες δούλοι αντί ελευθέρων, τούτο
είναι όνειδος και άλγος μέγιστον εις ημάς, προπάντων όμως εις
σας οίτινες προΐστασθε της Ελλάδος. Όθεν διά όνομα των θεών των
Ελληνικών λυτρώσατε εκ της δουλείας τους Ίωνας, άνδρας
ομαίμονας. Δύνασθε δε ευκόλως να πράξητε τούτο, διότι ου μόνον
οι βάρβαροι δεν είναι δυνατοί, αλλ' εφθάσατε εις το ακρότατον
σημείον των πολεμικών αρετών. Αυτοί εις τον πόλεμον
μεταχειρίζονται τόξα και ακόντια βραχέα, έρχονται δε εις τας
μάχας φορούντες αναξυρίδας και σαρίκια· βλέπετε λοιπόν ότι
εύκολον είναι να νικηθώσιν. Οι νεμόμενοι την χώραν ταύτην
έχουσιν αυτοί μόνοι τόσα αγαθά όσα έχουσιν όλοι οι άλλοι
άνθρωποι· πρώτον χρυσόν, έπειτα άργυρον, χαλκόν, πεποικιλμένα
φορέματα, υποζύγια και ανδράποδα· όλα ταύτα άμα θελήσετε
γίνονται ιδικά σας. Αι δε επαρχίαι των είναι η μία πλησίον της
άλλης ως θα σε δείξω. Κατόπιν τούτων των Ιώνων είναι οι Λυδοί,
κατοικούντες χώραν εύκαρπον και έχοντες απείρους ποσότητας
αργύρου.» Ταύτα λέγων ο Αρισταγόρας εδείκνυε τους τόπους
τούτους εις την περίοδον της γης ήτις ήτο εγκεχαραγμένη εις τον
πίνακα. «Μετά τους Λυδούς, εξηκολούθησε, προς ανατολάς, είναι
οι Φρύγες οι μάλλον πλούσιοι από όσους εγώ ηξεύρω εις ποίμνια
και εις καρπούς. Έπειτα βλέπεις τους Καππαδόκας τους οποίους
ημείς καλούμεν Συρίους, έπειτα τους Κίλικας οίτινες εκτείνονται
μέχρι της θαλάσσης ταύτης όπου κείται η νήσος Κύπρος. Ούτοι
πληρόνουσιν εις τον βασιλέα πεντακόσια τάλαντα ετήσιον φόρον.
Μετά τους Κίλικας τούτους είναι οι Αρμένιοι, οίτινες έχουσι και
αυτοί πλήθος ποιμνίων. Μετά τους Αρμενίους είναι οι Ματιανοί
εξουσιάζοντας τον τόπον τούτον. Κατόπιν τούτων είναι η Κισσία
χώρα εις την οποίαν, πλησίον του ποταμού τούτου Χοάσπου, είναι
τα Σούσα. Εκεί ζη ο μέγας βασιλεύς, εκεί είναι οι θησαυροί του.
Εάν κυρώσετε την πόλιν ταύτην, δύνασθε ευκόλως να ανταγωνισθήτε
κατά τα πλούτη με τον Δια. Πρέπει λοιπόν δι' ολίγην γην, και
ταύτην ουχί καλήν, και ορίων μικρών, να πολεμήτε κατά των
ισοδυνάμων με υμάς Μεσσηνίων, και των Αρκάδων, και των Αργείων,
οίτινες ούτε χρυσόν έχουσιν ούτε άργυρον, διά τα οποία δύναται
τις προθύμως να πολεμήση και να αποθάνη; Και αφού δύνασθε να
κυριεύσετε ευκόλως την Ασίαν, διατί ζητείτε άλλας κατακτήσεις;
Ταύτα είπεν ο Αρισταγόρας, ο δε Κλεομένης απεκρίθη τα εξής· «Ω
ξένε Μιλήσιε, μετά τρεις ημέρας θα έχης την απόκρισίν μου».

50. Και τότε μεν τόσον επροχώρησαν. Ότε δε έφθασεν η κυρία
ημέρα της αποκρίσεως επανέλαβον την συνδιάλεξιν και ο Κλεομένης
ηρώτησε τον Αρισταγόραν πόσων ημερών οδός είναι από την
θάλασσαν μέχρι της βασιλικής πόλεως. Ο δε Αρισταγόρας, μολονότι
εις τα άλλα εφάνη πονηρός και μέχρις εκείνης της στιγμής
επιτήδειος να απατά τον Κλεομένη, εις τούτο όμως έσφαλε· διότι
ενώ ηδύνατο να μη ομολογήση εκείνο το οποίον ήτο, εάν ήθελε να
παρασύρη τους Σπαρτιάτας εις την Ασίαν, είπεν ότι η άνοδος
είναι τριών μηνών. Τότε ο Κλεομένης, διακόπτων όσα έμελλε να
είπη ο Αρισταγόρας περί της οδού ταύτης, είπεν· «Ω ξένε
Μιλήσιε, αναχώρησον εκ της Σπάρτης προ της δύσεως του ηλίου,
διότι δεν λέγεις εύκολα πράγματα εις τους Λακεδαιμονίους, θέλων
να τους φέρης τριών μηνών οδόν μακράν τις θαλάσσης.» Ο μεν
Κλεομένης ταύτα ειπών επέστρεψεν εις την κατοικίαν του.

51. Ο δε Αρισταγόρας λαβών κλάδον ελαίας μετέβη εις την οικίαν
του Κλεομένους, και εισελθών ως ικέτης παρεκάλει τον Κλεομένη
να αποπέμψη το παιδίον του και να τον ακούση, διότι πλησίον του
Κλεομένους ήτο η θυγάτηρ του ήτις ωνομάζετο Γοργώ. Αύτη ήτο το
μόνον του τέκνον και ήτο οκτώ ή εννέα ετών την ηλικίαν. Ο δε
Κλεομένης τω είπεν ότι ηδύνατο να ομιλήση ό,τι ήθελε χωρίς να
τον εμποδίζη η παρουσία του παιδίου. Τότε ο Αρισταγόρας ήρχισεν
υποσχόμενος αυτώ δέκα τάλαντα εάν εκτελέση όσα τω εζήτησεν.
Επειδή δε ο Κλεομένης ηρνείτο, ο Αρισταγόρας, αυξάνων πάντοτε
την προσφοράν του, έφθασε να υποσχεθή πεντήκοντα τάλαντα. Τότε
το παιδίον εφώνησε· «Πάτερ, θα σε διαφθείρη ο ξένος εάν δεν τον
αφήσης και φύγης.» Ο δε Κλεομένης, ευχαριστηθείς διά την
συμβουλήν του παιδίου, μετέβη εις άλλο οίκημα· ο δε Αρισταγόρας
ανεχώρησεν εκ της Σπάρτης ανεπιστρεπτί, και ούτε ηδυνήθη να
είπη τι περισσότερον περί της οδού της αγούσης προς τον
βασιλέα.

52. Τα περί της οδού δε ταύτης έχουσιν ούτω· πανταχού υπάρχουσι
σταθμοί βασιλικοί και καταλύματα κάλλιστα· όλη δε η οδοιπορία
γίνεται διά χώρας κατοικουμένης και ασφαλούς. Πρώτον διά της
Λυδίας και της Φρυγίας είναι είκοσι σταθμοί και παρασάγγαι
εννενήκοντα τέσσαρες και ήμισυ. Μετά την Φρυγίαν έρχεται ο ’λυς
ποταμός όπου είναι μέγα φρούριον και πύλαι τας οποίας πρέπει να
διέλθη, τις όπως διεκπεραιωθή. Αφού δε διαβή εις την
Καππαδοκίαν, διέρχεται δι' αυτής μέχρις ου φθάση εις τα όρια
των Κιλικίων, όπου είναι σταθμοί εικοσιοκτώ και παρασάγγαι
εκατόν τέσσαρες. Επί των μεθορίων τούτων θα διέλθης δύο πύλας
και δύο φρούρια. Ταύτα αφού διέλθης και διά της Κιλικίας
εξακολουθών την πορείαν σου, έχεις ενώπιόν σου τρεις σταθμούς
και παρασάγγας δεκαπέντε και ήμισυ. Μεταξύ της Κιλικίας και της
Αρμενίας ρέει ποταμός ναυσίπορος, όστις ονομάζεται Ευφράτης.
Εις δε την Αρμενίαν είναι σταθμοί μεν καταλυμάτων δεκαπέντε,
παρασάγγαι δε πεντήκοντα έξ και ήμισυ και έν φρούριον. Τέσσαρες
ποταμοί ναυσίποροι ρέουσι δι' αυτής τους oποίους ανάγκη πάσα να
διαπορθμεύση τις. Ο πρώτος των ποταμών είναι ο Τίγρης· ο
δεύτερος και ο τρίτος έχουσι το αυτό όνομα, μολονότι δεν είναι
οι ίδιοι δεν τρέχουσιν από το αυτό μέρος, διότι ο μεν ρέει εκ
των Αρμενίων, ο δε εκ των Ματιανών. Ο τέταρτος των ποταμών
ονομάζεται Γύνδης, τον όποιον άλλοτε ο Κύρος διεμοίρασεν εις
τριακοσίας εξήκοντα διώρυχας. Εκ ταύτης δε της Αρμενίας όταν
εισέλθης εις την Ματιανήν χώραν είναι σταθμοί τέσσαρες· εκ
ταύτης δε μεταβαίνεις εις την Κισσίαν χώραν, όπου είναι σταθμοί
ένδεκα και παρασάγγαι τριάκοντα δύο και ήμισυ μέχρι του Χοάσπου
ποταμού, τον οποίον επίσης πρέπει να διαπεράσης με πλοίον και
επί του οποίου είναι εκτισμένη η πόλις Σούσα. Όλοι οι σταθμοί
ούτοι είναι εκατόν ένδεκα. ’λλα τόσα δε καταλύματα είναι από
τας Σάρδεις εις τα Σούσα.

53. Εάν δε εμετρήθη ορθώς η βασιλική οδός κατά παρασάγγας, και
εάν ο παρασάγγης ισοδυναμή με τριάκοντα στάδια, ως και
ισοδυναμεί τωόντι, εκ των Σάρδεων μέχρι των Μεμνονίων
καλουμένων βασιλείων είναι στάδια δεκατρείς χιλιάδες
πεντακόσια, ή τετρακόσια πεντήκοντα παρασάγγαι. Δι' εκείνους δε
οίτινες δύνανται να διανύωσιν εκατόν πεντήκοντα στάδια την
ημέραν, απαιτούνται ακριβώς εννενήκοντα ημέραι.

54. Ούτω λοιπόν ο Μιλήσιος Αρισταγόρας, ειπών εις τον
Λακεδαιμόνιον Κλεομένη ότι μέχρι της διαμονής του βασιλέως ήτο
τριών μηνών οδός, είπεν ορθώς. Εάν δε τις ζητή ακριβέστερον
υπολογισμόν, τούτο θα πράξω αμέσως. Εις τούτο το διάστημα
πρέπει να προσθέσωμεν και την οδόν όση είναι από την Έφεσον
μέχρι των Σάρδεων. Όθεν λέγω ότι από την Ελληνικήν θάλασσαν
μέχρι των Σούσων (διότι ούτω καλείται η πόλις του Μέμνονος)
είναι δεκατέσσαρες χιλιάδες και τεσσαράκοντα στάδια. Και ούτω η
τρίμηνος οδός γίνεται μακροτέρα κατά τρεις ημέρας.

55. Διωχθείς ο Αρισταγόρας εκ της Σπάρτης ήλθεν εις τας Αθήνας,
ελευθερωθείσας από τους τυράννους των κατά τον ακόλουθον
τρόπον. Αφού ο Αριστογείτων και ο Αρμόδιος, όντες ανέκαθεν εκ
του γένους των Γεφυραίων, εφόνευσαν τον Ίππαρχον, υιόν του
Πεισιστράτου και αδελφόν του τυράννου Ιππίου, ιδόντα εις τον
ύπνον του όραμα αγγέλλον αυτώ εναργέστατα εκείνο το οποίον
έμελλε να πάθη, πάλιν οι Αθηναίοι επί τέσσαρας ακόμη μήνας
ετυραννεύθησαν όχι ολιγώτερον αλλά μάλιστα περισσότερον ή
πρότερον.

56. Το δε δράμα του ενυπνίου του Ιππάρχου ήτο το εξής. Κατά την
νύκτα της παραμονής των Παναθηναίων εφάνη εις τον Ίππαρχον ότι
είδεν άνδρα μέγαν και ωραίον παρουσιασθέντα ενώπιόν του και
ειπόντα τους εξής αινιγματώδεις λόγους· «Υπόμεινον, λέων, με
καρδιάν υπομονητικήν, ό,τι πάθης ανυπόφορον. Δεν υπάρχει
άνθρωπος αδικών όστις να μη αποτίση την αδικίαν.» Τούτων την
εξήγησιν, άμα εγένετο ημέρα, τον είδον να προτείνη εις
ονειροκρίτας· έπειτα εξορκίσας το όνειρον, μετέβη εις τον τόπον
της πομπής όπου και εφονεύθη.

57. Οι δε Γεφυραίοι, εκ των οποίων κατήγοντο οι φονείς του
Ιππάρχου, ως μεν λέγουσιν αυτοί, έχουσι την αρχήν των εκ της
Ερετρείας, ως δε έμαθον εγώ εξετάσας, ήσαν Φοίνικες, εκ των
Φοινίκων εκείνων οίτινες μετά του Κάδμου ήλθον εκ της Φοινίκης
εις την γην την σήμερον καλουμένην Βοιωτίαν, και λαβόντες
κλήραν τινα της χώρας ταύτης εγκατεστάθησαν εις την Ταναγρικήν
μοίραν. Εντεύθεν αφού πρώτον εδιώχθησαν οι Καδμείοι υπό των
Βοιωτών, εδιώχθησαν έπειτα και οι Γεφυραίοι υπό των Αργείων και
κατέφυγον εις τους Αθηναίους. Οι δε Αθηναίοι τους εδέχθησαν ως
πολίτας των, απαγορεύσαντες αυτοίς διάφορα δικαιώματα τα οποία
δεν είναι άξια διηγήσεως.

58. Οι δε Φοίνικες ούτοι οι μετά του Κάδμου ελθόντες, μεταξύ
των οποίων ήσαν οι Γεφυραίοι, οικήσαντες την χώραν ταύτην,
εδίδαξαν πολλά πράγματα και προς τούτοις τα γράμματα τα οποία
κατ' εμέ δεν υπήρχον πρότερον εις τους Έλληνας. Και κατ' αρχάς
μεν οι Έλληνες μετεχειρίσθησαν όσα γράμματα μεταχειρίζονται οι
Φοίνικες, ύστερον όμως με την πρόοδον του χρόνου ετροποποίησαν
την φωνήν αυτών και το σχήμα. Εκ των Ελλήνων οι Ίωνες ήσαν οι
κατ' εκείνην την εποχήν κατοικούντες εις τα πλείστα μέρη των
πέριξ χωρών· αυτοί λοιπόν μαθόντες παρά των Φοινίκων τα
γράμματα, μετεχειρίσθησαν αυτά και τα μετερρύθμισαν ολίγον.
Μεταχειριζόμενοι δε αυτά είπον, ως ήτο και δίκαιον, διότι οι
Φοίνικες τα εισήγαγον εις την Ελλάδα, να καλώνται Φοινικικά.
Προσέτι δε και τας βίβλους καλούσιν οι Ίωνες διφθέρας κατά
παλαιάν συνήθειαν, καθότι ούσης της βίβλου σπανίας
μετεχειρίζοντο άλλοτε δέρματα αιγών και προβάτων. Ακόμη δε και
εις την εποχήν μου πολλοί των βαρβάρων γράφουσιν εις τοιαύτας
διφθέρας.

59. Είδον δε και εγώ αυτός Καδμικά γράμματα εις το ιερόν του
Ισμηνίου Απόλλωνος εις τας Θήβας της Βοιωτίας, γεγλυμμένα επί
τριών τριπόδων, κατά πολύ ομοιάζοντα προς τα Ιωνικά. Ο μεν είς
των τριπόδων έχει το εξής επίγραμμα: «Ο ΑΜΦΙΚΤΥΩΝ ΜΕ ΑΝΕΘΗΚΕΝ,
ΕΠΙΣΤΡΕΨΑΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΤΗΛΕΒΟΕΙΣ.» Τούτο θα χρονολογήται από την
εποχήν του Λαΐου, υιού του Λαβδάκου, υιού του Πολυδώρου, υιού
του Κάδμου.

60. Έτερος τρίπους φέρει το εξής επίγραμμα εις εξαμέτρους
στίχους: «Ο ΣΚΑΙΟΣ, ΝΙΚΗΣΑΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΥΓΜΗΝ, ΜΕ ΑΝΕΘΗΚΕΝ ΕΙΣ ΣΕ
ΤΟΝ ΜΑΚΡΑΝ ΡΙΠΤΟΝΤΑ ΤΑ ΒΕΛΗ ΑΠΟΛΛΩΝΑ, ΑΓΑΛΜΑ ΠΕΡΙΚΑΛΛΕΣ.» Ο
Σκαίος δε ούτος θα ήτο ο υιός του Ιπποκόωντος, εάν αυτός είναι
ο αφιερώσας και όχι άλλος, έχων τα ίδιον όνομα με τον υιόν του
Ιπποκόωντος και σύγχρονος με τον Οιδίποδα του Λαΐου.

61. Ο δε τρίτος τρίπους λέγει και ούτος εν εξαμέτρω: «ΑΥΤΟΣ Ο
ΜΟΝΑΡΧΩΝ ΛΑΟΔΑΜΑΣ ΑΦΙΕΡΩΣΕ ΤΡΙΠΟΔΑ ΕΙΣ ΣΕ ΤΟΝ ΚΑΛΟΝ ΤΟΞΟΤΗΝ
ΑΠΟΛΛΩΝΑ, ΑΓΑΛΜΑ ΠΕΡΙΚΑΛΛΕΣ» Επί της μοναρχίας του Λαοδάμαντος
τούτου υιού του Ετεοκλέους εδιώχθησαν οι Καδμείοι υπό των
Αργείων και έφυγον εις τους Εγχέλεις, οι δε Γεφυραίοι
μείναντες, εβιάσθησαν ύστερον υπό των Βοιωτών να αναχωρήσωσιν
εις Αθήνας. Και υπάρχει ακόμη ο ναός αυτών εις τας Αθήνας,
ουδείς δε των άλλων πολιτών εισέρχεται εις αυτόν. Διαφέρει των
άλλων ναών και προ πάντων του ναού όπου τελούνται τα μυστήρια
της Αχαίας Δήμητρος.

62. Διηγήθην λοιπόν το όνειρον το οποίον είδεν ο Ίππαρχος και
πόθεν κατήγοντο οι Γεφυραίοι εκ των οποίων ήσαν οι φονείς του
Ιππάρχου. Πρέπει λοιπόν τώρα να επαναλάβω την διήγησιν την
οποίαν ήρχισα και να είπω πώς οι Αθηναίοι ηλευθερώθησαν των
τυράννων. Τυραννεύοντες του Ιππίου και φερομένου σκληρώς προς
τους Αθηναίους διά τον θάνατον του Ιππάρχου, οι Αλκμαιωνίδαι,
Αθηναίοι το γένος και εξορισθέντες υπό του Πεισιστράτου ομού με
άλλους Αθηναίους, απεπειράθησαν να επιστρέψωσιν εις τας Αθήνας
διά της βίας, αλλ' απέτυχον και ηττήθησαν ολοσχερώς ζητήσαντες
να καταβώσι και να ελευθερώσωσι τας Αθήνας. Τότε ετείχισαν το
Λειψύδριον το οποίον είναι άνωθεν της Παιονίας· εκεί δε οι
Αλκμαιωνίδαι, τα πάντα μηχανώμενοι κατά των Πεισιστρατιδών,
συνεφώνησαν με τους Αμφικτύονας και έκτισαν ναόν εις τους
Δελφούς, αυτόν όστις είναι σήμερον και δεν υπήρχε τότε. Επειδή
δε ήσαν πλούσιοι και σημαντικοί ανέκαθεν, ωκοδόμησαν ναόν
καλλίτερον του υποδείγματος, και μολονότι συνεφώνησαν να
κτίσωσιν αυτόν εκ μαρμάρου κοινού, κατεσκεύασαν την πρόσοψιν
αυτού εκ μαρμάρου Παρίου.

63. Ως λέγουσι λοιπόν οι Αθηναίοι, καθήμενοι οι άνθρωποι ούτοι
εις τους Δελφούς εδελέαζον την Πυθίαν με χρήματα ώστε, οσάκις
ήρχοντο οι Σπαρτιάται διά να ζητήσωσι χρησμόν είτε δι'
ιδιωτικάς υποθέσεις είτε διά δημοσίας, να τοις λέγη πάντοτε ότι
πρέπει να ελευθερώσωσι τας Αθήνας. Όθεν οι Λακεδαιμόνιοι,
βλέποντες ότι η Πυθία τοις επανελάμβανε τον αυτόν χρησμόν,
έπεμψαν μετά στρατού τον Αγχιμόλιον, υιόν του Αστέρος,
Σπαρτιάτην έγκριτον, διά να διώξη από τας Αθήνας τους
Πεισιστρατίδας, μολονότι ήσαν άκροι φίλοι των· διότι εσέβοντο
πλειότερον την διαταγήν του θεού ή τας φιλίας των ανθρώπων.
Έπεμψαν δε τον στρατόν τούτον με πλοία, και ο Αγχιμόλιος
αγκυροβολήσας εις το Φάληρον απεβίβασε τους στρατιώτας. Εν
τούτοις οι Πεισιστρατίδαι, ειδοποιηθέντες προηγουμένως περί
τούτον, προσεκάλεσαν επικουρίαν εκ της Θεσσαλίας, διότι είχον
συνθήκην συμμαχίας με τους Θεσσαλούς. Οι δε Θεσσαλοί, εις αυτήν
την αίτησιν, αποφασίσαντες από κοινού τοις έστειλαν χίλιους
ιππείς υπό τον βασιλέα Κινέαν, άνδρα Κονιαίον, τους οποίους
αφού έλαβον ως συμμάχους οι Πεισιστρατίδαι εμηχανήθησαν τα
εξής. Έκοψαν τα δένδρα της πεδιάδος του Φαλήρου και κατέστησαν
αυτήν ιππάσιμον· έπειτα αφήκαν το ιππικόν κατά του στρατοπέδου
των Λακεδαιμονίων. Εμπεσόν δε τούτο, άλλους μεν διέφθειρε,
μεταξύ των οποίων και τον Αγχιμόλιον· τους δε περισωθέντας τους
ηνάγκασε να καταφύγωσιν εις τα πλοία. Και η μεν πρώτη
εκστρατεία των Λακεδαιμονίων τοιαύτην τύχην έλαβε· σώζεται δε ο
τάφος του Αγχιμολίου εις τας Αλωπεκάς της Αττικής, πλησίον του
εις το Κυνόσαργες ναού του Ηρακλέους.

64. Μετά ταύτα δε οι Λακεδαιμόνιοι ετοιμάσαντες μεγαλείτερον
στρατόν έπεμψαν αυτόν κατά των Αθηνών, καταστήσαντες στρατηγόν
αυτού τον βασιλέα Κλεομένη, υιόν του Αναξανδρίδου· έπεμψαν δε
αυτόν ουχί πλέον διά θαλάσσης, αλλά διά ξηράς. Ενώ όμως
εισήρχοντο εις την Αττικήν, επετέθησαν κατ' αυτών οι ιππείς των
Θεσσαλών, οίτινες μετ' ου πολύ ετράπησαν εις φυγήν απολέσαντες
άνδρας υπέρ τους τεσσαράκοντα. Οι λοιποί, όσοι εσώθησαν, έφυγον
ως είχον κατ' ευθείαν προς την Θεσσαλίαν. Εισελθών δε εις την
πόλιν ο Κλεομένης με τους Αθηναίους όσοι ήθελον να ήναι
ελεύθεροι, επολιόρκησε τους τυράννους κλεισθέντας εις το
Πελασγικόν τείχος.

65. Βεβαίως οι Λακεδαιμόνιοι δεν ήθελον δυνηθή να εξώσωσι τους
Πεισιστρατίδας, ούτε εσκέπτοντο να κάμωσι τακτικήν πολιορκίαν
κατ' ανθρώπων εχόντων άφθονον προμήθειαν τροφών και ύδατος,
μετά πολιορκίαν δε ολίγων τινών ημερών θα επέστρεφον εις την
Σπάρτην· πλην επήλθε συμβάν τι δι' αυτούς μεν ευνοϊκόν, διά δε
τους Πεισιστρατίδας ολέθριον. Πεμπόμενοι οι παίδες των
Πεισιστρατιδών έξω της χώρας συνελήφθησαν· απ' εκείνης λοιπόν
της στιγμής τα πράγματα περιεπλέχθησαν. Διά να λάβωσι δε τα
τέκνα των οι Πεισιστρατίδαι εδέχθησαν τους όρους τους οποίους
ήθελον οι Αθηναίοι, και ηναγκάσθησαν να εξέλθωσι της Αττικής
εντός πέντε ημερών. Μετέβησαν λοιπόν εις το επί του Σκαμάνδρου
ποταμού Σίγειον, αφού εκυβέρνησαν τας Αθήνας επί έτη τριάκοντα
και έξ, όντες και αυτοί ανέκαθεν εκ της Πύλου και Νηλείδαι, και
καταγόμενοι εκ των ιδίων προγόνων εξ ων κατήγοντο ο Κόδρος και
ο Μέλανθος οίτινες μολονότι επήλυδες εγένοντο βασιλείς των
Αθηναίων. Τούτου ένεκα ο Ιπποκράτης προς ανάμνησιν ωνόμασε τον
υιόν του Πεισίστρατον, επονομάσας αυτόν από τον Πεισίστρατον
τον υιόν του Νέστορος. Τοιουτοτρόπως οι Αθηναίοι απηλλάγησαν
των τυράννων. Όσα δε αφού ηλευθερώθησαν έπραξαν και έπαθον άξια
διηγήσεως, πριν ή αποστατήση η Ιωνία από τον Δαρείον και πριν
έλθη εις τας Αθήνας ο Μιλήσιος Αρισταγόρας διά να ζητήση
βοήθειαν, ταύτα πρώτα θέλω διηγηθή.

66. Αι Αθήναι αίτινες ήσαν και πρότερον μεγάλαι, ελευθερωθείσαι
τότε από τους τυράννους εγένοντο μεγαλείτεραι. Εις αυτάς δύο
άνδρες είχον μεγάλην δύναμιν, ο Κλεισθένης, ανήρ Αλκμαιωνίδης,
όστις εφημίζετο ότι είχεν αγοράσει την Πυθίαν και ο Ισαγόρας
του Τισάνδρου, όστις ήτο μεν από περιφανή οικογένειαν, δεν
ηξεύρω όμως τίποτε περί της καταγωγής του ειμή μόνον ότι οι
συγγενείς του θυσιάζουσιν εις τον Κάριον Δία. Οι δύο ούτοι
άνδρες διήγειρον ταραχάς διαφιλονεικούντες την εξουσίαν.
Ηττηθείς ο Κλεισθένης ενεκολπώθη το κόμμα του δήμου· μετά ταύτα
δε, όντας διηρημένους τους Αθηναίους εις τέσσαρας φυλάς,
διήρεσεν εις δέκα και απαλείψας τας επωνυμίας του Γελέοντος,
του Αιγικόρους, του Αργάδου και του Όπλητος, οίτινες ήσαν
παίδες του Ίωνος, έθεσεν επωνυμίας άλλων ηρώων επιχωρίων, πλην
του Αίαντος τον οποίον, μολονότι ξένον, τον προσέθεσεν ως
αστυγείτονα και σύμμαχον.

67. Ταύτα πράττων ο Κλεισθένης, εμιμείτο ως νομίζω τον προς
μητρός πάππον του Κλεισθένη, τύραννον της Σικυώνος· διότι ο
Κλεισθένης της Σικυώνος, ελθών εις πόλεμον προς τους Αργείους,
αφ' ενός μεν απηγόρευσε τους ραψωδούς να ψάλλωσιν εις τους
αγώνας εν Σικυώνι στίχους του Ομήρου, καθότι οι στίχοι ούτοι
είναι ως επί το πλείστον έπαινος των Αργείων και του ’ργους·
αφ' ετέρου δε, επειδή υπήρχε και υπάρχει μέχρι της σήμερον εις
την αγοράν των Σικυωνίων ηρώον προς τιμήν του Αδράστου υιού του
Ταλαού, ο Κλεισθένης επεθύμησε να το εκβάλη της χώρας, καθότι ο
’δραστος ήτο Αργείος. Μετέβη λοιπόν εις τους Δελφούς και
ηρώτησε το μαντείον, εάν πρέπη να εξώση τον ’δραστον· αλλ' η
Πυθία απεκρίθη ότι ο μεν ’δραστος ήτο βασιλεύς των Σικυωνίων,
αυτός δε άξιος λιθοβολήσεως. Επειδή λοιπόν ο θεός δεν τω έδωκε
την άδειαν, επέστρεψεν οπίσω μηχανώμενος παν μέσον όπως
απαλλαγή του Αδράστου. Ότε δε ενόμισεν ότι εύρε το μέσον τούτο,
έπεμψεν εις τας Θήβας της Βοιωτίας διά να είπη ότι ήθελε να
μεταφέρη εκείθεν εις την Σικυώνα τον Μελάνιππον του Αστακού.
Επιτρεψάντων τούτο των Θηβαίων, ο Κλεισθένης έφερε τον
Μελάνιππον και τω αφιέρωσε τέμενος εν αυτώ τω πρυτανείω και τον
έστησεν εκεί εις το καλλίτερον μέρος. Έφερε δε τον Μελάνιππον
εις την Σικυώνα ο Κλεισθένης (επειδή πρέπει να διηγηθώ και
τούτο) ως όντα έχθιστον του Αδράστου, του οποίου εφόνευσε τον
αδελφόν Μηκιστέα και τον γαμβρόν Τυδέα. Αφού δε τω αφιέρωσε το
τέμενος τούτο, αφήρεσεν από τον ’δραστον τας θυσίας και τας
εορτάς και τας έδωκεν εις τον Μελάνιππον. Οι δε Σικυώνιοι είχον
συνειθίσει να τιμώσι πολύ τον ’δραστον, διότι η χώρα των ανήκεν
άλλοτε εις τον Πόλυβον, ο δε ’δραστος ήτο υιός της θυγατρός του
Πολύβου όστις αποθνήσκων άπαις, τω αφήκε την αρχήν. Και δι'
άλλας ακόμη αιτίας οι Σικυώνιοι ετίμων τον ’δραστον, και προς
τούτοις εώρταζον τα παθήματά του διά χορών τραγικών,
προσφέροντες εις αυτόν τιμάς αίτινες ανήκον εις τον Διόνυσον. Ο
δε Κλεισθένης τους μεν χορούς απέδωκεν εις τον Διόνυσον, τας δε
λοιπάς θυσίας εις τον Μελάνιππον. Ταύτα έπραξεν ο Κλεισθένης
διά τον ’δραστον.

68. Τα δε ονόματα των Δωρικών φυλών· διά να μη ήναι τα ίδια εις
την Σικυώνα και εις το ’ργος, μετέβαλεν εις άλλα με τα οποία
περιέπαιξε παραπολύ τους Σικυωνίους· διότι λαβών τα ονόματα
ταύτα εκ των ονομάτων του χοίρου και του όνου, εμήκυνε μόνον
την κατάληξιν, πλην της ιδικής του φυλής εις την οποίαν έδωκεν
όνομα παραγόμενον εκ της ιδίας εαυτού αρχής. Ούτοι μεν
εκαλούντο Αρχέλαοι, οι άλλοι δε Υάται, Ονεάται και Χοιρεάται.
Αυτά τα ονόματα των φυλών μετεχειριζοντο οι Σικυώνιοι και επί
του Κλεισθένους και προσέτι επί εξήκοντα έτη μετά τον θάνατον
αυτού. Μετά ταύτα όμως συσκεφθέντες τα μετέβαλον εις τους
Υλλείς, Παμφύλους και Δυμανάτας· εις ταύτα τα ονόματα
προσέθεσαν και τέταρτον, το των Αιγιαλέων, λαβόντες την
επωνυμίαν εκ τον Αιγιαλέως, υιού του Αδράστου.

69. Ταύτα έπραξεν ο Σικυώνιος Κλεισθένης. Ο δε Αθηναίος
Κλεισθένης, υιός ων της θυγατρός του Σικυωνίου τούτου και έχων
το αυτό όνομα, προς περιφρόνησιν των Ιώνων και διά να μη έχωσιν
αι φυλαί των Αθηναίων τα αυτά ονόματα με τα ιδικά των, εμιμήθη
ως νομίζω τον ομώνυμόν του Κλεισθένη· διότι, άμα έλαβε με το
μέρος του τον δήμον των Αθηναίων, όστις πρότερον ήτο αντίπαλός
του, μετωνόμασε τας φυλάς και ηύξησε τον αριθμόν αυτών. Αντί
τεσσάρων, κατέστησε δέκα αρχηγούς φυλών και διένειμε τους
πολίτας εις τας δέκα φυλάς. Οικειοποιηθείς δε τον δήμον ήτο
πολύ ισχυρότερος των αντιπάλων μερίδων.

70. Ο δε Ισαγόρας, νικηθείσης της μερίδος του, αντέταξε το εξής
μηχάνημα, εις τον νικητήν. Επεκαλέσθη τον Λακεδαιμόνιον
Κλεομένη όστις είχε γίνει ξένος του από της εποχές καθ' ην
επολιόρκησαν τους Πεισιστρατίδας, και όστις εκατηγορείτο
μάλιστα ότι είχε σχέσεις με την γυναίκα του Ισαγόρου. Όθεν ο
Κλεομένης πέμψας πρώτον κήρυκα εις τας Αθήνας εζήτει να εξώσωσι
τον Κλεισθένη και άλλους πολλούς Αθηναίους μετ' αυτού, αποκαλών
αυτούς εναγείς. Έπεμψε δε και έλεγε ταύτα εκ διδαχής του
Ισαγόρου· διότι οι μεν Αλκμαιωνίδαι και οι οπαδοί αυτών ήσαν
ένοχοι του φόνου τον οποίον θα διηγηθώ αμέσως, αυτός όμως δεν
μετέσχεν, ουδέ οι φίλοι αυτού.

71. Οι δε εναγείς των Αθηναίων ωνομάσθησαν διά την εξής αιτίαν.
Ήτο Κύλων τις Αθηναίος Ολυμπιονίκης· αυτός επόθησε να
τυραννεύση· όθεν εταιρείαν ποιησάμενος μετ' άλλων ηλικιωτών
απεπειράθη να καταλάβη την ακρόπολιν. Επειδή όμως δεν ηδυνήθη
να την κυριεύση, εκάθισεν ικέτης προ του αγάλματος της Αθηνάς.
Και ανήγειρον μεν αυτόν και τους μετ' αυτού οι πρυτάνεις των
ναυκράρων οίτινες τότε είχον την διοίκησιν των Αθηνών,
κατηγορούνται δε ότι εφόνευσαν αυτούς οι Αλκμαιωνίδαι. Ταύτα
εγένοντο προ της εποχής του Πεισιστράτου.

72. Επειδή λοιπόν πέμψας ο Κλεομένης εζήτει να εξώσωσι τον
Κλεισθένη και τους εναγείς, ο μεν Κλεισθένης έφυγεν· ουχ ήττον
όμως μετ' ολίγον ήλθεν ο Κλεομένης εις τας Αθήνας όχι με
μεγάλας δυνάμεις, και ελθών εξώρισεν επτακοσίας οικογενείας
Αθηναίων τας οποίας τω επέδειξεν ο Ισαγόρας. Τούτου γενομένου,
επειράθη έπειτα να διαλύση την βουλήν και να αναθέση την αρχήν
εις τριακοσίους οπαδούς του Ισαγόρου. Αντισταθείσης δε της
βουλής και μη θελούσης να υπακούση, ο Κλεομένης, ο Ισαγόρας και
η μερίς αυτού καταλαμβάνουσι την ακρόπολιν· τότε οι λοιποί
Αθηναίοι ομοφρονήσαντες επολιόρκησαν αυτούς επί δύο ημέρας, την
δε τρίτην, όσοι εξ αυτών ήσαν Λακεδαιμόνιοι, εξήλθον της χώρας
διά συνθήκης, και τοιουτοτρόπως εξεπληρώθη εκείνο το οποίον
είχεν ειπεί η ιέρεια εις τον Κλεομένη· διότι ότε ούτος ανέβη
εις την ακρόπολιν, σκοπεύων να εγκατασταθή εκεί και ηθέλησε να
εισέλθη εις το άδυτον της θεάς διά να την χαιρετίση, η ιέρεια
εξαναστάσα εκ του θρόνου, πριν ή εκείνος υπερβή το κατώφλιον
της θύρας, είπεν· «Ω ξένε Λακεδαιμόνιε, ύπαγε οπίσω και μη
εισέλθης εις το ιερόν, διότι δεν είναι επιτετραμμένον εις τους
Δωριείς να εισέρχωνται ενταύθα.» Ο δε Κλεομένης απεκρίθη· «Ω
γύναι, δεν είμαι Δωριεύς, αλλ' Αχαιός.» Αψηφήσας λοιπόν τον
χρησμόν έμεινεν εις την ακρόπολιν, αλλά και τότε πάλιν εδιώχθη
μετά των Λακεδαιμονίων. Τους δε άλλους έδεσαν οι Αθηναίοι διά
να τους θανατώσωσι· μεταξύ δε αυτών και τον Τιμησίθεον τον
Δελφόν του οποίου δύναμαι να απαριθμήσω πολλά έργα δεικνύοντα
δύναμιν και γενναιότητα μεγάλην. Αυτοί λοιπόν δεθέντες
εθανατώθησαν.

73. Μετά ταύτα δε οι Αθηναίοι, μετακαλέσαντες τον Κλεισθένη και
τας επτακοσίας οικογενείας τας διωχθείσας υπό του Κλεομένους,
πέμπουσι πρέσβεις εις τας Σάρδεις, θέλοντες να συνδέσωσι
συμμαχίαν μετά των Περσών, καθότι έβλεπον ότι ο πόλεμος προς
τους Λακεδαιμονίους και τον Κλεομένη ήτο άφευκτος. Ελθόντων δε
των πρέσβεων εις τας Σάρδεις και ειπόντων όσα ήσαν
διατεταγμένοι να είπωσιν, ο Αρταφέρνης του Υστάσπους, ύπαρχος
των Σάρδεων, τους ηρώτησε τίνες όντες και ποίαν χώραν
κατοικούντες ζητούσι την συμμαχίαν των Περσών. Ακούσας τας
αποκρίσεις αυτών τοις είπε μετά συντομίας ότι εάν μεν οι
Αθηναίοι δίδωσι γην και ύδωρ εις τον βασιλέα Δαρείον, τοις
υπόσχεται συμμαχίαν, εάν δε δεν δίδωσι τους διατάττει να
φύγωσι. Τότε οι πρέσβεις συσκεφθέντες μεταξύ των, είπον ότι
δίδουσι, διότι ήθελον την συμμαχίαν ταύτην. Όταν όμως
επέστρεψαν εις τας Αθήνας, εκατηγορήθησαν αυστηρώς.

74. Ο δε Κλεομένης αισθανόμενος ότι περιυβρίσθη από τους
Αθηναίους και με λόγους και με έργα, εσύναζεν εξ όλης της
Πελοποννήσου στρατόν χωρίς να λέγη προς ποίον σκοπόν· η μόνη
του δε επιθυμία ήτο να τιμωρήση τον δήμον των Αθηναίων και να
καταστήση τύραννον τον Ισαγόραν, διότι ούτος είχε συνεξέλθει
μετ' αυτού εκ της ακροπόλεως. ’γων λοιπόν μέγα στράτευμα
εισέβαλεν ο Κλεομένης εις την Ελευσίνα, και συγχρόνως οι
Βοιωτοί, εις δοθέν σύνθημα, εκυρίευσαν την Οινόην και τας
Υσιάς, δήμους εις τα άκρα της Αττικής, οι δε Χαλκιδείς
εισέβαλαν εξ άλλου μέρους δηούντες και καταστρέφοντες. Οι δε
Αθηναίοι, μολονότι επιέζοντο εκ δύο μερών, τους μεν Βοιωτούς
και τους Χαλκιδείς επεφυλάχθησαν να τιμωρήσωσι βραδύτερον, όλας
δε τας δυνάμεις των έστρεψαν τότε κατά των Πελοποννησίων των
κατεχόντων την Ελευσίνα.

75. Καθ' ην στιγμήν όμως έμελλον να έλθωσιν εις χείρας οι
στρατοί, πρώτοι οι Κορίνθιοι σκεφθέντες ότι έπραττον αδικίαν,
μετέβαλον γνώμην και ανεχώρησαν. Μετ' αυτούς ανεχώρησε και ο
Δημάρατος του Αρίστωνως, βασιλεύς και αυτός των Σπαρτιατών,
όστις ωδήγει τον στρατόν μετά του Κλεομένους και μέχρι της
στιγμής εκείνης καθ' όλα σύμφωνος μετ' αυτού. Ένεκα της
διχογνωμίας ήτις αναφύη κατά την περίστασιν ταύτην ετέθη νόμος
εις την Σπάρτην, όταν γίνεται εκστρατεία, να μη ακολουθώσι και
οι δύο βασιλείς, καθότι έως τότε ηκολούθουν και οι δύο.
Απαλλαγέντος λοιπόν του χρέους τούτου του ενός των βασιλέων,
απεφασίσθη ομοίως να μένη εις την πόλιν το έτερον των αγαλμάτων
των Τυνδαριδών τα οποία πρότερον ηκολούθουν αμφότερα τον
στρατόν, καθότι οι Σπαρτιάται επικαλούνται εις τας μάχας τους
Τυνδαρίδας. Τότε δε εις την Ελευσίνα ιδόντες οι λοιποί των
συμμάχων ότι και οι βασιλείς των Λακεδαιμονίων δεν συνεφώνουν
και οι Κορίνθιοι εγκατέλιπον τας τάξεις των, εγκατέλιπον και
αυτοί τας ιδικάς των και ανεχώρησαν.

76. Ήτο δε τότε η τετάρτη φορά καθ' ην οι Δωριείς ήλθον εις την
Αττικήν, δις μεν ως πολέμιοι, δις δε προς το συμφέρον του
πλήθους των Αθηναίων. Την πρώτην φοράν αποίκισαν τα Μέγαρα (1)
(ορθώς δε δύναται να ονομασθή εκστρατεία το επί του Κόδρου,
βασιλέως των Αθηνών, συμβάν τούτο)· την δευτέραν και την τρίτην
ανεχώρησαν εκ της Σπάρτης διά να εξώσωσι τους Πεισιστρατίδας·
και την τετάρτην ο Κλεομένης, άγων τους Πελοποννησίους,
εισέβαλεν εις την Ελευσίνα. Τοιουτοτρόπως οι Δωριείς διά
τετάρτην τότε φοράν εξεστράτευσαν κατά των Αθηνών.

77. Διαλυθέντος δε του στρατού τούτου ακλεώς, οι Αθηναίοι
απεφάσισαν να εκδικηθώσι, και κατά πρώτον εστράτευσαν κατά των
Χαλκιδέων· αλλ' οι Βοιωτοί ήλθον εις τον Εύριπον προς βοήθειαν
των Χαλκιδέων. Οι δε Αθηναίοι, ιδόντες τους βοηθούς, ενέκρινον
να κτυπήσωσι πρώτον τους Βοιωτούς και έπειτα τους Χαλκιδείς.
Συνήψαν λοιπόν μάχην μετ' αυτών και ενίκησαν ολοσχερώς· διότι
αφού εφόνευσαν παμπόλλους, συνέλαβον και επτακοσίους
αιχμαλώτους, την αυτήν ημέραν οι Αθηναίοι διαβάντες εις την
Εύβοιαν συνεπλάκησαν με τους Χαλκιδείς· νικήσαντες δε και
τούτους, αφήκαν τετρακισχιλίους αποίκους εις τας γαίας των
ιπποβοτών· ιπποβόται δε καλούνται οι πλούσιοι των Χαλκιδέων.
Επίσης όσους εζώγρησαν εκ τούτων τους εφυλάκισαν ομού με τους
ζωγρηθέντας Βοιωτούς, δέσαντες αυτούς με πέδας. Μετά ταύτα,
λαβόντες λύτρα δι' έκαστον δύο μνας, τους ηλευθέρωσαν· τας δε
πέδας με τας οποίας τους είχον δεδεμένους, τας εκρέμασαν εις
την ακρόπολιν, όπου και σήμερον ακόμη σώζονται κρεμάμεναι εκ
των υπό του Μήδου περικεκαυμένων τειχών, απέναντι της δυτικής
προσόψεως του ναού. Προσέτι δε αφιέρωσαν και το δέκατον εκ των
λύτρων, κατασκευάσαντες εξ αυτού τέθριππον χάλκινον άρμα. Τούτο
το άρμα είναι εστημένον προς τα αριστερά άμα εισέλθη τις εις
την ακρόπολιν, και έχει την ακόλουθον επιγραφήν:

«Οι παίδες των Αθηναίων νικήσαντες τα έθνη των Βοιωτών και των
Χαλκιδέων, έσβεσαν την αυθάδειαν αυτών με δεσμά και ζοφεράν
φυλακήν· εκ του δεκάτου δε των λύτρων αφιέρωσαν εις την Παλλάδα
τας ίππους ταύτας.»

78. Η δύναμις λοιπόν των Αθηναίων ηύξανε, φαίνεται ου μόνον εξ
ενός παραδείγματος αλλ' εκ πολλών ότι η ισηγορία (2) είναι
εξαίρετον πράγμα· διότι οι Αθηναίοι, ενόσω εκυβερνώντο
τυραννικώς, δεν ήσαν εις τα πολεμικά ανώτεροι των γειτονικών
εθνών, ελευθερωθέντες όμως από τους τυράννους εγένοντο
πρώτιστοι όλων. Τούτο σημαίνει ότι ενόσω εστερούντο της
ελευθερίας των, δεν εφιλοτιμούντο να φαίνωνται γενναίοι· διότι
όσα και αν έπραττον, θα τα έπραττον προς το συμφέρον δεσπότου·
άμα όμως ηλευθερώθησαν, πάντες επροθυμήθησαν να φανώσιν άξιοι,
σκεπτόμενοι ότι ειργάζοντο δι' εαυτούς. Και οι μεν Αθηναίοι
ταύτα έπραττον.

79. Οι δε Θηβαίοι, μετά τα συμβάντα ταύτα, θέλοντες να
εκδικηθώσι τους Αθηναίους, έπεμψαν να ερωτήσωσι τον θεόν. Η
Πυθία τοις είπεν ότι υπό μόνων αυτών ουδεμία εκδίκησις ηδύνατο
να γίνη, τους συνεβούλευσε δε να αναθέτωσι το πράγμα εις τον
λαόν και έπειτα να ζητήσωσι βοήθειαν από τους πλησιεστάτους
των. Οι ερωτήσαντες λοιπόν το μαντείον επέστρεψαν και
εκοινοποίησαν την απόκρισιν εις την συνέλευσιν του λαού. Όταν
δε το πλήθος ήκουσε τας λέξεις ταύτας «να ζητήσητε βοήθειαν από
τους πλησιεστάτους σας,» είπε· «τάχα δεν κατοικούσι πλησιέστατα
ημών οι Ταναγραίοι, οι Κορωναίοι και οι Θεσπιείς; αυτοί πάντοτε
δεν πολεμούσιν εις το πλευρόν μας; δεν μας βοηθούσι πάντοτε
προθύμως εις όλας τας μάχας; τις η ανάγκη να τους παρακαλέσωμεν;
Ως φρονούμεν, άλλην έννοιαν θα έχη ο χρησμός»

80. Ενώ συνεζήτουν ταύτα, είς εξ αυτών, νοημονέστερος, τοις
είπε· «Με φαίνεται ότι ενόησα τι θέλει να μας ειπή το μαντείον.
Λέγουσιν ότι η Θήβη και η Αίγινα ήσαν θυγατέρες του Ασωπού·
επειδή λοιπόν είναι αδελφαί, συμπεραίνω ότι ο θεός
εχρησμοδότησεν εις ημάς να ζητήσωμεν παρά των Αιγινητών να
γίνωσι βοηθοί μας.» Και επειδή ουδεμία άλλη γνώμη εφαίνετο
καλλιτέρα ταύτης, πέμψαντες αμέσως παρεκάλουν τους Αιγινήτας ως
συγγενείς, επικαλούμενοι την βοήθειαν των κατά την διαταγήν του
χρησμού. Οι δε Αιγινήται εις την αίτησιν επικουρίας τοις
απεκρίθησαν ότι τοις πέμπουσι τους Αιακίδας (3).

81. Οι Θηβαίοι έχοντας τους Αιακίδες βοηθούς εδοκίμασαν, αλλά
πάλιν έπαθον πολλά δεινά από τους Αθηναίους· τότε απέδωσαν τους
Αιακίδας και εζήτησαν στρατιώτας. Οι δε Αιγινήται επαιρόμενοι
διά την μεγάλην των ευτυχίαν και ενθυμηθέντες παλαιάν έχθραν
την οποίαν είχον κατά των Αθηναίων, ενέδωκαν εις τας
παρακλείσεις των Θηβαίων και εκίνησαν πόλεμον ακήρυκτον κατά
των Αθηναίων· καθότι, ενώ οι Αθηναίοι επίεζον τους Βοιωτούς, οι
Αιγινήται πλεύσαντες με μακρά πλοία διήρπασαν το Φάληρον και
πολλούς άλλους παραθαλασσίους δήμους. Διά των επιδρομών δε
τούτων έβλαψαν μεγάλως τους Αθηναίους.

82. Η δε έχθρα η προσφειλομένη υπό των Αιγινητών εις τους
Αθηναίους τοιαύτην είχε την αρχήν. Εις τους Επιδαυρίους η γη
δεν έδιδε κανένα καρπόν· διά την συμφοράν δε ταύτην οι
Επιδαύριοι ηρώτησαν το μαντείον των Δελφών και η Πυθία τους
διέταξε να στήσωσιν αγάλματα της Δαμίας και της Αυξησίας (4),
βεβαιούσα ότι τούτου γενομένου τα πράγματά των θα εβελτιούντο.
Ηρώτησαν λοιπόν εκ δευτέρου οι Επιδαύριοι εάν έπρεπε να
κατασκευάσωσι τα αγάλματα εκ χαλκού ή εκ λίθου, η δε Πυθία δεν
άφινε μήτε εκ του ενός μήτε εκ του άλλου, άλλα τοις είπε να τα
κατασκευάσωσιν εκ ξύλου ελαίας ημέρου. Παρεκάλεσαν λοιπόν οι
Επιδαύριοι τους Αθηναίους να τοις επιτρέψωσι να κόψωσιν ελαίαν,
νομίζοντες ότι τα ελαιόδενδρα των Αθηνών ήσαν ιερώτατα. Λέγουσι
προς τούτοις ότι κατ' εκείνον τον καιρόν ουδαμού αλλαχού
υπήρχον ελαίαι ειμή μόνον εις τας Αθήνας. Οι δε Αθηναίοι τοις
απεκρίθησαν ότι τοις δίδουσι μίαν, αλλά με την συμφωνίαν να
φέρωσι κατ' έτος θύματα εις την προστάτιδα της πόλεως Αθηνάν
και εις τον Ερεχθέα. Δεχθέντες τας συμφωνίας ταύτας οι
Επιδαύριοι έλαβον ό,τι εζήτουν και κατασκευάσαντες αγάλματα εκ
ξύλου ελαίας τα έστησαν. Έκτοτε δε και η γη των εκαρποφόρει,
και εις τους Αθηναίους έστελλον τα συμφωνηθέντα.

83. Τότε δε ακόμη ως και προτού οι Αιγινήται υπήκουον εις τους
Επιδαυρίους· δι' όλας των τας υποθέσεις και ιδίως διά να
δικάζωνται μεταξύ των μετέβαινον εις την Επίδαυρον. Μετά ταύτα
όμως, κατασκευάσαντες πλοία, και φανέντες αγνώμονες,
απεστάτησαν από τους Επιδαυρίους. Έχοντες λοιπόν διαφοράς με
αυτούς και όντες δυνατοί κατά θάλασσαν, τοσούτον τους
εκακοποίησαν ώστε τοις ήρπασαν και τα δύο ταύτα αγάλματα της
Δαμίας και της Αυξησίας, τα οποία έφερον και έστησαν εις τα
μεσόγαια της χώρας των, εις τόπον τινά καλούμενον Οίαν,
απέχοντα δε από της πόλεως περί τα είκοσι στάδια. Αφού έστησαν
τα αγάλματα εις τούτον τον τόπον, τα ελάτρευον με θυσίας και με
ασέμνους χορούς γυναικών. Δι' εκάστην θεάν διωρίζοντο δέκα
χορηγοί, οι δε χοροί δεν περιέπαιζον κανένα άνδρα, αλλά τας
εγχωρίας γυναίκας. Τας αυτάς ιερουργίας έχουσιν οι Επιδαύριοι,
οίτινες έχουσι και άλλας ιερουργίας τας οποίας δεν αναφέρουσιν.

84. Αφού τοις ηρπάγησαν τα αγάλματα ταύτα, οι Επιδαύριοι
έπαυσαν να πληρώνωσιν εις τους Αθηναίους τον συμφωνηθέντα
φόρον. Οργισθέντες δε κατ' αυτών οι Αθηναίοι, έπεμψαν και τους
επέπληττον, αλλ οι Επιδαύριοι απέδειξαν ότι δεν τους ηδίκουν,
καθότι εφ' όσον είχον τα αγάλματα εις τον τόπον των τοις
έπεμπον τα θύματα, αφότου όμως τα εστερήθησαν δεν είναι δίκαιον
να πληρώνωσιν ακόμη. Παρακίνησαν λοιπόν τους Αθηναίους να
απαιτήσωσι τα συμφωνηθέντα από τους Αιγινήτας, διότι αυτοί
είχον την Δαμίαν και την Αυξησίαν. Ακούσαντες δε τας αποκρίσεις
ταύτας οι Αθηναίοι, έπεμψαν εις την Αίγιναν και απήτουν τας
προσφοράς τας οφειλομένας διά τα αγάλματα· οι δε Αιγινήται
απήντησαν ότι δεν είχον καμμίαν υπόθεσιν με τους Αθηναίους.

85. Οι Αθηναίοι λέγουσιν ότι μετά την απαίτησιν ταύτην
εστάλησαν υπό του λαού ένοπλοι άνδρες μετά τριήρους και ότι οι
άνδρες ούτοι φθάσαντες εις την Αίγιναν προσεπάθουν να
καταβιβάσωσιν από τα βάθρα των τα αγάλματα, καθό κατασκευασμένα
από ξύλα ανήκοντα εις τους Αθηναίους. Το σχέδιόν των ήτο να τα
λάβωσι μεθ' εαυτών, αλλά δεν το κατώρθωσαν· τότε τα έδεσαν με
σχοινία και τα έσυρον αλλ' ενώ τα έσυρον, εγένετο βροντή, και
μετά την βροντήν σεισμός. Τούτου ένεκα οι κωπηλάται
παρεφρόνησαν, και εν τη μανία των εφόνευον αλλήλους ως
πολεμίους μέχρις ου είς έμεινε ζων, και επέστρεψεν εις το
Φάληρον.

86. Οι μεν Αθηναίοι ούτω λέγουσιν ότι συνέβη το πράγμα· οι δε
Αιγινήται λέγουσιν ότι οι Αθηναίοι μετέβησαν ουχί με έν μόνον
πλοίον (διότι και αν ακόμη δεν είχον πλοία εις την Αίγιναν,
πάλιν θα εδίωκον ευκόλως ουχί έν αλλά και περισσότερα.) αλλ'
απέπλευσαν εκ της χώρας των με πολύν στόλον· διά τούτο αυτοί
ενέδοσαν και δεν εναυμάχησαν. Δεν δύνανται όμως να είπωσι μετά
βεβαιότητος εάν ενέδοσαν διότι ησθάνοντο εαυτούς υποδεεστέρους
ή διότι εσκόπευον να πράξωσιν ό,τι έπραξαν. Οι Αθηναίοι λοιπόν,
μη ευρόντες αντίστασιν, απέβησαν από τα πλοία και εβάδισαν προς
τα αγάλματα· επειδή δε δεν ηδύναντο να τα ανασπάσωσιν εκ των
βάθρων των, δέσαντες αυτά με σχοινία τα έσυρον προς το μέρος
των· ενώ δε τα έσυρον, τότε τα αγάλματα ήρχισαν και αυτά να
πράττωσι το ίδιον και να σύρωσι τους Αθηναίους προς το μέρος
των. Και εγώ μεν δεν πιστεύω τον λόγον τούτον, αλλ' όμως
πιθανόν να τον πιστεύση άλλος. Τα αγάλματα, σύροντα, έπεσαν εις
τα γόνατα και έκτοτε διατελούσιν ούτως έχοντα. Ταύτα λέγουσιν
οι Αιγινήται· προσθέτουσι δε ότι μαθόντες ότι οι Αθηναίοι
έμελλον να εκστρατεύσωσιν εναντίον των, έπεισαν τους Αργείους
να τοις πέμψωσιν επικουρίαν. Απέβη λοιπόν ο στρατός των
Αθηναίων εις την Αίγιναν και συγχρόνως έφθασαν κρυφίως διά της
Επιδαύρου οι εκ του ’ργυος επίκουροι οίτινες, λαθόντες τους
Αθηναίους, επέπεσαν εξαίφνης κατ' αυτών και τους εχώρισαν από
τα πλοία. Τότε συγχρόνως εγένετο η βροντή και ο σεισμός.

87. Ταύτα λέγουσιν οι Αργείοι και οι Αιγινήται. Ομολογούσι δε
και οι Αθηναίοι ότι είς μόνος περιεσώθη εκ των ιδικών των και
επέστρεψεν εις την Αττικήν. Πλην οι μεν Αργείοι λέγουσιν ότι
αυτοί κατέστρεψαν το αττικόν στρατόπεδον εκ του οποίου εσώθη ο
είς· οι δε Αθηναίοι ότι κατέστρεψε τον στρατόν ο θεός, και ότι
ούτε ο είς ούτος επέζησεν, αλλ' απέθανε κατά τον ακόλουθον
τρόπον. Επανελθών εις τας Αθήνας, διηγήθη την επελθούσαν
καταστροφήν· μαθούσαι τούτο αι γυναίκες των ανδρών όσοι
εστράτευσαν εις την Αίγιναν, και μη υποφέρουσαι να βλέπωσιν ότι
εκείνος μόνος μεταξύ όλων εσώθη, τον περιεκύκλωσαν, και κεντώσαι
αυτόν με τας περόνας των ιματίων, τον ηρώτων πού ήσαν οι άνδρες
των. Και ούτος μεν τοιουτοτρόπως απέθανεν· οι δε Αθηναίοι,
κρίναντες ότι το έργον των γυναικών ήτο δεινότερον του
παθήματος και μη έχοντες πώς άλλως να τιμωρήσωσι τας γυναίκας,
μετέβαλον την ενδυμασίαν των εις Ιωνικήν· διότι μέχρις εκείνης
της εποχής αι γυναίκες των Αθηναίων εφόρουν ενδυμασίαν Δωρικήν,
ήτις πολύ ομοιάζει με την Κορινθιακήν. Την αντικατέστησαν
λοιπόν διά του λινού χιτώνος, διά να μη μεταχειρίζωνται πλέον
περόνας.

88. Διά να είπη τις όμως ακριβώς, η τοιαύτη ενδυμασία δεν είναι
Ιωνική ανέκαθεν, αλλά Καρική, διότι η παλαιά ελληνική ενδυμασία
όλων των γυναικών ήτο μία, η σήμερον καλούμενη Δωρική. Οι δε
Αργείοι και οι Αιγινήται, ένεκα του αυτού συμβάντος, έθεσαν
νόμον να κατασκευάζωσιν αι γυναίκες τας περόνας κατά το έν
τρίτον μεγαλειτέρας παρ' όσον τας είχον πρότερον, να
αφιερώνωσιν εις το ιερόν της Δήμητρος και της Περσεφόνης
περόνας προ πάντων και να μη μεταχειρίζονται τίποτε
προερχόμενον εκ της Αττικής, μήτε αγγεία πήλινα, αλλά να
πίνωσιν εντός του ιερού από πήλινα αγγεία επιχώρια. Αι μεν
γυναίκες λοιπόν των Αργείων και των Αιγινητών από της έριδος
ταύτης προς τους Αθηναίους εφόρουν μέχρι της εποχής μου περόνας
μεγαλειτέρας ή άλλοτε.

89. Η δε έχθρα των Αργείων και των Αιγινητών ήτο αυτή την
οποίαν διηγήθην. Τότε δε, επειδή εκάλεσαν αυτούς οι Θηβαίοι εις
βοήθειάν των, ενθυμηθέντες τα ένεκα των αγαλμάτων γενόμενα,
εβοήθησαν τους Βοιωτούς. Ελεηλάτουν λοιπόν οι Αιγινήται τα
παράλια της Αττικής. Ότε δε οι Αθηναίοι ητοιμάζοντο να
στρατεύσωσι κατά των Αιγινητών, τοις ήλθε χρησμός από τους
Δελφούς να περιμείνωσι τριάκοντα έτη από της αδικίας των
Αιγινητών, κατά δε το τριακοστόν πρώτον, αφού αφιερώσωσι
τέμενος εις τον Αιακόν, να αρχίσωσι τον πόλεμον, όστις τότε θα
αποβή κατά την επιθυμίαν των. Αν όμως αμέσως κινήσωσι
στρατεύματα κατά των Αιγινητών, θα υποστώσι και θα επιφέρωσι
κατά το διάστημα τούτο πολλάς ζημίας. ’μα λοιπόν ήλθεν ο
χρησμός ούτος και τον ήκουσαν οι Αθηναίοι, αφιέρωσαν εις τον
Αιακόν το τέμενος το οποίον και σήμερον υπάρχει πλησίον της
αγοράς, αλλά δεν ηθέλησαν να περιμείνωσι τριάκοντα έτη μολονότι
ήκουσαν ότι έπρεπε να υπομείνωσιν επί τοσούτον χρόνον τας
ύβρεις των Αιγινητών.

90. Ενώ δε αυτοί παρεσκευάζοντο να εκδικηθώσι, τους εμπόδισεν
άλλη τις υπόθεσις την οποίαν εκίνησαν οι Λακεδαιμόνιοι.
Μαθόντες ούτοι τας μηχανορραφίας των Αλκμαιωνιδών όπως
προσελκύσωσι την Πυθίαν και όσα η Πυθία έπραξε προς αυτούς και
τους Πεισιστρατίδας, εθεώρησαν τούτο ως διπλήν συμφοράν, επειδή
είχον εξώσει προηγουμένως άνδρας οίτινες ήσαν ξένοι των και
επειδή οι Αθηναίοι ουδεμίαν εδείκνυον ευγνωμοσύνην διά την
υπηρεσίαν ταύτην. Δεν ήρκει τούτο· χρησμοί τοις ανεκοινώθησαν,
προλέγοντες ότι έμελλον να υποστώσι πολλάς ύβρεις εκ μέρους των
Αθηναίων· οι χρησμοί ούτοι, επί πολύ αγνοούμενοι, δεν εγένοντο
εις αυτούς γνωστοί ειμή όταν επέστρεψεν ο Κλεομένης εις την
Σπάρτην. Εύρε δε τους χρησμούς τούτους ο Κλεομένης εις την
ακρόπολιν των Αθηναίων· πρότερον είχον αυτούς οι
Πεισιστρατίδαι, διωχθέντες όμως τους άφησαν εις το ιερόν και ο
Κλεομένης τους έλαβε καταλειφθέντας εκεί.

91. Τότε δε λαβόντες εις χείρας των οι Λακεδαιμόνιοι τους
χρησμούς και βλέποντες αυξάνοντας τους Αθηναίους και μη
θέλοντας κατ' ουδένα τρόπον να γίνωσιν υπήκοοί των, ενόησαν ότι
ελεύθερος μεν ο λαός της Αττικής ηδύνατο να γίνη ισοδύναμός
των, αποτεταγμένος όμως εις τύραννον ήθελεν απολέσει την
δύναμίν του και καταστή ευπειθώς. Ταύτα λοιπόν σκεπτόμενοι
έπεμψαν και έφερον τον Ιππίαν, του Πεισιστράτου από του εν
Ελλησπόντω Σιγείου, όπου είχον καταφύγει οι Πεισιστρατίδαι.
Αφού δε εκάλεσαν τον Ιππίαν και ήλθε, μηνύσαντες να έλθωσι
πρέσβεις και εκ των συμμάχων πόλεων, είπον προς αυτούς οι
Σπαρτιάται τα εξής· «Αναγνωρίζομεν, ω σύμμαχοι, ότι δεν
εφέρθημεν καλώς διότι παρακινηθέντες υπό χρησμών απατηλών,
εδιώξαμεν εκ της πατρίδος των άνδρας οίτινες ήσαν συνδεδεμένοι
μεθ' ημών διά στενωτάτης ξενίας και οίτινες μας είχον υποσχεθή
να υποτάξωσιν εις ημάς τας Αθήνας· έπειτα, ενεπιστεύθημεν την
πόλιν ταύτην εις λαόν αχάριστον όστις μείνας ελεύθερος χάρις
εις ημάς, ύψωσε την κεφαλήν και μας εδίωξεν υβριστικώς, ημάς
και τον βασιλέα ημών. Η υπόληψις αυτού ήρξατο προβαίνουσα και
ήδη η δύναμίς του αυξάνει, ως το έμαθον προ πάντων οι περίοικοι
αυτού Βοιωτοί και Χαλκιδείς, ως θα το μάθωσιν όλοι εκείνοι όσοι
περιπέσωσιν εις το αυτό λάθος εις το οποίον περιεπέσαμεν ημείς.
Αλλ' εάν εσφάλομεν εκείνα πράξαντες, θα προσπαθήσωμεν τώρα ομού
με σας να διορθώσωμεν το λάθος μας και να τους τιμωρήσωμεν. Επί
τω σκοπώ τούτω προσεκαλέσαμεν τον Ιππίαν τούτον και υμάς από
τας πόλεις, ίνα διά κοινής αποφάσεως και κοινής εκστρατείας
εισαγάγωμεν αυτόν εις τας Αθήνας και τω αποδώσωμεν όσα τω
αφηρέσαμεν.»

92. Οι μεν Σπαρτιάται ταύτα είπον, οι πλειότεροι όμως των
συμμάχων δεν επεδοκίμασαν τους λόγους τούτους. Ενώ δε οι άλλοι
εσιώπων, ο Κορίνθιος Σωσικλής είπε τα εξής.

 1. «Βεβαίως ο ουρανός θα καταβή υπό την γην, και η γη θα αναβή
υπεράνω του ουρανού, και οι άνθρωποι θα ζήσωσιν εν τη θαλάσση,
και οι ιχθύες όπου ήσαν πρότερον οι άνθρωποι, αφού υμείς, ω
Λακεδαιμόνιοι, ανατρέποντες τας ισοκρατίας, ετοιμάζεσθε να
εισαγάγετε την τυραννίαν εις τας πόλεις, από το οποίον ούτε
αδικώτερον άλλο έργον υπάρχει εις τον κόσμον, ούτε
μιαιφονώτερον. Εάν σας φαίνεται ότι είναι καλόν να κυβερνώνται
αι πόλεις υπό τυρράνων, υμείς πρώτοι καταστήσατε τύραννον εις
την πόλιν σας και έπειτα προσπαθήσατε να καταστήσετε και εις
τας άλλας. Τώρα δε χωρίς να δοκιμάσετε τι είναι τύραννος και
προσέχοντες επιμελώς μη γίνη τοιούτο τι εις την Σπάρτην, θέλετε
να δωρήσετε τοιούτους εις τους συμμάχους. Εάν όμως είχετε
πείραν του πράγματος ως ημείς, θα ηδύνασθε να μας δώσετε περί
του αντικειμένου τούτου συμβουλάς καλλιτέρας εκείνης την οποίαν
μας εδώσατε προ ολίγου.

 2. «Ενθυμηθήτε την διοίκησιν ήτις είχεν εγκατασταθή εις την
πόλιν των Κορινθίων· ήτο ολιγαρχία και οι καλούμενοι Βακχιάδαι
είχον την αρχήν· έδιδον δε αυτοί και ελάμβανον γυναίκας πάντοτε
μεταξύ των. Είς των ανδρών τούτων, ο Αμφίων, εγέννησε θυγατέρα
χωλήν, ήτις ωνομάσθη Λάβδα. Ο Ηετίων, υιός του Εχεκράτους, εκ
του δήμου της Πέτρας, μολονότι κατήγετο εκ των Λαπιθών και του
Καινέως, ενυμφεύθη αυτήν, διότι κανείς των Βακχιάδων δεν την
ήθελε διά γυναίκα. Επειδή όμως μήτε εξ αυτής μήτε εξ άλλης
ετεκνοποίει, ήλθεν εις τους Δελφούς διά να ερωτήση περί τέκνου·
ενώ δε εισήρχετο ευθύς η Πυθία τον προσηγόρευσε διά των εξής
λόγων.

_Ηετίων ουδείς σε τιμά και είσαι άξιος πολλών τιμών· η γυνή σου
είναι έγκυος και θα γεννήση τροχοειδή πέτραν ήτις θα πέση επί
των μοναρχών και θα εκδικήση την Κόρινθον._

ταύτα τα εις τον Ηετίωνα χρησμοδοτηθέντα δεν ηξεύρω πώς
εκοινοποιήθησαν εις τους Βακχιάδας, οι οποίοι και αυτοί είχον
λάβει πρότερον χρησμόν περί της Κορίνθου, όστις όμως ήτο
ανεξήγητος και είχε την αυτήν έννοιαν την οποίαν είχε και ο
χρησμός του Ηετίωνος. Έλεγε δε ούτω·

_Ο αετός συλλαμβάνει εις τας πέτρας· θα γεννήση δε λέοντα
ισχυρόν, ωμοφάγον, όστις πολλών θα κόψη τα γόνατα. Προσέξατε
λοιπόν, ω Κορίνθιοι, οίτινες κατοικείτε περί την ωραίαν
Πειρήνην και την υψηλήν ακρόπολιν της Κορίνθου._

 3. «Αυτός λοιπόν ο χρησμός ο δοθείς προηγουμένως εις τους
Βακχιάδας ήτο ακατανόητος· τότε όμως, άμα ήκουσαν τον του
Ηετίωνος ενόησαν και τον προλαβόντα· διότι ήτο σύμφωνος με τον
του Ηετίωνος. Καίτοι όμως εννοήσαντες αυτόν, εσιώπων, διότι
είχον απόφασιν να θανατώσωσι το εκ του Ηετίωνος, γεννηθησόμενον
τέκνον. ’μα λοιπόν εγέννησεν η γυνή, έπεμψαν εις τον δήμον όπου
κατώκει ο Ηετίων δέκα από τους ιδικούς των διά να φονεύσωσι το
παιδίον. Φθάσαντες ούτοι εις την Πέτραν και εισελθόντες εις την
αυλήν του Ηετίωνος, εζήτουν το παιδίον. Η Λάβδα, μη γνωρίζουσα
ποσώς τον σκοπόν διά τον οποίον ήλθον και νομίζουσα ότι εκ
φιλίας προς τον πατέρα επεθύμουν να το ίδωσι, το έφερε και το
ενεχείρισεν εις ένα εξ αυτών. Είχον δε ούτοι συμφωνήσει καθ'
οδόν, όστις πρώτος λάβη το παιδίον να το κτυπήση καταγής. Αλλ'
όταν η Λάβδα φέρουσα το παρέδωκε, κατά θείαν τύχην το παιδίον
εμειδίασε προς τον άνθρωπον όστις το έλαβεν· ούτος δε
παρατηρήσας τούτο κατελήφθη υπό οίκτου όστις τον εμπόδισε να το
θανατώση, και όλος συγκεκινημένος παρέδωκεν αυτό εις τον
δεύτερον, ο δεύτερος εις τον τρίτον και τοιουτοτρόπως
παραδιδόμενον διεξήλθε διά πάντων των δέκα, μηδενός θέλοντος να
το θανατώση. Αφού δε απέδωκαν το παιδίον εις την μητέρα, και
εξήλθον έξω, εστάθησαν προ της θύρας και επέπληττον αλλήλους
αιτιώμενοι προ πάντων εκείνου όστις πρώτος έλαβεν αυτό, διότι
δεν έπραξε συμφώνως προς τα αποφασισθέντα. Τέλος, αφού παρήλθε
χρόνος τις, απεφάσισαν να εισέλθωσι και να μεθέξωσι του φόνου
όλοι.

 4. «Ήτο όμως πεπρωμένον να αναβλαστήσωσι συμφοραί εις την
Κόρινθον εκ του υιού του Ηετίωνος. Η Λάβδα, ισταμένη πλησίον
της θύρας, ήκουσε πάντα ταύτα και φοβηθείσα μήπως μετανοήσαντες
διά την πρώτην των συμπάθειαν ζητήσωσιν εκ δευτέρου το παιδίον
διά να το φονεύσωσι, το έλαβε και το έκρυψεν εις μέρος το
οποίον ενόμιζε δυσκολώτατον να φαντασθώσιν, εις κυψέλην, βεβαία
ούσα ότι εάν επέστρεφον διά να το ζητήσωσι θα ηρεύνων πανταχού,
όπερ και εγένετο. Εισήλθον, ηρεύνησαν αλλά δεν εύρον το
παιδίον· τέλος απεφάσισαν να αναχωρήσωσι και να είπωσιν εις
εκείνους οίτινες τους έπεμψαν ότι έπραξαν όλα όσα τους
παρήγγειλαν. Και ούτοι μεν απελθόντες ταύτα είπον.

 5. «Ο δε υιός του Ηετίωνος μετά ταύτα ηύξανε, και επειδή
κρυφθείς εις την Κυψέλην διέφυγε τον κίνδυνον τούτον,
επωνομάσθη Κύψελος. Ότε δε ο Κύψελος εγένετο ανήρ, ηρώτησε το
μαντείον των Δελφών και έλαβεν απόκρισιν διφορουμένην, εις την
οποίαν πεισθείς επεχείρησε την καθυπόταξιν της Κορίνθου. Ήτο δε
ο χρησμός ο εξής.

_Ευδαίμων ο ανήρ ούτος όστις εισέρχεται εις την κατοικίαν μου,
ο Κύψελος Ηετίδης, βασιλεύς της ενδόξου Κορίνθου, αυτός και οι
παίδες αυτού, ουχί όμως και οι παίδες των παίδων αυτού._

Τοιούτος ήτο ο χρησμός. Τυραννεύσας δε ο Κύψελος, τοιούτος ανήρ
εγένετο· πολλούς μεν των Κορινθίων εξώρισε, πολλούς απεστέρησε
των χρημάτων των, πολλοτάτους δε απέκτεινεν.

 6. «Αφού εβασίλευσεν επί τριάκοντα έτη και ετελείωσε τον βίον
καλώς, διάδοχος της τυραννίδος εγένετο ο υιός αυτού Περίανδρος·
Ούτος ο Περίανδρος κατ' αρχάς μεν ήτο ηπιώτερος του πατρός·
αφού όμως διά πρέσβεων εσχετίσθη με τον τύραννον της Μιλήτου
Θρασύβουλον, εγένετο πολύ μιαιφονώτερος του Κυψέλου· καθότι
πέμψας κήρυκα προς τον Θρασύβουλον, ηρώτα ποίον τρόπον
πολιτεύματος ασφαλέστατον να μεταχειρισθή διά να διοική την
πόλιν ασφαλώς. Ο δε Θρασύβουλος λαβών τον παρά του Περιάνδρου
αποσταλέντα, εξήγαγεν αυτόν έξω της πόλεως και εισελθών εις γην
εσπαρμένην διήρχετο διά των αγρών ερωτών εκ νέου και εξετάζων
τον κήρυκα το αίτιον της εκ Κορίνθου αφίξεώς του· εν τούτοις
έκοπτε και έρριπτε κατά γης όπου έβλεπε στάχυν τινά υπερέχοντα
των άλλων, και τοιουτοτρόπως εξηκολούθησε μέχρις ου κατέστρεψε
τους αξιολογωτάτους και υψηλοτάτους των σταχύων του αγρού. Αφού
δε διέτρεξεν όλον τον εσπαρμένον τόπον, απέπεμψε τον κήρυκα
χωρίς να δώση εις αυτόν ουδεμίαν απόκρισιν. Επιστρέψαντος δε
του κήρυκος εις την Κόρινθον, ο Περίανδρος πολλήν προθυμίαν
είχε να μάθη την συμβουλήν την οποίαν τω έφερεν· αλλ' ο κήρυξ
είπεν ότι ο Θρασύβουλος ουδεμίαν συμβουλήν τω έδωκε και ότι
απορεί πώς τον έστειλε προς τοιούτον άνθρωπον παράφρονα όστις
καταστρέφει τα ίδια κτήματά του.

 7. «Εννοήσας ο Περίανδρος τα πραχθέντα και αποφασίσας, ως
συνεβούλευσεν αυτόν ο Θρασύβουλος, να φονεύση τους
επισημοτέρους των πολιτών, έδειξε τότε πάσαν σκληρότητα προς
αυτούς, διότι όσους εφείσθη ο Κύψελος, τούτους απετελείωσεν ο
Περίανδρος θανατώσας ή εξορίσας. Ημέραν τινά, ένεκα της
γυναικός του Μελίσσης (5), εγύμνωσεν όλας τας γυναίκας της
Κορίνθου· είχεν αποστείλει εις τους παρά τον Αχέροντα ποταμόν
Θεσπρωτούς απεσταλμένους διά να ερωτήσωσι το νεκρομαντείον περί
τινος παρακαταθήκης γενομένης υπό τινος ξένου· φανείσα η
Μέλισσα είπεν εις αυτούς ότι ούτε διά σημείων ούτε διά λόγου
δεν θα φανερώση εις ποίον μέρος είναι ο θησαυρός· «διότι, είπε,
ριγώ, είμαι γυμνή· τα φορέματα τα οποία συγκατέθαψαν μετ' εμού
δεν με ωφελούσιν εις τίποτε, καθότι δεν εκάησαν.» Προς
απόδειξιν ότι έλεγεν αλήθειαν, προσέθηκεν ότι ο Περίανδρος
έθεσε τον άρτον της εις κάμινον ψυχράν. Όταν οι λόγοι ούτοι
ανεκοινώθησαν εις τον Περίανδρον (και δι' αυτόν υπεστηρίζοντο
υπό μαρτυρίας την οποίαν δεν ηδύνατο να αμφισβητήση, καθότι
εμίγη με την Μέλισσαν νεκράν ούσαν), αμέσως μετά την αγγελίαν
εξέδωκε κήρυγμα να μεταβώσιν όλαι αι γυναίκες των Κορινθίων εις
τον ναόν της Ήρας. Αύται λοιπόν, ως εις εορτήν, μετέβησαν
εστολισμέναι με όλα τα καλλίτερα ενδύματά των· ο δε Περίανδρος
θέσας τους δορυφόρους τας εγύμνωσεν όλας, και τας ελευθέρας και
τας δούλας, και συναθροίσας όλα τα φορέματα εις λάκκον
κατέκαυσεν αυτά επικαλούμενος την Μέλισσαν. Αφού έπραξε τούτο,
έπεμψεν εκ δευτέρου τους απεσταλμένους του, και η σκιά της
Μελίσσης τοις είπεν εις ποίον μέρος έκρυψε τον θησαυρόν του
ξένου. Τοιαύτη λοιπόν, ω Λακεδαιμόνιοι, είναι η τυραννίς, και
τοιαύτα τα έργα αυτής. Ημείς οι Κορίνθιοι κατ' αρχάς μεγάλως
εθαυμάσαμεν ότε σας είδομεν να προσκαλέσητε τον Ιππίαν, τώρα δε
θαυμάζομεν πολύ περισσότερον ακούοντες τους λόγους σας. Όθεν
επικαλούμενοι τους θεούς των Ελλήνων, σας ικετεύομεν να μη
καταστήσητε τυραννίδας εις τας πόλεις. Εάν όμως δεν παύσητε,
αλλ' εξακολουθήσετε παρά το δίκαιον προσπαθούντες να
καταβιβάσητε τον Ιππίαν εις τας Αθήνας, μάθετε ότι οι Κορίνθιοι
δεν είναι σύμφωνοι με την γνώμην σας.»

93. Ο μεν πρέσβυς της Κορίνθου Σωσικλής ταύτα είπεν· ο δε
Ιππίας τους αυτούς θεούς επικαλεσθείς απεκρίθη ότι περισσότερον
από όλους τους άλλους Έλληνας οι Κορίνθιοι θα ποθήσωσι κατόπιν
τους Πεισιστρατίδας, όταν φθάσωσι δι' αυτούς αι αναπόφευκτοι
ημέραι καθ' ας θέλουσιν αδικηθή από τους Αθηναίους. Έλεγε δε
ταύτα ο Ιππίας ως άνθρωπος γνωρίζων καλλίτερον παντός άλλου
τους χρησμούς. Οι δε λοιποί σύμμαχοι έως τότε μεν εσιώπων· αφού
όμως ήκουσαν τον Σωσικλέα εκφράζοντα ελευθέρως την γνώμην του,
τότε όλοι μεγαλοφώνως είπον ότι συνεμερίζοντο την γνώμην του
Κορινθίου, και παρεκάλεσαν τους Λακεδαιμονίους να μη
επιχειρίσωσι νεωτερισμόν τινα εις πόλιν Ελληνίδα.

94. Τοιούτον το τέλος της υποθέσεως ταύτης· εις δε τον Ιππίαν
διωχθέντα εκείθεν έδωκεν ο Μακεδών Αμύντας την Ανθεμούντα, και
συγχρόνως οι Θεσσαλοί τω προσέφερον την Ιωλκόν· αλλ' αυτός δεν
ηθέλησε μήτε την μίαν μήτε την άλλην, και επέστρεψεν εις το
Σίγειον το οποίον ο Πεισίστρατος ήρπασε διά των όπλων από τους
Μιτυληναίους και αφού το εκυρίευσε κατέστησεν εις αυτό τύραννον
τον νόθον αυτού υιόν Ηγησίστρατον, τον έκ τινος Αργείας
γυναικός γεννηθέντα, όστις διετήρησεν ουχί αμαχητί όσα παρέλαβε
παρά του Πεισιστράτου, διότι επί πολύν χρόνον επολέμουν οι
Μιτυληναίοι ορμώμενοι εκ της πόλεως Αχιλλείου και οι Αθηναίοι
ορμώμενοι εκ του Σιγείου, οι μεν πρώτοι ζητούντες οπίσω την
χώραν των, οι δε Αθηναίοι μη συγκατατιθέμενοι να αποδώσωσιν
αυτήν αλλ' αποδεικνύοντες διά λόγων ότι οι Αιολείς δεν έχουσιν
επί της Τρωικής γης πλειότερα δικαιώματα παρ' όσα έχουσιν αυτοί
οι Αθηναίοι και οι άλλοι Έλληνες όσοι εβοήθησαν τον Μενέλαον
εις την εκστρατείαν την γενομένην διά την αρπαγήν της Ελένης.

95. Διαρκούντος τον πολέμου τούτου συνέβησαν διάφορα άλλα εις
τα πεδία της μάχης, και προς τούτοις ο ποιητής Αλκαίος είς τινα
συμπλοκήν κατά την οποίαν ενίκησαν οι Αθηναίοι, αυτός μεν
ελυτρώθη διά της φυγής, τα όπλα του όμως έλαβον οι Αθηναίοι και
τα εκρέμασαν εις τον εν τω Σιγείω ναόν της Αθηνάς. Περί της
μάχης ταύτης ο Αλκαίος συνέθεσεν άσμα λυρικόν το οποίον έπεμψεν
εις Μιτυλήνην διά να καταστήση γνωστόν εις τον φίλον Μελάνιππον
το πάθημά του. Τους δε Μιτυληναίους και τους Αθηναίους
συνεβίβασεν ο Περίανδρος του Κυψέλου, διότι αυτόν εξελέξαντο ως
διαιτητήν. Τους συνεβίβασε δε ως εξής· να νέμεται εκάτερον
μέρος την χώραν την οποίαν κατέχει. Τοιουτοτρόπως λοιπόν το
Σίγειον έμεινεν εις τους Αθηναίους.

96. Επανελθών δε ο Ιππίας εκ της Λακεδαίμονος εις την Ασίαν,
πάντα λίθον εκίνησε διαβάλλων τους Αθηναίους εις τον Αρταφέρνη
και παν μέσον μεταχειριζόμενος διά να υποπέσωσιν αι Αθήναι εις
την ιδικήν του και την του Δαρείου εξουσίαν. Και ο μεν Ιππίας
ταύτα έπραττεν· οι δε Αθηναίοι άμα μαθόντες τα γινόμενα έπεμψαν
εις τας Σάρδεις απεσταλμένους διά να εμποδίσωσι τους Πέρσας από
του να δίδωσι πίστιν εις τους λόγους των φυγάδων. Αλλ' ο
Αρταφέρνης διέταξε τους πρέσβεις, εάν ήθελον να σώσωσι τον
τόπον των, να δεχθώσι τον Ιππίαν επιστρέφοντα. Οι δε Αθηναίοι,
ότε τοις ανεκοινώθη η απόκρισις αύτη, δεν την παρεδέχθησαν και
απεφάσισαν να γίνωσι φανεροί πολέμιοι των Περσών.

97. Ενώ είχον αποφασίσει ταύτα και ηρέθιζον τους Πέρσας
εναντίον των, ο Μιλήσιος Αρισταγόρας, διωχθείς εκ της Σπάρτης
υπό του Λακεδαιμονίου Κλεομένους, ήλθεν εις τας Αθήνας· καθότι
η πόλις αύτη ήτο τότε η δυνατωτάτη όλων των άλλων.
Παρουσιασθείς ο Αρισταγόρας ενώπιον του δήμου είπεν όσα είχεν
ειπεί εις την Σπάρτην περί των αγαθών της Ασίας και περί της
πολεμικής ικανότητος των Περσών, ότι ούτε ασπίδα ούτε δόρυ
μεταχειρίζονται και ότι ευκόλως ηδύναντο να νικηθώσι. Ταύτα
έλεγε και προς τούτοις ότι οι Μιλήσιοι ήσαν άποικοι των Αθηνών
και ότι ήτο χρέος της πόλεως ταύτης, ήτις έχει τόσην δύναμιν,
να τους προστατεύση. Διά την ανάγκην δε την οποίαν είχεν,
υπέσχετο τα πάντα, μέχρις ου επί τέλους τους έπεισεν. Εκ τούτου
καθίσταται δήλον ότι ευκολώτερον δύναταί τις να απατήση πολλούς
ή ένα μόνον άνθρωπον, καθότι ο Αρισταγόρας τον μεν
Λακεδαιμόνιον Κλεομένη δεν ηδυνήθη να απατήση, ηπάτησεν όμως
τρεις μυριάδας Αθηναίων. Οι Αθηναίοι λοιπόν παρασυρθέντες
εψήφισαν να στείλωσιν είκοσι πλοία διά να βοηθήσωσι τους Ίωνας,
διορίσαντες στρατηγόν του στόλου τούτου τον Μελάνθιον, πολίτην
σημαντικόν υπό όλας τας επόψεις. Ταύτα δε τα πλοία εγένοντο
αρχή κακών εις τους Έλληνας και τους βαρβάρους.

98. Ο δε Αρισταγόρας προπλεύσας και φθάσας εις την Μίλητον
διενοήθη να πράξη πράγμα το οποίον ουδαμώς ήθελεν ωφελήσει τους
Ίωνας, και ούτε αυτός το έκαμε με τοιούτον σκοπόν, αλλά μάλλον
διά να λυπήση τον βασιλέα Δαρείον. Έπεμψεν άνθρωπον εις την
Φρυγίαν προς τους Παίονας, οίτινες αιχμαλωτευθέντες υπό του
Φαρναβάζου επέμφθησαν από τον Στρυμόνα ποταμόν και κατώκουν εις
ιδιαιτέραν κώμην της Φρυγίας. Ελθών ο απεσταλμένος εις τους
Παίονας τοις είπε τα εξής· Ώ Παίονες, ο τύραννος της Μιλήτου
Αρισταγόρας με έδωσεν εντολήν να σας σώσω, εάν θέλετε να με
ακούσετε· διότι τώρα όλη η Ιωνία απέσεισε τον ζυγόν του Δαρείου
και παρ' υμών εξαρτάται να επιστρέψετε σώοι και αβλαβείς εις
την πατρίδα σας. Πώς να καταβήτε εις την θάλασσαν, φροντίσατε
οι ίδιοι· τα λοιπά αφορώσιν ημάς.» Ακούσαντες ταύτα οι Παίονες
ευχαριστήθησαν πολύ και λαβόντες τας γυναίκας των και τα παιδία
των έδραμον προς την θάλασσαν· τινές όμως έμειναν εκεί, διότι
εφοβήθησαν. Φθάσαντες οι άλλοι εις την παραλίαν, διέβησαν εις
την Χίον. Ήσαν δε πλέον εις την Χίον, ότε εκίνησε κατόπιν των
πολύ ιππικόν. Μη δυνηθέντες όμως οι Πέρσαι να τους φθάσωσι,
τοις εμήνυσαν εις την Χίον να επιστρέψωσιν. Αλλ' οι Παίονες δεν
εδέχθησαν τους λόγους, και εκ μεν της Χίου μετεκόμισαν αυτούς
οι Χίοι εις την Λέσβον, εκ δε της Λέσβου οι Λεσβίοι εις τον
Δορίσκον, και εκείθεν διά ξηράς έφθασαν εις την Παιονίαν.

99. Εν τούτοις τα πλοία των Αθηναίων έφθασαν ακολουθούμενα υπό
πέντε τριήρεων των Ερετριέων οίτινες έλαβον μέρος εις αυτήν την
εκστρατείαν ουχί χάριν των Αθηναίων άλλα χάριν αυτών τούτων των
Μιλησίων, αποδίδοντες προηγουμένην υποχρέωσιν, καθότι πρότερον
οι Μιλήσιοι εβοήθησαν αυτούς εις πόλεμόν τινα τον οποίον είχον
κατά των Χαλκιδέων ότε οι Σάμιοι εβοήθησαν τους Χαλκιδείς
εναντίον των Ερετρέων και Μιλησίων. Τότε ο Αρισταγόρας
συναθροίσας τους Αθηναίους και τους άλλους συμμάχους, διεύθυνε
την εκστρατείαν κατά των Σάρδεων, αυτός μεν μη λαβών μέρος,
διορίσας όμως στρατηγούς των Μιλησίων πρώτον μεν τον αδελφόν
του Χαροπίνον, έπειτα δε τον Ερμόφαντον ένα των αστών.

100. Φθάσαντες δε οι Ίωνες με τον στόλον τούτον εις την Έφεσον,
τα μεν πλοία άφησαν εις τον λιμένα της Κορησσού πλησίον
της Εφέσου, αυτοί δε ανέβαινον με πολλάς δυνάμεις έχοντες
οδηγούς Εφεσίους. Ακολουθούντες την όχθην του ποταμού
Καϋστρίου, και έπειτα υπερβάντες τον Τμώλον, εκυρίευσαν τας
Σάρδεις χωρίς να τοις αντισταθή κανείς. Κατέλαβον δε όλην την
πόλιν πλην της ακροπόλεως την οποίαν έσωσεν αυτός ο Αρταφέρνης
έχων δύναμιν ανδρών όχι ολίγην.

101. Σύριοι γενόμενοι της πόλεως δεν έλαβον καιρόν να
λεηλατήσωσιν αυτήν, εμποδισθέντες υπό της εξής αιτίας. Αι
περισσότεραι οικίαι εις τας Σάρδεις ήσαν καλάμινοι, όσαι δε
ήσαν πλίνθιναι, είχον και αυταί οροφάς καλαμίνους. Θέσαντος πυρ
εις μίαν εξ αυτών στρατιώτου τινός, η πυρκαϊά αμέσως
μεταδοθείσα από οικίας εις οικίαν, κατέκαυσεν όλην την πόλιν.
Ενώ δε αύτη εκαίετο, οι Λυδοί και όσοι των Περσών ευρέθησαν
εκεί, περικυκλωθέντες πανταχόθεν (καθότι το πυρ είχε μεταδοθή
μέχρι των άκρων της πόλεως) και μη έχοντες ουδεμίαν έξοδον,
συνέρρευσαν εις την αγοράν και εις τας όχθας του Πακτωλού
ποταμού, όστις καταβιβάζων από τον Τμώλον ψήγματα χρυσού ρέει
διά της αγοράς, έπειτα δε ενούται με τον Έρμον όστις εκβάλλει
εις την θάλασσαν. Εις τας όχθας λοιπόν του Πακτωλού και εις την
αγοράν συναθροιζόμενοι οι Λυδοί και οι Πέρσαι ηναγκάζοντο να
αμύνωνται. Βλέποντες δε οι Ίωνες άλλους μεν εκ των πολεμίων να
ανθίστανται, άλλους δε με πολύ πλήθος να επέρχωνται, εφοβήθησαν
και ανεχώρησαν πάλιν εις το όρος το καλούμενον Τμώλον, εκείθεν
δε, άμα ενύκτωσεν, επέστρεψαν εις τα πλοία.

102. Και αι μεν Σάρδεις εκάησαν, μετ' αυτών δε εκάη και ο ναός
επιχωρίας τινός θεάς της Κυβήβης· τούτον δε τον εμπρησμόν
προφασιζόμενοι οι Πέρσαι, έκαιον και αυτοί τους ναούς της
Ελλάδος. ’μα οι προς δυσμάς του ’λυος ποταμού κατοικούντες
Πέρσαι έμαθον τα συμβαίνοντα, συνηθροίσθησαν και έσπευσαν προς
βοήθειαν των Λυδών· αλλ' επειδή ένεκα του συμβάντος το οποίον
διηγήθην δεν εύρον πλέον τους Ίωνας εις τας Σάρδεις, τους
κατεδίωξαν και τους έφθασαν εις την Έφεσον. Και αντετάχθησαν
μεν οι Ίωνες, πολεμήσαντες όμως ενικήθησαν ολοσχερώς και οι
Πέρσαι εφόνευσαν πλείστους εξ αυτών· μεταξύ δε άλλων ονομαστών
και τον Ευαλκίδην, στρατηγόν των Ερετριέων όστις πολλούς αγώνας
στεφανηφόρους είχε κερδίσει και όστις πολλάκις είχεν υμνηθή υπό
του Κείου Σιμωνίδου. Όσοι δε εξ αυτών διέφυγον τον όλεθρον,
ούτοι εσκορπίσθησαν εις διαφόρους πόλεις.

103. Τότε μεν ούτως ηγωνίσθησαν· μετά ταύτα δε οι Αθηναίοι
εγκαταλιπόντες ολοτελώς τους Ίωνας ηρνήθησαν, με όλας τας
επιμόνους παρακλήσεις και τας επανειλημμένας πρεσβεύσεις του
Αρισταγόρου, να τω πέμψωσι βοηθείας τινάς. Οι Ίωνες όμως,
μολονότι εστερήθησαν της συμμαχίας των Αθηναίων, επειδή όσα
είχον πράξει κατά του Δαρείου δεν τοις επέτρεπον να φερθώσιν
άλλως, εξηκολούθησαν ουδέν ήττον τας πολεμικάς παρασκευάς των
κατά του βασιλέως, όθεν πλεύσαντες εις τον Ελλήσποντον υπέταξαν
το Βυζάντιον και τας άλλας πόλεις τας περί εκείνα τα μέρη·
έπειτα δε εξελθόντες του Ελλησπόντου, προσέλαβον εις την
συμμαχίαν των τα πλειότερα μέρη της Καρίας. Και αυτή η Καύνος,
ήτις πρότερον δεν ήθελε να συμμαχήση, άμα ενέπρησαν τας
Σάρδεις, ηνώθη με αυτούς.

104. Οι δε Κύπριοι όλοι, πλην των Αμαθουσίων, προσετέθησαν εις
αυτούς ως εθελονταί, διότι και αυτοί απεστάτησαν από τους
Μήδους κατά τον εξής τρόπον. Ο Ονήσιλος ήτο νεώτερος αδελφός
του βασιλέως των Σαλαμινίων Γόργου και υιός του Χέρσιος, υιού
του Σιρώμου, υιού του Ευέλθοντος. Ούτος ο άνθρωπος πολλάκις μεν
και πρότερον επρότεινεν εις τον Γόργον να αποστατήση από τον
βασιλέα, τότε δε άμα έμαθεν ότι απεστάτησαν και οι Ίωνες, τον
παρεκίνησε μετά πλειοτέρας ζέσεως· επειδή όμως δεν έπειθε τον
Γόργον, καιροφυλακτήσας ότε αυτός εξήλθε της πόλεως των
Σαλαμινίων, ο Ονήσιλος ομού με τους οπαδούς του, τον έκλεισεν
έξω των πυλών. Και ο μεν Γόργος μη δυνηθείς πλέον να εισέλθη
κατέφυγεν εις τους Μήδους, ο δε Ονήσιλος μείνας κύριος της
Σαλαμίνος έπεισε τους Κυπρίους να αποστατήσωσιν· έπεισε δε
όλους πλην των Αμαθουσίων, τους οποίους μη θέλοντας να
υπακούσωσιν, ήλθε και τους επολιόρκησεν.

105. Επολιόρκει λοιπόν την Αμαθούντα ο Ονήσιλος όταν ανήγγειλον
εις τον βασιλέα ότι αι Σάρδεις εκυριεύθησαν και εκάησαν υπό των
Αθηναίων και των Ιώνων, και ότι, κατά πάσαν πιθανότητα, αρχηγός
της συστάσεως ταύτης ήτο ο Μιλήσιος Αρισταγόρας. Μαθών τας
ειδήσεις ταύτας, χωρίς να φροντίση ποσώς διά τους Ίωνας οίτινες
ήτο βέβαιος ότι δεν ήθελον διαφύγει την τιμωρίαν ης ήτο αξία η
αποστασία των, ηρώτησε πρώτον τίνες ήσαν οι Αθηναίοι. Αφού δε
έλαβε τας πληροφορίας τας οποίας ήθελεν, εζήτησε το τόξον του,
το έλαβεν, έθεσεν επ' αυτού βέλος, το ηκόντισε προς τον
ουρανόν, και ενώ εκείνο διέσχιζε τον αέρα, είπεν· «Ω Ζευ, είθε
να δυνηθώ να τιμωρήσω τους Αθηναίους.» Αφού δε είπε ταύτα,
διέταξεν ένα των υπηρετών να ίσταται πλησίον του οσάκις
γευματίζη και να τω επαναλαμβάνη τρις· «Δέσποτα, ενθυμού τους
Αθηναίους.»

106. Αφού διέταξε ταύτα ο Δαρείος, καλέσας ενώπιόν του τον
Ιστιαίον τον Μιλήσιον, τον οποίον εκράτει εκεί προ πολλού, τω
είπεν: «Ακούω, Ιστιαίε, ότι ο επίτροπός σου εις τον οποίον
ενεπιστεύθης την πόλιν, απεστάτησεν απ' εμού. Με έφερεν άνδρας
εκ της άλλης ηπείρου, και πείσας τους Ίωνας (οίτινες θα
τιμωρηθώσι δι όσα έπραξαν) να ακολουθήσωσιν εκείνους, με
απεστέρησε των Σάρδεων. Τώρα σοι φαίνεται η πράξις καλή; Πώς
ετολμήθη άνευ της συμβουλής σου; Πρόσεξον μήπως ύστερον
κατηγορήσης συ σεαυτόν. Εις ταύτα ο Ιστιαίος απεκρίθη· «Ποίον
λόγον είπες, ω βασιλεύ; Εγώ να συμβουλεύσω πράγμα από το οποίον
ηδύνατο να προκύψη εις σε μεγάλη ή μικρά δυσαρέσκεια! Και τι
επιθυμών περισσότερον ήθελον πράξει τούτο; τι με λείπει;
Απολαμβάνω όλα τα αγαθά όσα απολαμβάνεις συ και είμαι ο
εμπεπιστευμένος όλων σου των βουλευμάτων. Εάν ήναι αληθές ότι ο
επίτροπός μου έπραξεν αυτό το οποίον είπες, ήξευρε ότι το
έπραξεν αφ' εαυτού. Εν πρώτοις όμως εγώ δεν παραδέχομαι ότι οι
Μιλήσιοι και ο επίτροπός μου επιβουλεύονται την βασιλείαν σου·
εάν εν τούτοις έπραξαν τοιούτο τι, εάν σοι ανέφερον πραγματικόν
τι γεγονός, ω βασιλεύ, ενόησον τι κακόν έπραξες καλέσας με
πλησίον σου εκ των παραθαλασσίων μερών· διότι οι Ίωνες,
απαλλαγέντες της επαγρυπνήσεώς μου, θα απεπειράθησαν ως
φαίνεται εκείνο το οποίον επεθύμουν προ πολλού. Εάν εγώ ήμην
εις την Ιωνίαν, ουδεμία πόλις θα εκινείτο. Τώρα λοιπόν άφησόν
με να επιστρέψω εκεί ταχέως διά να αποκαταστήσω πάλιν την τάξιν
εις όλα τα πράγματα, διά να συλλάβω τον επίτροπον τούτον της
Μιλήτου, όστις ως λέγεται εμηχανεύθη όλα ταύτα, και τον
παραδώσω εις σε. Αφού δε εκπληρώσω ταύτα κατά την επιθυμίαν
σου, ομνύω εις τους βασιλικούς θεούς να μη εκβάλω τον χιτώνα με
τον οποίον θα καταβώ εις την Ιωνίαν πριν σοι καταστήσω φόρου
υποτελή την μεγίστην νήσον Σαρδώ.»

107. Διά των λόγων τούτων ο Ιστιαίος ηπάτησε τον Δαρείον όστις
επείσθη και τον απέστειλε, παραγγέλλων αυτώ, άμα εκπληρώση τας
υποσχέσεις του, να επιστρέψη πάλιν εις τα Σούσα.

108. Ενώ η περί των Σάρδεων αγγελία έφθασεν εις τον βασιλέα,
και ο Ιστιαίος λαβών την άδειαν παρά του Δαρείου επορεύετο εις
την θάλασσαν, καθ όλον τούτο το διάστημα συνέβαινον τα εξής:
Ανηγγέλθη εις τον Σαλαμίνιον Ονήσιλον, πολιορκούντα τους
Αμαθουσίους, ότι ο Πέρσης Αρτύβιος, έχων μεθ' εαυτού στρατόν
πολύν περιμένεται μετά πλοίων εις την Κύπρον. Μαθών τούτο ο
Ονήσιλος έσπευσε να πέμψη κήρυκα προς τους Ίωνας διά να
επικαλεσθή την βοήθειάν των· ούτοι δε χωρίς να σκεφθώσι πολύ
έφθασαν μετά μεγάλου στόλου. Ότε δε έφθασαν οι Ίωνες εις την
Κύπρον, τότε και οι Πέρσαι διαβάντες με πλοία εκ της Κιλικίας
εχώρουν πεζοί προς την Σαλαμίνα, οι δε Φοίνικες μετά του στόλου
των περιέπλεον την άκραν ήτις καλείται Κλείδες της Κύπρου.

109. Εν τούτω τω αναμεταξύ οι τύραννοι της Κύπρου,
συγκαλέσαντες τους στρατηγούς των Ιώνων, τοις είπον· «’νδρες
της Ιωνίας, σας αφίνομεν να εκλέξετε ό,τι θέλετε εκ των δύο· ή
τους Πέρσας να κτυπήσετε ή τους Φοίνικας. Εάν μεν θέλετε να
παραταχθήτε πεζοί και να πολεμήσετε τους Πέρσας, είναι καιρός
να εξέλθετε από τα πλοία και να ταχθήτε εις μάχην, ενώ ημείς θα
εισέλθωμεν εις τα πλοία σας και θα ανταγωνισθώμεν προς τους
Φοίνικας· εάν δε προτιμάτε να πολεμήσετε κατά των Φοινίκων,
πράξατε τούτο. Ό,τι όμως από τα δύο εκλέξετε, προσέξατε να
φερθήτε ούτως ώστε δι' υμών να γίνωσιν ελεύθεραι η Κύπρος και η
Ιωνία.» Εις ταύτα οι Ίωνες απεκρίθησαν· «Το κοινόν των Ιώνων
μας έπεμψε διά να φυλάττωμεν την θάλασσαν και όχι διά να
παραδώσωμεν τα πλοία μας εις τους Κυπρίους και να πολεμήσωμεν
πεζοί τους Πέρσας. Θα προσπαθήσωμεν λοιπόν να φανώμεν χρήσιμοι
εκεί όπου διετάχθημεν να μείνωμεν· υμείς δε οφείλετε,
ενθυμηθέντες όσα επάθετε ότε ήσθε υπό την κυριαρχίαν των Μήδων,
να φανήτε άνδρες γενναίοι.» Ταύτα απεκρίθησαν οι Ίωνες.

110. Ύστερον δε, ότε ήλθον εις την πεδιάδα των Σαλαμινίων οι
Πέρσαι, οι βασιλείς των Κυπρίων παρετάχθησαν εις μάχην,
αντιτάξαντες τους μεν άλλους Κυπρίους κατά των συμμαχικών
στρατευμάτων των Περσών, εκ δε των Σαλαμινίων και των Σολίων
εκλέξαντες τους ανδρειοτέρους παρέταξαν αυτούς εναντίον των
Περσών. Εναντίον δε του στρατηγού των Περσών Αρτυβίου ετάχθη
εθελοντής ο Ονήσιλος.

111. Ο Αρτύβιος είχεν ίππον όστις ήτο δεδιδαγμένος να ίσταται
ορθός εναντίον του οπλίτου. Μαθών τούτο ο Ονήσιλος είπε προς
τον υπασπιστήν του, Κάρα μεν το γένος, δοκιμώτατον δε περί τα
πολεμικά και τολμηρότατον· «Έμαθον ότι ο ίππος του Αρτυβίου
ορθούται επί των οπισθίων ποδών, διά δε του στόματος και των
εμπροσθίων ποδών προσβάλλει εκείνον κατά του οποίου ήθελεν
επιπέσει. Σκέφθητι λοιπόν και ειπέ μοι αμέσως ποίον
επιφορτίζεσαι να προσέξης και να κτυπήσης, τον ίππον ή αυτόν
τον Αρτύβιον.» Απεκρίθη εις ταύτα ο ακόλουθός του· «Βασιλεύ,
είμαι έτοιμος να πράξω αμφότερα ή μόνον το έν εκ των δύο,
αφεύκτως όμως εκείνο το οποίον με διατάξης· εν τούτοις θα σοι
είπω εκείνο το οποίον νομίζω διά σε συμφερώτερον. Η γνώμη μου
είναι ότι είς βασιλεύς, είς στρατηγός, οφείλει να επιτεθή κατά
βασιλέως, κατά στρατηγού· διότι εάν καταστρέψης στρατηγόν, ποία
δόξα διά σε! Εάν πάλιν σε καταστρέψη εκείνος (ό μη γένοιτο)
είναι ημίσεια συμφορά να φονευθή τις υπό ευγενούς χειρός. Ημείς
οι υπηρέται οφείλομεν να πολεμώμεν τους υπηρέτας· όσον δ' αφορά
τον ίππον, μη φοβηθής παντάπασι τα τεχνάσματά του, διότι σε
υπόσχομαι ότι δεν θα ορθωθή πλέον κατ' ουδενός ανθρώπου.»

112. Ταύτα είπε και μετά ταύτα εγένετο η συμπλοκή κατά ξηράν
και κατά θάλασσαν. Και εις μεν το ναυτικόν οι Ίωνες εφάνησαν
κατ' εκείνην την ημέραν αξιώτατοι και ενίκησαν τους Φοίνικας,
μεταξύ δε αυτών οι Σάμιοι ηρίστευσαν· εις δε πεζικόν, άμα
επλησίασαν τα στρατεύματα, συνεπλάκησαν και εμάχοντο. Όσον
αφορά τους δύο στρατηγούς, συνέβησαν εις αυτούς τα εξής· ενώ ο
Αρτύβιος έφιππος ώρμα εναντίον του Ονησίλου, ο Ονήσιλος τον
εκτύπησε κατά την συμβουλήν του υπασπιστού του· εν τούτοις ο
ίππος ητοιμάζετο να κτυπήση διά των εμπροσθίων ποδών την ασπίδα
του Ονησίλου, ότε ο ακόλουθος πλήξας με δρέπανον απέκοψε τους
πόδας του ίππου και ο στρατηγός των Περσών Αρτύβιος έπεσεν εκεί
εις τον τόπον συγχρόνως με τον ίππον.

113. Ενώ δε εμάχοντο και οι άλλοι, ο τύραννος του Κουρίου
Στησήνωρ, έχων περί εαυτόν δύναμιν ανδρών ου σμικράν,
ηυτομόλησεν εις τους Πέρσας· λέγονται δε οι Κουριείς ούτοι
άποικοι των Αργείων. Ότε λοιπόν επρόδωσαν, αμέσως και τα
πολεμιστήρια άρματα των Σαλαμινίων έπραξαν το αυτό με τους
Κουριείς. Γενομένων δε τούτων υπερίσχυσαν οι Πέρσαι και
τραπέντος εις φυγήν του στρατού των Κυπρίων, έπεσον πολλοί εξ
αυτών και μεταξύ άλλων ο Ονήσιλος του Χέρσιος, όστις ενήργησε
την επανάστασιν των Κυπρίων, και ο βασιλεύς των Σολίων
Αριστόκυπρος ο υιός του Φιλοκύπρου, του Φιλοκύπρου εκείνου τον
οποίον ο Σόλων ο Αθηναίος ελθών εις την Κύπρον επήνεσε διά
στίχων πλειότερον από πάντα άλλον τύραννον.

114. Οι δε Αμαθούσιοι τους οποίους επολιόρκησεν ο Ονήσιλος
κόψαντες την κεφαλήν αυτού την έφερον εις την Αμαθούντα και την
εκρέμασαν υπεράνω των πυλών. Κρεμαμένης δε της κεφαλής και
γενομένης κοίλης, σμήνος μελισσών εισήλθεν εις αυτήν και την
επλήρωσε μέλιτος. Τούτου γενομένου ηρώτησαν οι Αμαθούσιοι το
μαντείον και τοις εδόθη χρησμός την μεν κεφαλήν να καταβιβάσωσι
και να θάψωσιν, εις δε τον Ονήσιλον να κάμνωσι κατ' έτος θυσίας
ως εις ήρωα, και ότι, εάν πράξωσι ταύτα, θα τοις αποβή εις
καλόν. Και οι μεν Αμαθούσιοι έπραττον ταύτα μέχρι των ημερών
μου.

115 Οι δε Ίωνες οι ναυμαχήσαντες εις την Κύπρον, μαθόντες ότι
τα πράγματα του Ονησίλου είχον καταστραφή και ότι αι άλλαι
πόλεις των Κυπρίων επολιορκούντο, πλην της Σαλαμίνος όπου, μετά
την αποστασίαν των κατοίκων, εισήλθε πάλιν ο αρχαίος βασιλεύς
Γόργος, άμα μαθόντες ταύτα οι Ίωνες απέπλευσαν εις την Ιωνίαν.
Εκ δε των εν Κύπρω πόλεων μόνη η πόλις Σόλοι αντέστη πλειότερον
χρόνον, αλλ' οι Πέρσαι υποσκάψαντες πέριξ το τείχος την
εκυρίευσαν κατά τον πέμπτον μήνα.

116. Τοιουτοτρόπως οι Κύπριοι, μείναντες επί έν έτος ελεύθεροι,
κατεδαυλώθησαν αύθις εκ νέου· ο δε Λαυρίσης όστις είχε μίαν των
θυγατέρων του Δαρείου, ο Υμέης, ο Οτάνης και άλλοι Πέρσαι
στρατηγοί, έχοντες και αυτοί θυγατέρας του Δαρείου,
καταδιώξαντες τους εις τας Σάρδεις εκστρατεύσαντας Ίωνας και
αναγκάσαντες αυτούς να εισέλθωσιν εις τα πλοία, εμοίρασαν ως
νικηταί τας πόλεις μεταξύ των και τας ελεηλάτουν.

117. Και ο μεν Δαυρίσης τραπείς προς τας πόλεις του Ελλησπόντου
εκυρίευσε το Δάρδανον, την ’βυδον, την Περκώπην, την Λάμψακον
και την Παισόν· ταύτας εκυρίευε μίαν καθ' ημέραν. Ενώ όμως
εξήρχετο από την Παισόν διά να μεταβή εις την πόλιν Πάριον, τω
ήλθεν αγγελία ότι οι Κάρες ομοφρονήσαντες με τους Ίωνας
απεστάτησαν από τους Πέρσας. Αναχωρήσας λοιπόν εκ του
Ελλησπόντου, ωδήγησε τον στρατόν κατά της Καρίας.

118. Πριν όμως φθάση εκεί, οι Κάρες έμαθαν φαίνεται τούτο και
συνηθροίσθησαν εις τας Λευκάς καλουμένας Στήλας και εις τον
ποταμόν Μαρσύαν όστις ρέων εκ της Ιδριάδος χώρας εκβάλλει εις
τον Μαίανδρον. Εκεί συναθροισθέντες συνεκρότησαν συμβούλιον εις
το οποίον πολλαί και διάφοροι γνώμαι εδόθησαν εξ ων η αρίστη
κατ' εμέ ήτο η του Πιξωδάρου, υιού του Μαυσώλου, πολίτου
Κινδυέως και γαμβρού του βασιλέως των Κιλίκων Συεννέσεως.
Τούτου του ανδρός η γνώμη ήτο να διαβώσιν οι Κάρες τον
Μαίανδρον. και έχοντες εις τα νώτα τον ποταμόν, να πολεμήσωσι,
διά να μη δύνανται να φύγωσιν οπίσω, και αναγκαζόμενοι να
μείνωσιν εκεί, να γίνωσιν ανδρειότεροι παρ' όσον ήσαν εκ
φύσεως. Η γνώμη όμως αύτη δεν υπερίσχυσεν, αλλ' ήθελον μάλλον
οι Πέρσαι να έχωσιν όπισθέν των τον ποταμόν ή οι Κάρες, με την
ελπίδα βεβαίως ότι εάν νικηθώσιν εις την μάχην οι Πέρσαι και
θελήσωσι να φύγωσι, να μη δυνηθώσι να επιστρέψωσιν οπίσω
πίπτοντες εις τον ποταμόν.

119. Μετά ταύτα δε, ότε ήλθον οι Πέρσαι και διέβησαν τον
ποταμόν, οι Κάρες συνεπλάκησαν με αυτούς εις τας όχθας του
ποταμού Μαρσύου και επολέμησαν επί πολλήν ώραν και επιμόνως·
τέλος όμως ενικήθησαν υπό του πλήθους των πολεμίων. Και εκ μεν
των Περσών έπεσον περί τους δισχιλίους, εκ δε των Καρών περί
τους μυρίους. Όσοι των Καρών διέφυγαν, εκλείσθησαν εις το εν
Λαβράνδοις ιερόν του Πολεμιστού Διός, όπερ είναι άλσος μέγα και
άγιον εκ πλατάνων. Από όσους δε ημείς γνωρίζομεν, μόνοι οι
Κάρες προσφέρουσι θυσίας εις τον Πολεμιστήν Δία.
Κατακλεισθέντες λοιπόν εκεί, συνεσκέπτοντο ποίον ήτο
συμφερώτερον διά την σωτηρίαν των, να παραδοθώσιν εις τους
Πέρσας, ή να εγκαταλείψωσι διά παντός την Ασίαν και να φύγωσιν,

120. Ενώ εσκέπτοντο ταύτα, ήλθον εις βοήθειαν αυτών οι Μιλήσιοι
και οι σύμμαχοι αυτών. Τότε οι Κάρες παρήτησαν πάσαν περαιτέρω
διάσκεψιν και ητοιμάσθησαν να επαναλάβωσι τον πόλεμον.
Συνεπλάκησαν λοιπόν με τους Πέρσας ελθόντας εναντίον των, και
πολεμήσαντες ενικήθησαν πλειότερον ή πρότερον. Πλήθος εξ αυτών
έπεσον· μεγαλειτέραν όμως φθοράν υπέστησαν οι Μιλήσιοι.

121. Μετά την καταστροφήν δε ταύτην ανέλαβον πάλιν οι Κάρες και
επολέμησαν· διότι μαθόντες ότι οι Πέρσαι εστράτευσαν κατά των
πόλεών των, έστησαν ενέδραν εις την οδόν της Πηδάσου και
εμπεσόντες εις αυτήν οι Πέρσαι κατά την νύκτα διεφθάρησαν αυτοί
και οι στρατηγοί των Δαυρίσης, Αμόργης και Σισιμάκης. Μετ'
αυτών απώλετο και ο Μύριος του Γύγου. Αρχηγός της ενέδρας ήτο ο
υιός του Ιβανώλιος Ηρακλείδης, πολίτης Μυλασσεύς. Και ούτοι μεν
οι Πέρσαι τοιουτοτρόπως απώλοντο.

122. Ο δε Υμέης, είς εξ εκείνων οίτινες είχον καταδιώξει τους
εις τας Σάρδεις στρατεύσαντας Ίωνας, τραπείς προς την
Προποντίδα, εκυρίευσε την Κίον της Μυσίας. Ότε δε έμαθεν ότι ο
Δαυρίσης ανεχώρησεν από τον Ελλήσποντον και εξεστράτευσε κατά
της Καρίας, αφήσας την Προποντίδα, έφερε τον στρατόν εις τον
Ελλήσποντον και εκυρίευσεν όλους τους Αιολείς όσοι νέμονται την
Τρωικήν χώραν· εκυρίευσεν ομοίως τους Γέργιθας οίτινες είχον
μείνει από την εποχήν των αρχαίων Τευκρών. Αυτός δε ο Υμέης,
αφού υπέταξε τα έθνη ταύτα, απέθανεν εξ ασθενείας εις την
Τρωάδα.

123. Και ούτος μεν ούτως ετελεύτησεν· ο δε Αρταφέρνης, ο
ύπαρχος των Σάρδεων, και ο Οττάνης ο τρίτος στρατηγός,
διετάχθησαν να εκστρατεύσωσι κατά της Ιωνίας και της
πλησιοχώρου αυτής Αιολίδος. Και της μεν Ιωνίας εκυρίευσαν τας
Κλαζομενάς, της δε Αιολίδος την Κύμην.

124. Ενώ δε εκυριεύοντο αι πόλεις αύται, ο Μιλήσιος Αρισταγόρας
(όστις ως απεδείχθη δεν είχε μεγαλοψυχίαν, διότι αφού
ανεστάτωσε την Ιωνίαν και υπεκίνησε μεγάλας ταραχάς, εσκέπτετο
πώς να φύγη) ακούσας ταύτα και σκεπτόμενος ότι ήτο αδύνατον να
υπερτερήση τον βασιλέα Δαρείον, συνήθροισε τους συστασιώτας και
συνεσκέπτετο μετ' αυτών λέγων ότι είναι συμφέρον εις αυτούς να
έχωσιν έτοιμον καταφύγιον εις περίστασιν καθ' ην ήθελον εξωσθή
εκ της Μιλήτου, και προτείνων να τους φέρη ως αποίκους είτε εις
την Σαρδώ είτε εις την Μύρκινον των Ηδωνών, την οποίαν ο
Ιστιαίος έλαβεν από τον Δαρείον και την ετείχισε. Ταύτα
συνεβούλευεν ο Αρισταγόρας.

125. Του δε ιστορικού Εκαταίου του Ηγησάνδρου η γνώμη ήτο να μη
εκλέξη ο Αρισταγόρας μήτε την μίαν μήτε την άλλην πόλιν, αλλά
να κτίση τείχος εις την νήσον Λέρον και να μείνη εκεί ησυχάζων,
εάν διωχθή εκ της Μιλήτου· έπειτα δε, μετά παρέλευσιν χρόνου
τινός, να αναχωρήση εκείθεν και να επιστρέψη πάλιν εις την
Μίλητον. Ταύτα συνεβούλευσε και ο Εκαταίος.

126. Του Αρισταγόρου όμως η γνώμη έκλινε περισσότερον να απέλθη
εις την Μύρκινον. Όθεν την μεν Μίλητον επέτρεψεν εις τον
Πυθαγόραν, πολίτην ευπόληπτον, αυτός δε παραλαβών πάντα τον
βουλόμενον έπλευσεν εις την Θράκην και εκυρίευσε την χώραν κατά
της οποίας ήλθε. Κατά τινα όμως έξοδον εκ της χώρας ταύτης, ο
Αρισταγόρας και όλος ο στρατός του εξωλοθρεύθησαν υπό των
Θρακών ενώπιον πόλεώς τινος την οποίαν επολιόρκουν και εκ της
οποίας οι Θράκες είχον συγκατατεθή να εξέλθωσιν υπόσπονδοι.





ΒΙΒΛΙΟΝ ΕΚΤΟΝ




Ε Ρ Α Τ Ω.



1. Ο Αρισταγόρας λοιπόν αποστατήσας την Ιωνίαν τοιουτοτρόπως
ετελεύτησεν· ο δε τύραννος της Μιλήτου Ιστιαίος, αφεθείς υπό
του Δαρείου, ήλθεν εις τας Σάρδεις. ’μα δε έφθασεν εκ των
Σούσων, τον ηρώτησεν ο ύπαρχος των Σάρδεων Αρταφέρνης διά ποίαν
αιτίαν νομίζει ότι απεστάτησαν οι Ίωνες. Ο Ιστιαίος απεκρίθη
ότι όχι μόνον δεν ήξευρε τίποτε, αλλά και ότι εθαύμαζε διά το
γεγονός. Έλεγε δε ταύτα με ύφος ανθρώπου αγνοούντος εντελώς τα
διατρέχοντα. Τότε ο Αρταφέρνης, γνωρίζων την αληθή αιτίαν της
αποστασίας και βλέπων αυτόν υποκρινόμενον, είπεν· «Ιδού, ω
Ιστιαίε, πώς έχουσιν αυτά τα πράγματα· συ μεν έρραψας το
υπόδημα, ο δε Αρισταγόρας το εφόρεσε.»

2. Ταύτα είπεν ο Αρταφέρνης σχετικά προς την αποστασίαν, ο δε
Ιστιαίος φοβηθείς την διορατικότητα του Αρταφέρνους, αμέσως
εκείνην την νύκτα έφυγεν εις την θάλασσαν, ευχαριστούμενος
διότι ηπάτησε τον βασιλέα Δαρείον. Αυτός όστις είχεν υποσχεθή
να υποτάξη την μεγίστην νήσον Σαρδώ, δεν εδίστασε να αναλάβη
την αρχηγίαν του πολέμου των Ιώνων κατά του Δαρείου. Διαβάς εις
την Χίον, εδεσμεύθη υπό των Χίων, οίτινες τον υπώπτευσαν ότι
οργανίζει εναντίον των νέα τινά σχέδια προς το συμφέρον του
Δαρείου. Όταν έπειτα έμαθον οι Χίοι όλην την ιστορίαν, ότι ήτο
πολέμιος του βασιλέως, τον απέλυσαν.

3. Ερωτώμενος τότε ο Ιστιαίος υπό των Ιώνων της Χίου διατί
τόσον προθύμως έγραψε προς τον Αρισταγόραν να αποστατήση από
τον βασιλέα και επέφερε τόσον κακόν εις τους Ίωνας, την μεν
αληθή αιτίαν δεν εφανέρωσεν, είπε δε ότι ο βασιλεύς Δαρείος
είχεν απόφασιν να μεταφέρη τους Φοίνικας εις την Ιωνίαν και
τους Ίωνας εις την Φοινίκην, και τούτου ένεκα έγραψεν εις τον
Αρισταγόραν. Βεβαίως ο βασιλεύς ουδεμίαν τοιαύτην ιδέαν
συνέλαβεν, αλλ' ο Ιστιαίος ήθελε να φοβίζη τους Ίωνας.

4. Μετά ταύτα ο Ιστιαίος, μεταχειριζόμενος ως γραμματοκομιστήν
τον Αταρνείτην Έρμιππον, έπεμψεν επιστολάς προς τους εις τας
Σάρδεις διαμένοντας Πέρσας οίτινες προηγουμένως είχον
συνομιλήσει μετ' αυτού περί της αποστασίας. Αλλ' ο Έρμιππος,
εις μεν τους Πέρσας προς τους οποίους επέμφθη δεν δίδει τα
γράμματα, τα φέρει δε και τα εγχειρίζει εις τον Αρταφέρνην.
Μαθών δε ούτος τα διατρέχοντα, διέταξε τον Έρμιππον τας μεν
επιστολάς να δώση εις εκείνους προς τους οποίους εστάλη, τας δε
άλλας τας παρά των Περσών αντιπεμπομένας εις τον Ιστιαίον,
ταύτας να τω παραδώση. Τούτων λοιπόν φανερωθέντων, εφόνευσε
τότε ο Αρταφέρνης πολλούς Πέρσας.

5. Εις μεν τας Σάρδεις λοιπόν επεκράτει ταραχή. Τον δε
Ιστιαίον, απατηθέντα εις τας ελπίδας του, έφερον οι Χίοι εις
την Μίλητον κατ' αίτησίν του. Οι δε Μιλήσιοι, οίτινες ασμένως
απηλλάγησαν του Αρισταγόρου, ουδόλως ήσαν πρόθυμοι να δεχθώσιν
άλλον τύραννον εις την χώραν, καθότι εγεύθησαν την ελευθερίαν.
Και επειδή ο Ιστιαίος έφθασε κατά την νύκτα και επειράθη βιαίως
να εισέλθη εις την Μίλητον, επληγώθη εις τον μηρόν υπό τινος
των Μιλησίων. Διωχθείς λοιπόν εκ της πατρίδος του, επιστρέφει
οπίσω εις την Χίον· εντεύθεν δε, επειδή δεν έπειθε τους Χίους
να τω δώσωσι πλοία, διέβη εις την Μιτυλήνην και έπεισε τους
Λεσβίους να τω δώσωσι. Πληρώσαντες λοιπόν οι Λέσβιοι οκτώ
τριήρεις, έπλευσαν μετά του Ιστιαίου εις το Βυζάντιον, και
μένοντες εκεί συνελάμβανον τα εκ του Ευξείνου Πόντου εκπλέοντα
πλοία, πλην εκείνων τα οποία έλεγον ότι ήσαν πρόθυμα να
υπακούωσιν εις τον Ιστιαίον.

6. Ο μεν Ιστιαίος λοιπόν και οι Μιτυληναίοι ταύτα έπραττον· εις
δε την Μίλητον περιεμένετο πολύς στρατός ναυτικός και πεζός·
διότι συνενωθέντες οι στρατηγοί των Περσών και σχηματήσαντες έν
μόνον στρατόπεδον, ήλαυνον κατά της Μιλήτου, ήκιστα
φροντίζοντας διά τας άλλας πόλεις. Εκ των του ναυτικού στρατού
οι Φοίνικες ήσαν οι προθυμότατοι· ομού δε με αυτούς είχον ενωθή
οι Κύπριοι, προσφάτως υποταγέντες, οι Κίλικες και οι Αιγύπτιοι.

7. Και αυτοί μεν ήρχοντο κατά της Μιλήτου και της λοιπής
Ιωνίας, οι δε Ίωνες μαθόντες ταύτα έπεμψαν πρέσβεις εις το
Πανιώνιον. Γενομένης δε συνελεύσεως εν τω τόπω τούτω,
απεφασίσθη να μη αντιτάξωσι πεζόν στρατόν εναντίον των Περσών,
να αναθέσωσι την φύλαξιν της πόλεως εις αυτούς τους Μιλησίους,
να πληρώσωσιν όλα τα πλοία χωρίς να αφήσωσιν ουδέν κενόν, να τα
φέρωσι τάχιστα εις την Δάδην και να ναυμαχήσωσιν υπέρ της
Μιλήτου. Η δε Δάδη είναι νήσος μικρά κειμένη προ της πόλεως των
Μιλησίων.

8. Μετά ταύτα, συμπληρωθέντων των πληρωμάτων, ήλθον οι Ίωνες
και μετ' αυτών οι Αιολείς οι κατοικούντες την Λέσβον. Ετάχθησαν
δε ως εξής· το μεν προς ανατολάς κέρας είχον αυτοί οι Μιλήσιοι
οίτινες παρέσχον ογδοήκοντα πλοία· μετ' αυτούς ήσαν οι Πριηνείς
με δώδεκα πλοία και οι Μυούσιοι με τρία· πλησίον αυτών ήσαν οι
Τήιοι με πλοία δεκαεπτά· μετά τους Τηίους ήσαν οι Χίοι με πλοία
εκατόν πλησίον δε αυτών ετάχθησαν οι Ερυθραίοι και οι Φωκαείς,
οι μεν Ερυθραίοι έχοντες οκτώ πλοία, οι δε Φωκαείς τρία· μετά
τους Φωκαείς ήσαν οι Λέσβιοι με πλοία εβδομήκοντα· τελευταίοι
δε παρετάχθησαν οι Σάμιοι με εξήκοντα πλοία, έχοντες το προς
δυσμάς κέρας. Όλων τούτων των τριήρεων ο αριθμός συνεποσώθη εις
τριακοσίας πεντήκοντα τρεις. Και ταύτα μεν ήσαν τα πλοία των
Ιώνων.

9. Των δε βαρβάρων τα πλοία ήσαν εξακόσια. Όταν δε έφθασαν και
αυτά απέναντι της Μιλήτου, ήλθε δε και όλος ο πεζός στρατός
των, τότε οι στρατηγοί των Περσών, μαθόντες τον αριθμόν των
ιωνικών πλοίων εφοβήθησαν μήπως δεν δυνηθώσι να νικήσωσι, και
τοιουτοτρόπως ου μόνον την Μίλητον δεν θα λάβωσιν, ως μη όντες
κύριοι της θαλάσσης, αλλά και την οργήν του Δαρείου θα
επισύρωσι. Ταύτα σκεπτόμενοι, συνεκάλεσαν τους τυράννους των
ιωνικών πόλεων όσοι, στερηθέντες των ηγεμονιών των υπό του
Αρισταγόρου του Μιλησίου, κατέφυγον εις τους Μήδους, και
ευρίσκοντο τότε εις το προ της Μιλήτου στρατόπεδον. Τους
παρόντας λοιπόν των ανδρών τούτων συγκαλέσαντες, έλεγον προς
αυτούς τα εξής· «Ω Ίωνες, τώρα έκαστος υμών ας φανή ότι
υπηρετεί τον οίκον του βασιλέως· ας προσπαθήση έκαστος υμών να
αποσπάση τους συμπολίτας του από τους λοιπούς συμμάχους. Είπατε
εις αυτούς δι' απεσταλμένων ότι δεν θα πάθωσι τίποτε διά την
αποστασίαν των· ότι δεν θα καύσωμεν ούτε τα ιερά των ούτε τας
οικίας των, και ότι δεν θα τους μεταχειρισθώμεν αυστηρότερον ή
πρότερον. Εάν όμως δεν πράξωσι ταύτα, εάν επιμείνωσιν
αμετατρέπτως να λάβωσι μέρος εις τον πόλεμον, απειλήσατε αυτούς
τι θα πάθωσιν εάν νικηθώσιν· αυτούς μεν θα εξανδραποδίσωμεν,
τους δε παίδας των θα ευνουχίσωμεν, τας δε θυγατέρας των θα
μεταφέρωμεν εις τα Βάκτρα, και θα δώσωμεν εις άλλους την χώραν
των.»

10. Οι μεν στρατηγοί των Περσών ταύτα έλεγον· οι δε τύραννοι
των Ιώνων έπεμπον διά νυκτός απεσταλμένους, έκαστος προς τους
συμπολίτας του, και έδιδον τας αγγελίας ταύτας. Οι Ίωνες όμως,
εις όσους έφθασαν αι αγγελίαι, τας ήκουον με περιφρόνησιν και
δεν εδέχοντο την προδοσίαν· έκαστη δε πόλις ενόμιζεν ότι εις
αυτήν μόνην οι Πέρσαι εμήνυον ταύτα. Συνέβησαν λοιπόν ταύτα
ευθύς ως έφθασαν οι Πέρσαι εις την Μίλητον.

11. Μετά την συνάθροισίν των δε εις την Λάδην οι Ίωνες
συνεσκέφθησαν. Εκεί πολλοί άλλοι ωμίλησαν, και προς
τούτοις ο στρατηγός των Φωκαέων Διονύσιος, λέγων τα εξής· «Τα
πράγματά μας, ω άνδρες της Ιωνίας, ίστανται επί ξυρού ακμής, ή
να ελευθερωθώμεν, ή να μείνωμεν δούλοι, και δούλοι δραπέται.
Τώρα λοιπόν εάν θελήσετε να υποφέρετε ταλαιπωρίας, θα
κουρασθήτε μεν προς καιρόν, θα γίνετε όμως ικανοί να νικήσετε
τους εχθρούς σας και να ελευθερωθήτε· εάν δε εξ εναντίας
δείξετε μαλθακότητα και αταξίαν, ουδεμίαν ελπίδα έχω να σας ίδω
διαφεύγοντας την τιμωρίαν του βασιλέως διά την αποστασίαν σας.
Υπακούσατε λοιπόν εις εμέ και αναθέσατέ μοι την σωτηρίαν σας·
εάν οι θεοί μείνωσιν ουδέτεροι, σας υπόσχομαι ότι οι πολέμιοι
θα αποφύγωσι την μάχην, εάν δε συμπλακώσι, να νικηθώσιν
ολοσχερώς.»

12. Ακούσαντες ταύτα οι Ίωνες αφιέρωσαν εαυτούς εις τον
Διονύσιον. Αυτός δε εξάγων καθ' ημέραν τον στόλον εις το
πέλαγος εν είδει ημικυκλίου, διά να συνειθίζωσιν οι κωπηλάται
να κάμνωσι διέκπλους μεταξύ των και να ασκώνται οι πολεμισταί,
εκράτει κατά το επίλοιπον της ημέρας τα πλοία ηγκυροβολημένα
και εκούραζε τοιουτοτρόπως τους Ίωνας δι' όλης της ημέρας. Και
επί επτά μεν ημέρας υπήκουον οι Ίωνες και εξετέλουν όσα τους
επρόσταζε· την ογδόην όμως ημέραν, ασυνείθιστοι όντες εις
τοιούτους κόπους και βασανιζόμενοι από τας ταλαιπωρίας και τον
ήλιον, είπον μεταξύ των· «Εις ποίον θεόν ημαρτήσαμεν και
υποφέρομεν αυτά τα δεινά; βεβαίως παρεφρονήσαμεν και εχάσαμεν
το λογικόν μας αφιερωθέντες και υπακούοντες εις ένα αλαζόνα
Φωκαέα όστις έφερε τρία πλοία και όστις παραλαβών ημάς εις την
εξουσίαν του, καταταλαιπωρεί όλους με αφορήτους κόπους. Πολλοί
εξ ημών έπεσαν ασθενείς, πολλοί άλλοι είναι έτοιμοι να πάθωσι
το ίδιον. Αντί τούτων των κακών, δεν είναι προτιμότερον να
πάθωμεν παν άλλο, και αυτήν την δουλείαν ήτις μας περιμένει;
διότι οιαδήποτε και αν ήναι αύτη, πάντοτε θα ήναι ολιγώτερον
βαρεία της παρούσης. Θάρρος λοιπόν και μη υπακούωμεν πλέον εις
αυτόν.» Ταύτα είπον και εις το εξής ουδείς πλέον ήθελε να
υπακούη, αλλ' ως οι πεζοί στρατοί έστησαν σκηνάς εις την νήσον,
έμενον υπό σκιάν και δεν ήθελαν ούτε εις τα πλοία, να
εισέλθωσιν ούτε να επαναλάβωσι τα γυμνάσια.

13. Οι δε στρατηγοί της Σάμου μαθόντες τι έπραττον οι Ίωνες,
συνεννοήθησαν μετά του υιού του Συλοσώντος Αιάκους όστις
προηγουμένως τοις είχε πέμψει προτάσεις υπαγορευθείσας υπό των
Περσών, παροτρύνων αυτούς να εγκαταλίπωσι την ιωνικήν
συμμαχίαν. Βλέποντες λοιπόν την επικρατούσαν αταξίαν και
σκεπτόμενοι ενταυτώ ότι ήτο αδύνατον να υπερνικήσωσι την
δύναμιν του βασιλέως, εδέχθησαν τας προσφοράς του Αιάκους,
πεπεισμένοι άλλως τε ότι και αν ο παρών στόλος των νικήση τον
του Δαρείου, δεν θα εβράδυνε να έλθη εναντίον των άλλος
πενταπλάσιος. Επομένως, άμα είδον τους Ίωνας αποποιουμένους να
φανώσιν ανδρείοι, επροφασίσθησαν την ανάγκην ότι έπρεπε να
σώσωσιν εκ του κινδύνου τα ιερά και τας κατοικίας των. Ο Αιάκης
δε εκείνος του οποίου εδέχθησαν τας προτάσεις ήτο υιός του
Συλοσώντος, υιού του Αιάκους· τύραννος δε ων της Σάμου, είχε
καθαιρεθή υπό του Μιλησίου Αρισταγόρου, ως και οι άλλοι
τύραννοι της Ιωνίας.

14. Τότε λοιπόν, επειδή έπλευσαν εναντίον των οι Φοίνικες,
αντεπεξήλθον και οι Ίωνες και παρέταξαν τα πλοία των εν σχήματι
ημισελήνου. Ότε όμως επλησίασαν αλλήλους και συνεπλάκησαν, δεν
δύναμαι να είπω μετά βεβαιότητος ποίοι εκ των Ιώνων εφάνησαν
γενναίοι και ποίοι άνανδροι εις αυτήν την ναυμαχίαν, διότι
αιτιώνται αλλήλους. Λέγεται όμως ότι τότε οι Σάμιοι κατά τα
συμπεφωνημένα προς τον Αιάκη, αναπετάσαντες τα ιστία και
εγκαταλιπόντες την τάξιν των, έπλευσαν εις την Σάμον, πλην
ένδεκα πλοίων των οποίων οι τριήραρχοι έμειναν εις την τάξιν
των και εναυμάχησαν μη υπακούσαντες εις τους στρατηγούς. Τούτου
ένεκα το κοινόν των Σαμίων διέταξε να χαραχθώσι τα ονόματα
αυτών και των πατέρων των εις στήλην προς ένδειξιν ότι
εφέρθησαν ως άνδρες γενναίοι· σώζεται δε η στήλη αύτη εις την
αγοράν. Ιδόντες δε οι Λέσβιοι τους πλησίον των ότι έφευγον,
έπραξαν το αυτό και οι πλείστοι των Ιώνων τους εμιμήθησαν.

15. Εκ των παραμεινάντων εις την ναυμαχίαν οι μάλλον βλαβέντες
ήσαν οι Χίοι, οίτινες όμως ηνδραγάθησαν και ουδεμίαν έδειξαν
αδυναμίαν. Αυτοί, ως ερρέθη ανωτέρω, παρέσχον εκατόν πλοία εις
έκαστον των οποίων ήσαν τεσσαράκοντα άνδρες εκλεκτοί μεταξύ των
πολιτών. Όταν είδον ότι οι πλειότεροι των συμμάχων επρόδιδον,
απεφάσισαν να μη φανώσιν όμοιοι με τους ανάνδρους εκείνους·
μείναντες μόνοι μετ' ολίγων συμμάχων διέσχισαν την εχθρικήν
γραμμήν και εναυμάχησαν καταστρέψαντες πολλά πλοία, μέχρις ου
απώλεσαν όλα σχεδόν τα ιδικά των. Οι επιζήσαντες, με όσα πλοία
τοις έμειναν, έφυγον εις την Χίον.

16. Τινές όμως, των οποίων τα πλοία είχον υποστή πολλά
τραύματα, αυτοί διωκόμενοι κατέφυγον εις την Μυκάλην· και τα
μεν πλοία ρίψαντες εις την ξηράν τα άφησαν εκεί, αυτοί δε
επορεύθησαν πεζοί δια της ηπείρου. Όταν δε εισήλθον εις την γην
της Εφέσου και έφθασαν προ της πόλεως, είχε νυχτώσει και αι
γυναίκες του τόπου εώρταζον τα θεσμοφόρια. Οι Εφέσιοι οίτινες
προηγουμένως δεν είχον ακούσει περί της καταστροφής των Χίων,
ιδόντες να εισέρχεται στρατός εις την χώραν των, τους εξέλαβον
ότι ήσαν κλέπται και ότι ήρχοντο να αρπάσωσι τας γυναίκας των.
Τότε ο λαός όλος έδραμεν επί τα όπλα και κατέσφαξε τους Χίους.
Οι Χίοι λοιπόν ταύτα τα δυστυχήματα έπαθον.

17. Ο δε φωκαεύς Διονύσιος, αφού είδεν ότι τα πράγματα των
Ιώνων κατεστράφησαν, κυριεύσας τρία πλοία των πολεμίων δεν
επέστρεψε πλέον εις την Φώκαιαν, καθότι ήτο βέβαιος ότι και η
πόλις αύτη ήθελεν εξανδραποδισθή ομού με την άλλην Ιωνίαν, αλλ'
άνευ αναβολής έπλευσε κατ' ευθείαν προς την Φοινίκην. Έπειτα,
καταβυθίσας γαυλούς τινας και λαβών πλούτη πολλά, έπλευσεν εις
την Σικελίαν. Εκείθεν δε ορμώμενος ελήστευεν, ουχί τους
Έλληνας, αλλά τους Καρχηδονίους και τους Τυρρηνούς.

18. Οι δε Πέρσαι, αφού ενίκησαν τους Ίωνας εις την ναυμαχίαν,
επολιόρκησαν την Μίλητον διά ξηράς και διά θαλάσσης.
Υποσκάπτοντες τα τείχη και μεταχειριζόμενοι διαφόρους μηχανάς,
εκυρίευσαν την πόλιν κατά το έκτον έτος μετά την αποστασίαν του
Αρισταγόρου, και εξηνδραπόδισαν αυτήν· ώστε επηλήθευσε ο
χρησμός ο δοθείς περί της Μιλήτου.

19. Ότε οι Αργείοι μετέβησαν εις τους Δελφούς διά να ερωτήσωσι
το μαντείον περί της σωτηρίας της πόλεώς των, έλαβον από κοινού
απόκρισιν της οποίας μέρος μεν ήρμοζεν εις αυτούς, μέρος δε
κατά παρένθεσιν εις τους Μιλησίους. Και το μεν μέρος το αφορών
τους Αργείους θα μνημονεύσω όταν φθάσω εις εκείνο το σημείον
της ιστορίας μου· όσα δε εχρησμοδοτήθησαν εις τους Μιλησίους,
οίτινες δεν ήσαν παρόντες, είναι τα εξής· _Τότε βεβαίως,
Μίλητε, εφευρέτρια κακών έργων, θα χρησιμεύσης ως δείπνον εις
πολλούς και πηγή πλουσίων δώρων. Αι γυναίκες σου θα νίψωσι τους
πόδας πολλών ανδρών με μακράς κόμας και άλλοι θα επιμεληθώσι
τον εις τα Δίδυμα ναόν μου._ Τότε λοιπόν αυτά τα δεινά εύρον
τους Μιλησίους, ότε οι πλείστοι των ανδρών εφονεύθησαν υπό των
Περσών οίτινες είχον μακράν κόμην, αι δε γυναίκες και τα παιδία
εγένοντο ανδράποδα, και οι εν Διδύμοις Βραγχίδαι, ναός και
χρηστήριον, εσυλήθησαν και επυρπολήθησαν. Περί δε των πραγμάτων
όσα υπήρχον εις το ιερόν, πολλάκις εις άλλα μέρη της ιστορίας
ανέφερα.

20. Εκείθεν δε, όσοι των Μιλησίων εζωγρήθησαν, εφέρθησαν εις τα
Σούσα. Ο βασιλεύς Δαρείος, χωρίς να τους κακοποιήση, τους
αποκατέστησεν εις τα παράλια της Ερυθράς θαλάσσης, εις την
πόλιν ’μπην, παρά την οποίαν παραρρέων ο Τίγρης ποταμός χύνεται
εις την θάλασσαν. Της δε Μιλησίας χώρας την μεν πόλιν και την
πεδιάδα εκράτησαν οι Πέρσαι δι' εαυτούς, τα δε ορεινά μέρη
έδωσαν εις τους Κάρας Πηδασείς.

21. Ότε έπαθον ταύτα οι Μιλήσιοι από τους Πέρσας, οι Συβαρίται,
οίτινες είχον στερηθή της πόλεως των και κατώκουν την Λάον και
την Σκίδρον, δεν απέδωκαν τα όμοια εις τους Μιλησίους· διότι,
κατά την άλωσιν της Συβάριος υπό των Κροτωνιατών όλοι οι έφηβοι
Μιλήσιοι έκοψαν τας κόμας των και έφερον μέγα πένθος. Αι πόλεις
αύται, πλειότερον των άλλων τας οποίας γνωρίζομεν, είχον μεταξύ
των φιλίαν μεγάλην. Οι Αθηναίοι όμως δεν εφέρθησαν ως οι
Συβαρίται, διότι μεταξύ των άλλων τεκμηρίων της λύπης των, ότε
ο ποιητής Φρύνιχος συνέθεσε δράμα «την άλωσιν της Μιλήτου» και
εδίδαξεν αυτό από σκηνής, το θέατρον ανελύθη εις δάκρυα και οι
Αθηναίοι τον κατεδίκασαν εις πρόστιμον χιλίων δραχμών ως
αναμνήσαντα οικιακά δυστυχήματα, και διά ψηφίσματος απηγόρευσαν
την αναπαράστασιν του δράματος.

22. Η Μίλητος λοιπόν ηρημώθη Μιλησίων. Εκ των Σαμίων δε οι
έχοντες περιουσίαν τινά ουδόλως ευχαριστήθησαν δι' εκείνο το
οποίον οι στρατηγοί των έπραξαν υπέρ των Μήδων. Όθεν
συγκροτήσαντες συμβούλιον αμέσως μετά την ναυμαχίαν,
απεφάσισαν, πριν έλθη εις τον τόπον των ο τύραννος Αιάκης, να
μεταναστεύσωσι και να μη γίνωσι δούλοι του Αιάκους και των
Μήδων μένοντες εις την Σάμον. Κατ' εκείνον τον χρόνον οι
Ζαγκλαίοι της Σικελίας είχον προσκαλέσει δι' απεσταλμένων τους
Ίωνας να έλθωσιν εις την Καλήν ακτήν, επιθυμούντες να υπάρχη
εκεί αποικία Ιώνων. Αύτη δε η Καλή ακτή, ως την ονομάζουσιν,
αποτελεί μέρος της Σικελίας και κείται προς το μέρος της νήσου
το τετραμμένον προς την Τυρρηνίαν. Μόνοι λοιπόν εκ των Ιώνων οι
Σάμιοι εδέχθησαν την πρόσκλησιν, και μετ' αυτών όσοι των
Μιλησίων διέφυγον. Συνέβη όμως, τότε το εξής.

23. Οι Σάμιοι, πλέοντες προς την Σικελίαν, έφθασαν εις τους
Λοκρούς τους Επιζεφυρίους, ενώ αυτοί οι Ζαγκλαίοι και ο
βασιλεύς των όστις ωνομάζετο Σκύθης επολιόρκουν πόλιν τινά των
Σικελών, θέλοντες να κυριεύσωσιν αυτήν. Ο τύραννος του Ρηγίου
Αναξίλαος, όστις διεφέρετο με τους Ζαγκλαίους, μαθών την άφιξιν
των Σαμίων, ήλθεν εις ομιλίαν με αυτούς και τους έπεισε να
παραιτήσωσι την Καλήν ακτήν διά την οποίαν ήλθον και να
κυριεύσωσι την Ζάγκλην, έρημον ούσαν ανδρών. Τότε οι Ζαγκλαίοι,
μαθόντες ότι εκυριεύθη η πόλις των, έδραμον αμέσως
επικαλούμενοι εις βοήθειάν των τον τύραννον της Γέλης
Ιπποκράτην, όστις ήτο σύμμαχός τους. Ότε όμως ήλθεν ο
Ιπποκράτης μετά στρατού προς βοήθειάν των, συνέλαβε τον
μονάρχην των Ζαγκλαίων Σκύθην όστις είχε χάσει την πόλιν του,
και δέσας με πέδας αυτόν και τον αδελφόν του Πυθογένη, τους
έπεμψεν εις την πόλιν Ίνυκον· τους δε λοιπούς Ζαγκλαίους,
συνεννοηθείς με τους Σαμίους και συνδεθείς μετ' αυτών δι'
όρκων, τους παρέδωκεν εις αυτούς. Ως μισθόν δε της προδοσίας
του οι Σάμιοι τω παρεχώρησαν το ήμισυ των επίπλων και των
αδραπόδων όσα ήσαν εις την πόλιν και όλα όσα ήσαν εις τους
αγρούς. Όθεν έδεσε τους περισσοτέρους των Ζαγκλαίων και τους
είχεν ως ανδράποδα, τριακοσίους δε τους επιφανεστέρους, έδωσεν
εις τους Σαμίους διά να τους σφάξωσιν. Αλλ' οι Σάμιοι δεν
έπραξαν τούτο.

24. Ο δε μονάρχης των Ζαγκλαίων Σκύθης έφυγεν εκ της Ινύκου και
ήλθεν εις την Ιμέραν· εκείθεν δε μετέβη εις την Ασίαν και ανέβη
προς τον βασιλέα Δαρείον, όστις τον εκήρυξεν ότι ήτο ο
δικαιότερος άνθρωπος από όλους όσοι εκ της Ελλάδος ήλθον
πλησίον του, καθότι λαβών άδειαν από τον βασιλέα επέστρεψεν εις
την Σικελίαν και εκ της Σικελίας ήλθε πάλιν οπίσω εις τον
βασιλέα. Έμεινε δε εκεί μέχρις ου απέθανεν υπό γήρατος,
ευτυχέστατος ων.

25. Τοιουτοτρόπως οι Σάμιοι, διαφυγόντες τους Μήδους, εκτήσαντο
ακόπως καλλίστην πόλιν την Ζάγκλην. Αφ' ετέρου οι Φοίνικες,
μετά την ναυμαχίαν της Μιλήτου, διαταχθέντες από τους Πέρσας,
κατεβίβασαν εις την Σάμον τον Αιάκη του Συλοσώντος, καθότι πολύ
τους ωφέλησε και κατώρθωσε μεγάλα πράγματα· εξ όλων δε των
αποστατησάντων από τον Δαρείον, μόνον των Σαμίων ούτε η πόλις
ούτε τα ιερά ενεπρήσθησαν διά την λιποταξίαν των πλοίων ήτις
εγένετο κατά την στιγμήν της ναυμαχίας. Κυριευθείσης δε της
Μιλήτου, αμέσως οι Πέρσαι κατέλαβον την Καρίαν, της οποίας αι
πόλεις, άλλαι μεν υπετάγησαν εκουσίως, άλλαι δε διά της βίας.
Ταύτα λοιπόν συνέβησαν εις αυτάς τας χώρας.

26. Εις δε τον Ιστιαίον τον Μιλήσιον, ευρισκόμενον περί το
Βυζάντιον και συλλαμβάνοντα τας εκ του Πόντου εκπλεούσας
ολκάδας των Ιώνων, ηγγέλθησαν τα διατρέξαντα εις την Μίλητον.
Τότε ούτος ανέθεσε την φροντίδα των εν τω Ελλησπόντω πραγμάτων
εις την Βισάλτην, υιόν του Απολλοφάνους, πολίτην της Αβίδου,
και λαβών μεθ' εαυτού τους Λεσβίους έπλευσεν εις την Χίον, όπου
επολέμησεν εις τόπον τινά της νήσου, καλούμενον Κοίλα, του
οποίου η φρουρά δεν τον άφινε να πλησιάση. Εξ αυτών εφόνευσε
πολλούς, και έπειτα ορμώμενος εκ της Πολίχνης με τους Λεσβίους,
ενίκησε και τους λοιπούς Χίους, οίτινες είχον κακοπάθει εκ της
ναυμαχίας.

27. Όταν πρόκηται μεγάλαι συμφοραί να επισκήψωσιν εις πόλιν
τινά ή έθνος, συμβαίνουσι συνήθως σημεία τινα προαναγγέλλοντα
τούτο. Τωόντι, προ των καταστροφών τούτων, μεγάλα σημεία
εφάνησαν εις την Χίον. Πρώτον, εκ του χορού των εκατόν νέων,
τους οποίους έπεμψαν εις τους Δελφούς, δύο μόνον επέστρεψαν,
τους δε άλλους εννενήκοντα οκτώ ήρπασεν ο λοιμός· δεύτερον,
κατά τον αυτόν χρόνον, ολίγον προ της ναυμαχίας, έπεσεν η στέγη
οικίας επί παιδίων διδασκομένων γράμματα, και εξ εκατόν είκοσι
τα οποία ήσαν, έν μόνον εσώθη. Ταύτα τα σημεία τοις προέδειξεν
ο θεός, και ολίγον μετά ταύτα συνέβη η ναυμαχία και κατέβαλε
την πόλιν. Προς επίμετρον της δυστυχίας ήλθεν ο Ιστιαίος με
τους Λεσβίους, και ευρών τους Χίους ήδη δεδαμασμένους,
κατέστρεψεν αυτούς, ευκόλως.

28. Εντεύθεν ο Ιστιαίος εστράτευσε κατά της Βάσου, έχων πολλούς
Ίωνας και Αιολείς. Ενώ δε επολιόρκει την Θάσον, τω ήλθεν
είδησις ότι οι Φοίνικες απέπλευσαν εκ της Μιλήτου διά να
επιτεθώσι κατά της άλλης Ιωνίας. Μαθών τούτο, την μεν Θάσον
αφήκεν απόρθητον, αυτός δε έσπευσε μεθ' όλου του στρατού εις
την Λέσβον. Εκ της Λέσβου δε, επειδή ο στρατός υπέφερεν ένεκεν
ελλείψεως τροφών, διέβη αντικρύ διά να θερίση τον σίτον του
Αταρνέως και της πεδιάδος του Καΐκου ανηκούσης εις τους Μυσούς.
Εις ταύτα τα μέρη έτυχε να ευρίσκεται ο ’ρπαγος, ανήρ Πέρσης,
στρατηγός όχι ολίγου στρατού, όστις άμα ο Ιστιαίος απέβη εις
την ξηράν, επιτεθείς κατ' αυτού τον εζώγρησε και κατέστρεψεν
όλον σχεδόν τον στρατόν του.

29. Εζωγρήθη δε ο Ιστιαίος τοιουτοτρόπως· όταν επολέμουν οι
Έλληνες με τους Πέρσας εις την Μαλήνην της Αταρνίτιδος χώρας,
κατ' αρχάς μεν εμάχοντο ισορρόπως, ύστερον όμως επήλθε κατ'
αυτών το ιππικόν και έκλινε την νίκην προς το μέρος των Περσών.
Αφού δε ετράπησαν οι Έλληνες εις φυγήν, τότε ο Ιστιαίος ελπίζων
ότι ο βασιλεύς δεν ήθελε τον θανατώσει διά το αμάρτημά του
εκείνο, έδειξε μεγάλην φιλοζωίαν· επειδή φεύγοντα επρόφθασεν
αυτόν στρατιώτης Πέρσης και ήθελε να τον πληγώση, ομιλήσας
περσιστί εφανέρωσεν εαυτόν ότι ήτο Ιστιαίος ο Μιλήσιος.

30. Εάν άμα εζωγρήθη, εφέρετο εις τον βασιλέα, φρονώ ότι
πιθανόν να μη υπέφερε κανέν κακόν και να τον συνεχώρει ο
Δαρείος. Ακριβώς όμως διά τούτο και διά να μη ισχύση πάλιν παρά
τω βασιλεί, ο ύπαρχος των Σάρδεων Αρταφέρνης και ο ζωγρήσας
αυτόν ’ρπαγος, άμα τον έφερον εις τας Σάρδεις τον εσταύρωσαν
και έστειλαν την κεφαλήν του τεταριχευμένην προς τον βασιλέα
Δαρείον εις τα Σούσα. Ο δε Δαρείος μαθών τα γενόμενα και
μεμφθείς τους πράξαντας, διότι δεν τον αναβίβασαν να τον
παρουσιάσωσι ζώντα προς αυτόν, διέταξε να πλύνωσι την κεφαλήν
του Ιστιαίου, να την περιτυλίξωσι με πανιά και να την θάψωσιν
ευπρεπώς, ως ανδρός μεγάλας εκδουλεύσεις παρασχόντος εις αυτόν
και εις τους Πέρσας. Ταύτα τα συμβάντα του Ιστιαίου.

31. Ο δε ναυτικός στρατός των Περσών διαχειμάσας περί την
Μίλητον, εκυρίευσεν ευκόλως κατά το δεύτερον έτος του πλοός του
τας προς την ήπειρον κειμένας νήσους, Χίον, Λέσβον, Τένεδον.
’μα οι βάρβαροι εγίνοντο κύριοι τινός εκ τούτων των νήσων,
εσαγήνευον τους κατοίκους· σαγηνεύουσι δε κατά τον εξής τρόπον·
κρατούμενοι εκ των χειρών και αποτελούντες γραμμήν απ' άρκτου
προς μεσημβρίαν, αρχίζουσιν από το παράριον και διέρχονται όλην
την νήσον θηρεύοντες τους ανθρώπους. Εκυρίευσαν επίσης και τας
εις την ήπειρον ιωνικάς πόλεις, αλλά δεν εσαγήνευσαν τους
ανθρώπους, καθότι δεν ήτο δυνατόν.

32. Τότε οι στρατηγοί των Περσών εφάνησαν πιστοί εις τας
απειλάς τας οποίας έκαμον προς τους απέναντι αυτών
εστρατοπεδευμένους Ίωνας· καθότι, άμα υπέταξαν τας πόλεις,
εκλέξαντες τους ευειδεστάτους παίδας απέκοψαν τα αιδοία των και
κατέστησαν αυτούς ευνούχους· έπειτα δε έπεμψαν εις τον βασιλέα
τας μάλλον ωραίας παρθένους. Αυτά έπραττον εις τους ανθρώπους,
και συγχρόνως έκαιαν τας πόλεις και τα ιερά. Τοιουτοτρόπως δε
το τρίτον εδουλώθησαν οι Ίωνες· πρώτον μεν υπό των Λυδών, δις
δε κατά συνέχειαν υπό των Περσών.

33. Αναχωρήσας από την Ιωνίαν ο ναυτικός στρατός υπέταξε την
αριστεράν όχθην του Ελλησπόντου, διότι όλη η δεξιά όχθη είχεν
υποταγή προλαβόντως εις τους Πέρσας ως και η άλλη ήπειρος.
Επαρχίαι δε του Ελλησπόντου εις την Ευρώπην, τας οποίας
εκυρίευσαν, είναι αι εξής· η Χερσόνησος, εις την οποίαν είναι
πολλαί πόλεις, η Πέρινθος, τα φρούρια της Θράκης, η Σηλυβρία
και το Βυζάντιον. Οι Βυζάντιοι όμως και οι αντιπέραν
Χαλκηδόνιοι δεν περιέμεινον τους επερχομένους Φοίνικας, αλλ'
εγκατέλιπον τας χώρας των και έφυγον εις τα ενδότερα του
Ευξείνου πόντου όπου έκτισαν την πόλιν Μεσαμβρίαν. Οι δε
Φοίνικες, αφού κατέκαυσαν ταύτας τας ρηθείσας χώρας, ετράπησαν
κατά της Βροκοννήσου και της Αρτάκης, και αφού παρέδωκαν εις το
πυρ και ταύτας επανήλθον εις την Χερσόνησον διά να καταστρέψωσι
τας επιλοίπους πόλεις όσας δεν είχον διαρπάσει κατά την πρώτην
εισβολήν των. Εις την Κύζικον δεν έπλευσαν παντελώς, καθότι οι
Κυζικηνοί, προ της αφίξεως των Φοινίκων, υπετάγησαν εις τον
βασιλέα συνθηκολογήσαντες με τον Οίβαριν του Μεγαβάζου, ύπαρχον
του Δασκυλείου. Πλην δε της Καρδίας, υπέταξαν οι Φοίνικες όλας
τας άλλας πόλεις της Χερσονήσου.

34. Ετυράννευε δε των πόλεων τούτων μέχρι τότε ο Μιλτιάδης,
υιός του Κίμωνος, υιού του Στησαγόρου· την ηγεμονίαν δε ταύτην
εκτήσατο πρότερον ο Μιλτιάδης του Κυψέλου κατά τον εξής τρόπον.
Οι Δόλογκοι της Θράκης είχον την Χερσόνησον ταύτην. Ούτοι
λοιπόν οι Δόλογκοι, πιεσθέντες υπό των πολεμούντων αυτούς
Αψινθίων, έπεμψαν τους βασιλείς των εις τους Δελφούς διά να
ερωτήσωσι το μαντείον περί του πολέμου. Η δε Πυθία τοις είπε να
φέρωσιν εις τον τόπον των οικιστήν εκείνον όστις, απερχομένους
από το ιερόν, πρώτος καλέση αυτούς διά να τους φιλοξενήση.
Επειδή όμως οι Δόλογκοι πορευόμενοι την ιεράν οδόν διά της
Φωκίδος και της Βοιωτίας ουδένα εύρον διά να τους προσκαλέση,
ήλλαξαν πορείαν και ετράπησαν προς τας Αθήνας.

35. Τότε εις τας Αθήνας ήτο πανίσχυρος ο Πεισίστρατος, είχεν
όμως καί τινα ισχύν ο Μιλτιάδης του Κυψέλου, καθό ανήκων εις
οικογένειαν τεθριπποφόρον και καταγόμενος ανέκαθεν από του
Αιακού και της Αιγίνης, μετά δε ταύτα γενόμενος Αθηναίος αφότου
ο του Αίαντος υιός Φιλαίος, πρώτος εκ της οικογενείας ταύτης,
επολιτογραφήθη εις τας Αθήνας. Ο Μιλτιάδης ούτος, καθήμενος εις
τα πρόθυρα της οικίας του και ιδών διαβαίνοντας τους Δολόγκους
με ενδύματα και ακόντια ξενικά, τους εκάλεσε πλησίον του, και
προσελθόντας τους παρεκάλεσε να εισέλθωσι και δεχθώσι την
φιλοξενίαν. Οι Δόλογκοι, δεχθέντες και ξενισθέντες υπ' αυτού,
τω ανεκοίνωσαν όλον τον χρησμόν, και αφού διηγήθηκαν το πράγμα,
παρεκάλεσαν τον Μιλτιάδην να υπακούση εις τον θεόν. Ακούσας
ταύτα ο Μιλτιάδης επείσθη αμέσως, καθότι ήτο δυσηρεστημένος
κατά της αρχής του Πεισιστράτου και εζήτει να φύγη από τας
Αθήνας. Αμέσως λοιπόν έπεμψεν εις τους Δελφούς διά να ερωτήση
το μαντείον αν έπρεπε να πράξη όσα εζήτουν παρ' αυτού οι
Δόλογκοι.

36. Επειδή δε τον παρακίνει και η Πυθία εις τούτο, τότε ο
Μιλτιάδης του Κυψέλου, όστις προ του συμβεβικότος τούτου είχε
νικήσει εις τους Ολυμπιακούς αγώνας με τέθριππον, έλαβε μεθ'
εαυτού όλους τους Αθηναίους όσοι ήθελον να μεθέξωσι της
αποδημίας ταύτης, και αποπλεύσας μετά των Δολόγκων κατέλαβε την
χώραν των εις την οποίαν τον κατέστησαν τύραννον οι
προσκαλέσαντες αυτόν Δόλογκοι. Η πρώτη αυτού φροντίς υπήρξε να
κλείση διά τείχους τον ισθμόν της Χερσονήσου, από της Καρδίας
μέχρι της Πακτύης, διά να μη δύνανται οι Αψίνθιοι να τους
βλάπτωσι διά των εισβολών των. Ο ισθμός ούτος έχει πλάτος
τριακονταέξ σταδίων· από δε του ισθμού όλη η έσω Χερσόνησος
έχει μήκος τετρακοσίων είκοσι σταδίων.

37. Τοιχίσας λοιπόν ο Μιλτιάδης τον αυχένα της Χερσονήσου και
εμποδίσας τοιουτοτρόπως τους Αψινθίους, επολέμησε πρώτους των
άλλων τους Λαμψακηνούς. Οι Λαμψακηνοί ενεδρεύσαντες τον
εζώγρησαν· επειδή όμως ο Μιλτιάδης ήτο αγαπητός εις τον Κροίσον
τον Λυδόν, μαθών ούτος το πάθημά του, έπεμψε και εκήρυξεν εις
τους Λαμψακηνούς να αφήσωσι τον Μιλτιάδην, άλλως ήθελε τους
εξολοθρεύσει ως πίτυν. Συσκεπτομένων δε των Λαμψακηνών τι άρα
γε εσήμαινεν η απειλή εκείνη ότι ο Κροίσος ήθελε τους
εξολοθρεύσει ως πίτυν, μόλις ύστερον είς των γεροντοτέρων
ενόησε και τοις εξήγησε το πράγμα ειπών ότι εξ όλων των δένδρων
μόνη η πίτυς αφού κοπή δεν αναδίδει πλέον ουδένα βλαστόν αλλά
καταστρέφεται ριζηδόν. Φοβηθέντες λοιπόν οι Λαμψακηνοί τον
Κροίσον, ηλευθέρωσαν τον Μιλτιάδην και τον απέπεμψαν.

38. Χάριν λοιπόν του Κροίσου ο Μιλτιάδης εσώθη, βραδύτερον όμως
απέθανεν άπαις, μεταβιβάσας την αρχήν και τους θησαυρούς του
εις τον Στησαγόραν υιόν του ομομητρίου αδελφού του Κίμωνος.
Αφού δε απέθανε, θύουσιν εις αυτόν οι Χερσονησίται κατά το έθος
ως εις οικιστήν και συγκροτούσιν αγώνα ιππικόν και γυμνικόν,
εις τον οποίον ουδείς Λαμψακηνός γίνεται δεκτός να αγωνισθή.
Εξακολουθούντος δε του πολέμου προς τους Λαμψακηνούς, συνέβη να
αποθάνη και ο Στησαγόρας άπαις πληγείς εις την κεφαλήν διά
πελέκεως εν τω πρυτανείω υπό τινος ανθρώπου λόγω μεν αυτομόλου,
πράγματι δε πολεμίου και παρατόλμου.

39. Ούτως ετελεύτησε και ο Στησαγόρας· τότε δε οι
Πεισιστρατίδαι έπεμψαν μετά τριήρους εις την Χερσόνησον τον
Μιλτιάδην του Κίμωνος, αδελφόν του αποθανόντος Στησαγόρου, διά
να προφθάσει και καταλάβη την αρχήν. Οι Πεισιστρατίδαι ούτοι
και εις τας Αθήνας όντα επεριποιούντο, ως να μη ήσαν ένοχοι διά
τον θάνατον του πατρός του Κίμωνος όστις συνέβη ως θα διηγηθώ
εις άλλο μέρος της ιστορίας. Ελθών ο Μιλτιάδης εις την
Χερσόνησον έμενεν εις την οικίαν του, επί προφάσει ότι επένθει
διά τον θάνατον του αδελφού του Στησαγόρου· μαθόντες δε τούτο
οι Χερσονησίται, συνηθροίσθησαν οι έγκριτοι όλων των πόλεων και
μετέβησαν όλοι ομού διά να τον συλλυπηθώσιν, αλλ' ο Μιλτιάδης
τους συνέλαβε και τους έρριψεν εις τα δεσμά. Ακολούθως ο
Μιλτιάδης εγένετο κύριος της Χερσονήσου, συνετήρει πεντακοσίους
επικούρους και έλαβε γυναίκα την Αγησιπύλην, θυγατέρα του
βασιλέως των Θρακών Ολόρου.

40. Ούτος ο Μιλτιάδης του Κίμωνος, ο νεωστί καταλαβών την
Χερσόνησον, περιήλθεν αλληλοδιαδόχως εις πολλάς δυσχερείας, τας
μεν δεινοτέρας των δε· κατά το τρίτον έτος μετά την έλευσίν του
ηναγκάσθη να φύγη από την Χερσόνησον διά τους Σκύθας, οίτινες
ερεθισθέντες υπό του βασιλέως Δαρείου είχον συνενωθή και
επροχώρησαν μέχρι της Χερσονήσου ταύτης. Ο Μιλτιάδης μη
περιμείνας αυτούς επερχομένους, έφυγεν από την Χερσόνησον
μέχρις ου ανεχώρησαν οι Σκύθαι και τον επανέφερον οι Δόλογκοι.
Ταύτα δε συνέβησαν τρία έτη προ τον σημείου εις ό ευρίσκεται η
ιστορία ημών.

41. Μαθών ο Μιλτιάδης ότι οι Φοίνικες ήσαν εις την Τένεδον,
έθεσεν εις πέντε τριήρεις όλα τα πράγματα όσα είχε και
απέπλευσε διά τας Αθήνας. Εξελθών της Καρδίας, έπλεε διά του
Μέλανος κόλπου· ότε όμως έκαμψε την Χερσόνησον, οι Φοίνικες
επέπεσον κατ' αυτού με τα πλοία των. Και αυτός μεν με τέσσαρα
εκ των πλοίων του προφθάνει και καταφεύγει εις την Ίμβρον, οι
δε Φοίνικες καταδιώκουσι το πέμπτον και το συλλαμβάνουσι.
Συνέπεσε δε να ήναι αρχηγός του πλοίου τούτου ο πρεσβύτερος των
υιών του Μιλτιάδου Μητίοχος, γεννηθείς ουχί εκ της θυγατρός του
Θρακός Ολόρου, αλλ' εξ άλλης. Αυτόν δε μετά του πλοίου
συνέλαβον οι Φοίνικες, και μαθόντες ότι ήτο υιός του Μιλτιάδου,
τον ανεβίβασαν εις τον βασιλέα, ελπίζοντες ότι θα τύχωσι
μεγάλης αμοιβής, καθότι μόνος ο πατήρ του είχε συμβουλεύσει
τους Ίωνας να λύσωσι την γέφυραν και να επιστρέψωσιν εις τας
κατοικίας των, πειθόμενοι εις τους Σκύθας ζητούντας τούτο. Αλλ'
όταν οι Φοίνικες παρέδωκαν εις τον Δαρείον τον υιόν του
Μιλτιάδου Μητίοχον, ο βασιλεύς ου μόνον δεν τον εκακοποίησεν
αλλ' εξ εναντίας τω έκαμε πολλά καλά, καθότι τω έδωκεν οίκον,
κτήματα και γυναίκα Περσίδα εκ της οποίας εγέννησε τέκνα
καταταχθέντα εις τους Πέρσας. Ο δε Μιλτιάδης εκ της Ίμβρου
ήλθεν εις τας Αθήνας.

42. Και κατά το έτος τούτο τίποτε περισσοτέρον δεν έγινεν εκ
μέρους των Περσών εχθρικόν προς τους Ίωνας, εξ εναντίας μάλιστα
συνέβησαν τα εξής άτινα πολύ ωφέλησαν τους Ίωνας. Ο ύπαρχος των
Σάρδεων Αρταφέρνης, μηνύσας να έλθωσιν απεσταλμένοι εκ των
πόλεων, ηνάγκασε τους Ίωνας να κάμωσι μεταξύ των συνθήκας όπως
λύωσιν εις το εξής τας διαφοράς των διά της κρίσεως και όχι να
άγωσι και να φέρωσιν αλλήλους. Ταύτα τους ηνάγκασε να κάμωσι,
και προς τούτοις μετρήσας τας χείρας αυτών κατά παρασάγκας
(ούτως ονομάζουσιν οι Πέρσαι τα τριάκοντα στάδια) επέβαλε
συμφώνως με την καταμέτρησιν ταύτην φόρους τους οποίους έκτοτε
μέχρι της εποχής μου πληρόνουσιν οι ιδιοκτήται της χώρας, όπως
διωρίσθησαν υπό του Αρταφέρνους· διωρίσθησαν δε σχεδόν ως ήσαν
και πρότερον. Όλα ταύτα τα μέτρα ήσαν ειρηνικά.

43. ’μα δε τω έαρι, παυθέντων των άλλων στρατηγών υπό του
βασιλέως, κατέβη ο Μαρδόνιος του Γωβρύου εις το παραθαλάσσιον
έχων πολυάριθμον πεζικόν και πολύ ναυτικόν· ήτο νέος και νεωστί
είχε νυμφευθή την θυγατέρα του Δαρείου Αρταζώστρην. ’γων δε τον
στρατόν τούτον ο Μαρδόνιος και φθάσας εις την Κιλικίαν εισήλθεν
εις πλοίον και εκομίζετο μετά των άλλων πλοίων, τον δε πεζόν
στρατόν άλλοι ηγεμόνες ωδήγουν προς τον Ελλήσποντον. Αφού δε
παραπλεύσας την ασιατικήν παραλίαν έφθασεν ο Μαρδόνιος εις την
Ιωνίαν, εκεί (πράγμα παράδοξον το οποίον θα διηγηθώ δι'
εκείνους τους Έλληνας οίτινες δεν παραδέχονται ότι ο Οτάνης,
είς των επτά, εγνωμοδότησε να καταστήσωσι δημοκρατίαν εις την
Περσίαν) καταλύσας όλους τους τυράννους των Ιώνων ανίδρυσε
δημοκρατίας εις τας πόλεις. Ταύτα πράξας, έσπευσε προς τον
Ελλήσποντον. Αφού δε συνήχθη πολύς αριθμός πλοίων και πολύς
πεζός στρατός, διαβάντες με πλοία τον Ελλήσποντον, επορεύοντο
διά της Ευρώπης· επορεύοντο δε κατά της Ερετρίας και των
Αθηνών.

44. Και αύται μεν αι πόλεις ήσαν πρόσχημα της εκστρατείας· οι
Πέρσαι όμως είχον κατά νουν να υποτάξωσιν όσας δυνηθώσι
περισσοτέρας πόλεις της Ελλάδος. Και πρώτον μεν διά του στόλου
υπέταξαν τους Θασίους οίτινες ουδέ χείρας ύψωσαν εναντίον των·
αφ' ετέρου διά του στρατού της ξηράς υπεδούλωσαν τους Μακεδόνας
και τους προσέθεσαν εις τους υπάρχοντας υπηκόους των, καθότι
όλαι αι παραθαλάσσιαι επαρχίαι της Μακεδονίας ήσαν ήδη εις
αυτούς υποτεταγμέναι. Οι δε μετά του στόλου εξελθόντες της
Θάσου, παρέπλευσαν την ήπειρον, έφθασαν εις την ’κανθον και εκ
της Ακάνθου ηθέλησαν να κάμψωσι τον ’θωνα· αλλ' ενώ παρέπλεον,
σφοδρός και ενάντιος βορράς άνεμος επέπεσε κατ' αυτών και τους
έβλαψε μεγάλως ρίψας έξω εις τον ’θωνα πολλά πλοία, καθότι
λέγεται ότι πλοία μεν κατεστράφησαν τριακόσια, άνθρωποι δε υπέρ
τους εικοσακισχιλίους. Επειδή δε η περί τον ’θωνα θάλασσα αύτη
είναι πλήρης τεράτων, άλλοι μεν κατεβροχθίζοντο αρπαζόμενοι υπ'
αυτών, άλλοι συνετρίβοντο κατά των πετρών, και άλλοι επνίγοντο
μη ηξεύροντες να κολυμβώσιν· άλλοι τέλος απέθανον ένεκα του
ψύχους. Ο ναυτικός λοιπόν στρατός ταύτα έπαθε.

45. Τον δε Μαρδόνιον και τον πεζόν στρατόν, εστρατοπεδευμένους
εις την Μακεδονίαν εκτύπησαν νύκτα τινά οι Βρύγοι Θράκες, και
εφόνευσαν εξ αυτών πολλούς, επλήγωσαν δε αυτόν τον Μαρδόνιον.
Πλην ούτε αυτοί απέφυγον την υποδούλωσιν των Περσών, καθότι ο
Μαρδόνιος δεν ανεχώρησεν εκ των χωρών τούτων πριν ή τους
υποτάξη. Αφού δε τους υπέταξεν, απήγαγε τον στρατόν οπίσω,
καθότι και το πεζόν εβλάφθη πολύ από τους Βρύγους και το
ναυτικόν περί τον ’θωνα. Ούτος λοιπόν ο στρατός, αδεξίως
αγωνισθείς, επανέκαμψεν εις την Ασίαν.

46. Κατά το επόμενον δε έτος μετά τα συμβάντα ταύτα ο Δαρείος,
επειδή οι Θάσιοι διεβλήθησαν υπό των αστυγειτόνων των ότι
εμελέτων αποστασίαν, τους διέταξε διά κήρυκος να καθαιρέσωσι το
τείχος των και να μεταφέρωσι τα πλοία των εις τα ’βδηρα. Είναι
αληθές ότι οι Θάσιοι, πολιορκηθέντες άλλοτε υπό του Μιλησίου
Ιστιαίου, επειδή είχον μεγάλας προσόδους, μετεχειρίζοντο τα
χρήματά των εις το να ναυπηγώσι πλοία μακρά και να κτίζουσι
περί την πόλιν ισχυρότατον τείχος. Προήρχοντο δε αι πρόσοδοι εκ
της ηπείρου και εκ των μεταλλείων. Εκ των εν τη Σαπτή Ύλη
μεταλλείων του χρυσού τοις ήρχοντο συνήθως ογδοήκοντα τάλαντα,
εξ εκείνων δε τα οποία ήσαν εν αυτή τη Θάσω μικρότεραι μεν
ποσότητες, αλλά τόσον συχναί ώστε, επειδή ήσαν απηλλαγμένοι
παντός φόρου, εισέπραττον κατ' έτος εκ της ηπείρου και των
μεταλλείων διακόσια τάλαντα, έτυχε δε έτος να εισπράξωσι και
τριακόσια.

47. Εγώ αυτός είδον τα μεταλλεία ταύτα· εκ τούτων τα μάλλον
θαυμάσια είναι εκείνα τα οποία ανεκάλυψαν οι Φοίνικες όταν μετά
του Θάσου αποίκισαν την νήσον ταύτην ήτις σήμερον έχει το όνομα
από του Θάσου τούτου. Τα Φοινικικά ταύτα μεταλλεία είναι εν τη
Θάσω μεταξύ δύο τόπων καλουμένων Αινύρων και Κοινύρων, απέναντι
της Σαμοθράκης· είναι δε όρος υψηλόν, ανεστραμμένον υπό των
ανασκαφών. Ταύτα τα μεταλλεία.

48. Οι δε Θάσιοι, υπακούοντες εις την διαταγήν του βασιλέως,
και το τείχος των εκρήμνισαν και τα πλοία των έφερον εις τα
’βδηρα. Έπειτα ο Δαρείος ηθέλησε να δοκιμάση τι είχον κατά νουν
οι Έλληνες, να τον πολεμήσωσιν ή να παραδοθώσιν. Έπεμψε λοιπόν
κήρυκας ανά την Ελλάδα όλην διατάξας αυτούς να ζητήσωσι διά τον
βασιλέα γην και ύδωρ. Και τούτους μεν έπεμψεν εις την Ελλάδα,
άλλους δε έπεμψεν εις τας διαφόρους υποτελείς παραθαλασσίους
πόλεις, προστάξας να κατασκευάσωσι πλοία μακρά και πλοία
ιππαγωγά.

49. Και ούτοι μεν ητοίμαζον ταύτα· εις δε τους ελθόντας εις την
Ελλάδα κήρυκας, και ηπειρώται πολλοί έδοσαν εκείνα τα οποία
επροσποιείτο ότι εζήτει ο Πέρσης, και όλοι οι νησιώται εις τους
οποίους ήλθον οι κήρυκες να ζητήσωσι. Δίδουσι λοιπόν γην και
ύδωρ εις τον Δαρείον όλοι οι νησιώται και μεταξύ των άλλων οι
Αιγινήται. ’μα έμαθον τούτο οι Αθηναίοι εχολώθησαν καθότι
ενόμιζον ότι οι Αιγινήται έδοσαν γην και ύδωρ διά να τους
βλάψωσι και να στρατεύσωσιν εναντίον των μετά του Πέρσου. Όθεν
προθύμως ευρόντες πρόφασιν, μετέβησαν εις την Σπάρτην και
κατηγόρησαν τους Αιγινήτας ως προδίδοντας την Ελλάδα.

50. Ακούσας την κατηγορίαν ταύτην ο Κλεομένης του Αναξανδρίδου,
βασιλεύς των Σπαρτιατών, διέβη εις την Αίγιναν διά να συλλάβη
τους πρωταιτίους των Αιγινητών. Αλλ' ενώ επειράθη να τους
συλλάβη, αντέστησαν όλοι οι πολίται και μάλιστα ο Κρίος του
Πολυκρίτου όστις τω είπεν ότι θα μετανοήση εάν λάβη έστω και
ένα μόνον Αιγινήτην, διότι πράττει ταύτα άνευ της συναινέσεως
του κοινού των Σπαρτιατών, αλλά αγορασθείς διά χρημάτων υπό των
Αθηναίων· εάν είχεν άλλως το πράγμα, θα συνώδευεν αυτόν και
έτερος βασιλεύς. Έλεγε δε ταύτα ο Κρίος κατά παραγγελίαν του
Δημαράτου. Διωκόμενος δε ο Κλεομένης εκ της Αιγίνης ηρώτησε τον
Κρίον πώς ωνομάζετο, αυτός δε το είπε. Τότε ο Κλεομένης είπε
προς αυτόν· «Καιρός είναι, ω κριέ, να χαλκώσης τα κέρατά σου,
διότι έχεις να παλαίσης προς μέγα κακόν.»

51. Κατά το διάστημα τούτο ο μείνας εις την Σπάρτην Δημάρατος
του Αρίστωνος, εκατηγόρησε τον Κλεομένη, ων και ούτος βασιλεύς
των Σπαρτιατών αλλ' εξ οικογενείας ολίγον κατωτέρας, κατωτέρας
δε ουχί κατά άλλο τι (διότι αμφότεροι έχουσι την αυτήν
καταγωγήν) αλλά, διά την πρωτοτοκίαν η οικογένεια του
Εύρυσθένους ετιμάτο περισσότερον.

52. Οι Λακεδαιμόνιοι, μη συμφωνούντες με κανένα ποιητήν,
λέγουσιν ότι ουχί οι παίδες του Αριστοδήμου, αλλ' αυτός ο
Αριστόδημος ο υιός του Αριστομάχου, του Κλεοδαίου, του Ύλλου,
βασιλεύς ων έφερεν αυτούς εις την χωράν την οποίαν έχουσι
σήμερον, και ότι ολίγον μετά ταύτα έτεκεν η γυνή του
Αριστοδήμου, ήτις εκαλείτο Αργεία και ήτο θυγάτηρ του
Αυτεσίωνος, υιού του Τισαμενού, υιού του Θερσάνδρου, υιού του
Πολυνείκους. Έτεκεν αύτη δύο δίδυμα, και αφού ο Αριστόδημος
είδε τέκνα απέθανε νοσήσας. Τότε οι Λακεδαιμόνιοι απεφάσισαν
κατά τον νόμον να κάμωσι βασιλέα τον πρεσβύτερον· αλλά
διετέλουν εις αμηχανίαν ποίον να εκλέξωσι, καθότι αμφότεροι
ήταν οι αυτοί και κατά την μορφήν και κατά το μέγεθος· επειδή
δε δεν ηδύναντο να τους διακρίνωσιν ή να τους δοκιμάσωσι
προηγουμένως, ηρώτησαν την μητέρα. Η δε μήτηρ είπεν ότι και
αυτή δεν ηδύνατο να τους διακρίνη, ουχί διότι τωόντι δεν ήξευρε
τούτο, αλλά διότι ήθελε να γίνωσιν αμφότεροι βασιλείς.
Απορούντες λοιπόν οι Λακεδαιμόνιοι, έπεμψαν εις τους Δελφούς
διά να ερωτήσωσι περί του πρακτέου· η δε Πυθία τοις είπε να
λάβωσιν ως βασιλείς και τα δύο παιδία, να τιμώσι δε
περισσότερον τον πρεσβύτερον. Και η μεν Πυθία ταύτα τοις είπεν,
οι δε Λακεδαιμόνιοι ηπόρουν όχι ολιγώτερον περί του πώς να
εξεύρωσι τον πρεσβύτερον αυτών. Τότε Μεσσήνιός τις ονόματι
Πανίτης τοις έδωκε την εξής συμβουλήν· να παρατηρήσωσι ποίον εκ
των δύο η μήτηρ λούει και γαλουχεί πρώτον, και εάν ίδωσιν ότι
πράττει πάντοτε το ίδιον, έστωσαν βέβαιοι ότι έχουσι παν ό,τι
ζητούσι και θέλουσι να εύρωσιν, εάν δε πλανάται και εκείνη
γαλουχούσα εναλλάξ, τότε έστωσαν βέβαιοι ότι ούτε εκείνη
ηξεύρει περισσότερόν τι, και τότε πρέπει να καταφύγωσιν εις
άλλο μέσον εξευρέσεως. Οι Σπαρτιάται λοιπόν, κατά την συμβουλήν
του Μεσσηνίου, παραμονεύσαντες την μητέρα εν αγνοία της είδον
ότι απαρεγκλίτως πάντοτε ετίμα τον πρεσβύτερον, λούουσα και
γαλουχούσα πρώτον αυτόν. Κρίνοντες λοιπόν ως πρεσβύτερον
εκείνον τον οποίον ετίμα η μήτηρ, έτρεφον αυτόν δημοσίαις
δαπάναις και το ωνόμασαν Ευρυσθένη, τον δε νεώτερον Προκλέα.
Αφού δε ηνδρώθησαν, μολονότι ήσαν αδελφοί, πάντοτε καθ' όλον το
διάστημα της ζωής των διαφέροντο προς αλλήλους, και οι απόγονοι
των διετέλουν ωσαύτως.

53. Ταύτα λέγουσι μόνοι εκ των Ελλήνων οι Λακεδαιμόνιοι, τα δε
εξής γράφω εγώ κατά τα λεγόμενα των άλλων Ελλήνων. Ούτοι οι
βασιλείς των Δωριέων μέχρι του Περσέως υιού της Δανάης,
τιθεμένου κατά μέρος του θεού, αριθμούνται ακριβώς υπό των
Ελλήνων και αποδεικνύονται ότι είναι Έλληνες, καθότι τότε πλέον
ήσαν ούτοι Έλληνες. Είπα δε μέχρι του Περσέως και δεν έλαβον εξ
αρχής την καταγωγήν των διά τον εξής λόγον, διότι εις τον
Περσέα ουδεμία υπάρχει επωνυμία πατρός θνητού (6), όπως εις τον
Ηρακλέα ο Αμφιτρύων (7)· όθεν διά τούτον τον λόγον ορθώς είπον
μέχρι του Περσέως. Εάν δε από της Δανάης της θυγατρός του
Ακρισίου καταριθμήση τις τους προγόνους αυτών των βασιλέων,
θέλει φανή ότι οι των Δωριέων ηγεμόνες ήσαν Αιγύπτιοι
ιθαγενείς.

54. Τοιαύτη είναι η γενεαλογία των κατά τους Έλληνας· ως
λέγουσι δε οι Πέρσαι, αυτός ο Περσεύς Ασσύριος ων εγένετο
Έλλην, ουχί όμως και οι πρόγονοι αυτού. Οι δε πρόγονοι του
Ακρισίου ουδεμίαν ως λέγουσιν έχουσι συγγένειαν με τον Περσέα,
και συνομολογούσι μετά των Ελλήνων ότι ήσαν Αιγύπτιοι.

55. Και περί τούτων μεν αρκούσι τα λεχθέντα· αλλά διατί και διά
ποίων πράξεων, όντες Αιγύπτιοι, έλαβον την βασιλείαν των
Δωριέων, άλλοι το είπον (8) και εγώ δεν θα προσθέσω τίποτε· θα
αναφέρω μόνον εκείνα όσα αυτοί παρέλειψαν.

56. Έδωκαν δε οι Σπαρτιάται εις τους βασιλείς των τα εξής
προνόμια· δύο ιερωσύνας, την του Λακεδαιμονίου Διός και την του
Ουρανίου Διός, το δικαίωμα να κηρύττωσι πόλεμον καθ' οιασδήποτε
χώρας ήθελον, χωρίς ουδείς Σπαρτιάτης να δύναται να τους
εμποδίση, εκείνος δε όστις ήθελε τους εμποδίση να ενάγεται ως
ασεβής. Όταν εκστρατεύωσιν οι βασιλείς, αυτοί προπορεύονται και
απέρχονται τελευταίοι, εκατόν δε άνδρες λογάδες του στρατού
τους φυλάττουσιν. Εις τας εκστρατείας των θύουσιν όσα πρόβατα
θέλουσιν, όλων δε των θυμάτων τα δέρματα και τα νώτα είναι
ιδικά των. Και ταύτα μεν είναι τα εμπολέμια δικαιώματα.

57. Τα δε ειρηναία δικαιώματα είναι τα εξής. Εάν γίνεται
δημοσία θυσία, πρώτοι οι βασιλείς κάθηνται εις το δείπνον και
από αυτούς αρχίζει η διανομή, τα δε μερίδιά των είναι διπλάσια
των άλλων δαιτυμόνων. Αυτοί πρώτοι σπένδουσι και λαμβάνουσι τα
δέρματα των θυομένων ζώων. Ανά πάσαν νεομηνίαν και εβδόμην
ημέραν ισταμένου μηνός δίδεται διά δημοσίας δαπάνης εις
εκάτερον των βασιλέων έν ιερείον τέλειον όπως θυσιασθή εις τον
Απόλλωνα και έν μέδιμνον αλεύρου και το τέταρτον μιας λακωνικής
οίνου. Εις όλους τους αγώνας αυτοί έχουσι την πρωτοκαθεδρίαν.
Αυτοί προσέτι έχουσι το δικαίωμα να υποδεικνύωσιν ως προξένους
(9) εκείνους τους οποίους θέλουσιν εκ των αστών και να εκλέγη
εκάτερος δύο Πυθίους. Πύθιοι δε είναι οι πεμπόμενοι εις τους
Δελφούς διά χρησμούς και τρεφόμενοι ως οι βασιλείς από το
δημόσιον. Όταν οι βασιλείς δεν έλθωσιν εις το δείπνον,
στέλλουσιν εις τον οίκον των δύο χοίνικας αλεύρου και μίαν
κοτύλην οίνου· διπλάσια δε τοις δίδονται όταν παρευρίσκονται.
Τας αυτάς δε τιμάς έχουσι και όταν προσκαλεσθώσιν εις ιδιωτικόν
δείπνον. Όταν δίδωνται χρησμοί, τους φυλάττουσιν αυτοί, τους
γνωρίζουσι δε και οι Πύθιοι. Οι βασιλείς μόνοι κρίνουσι τας
εξής δύο κρίσεις· να υποδεικνύωσι τον σύζυγον παρθένου
κληρονόμου, εάν ο πατήρ της δεν επρόφθασε να την μνηστεύση και
να κανονίζωσι τα αφορώντα εις τας δημοσίας οδούς. Ο θέλων να
υιθετήση παιδίον, οφείλει να πράξη τούτο ενώπιον των βασιλέων.
Παρευρίσκονται προσέτι εις τα συμβούλια των γερόντων οίτινες
εισίν εικοσιοκτώ· εάν δεν έλθωσι, τότε οι πλησιέστεροι
συγγενείς των εκ των γερόντων έχουσι τα προνόμια των βασιλέων,
δίδοντες δύο ψήφους και τρίτην την ιδικήν των.

58. Εις τους βασιλείς λοιπόν, ενόσω ζώσι, ταύτα δίδονται εκ του
κοινού των Σπαρτιατών όταν δε αποθάνωσι, πέμπονται ιππείς εις
όλην την Λακωνικήν και αγγάλλουσι το γεγονός, περιερχόμεναι δε
εντός των πόλεων αι γυναίκες κτυπώσι λέβητας. Εις το σημείον
τούτο οφείλουσι δύο ελεύθεροι, είς ανήρ και μία γυνή, από πάσαν
οικίαν, να μαυροφορήσωσιν· όσοι δε δεν πράξωσι τούτο,
υπόκεινται εις μεγάλας ζημίας. Τα έθιμα των Λακεδαιμονίων εις
τους θανάτους των βασιλέων είναι τα αυτά ως τα των βαρβάρων της
Ασίας, διότι και οι περισσότεροι των βαρβάρων τους αυτούς
νόμους μεταχειρίζονται κατά τους θανάτους των βασιλέων. Όταν
αποθάνη βασιλεύς των Λακεδαιμονίων, πρέπει εξ όλης της
Λακεδαίμονος, πλην των Σπαρτιατών, να στείλωσιν οι περίοικοι
κατά την κηδείαν του αριθμόν τινα ανθρώπων. Αφού δε εκ τούτων
και εκ των Ειλώτων και εκ των Σπαρτιατών συναχθώσι πολλαί
χιλιάδες, αναμεμιγμένοι άνδρες και γυναίκες, κτυπώνται με μέγαν
αγώνα και θρηνούσιν απλέτως λέγοντες πάντοτε ότι ο τελευταίος
ούτος αποθανών βασιλεύς υπήρξεν ο άριστος. Όταν δε βασιλεύς τις
αποθάνη εις τον πόλεμον, στολίσαντες το είδωλόν του εκθέτουτιν
αυτό επί κλίνης καλώς εστρωμένης· και αφού το θάψωσι,
διακόπτουσιν επί δέκα ημέρας τας συνεδριάσεις της αγοράς και
των δικαστηρίων, και καθ' όλας ταύτας τας ημέρας πενθούσι.

59. Συμφωνούσι δε με τους Πέρσας και κατά το εξής· όταν εις την
θέσιν του αποθανόντος βασιλέως αναγορεύεται άλλος, αυτός ο
αναγορευόμενος απαλλάσσει πάντα Σπαρτιάτην όστις ώφειλέ τι εις
τον βασιλέα ή εις το κοινόν. Ομοίως και παρά τοις Πέρσαις, ο
νέος βασιλεύς χαρίζει εις όλας τας πόλεις όσον φόρον
χρεωστούσιν.

60. Συμφωνούσι δε και με τους Αιγυπτίους οι Λακεδαιμόνιοι κατά
τα εξής. Οι κήρυκες αυτών, οι αυληταί και οι μάγειροι
διαδέχονται εις τας τέχνας τους πατέρας των· ο αυλητής γεννάται
εκ πατρός αυλητού, ο μάγειρος εκ μαγείρου και ο κήρυξ εκ
κήρυκος. Ως διάδοχος του κήρυκος δεν εκλέγεται ο έχων λαμπράν
φωνή αλλ' ο υιός εξακολουθεί το πατρικόν επάγγελμα. Και ταύτα
μεν ούτω γίνονται.

61. Τότε δε τον Κλεομένη όντα εις την Αίγιναν και εργαζόμενον
διά το κοινόν καλόν της Ελλάδος, κατηγόρησεν ο Δημάρατος, ουχί
τόσον χάριν των Αιγινητών αλλ' υπό μίσους και φθόνου. Ο δε
Κλεομένης, επιστρέψας εξ Αιγίνης, απεφάσισε να παύση τον
Δημάρατον από την βασιλείαν, και εύρε κατ' αυτού την ακόλουθον
αιτίαν. Ο βασιλεύς της Σπάρτης Αρίστων, δύο γυναίκας λαβών, δεν
ετεκνοποίησε· και επειδή δεν ενόμιζεν ότι αυτός ήτο ο αίτιος
τούτου, έλαβε και τρίτην γυναίκα· την έλαβε δε κατά τον
ακόλουθον τρόπον. Είχεν ο Αρίστων φίλον τινά Σπαρτιάτην με τον
οποίον είχεν οικειότητα πλειοτέραν ή με πάντα άλλον πολίτην. Ο
άνθρωπος ούτος έτυχε να έχη γυναίκα ήτις ου μόνον ήτο η
ωραιοτάτη όλων των γυναικών της Σπάρτης, αλλ' ήτις ενώ ήτο
ασχημότατη εγένετο ωραιοτάτη. Επειδή ήτο καχεκτικού εξωτερικού,
η τροφός αυτής βλέπουσα θυγατέρα ανθρώπων ευτυχούντων να ήναι
δυσειδής και τους γονείς της να θλίβωνται μεγάλως διά την
δυσμορφίαν αυτής, ταύτα βλέπουσα εστοχάσθη να την λαμβάνη και
να την φέρη καθ' ημέραν εις το ιερόν της Ελένης· είναι δε τούτο
εις την καλουμένην Θεράπνην, υπεράνω του ιερού του Φοίβου.
Φέρουσα δε η τροφός τα παιδίον, το έθετε προ του αγάλματος και
ικέτευε την θεάν να απαλλάξη αυτό της δυσμορφίας. Μίαν δέ τινα
των ημερών, ενώ ανεχώρει η τροφός από το ιερόν, επεφάνη ως
λέγεται ενώπιόν της γυνή τις· επιφανείσα δε την ηρώτησε τι
εκράτει εις τας αγκάλας της, και η τροφός απεκρίθη ότι εκράτει
παιδίον. Η γυνή πάλιν την παρεκάλεσε να το δείξη εις αυτήν, και
η τροφός απεκρίθη ότι δεν ειμπορεί καθότι οι γονείς του την
είχον ρητώς απαγορεύσει να μη το δεικνύει εις κανένα. Η γυνή
όμως επέμεινε να τη δείξη το παιδίον, η δε τροφός βλέπουσα ότι
η γυνή πολύ επεθύμει να το ίδη, έδειξε το παιδίον. Τότε η γυνή
ψηλαφήσασα την κεφαλήν του παιδίου είπεν ότι έμελλε να γίνη η
ωραιοτάτη όλων των εν Σπάρτη γυναικών, και απ' εκείνης της
ημέρας μετεβλήθη η μορφή του. Ελθούσαν εις ώραν γάμου,
ενυμφεύθη αυτήν ο ’γητος του Αλκείδου, ο φίλος ούτος του
Αρίστωνος.

62. Επειδή δε ο Αρίστων ηράτο της γυναικός ταύτης, επενόησε το
εξής στρατήγημα· υπόσχεται εις τον φίλον του όστις είχε την
ωραίαν γυναίκα, να τω δώση δώρον εξ όλων του των πραγμάτων ό,τι
ήθελεν εκλέξει, ζητεί δε να πράξη προς αυτόν ο φίλος του το
αυτό. Εκείνος δε, μη φοβηθείς ποσώς διά την γυναίκα του, καθότι
έβλεπεν ότι ο Αρίστων είχε γυναίκα, εδέχθη την πρότασιν.
Υπεχρεώθησαν λοιπόν αμοιβαίως δι' όρκων, και μετά ταύτα ο
Αρίστων έδωκεν εις τον ’γητον εκείνο το οποίον εξελέξατο ούτος
εκ των κειμηλίων του· ζητών δε τα ίσα παρά του φίλου του,
εζήτει να λάβη την γυναίκα του, αλλ' εκείνος τω παρετήρησεν ότι
παν άλλο υπεχρεώθη να παραχωρήση πλην τούτου. Αναγκαζόμενος
όμως υπό του όρκου και της απάτης, τον αφήκε να λάβη την
γυναίκα του.

63. Ούτω λοιπόν ο Αρίστων, αποπέμψας την δευτέραν γυναίκα,
εισήγαγεν εις την οικίαν την τρίτην. Εις διάστημα δε
ολιγώτερον, χωρίς να συμπληρώση τους δέκα μήνας, η γυνή
εγέννησε τον Δημάρατον τούτον. Ενώ δε ο Αρίστων συνεδρίαζε μετά
των εφόρων, προσδραμών είς των υπηρετών τω ανήγγειλεν ότι τω
εγεννήθη υιός. Αλλ' ούτος ηξεύρων καλώς πότε έλαβε την γυναίκα
και αριθμών επί των δακτύλων τους μήνας είπε μεθ' όρκον
«Αδύνατον να ήναι ιδικός μου.» Τούτο ήκουσαν μεν οι έφοροι,
αλλά δεν ηθέλησαν να το συζητήσωσι προς το παρόν. Εν τούτοις το
παιδίον ηύξησε και ο Αρίστων μετενόησε διά τον λόγον τον οποίον
είπε, καθότι ήτο πεπεισμένος τότε ότι ο Δημάρατος ήτο τωόντι
υιός του. Τον ωνόμασε δε Δημάρατον διά την εξής αιτίαν. Προ
τούτου, επειδή ο Αρίστων ήτο ο κάλλιστος των βασιλέων όσοι
υπήρξαν εις την Σπάρτην, τούτου ένεκα όλοι οι Σπαρτιάται
ευχήθησαν να γεννήση υιόν. Και διά τούτο ωνομάσθη Δημάρατος.

64. Μετά καιρόν ο Αρίστων απέθανεν, ο δε Δημάρατος έλαβε την
βασιλείαν. Ήτο όμως ως φαίνεται πεπρωμένον να κοινολογηθώσιν αι
περιστάσεις αύται και να εκθρονίσωσι τον Δημάρατον, καθότι
εγένετο εχθρός του Κλεομένους πρώτον μεν ότε έλαβε τον στρατόν
και ανεχώρησεν εκ της Ελευσίνος, έπειτα δε ότε ο Κλεομένης
διέβη εις την Αίγιναν διά να τιμωρήση τους μηδίσαντας
Αιγινήτας.

65. Ερεθισθείς προς εκδίκησιν ο Κλεομένης συνεννοήθη μετά του
Λεωτυχίδου, υιού του Μενάρεως του ’γιδος, όντος εκ της αυτής
οικογενείας εξ ης ήτο ο Δημάρατος· συνεφώνησαν δε εάν τον
καταστήση βασιλέα αντί του Δημάρατου, να τον ακολουθήση κατά
των Αιγινητών. Εμίσει δε μεγάλως τον Δημάρατον ο Λεωτυχίδης διά
την εξής αιτίαν. Ο Λεωτυχίδης είχε μνηστευθή την Πέρκαλον,
θυγατέρα του Χίλωνος του Δημαρμένου, και ο Δημάρατος
επιβουλεύσας τον Λεωτυχίδην εστέρησεν αυτόν του γάμου, διότι
προλαβών ήρπασε και έλαβεν εις γυναίκα την Πέρκαλον. Και εκ
ταύτης μεν της αιτίας προήρχετο η κατά του Δημαράτου έχθρα του
Λεωτυχίδου, τότε δε κατά παρακίνησιν του Κλεομένους ο
Λεωτυχίδης ώμοσε κατά του Δημαράτου και είπεν ότι παρανόμως
βασιλεύει εις την Σπάρτην, διότι δεν είναι υιός του Αρίστωνος.
Αφού δε ώμοσε τούτο, εξηκολούθησε τας καταδιώξεις του και
υπενθύμισε τον λόγον εκείνον τον οποίον είπεν άλλοτε ο Αρίστων
ότε ο οικέτης τω ανήγγειλεν ότι τω εγεννήθη υιός, και ότι
αριθμών τους μήνας επί των δακτύλων είπε μεθ' όρκου «αδύνατον
να ήναι ιδικός μου.» Επιμένων ο Λεωτυχίδης εις τον λόγον
τούτον, απεδείκνυεν ότι ο Δημάρατος ούτε υιός ήτο του Αρίστωνος
ούτε νομίμως εβασίλευεν εις την Σπάρτην· έφερε δε ως μάρτυρας
τους εφόρους εκείνους οίτινες έτυχον τότε να συγκάθηνται μετά
του Αρίστωνος και να ακούσωσι τον λόγον τούτον εκ του στόματός
του.

66. Διά να δοθή λοιπόν τέλος εις αυτάς τας φιλονεικίας,
απεφάσισαν οι Σπαρτιάται να ερωτήσωσι το μαντείον των Δελφών
εάν ο Δημάρατος ήτο υιός του Αρίστωνος. Ο Κλεομένης είχε
προΐδει ότι έμελλον να αναφερθώσιν εις την Πυθίαν και είχεν
οικειοποιηθή τον Κόβωνα, υιόν του Αριστοφάντου, όστις ήτο πολύ
ισχυρός εις τους Δελφούς και όστις ανέπεισε την μάντιδα
Περίαλλαν να είπη ό,τι ήθελεν ο Κλεομένης. Ότε λοιπόν την
ηρώτησαν οι απεσταλμένοι, απεκρίθη ότι ο Δημάρατος δεν ήτο υιός
του Αρίστωνος. Βραδύτερον αι ραδιουργίαι αύται ανεκαλύφθησαν,
και ο μεν Κόβων έφυγεν εκ των Δελφών, η δε μάντις Περίαλλα
επαύθη του αξιώματος τούτου.

67. Τοιουτοτρόπως επαύθη της βασιλείας ο Δημάρατος, έφυγε δε εκ
της Σπάρτης εις τους Μήδους διά την εξής ύβριν ήτις τω εγένετο.
Αφού επαύθη, εξήσκει αρχήν τινα εις την οποίαν εξελέγη, την του
άρχοντος των γυμνοπαιδιών. Ενώ δε ημέραν τινά ο Δημάρατος
εθεώρει τας γυμνοπαιδίας, ο Λεωτυχίδης όστις είχε τότε γίνει
βασιλεύς αντ' αυτού, πέμψας υπηρέτην τω ηρώτησε μετά γέλωτος
και περιφρονήσεως πώς τω εφαίνετο το άρχειν μετά το βασιλεύειν.
Ο δε Δημάρατος αλγήσας επί τη ερωτήσει· «Εγώ μεν, απεκρίθη,
αμφοτέρων ήδη επειράθην, εκείνος όμως όχι· η ερώτησίς του δε
αύτη θέλει είσθαι διά τους Λακεδαιμονίους αρχή ή μεγάλης
δυστυχίας ή μεγάλης ευδαιμονίας.» Ταύτα ειπών εκάλυψε το
πρόσωπον, εξήλθε του θεάτρου και μετέβη εις την οικίαν του όπου
πάραυτα εθυσίασε βουν εις τον Δία· αφού δε εθυσίασεν, εκάλεσε
την μητέρα του.

68. Ελθούσης δε της μητρός, έθεσεν εις τας χείρας της μέρος των
σπλάγχνων του βοός και την ικέτευσε θερμώς λέγων τα εξής· «Ω
μήτερ, σε εξορκίζω, εις το όνομα και των άλλων θεών και τούτου
του ερκείου Διός (10) να με ειπής την αλήθειαν. Ποίος είναι
τωόντι ο πατήρ μου; Ο μεν Λεωτυχίδης ενώ εκρινόμεθα είπεν ότι
ούσα έγκυος εκ του προτέρου ανδρός ήλθες εις τον Αρίστωνα,
άλλοι δε λέγοντες τολμηρότερα ισχυρίζονται ότι είχες σχέσεις με
ένα των οικετών, τον ονοβοσκόν, και ότι εγώ είμαι υιός εκείνου.
Όθεν σε ορκίζω εις όλους τους θεούς να με ειπής την αλήθειαν,
καθότι εάν έπραξές τι εκ τούτων τα οποία λέγουσι, δεν το
έπραξες, μόνη, αλλά και πολλαί άλλαι. Έπειτα ηξεύρεις ότι πολύς
λόγος γίνεται εν Σπάρτη ότι ο Αρίστων δεν είχε σπέρμα
παιδοποιόν, καθότι αλλέως θα εγέννων και αι πρότεροι γυναίκες
του.»

69. Και ο μεν Δημάρατος ταύτα είπεν· η δε μήτηρ του απεκρίθη ως
εξής· «Επειδή, υιέ μου, με παρακαλείς θερμώς να σε είπω την
αλήθειαν, θα σοι την είπω χωρίς να κρύψω τίποτε. Όταν ο Αρίστων
με έφερεν εις την κατοικίαν του, την τρίτην νύκτα από της
πρώτης, ήλθεν εις την κλίνην μου φάσμα ομοιάζον τον Αρίστωνα
και αφού συγκατεκλίθη μετ' εμού με περιέβαλε με τους στεφάνους
τους οποίους εκράτει. Και το μεν φάσμα ανεχώρησεν· ελθών δε
μετά ταύτα ο Αρίστων και ιδών ότι εφόρουν στεφάνους, με ηρώτησε
ποίος μοι έδωκεν αυτούς· εγώ τω απεκρίθην ότι εκείνος. Δεν το
παρεδέχετο όμως, εγώ δε το εβεβαίουν μεθ' όρκου και τον
επέπληττον διά την άρνησίν του, καθότι ολίγον πρότερον ελθών
και συνευνηθής μοι έδωκε τους στεφάνους. Βλέπων με δε ο Αρίστων
ότι ωρκιζόμην, ενόησεν ότι το πράγμα ήτο υπερφυσικόν· και
τωόντι πρώτον μεν οι στέφανοι εφάνησαν ότι ήσαν από το ηρώον το
οποίον ήτο ιδρυμένον πλησίον της αυλείου θύρας και το οποίον
καλείται του Αστραβάκου, έπειτα δε και οι μάντεις έλεγον ότι ο
επιφανείς εις εμέ ήτο αυτός ούτος ο ήρως Αστράβακος. Ούτω
λοιπόν, ω παι, ηξεύρεις όσα επεθύμεις να μάθης· ή εγεννήθης εκ
του ήρωος τούτου και ο πατήρ σου είναι ο Αστράβακος, ή ήσαι
υιός του Αρίστωνος, καθότι εκείνην την νύκτα σε συνέλαβον εν τη
γαστρί. Όσον αφορά δε εκείνο διά το οποίον σε δυσφημίζουσιν οι
εχθροί σου λέγοντες ότι αυτός ο Αρίστων, ότε τω ανηγγέλθη η
γέννησίς σου, είπεν ενώπιον πολλών ακροατών ότι δεν είσαι
ιδικός του διότι τάχα δεν είχον συμπληρωθή ακόμη οι δέκα μήνες,
απόδος τον λόγον τούτον εις την άγνοιαν των τοιούτων, διότι αι
γυναίκες γεννώσι και εις τους εννέα μήνας και εις τους επτά,
δεν συμπληρούσι δε όλαι τους δέκα (11)· εγώ δε, τέκνον μου, σε
εγέννησα εις μήνας επτά. Περί τούτου επείσθη και αυτός ο
Αρίστων μετ' ολίγον, ότι εξ αγνοίας διέφυγεν εκ του στόματός
του ο λόγος ούτος. Όθεν μη πιστεύης όσα λέγουσι περί της
γεννήσεώς σου, διότι ήκουσες όλην την αλήθειαν. Από ονοβοσκούς
δε είθε να γεννώσι παιδία αι γυναίκες του Λεωτυχίδου και των
λεγόντων ταύτα.»

70. Και η μεν μήτηρ ταύτα έλεγεν, ο δε Δημάρατος μαθών όσα
επεθύμει και λαβών εφόδια ανεχώρησεν εις την Ήλιδα,
προφασισθείς ότι μετέβαινεν εις τους Δελφούς διά να ερωτήση το
μαντείον. Οι δε Λακεδαιμόνιοι υποπτεύσαντες ότι ο Δημάρατος
εσκόπευε να φύγη, απεφάσισαν να τον καταδιώξωσι και να τον
συλλάβωσι. Κατώρθωσεν όμως ο Δημάρατος και επρόφθασε να διαβή
εκ της Ήλιδος εις την Ζάκυνθον. Κατόπιν ήλθον και αυτοί, τον
εύρον εκεί και ήρπασαν τους υπηρέτας του, αλλ' οι κάτοικοι
απεποιήθησαν να τοις τον παραδώσωσι· τότε εκείθεν διέβη εις την
Ασίαν προς τον βασιλέαν Δαρείον. Ο δε Δαρείος υποδεξάμενος
αυτόν μεγαλοπρεπώς τω έδωκε και γην και πόλεις. Ούτω και μετά
τοιαύτα περιστατικά κατέφυγεν εις την Ασίαν ο Δημάρατος όστις
και δι' άλλας πράξεις είχε λαμπρυνθή μεταξύ των Λακεδαιμονίων
και ιδίως διότι ενίκησεν εις τα Ολύμπια με τέθριππον, πράγμα το
οποίον αυτός μόνος εξ όλων των βασιλέων της Σπάρτης κατώρθωσεν.

71. Παυθέντος δε του Δημαράτου διεδέχθη την βασιλείαν ο
Λεωτυχίδης του Μενάρεως, όστις εγέννησεν υιόν ονόματι
Ζευξίδαμον τον οποίον τινές των Σπαρτιατών εκάλουν Κυνίσκον. Ο
Ζευξίδημος ούτος δεν εβασίλευσεν εις την Σπάρτης διότι απέθανε
προ του Λεωτυχίδου καταλιπών υιόν τον Αρχίδαμον. Ο δε
Λεωτυχίδης, στερηθείς του Ζευξιδάμου, έλαβε δευτέραν γυναίκα,
την Ευρυδάμην, αδελφήν μεν του Μενίου, θυγατέρα δε του
Διακτορίδου, εξ ης ουδέν άρρεν τέκνον έσχεν αλλά μίαν θυγατέρα
την Λαμπιτώ την οποίαν συνέζευξε με τον εγγονόν του Αρχίδαμον.

72. Αλλ' ουδέ ο Λεωτυχίδης εγήρασεν εις την Σπάρτην, αλλ'
επλήρωσε την προς τον Δημάρατον γενομένην αδικίαν κατά τον εξής
τρόπον. Ήτο εις την Θεσσαλίαν μετά του στρατού, και ενώ τω ήτο
δυνατόν να καθυποτάξη όλην την χώραν, εδωροδοκήθη λαβών χρήματα
πολλά. Επειδή δε συνελήφθη επ' αυτοφώρω εκεί εις το στρατόπεδον
καθήμενος επί χειρίδος πλήρους αργυρίου, ενήχθη εις δίκην και
εξωρίσθη εκ της Σπάρτης, η δε οικία του κατεσκάφη. Έφυγε δε εις
την Τεγέαν και ετελεύτησεν εν αυτή.

73. Ταύτα εγένοντο μετά καιρόν· τότε δε, επειδή ο Κλεομένης
επέτυχεν εις την κατά του Δημαράτου επιβουλήν, παραλαβών αμέσως
τον Λεωτυχίδην, εκίνησε κατά των Αιγινητών μνησικακών διά την
ύβριν. Επειδή δε μετέβησαν αμφότεροι οι βασιλείς, οι Αιγινήται
δεν έκρινον πρέπον να αντισταθώσιν. Οι δε Λακεδαιμόνιοι,
εκλέξαντες εκ των Αιγινητών δέκα άνδρας τους επισημοτάτους διά
τον πλούτον και το γένος, τους έλαβον· μεταξύ των άλλων ήτο και
ο Κρίος του Πολυκρίτου και ο Κάσαμβος του Αριστοκράτους, τα
μάλιστα ισχύοντες. Μεταγαγόντες δε αυτούς εις την Αττικήν, τους
παρέδωκαν ως ομήρους εις τους εχθίστους των Αιγινητών
Αθηναίους.

74. Μετά ταύτα ο Κλεομένης, επειδή εγένετο γνωστή η προς τον
Δημάρατον πανουργία, φοβηθείς τους Σπαρτιάτας έφυγε κρυφίως εις
την Θεσσαλίαν· εκείθεν δε μετέβη εις την Αρκαδίαν και ωργάνιζε
νεώτερα πράγματα διεγείρων κατά της Σπάρτης τους Αρκάδας, τους
οποίους υπεχρέωσε διά πολλών όρκων να τον ακολουθήσωσιν όπου
ήθελε τους οδηγήσει· προ πάντων όμως επεθύμει να φέρη τους
προεστώτας των Αρκάδων εις την Νώνακριν και να τους εξορκίση
εις το ύδωρ της Στυγός· διότι εις ταύτην την πόλιν λέγουσιν οι
Αρκάδες ότι φαίνεται το ύδωρ της Στυγός, και ιδού πώς. Ολίγον
ύδωρ εξερχόμενον εκ βράχου στάζει εντός κοιλώματος, το δε
κοίλωμα είναι περιπεφραγμένον. Η δε Νώνακρις, εν τη οποία
ευρίσκεται η πηγή αύτη, είναι πόλις της Αρκαδίας πλησίον του
Φενιού.

75. Μαθόντες οι Λακεδαιμόνιοι ότι ο Κλεομένης ωργάνιζε ταύτα,
και φοβηθέντες, τον επανέφεραν εις την Σπάρτην και τω απέδωκαν
την προτέραν αρχήν. ’μα όμως επέστρεψε, τον κατέλαβε νόσος
μανίας ήτις και πρότερον τον κατείχεν ολίγον. ’μα συνήντα
Σπαρτιάτην τινά, τον εκτύπα εις το πρόσωπον με το σκήπτρον.
Βλέποντες δε οι συγγενείς του αυτόν πράττοντα ταύτα και
παραφρονήσαντα, τον έδεσαν εις ξυλίνας πέδας. Μόλις όμως εδέθη,
ιδών ότι είς μόνον φύλαξ τον επετήρει αποχωρισθείς των άλλων,
τω εζήτησε την μάχαιράν του. Ο φύλαξ κατ' αρχάς δεν ήθελε να
την δώση, αλλά τόσον τον ηπείλησεν ώστε ο άνθρωπος (όστις ήτο
Είλως) φοβηθείς τω έδωκε την μάχαιραν. Ο Κλεομένης λαβών τον
σίδηρον ήρχισε να κόπτηται πρώτον από τας κνήμας, και σχίζων
τας σάρκας του κατά μήκος, προέβαινεν εκ των κνημών εις τους
μηρούς, και εκ των μηρών εις τα ισχία και τας λαγόνας, μέχρις
ου έφθασεν εις την κοιλίαν, την οποίαν κόψας εις λωρία απέθανε
τοιουτοτρόπως, ως μεν λέγουσιν οι περισσότεροι Έλληνες διότι
ανέπεισε την Πυθίαν να είπη τα εις τον Δημάρατον γινόμενα, ως
δε λέγουσι μόνοι οι Αθηναίοι διότι κατά την εν Ελευσίνι
εισβολήν έκοψε το ιερόν δάσος των θεών, ως δε οι Αργείοι διότι
προσκαλέσας έξω του ιερού του ’ργους τους εις αυτό μετά τινα
μάχην καταφυγόντας Αργείους κατέκοψεν αυτούς, και διότι
ενέπρησε προς περιφρόνησιν και αυτό το άλσος.

76. Ότε ο Κλεομένης ηρώτησε το μαντείον των Δελφών, τω εδόθη
χρησμός ότι θα κυριεύση το ’ργος· όθεν άγων τους Σπαρτιάτας
έφθασε μέχρι του ποταμού Ερασίνου όστις ως λέγεται ρέει εκ της
Στυμφαλίδος λίμνης· καθότι η λίμνη αύτη εις χάσμα αφανές
βυθιζομένη, αναφαίνεται εις το ’ργος, και εκείθεν πλέον το ύδωρ
τούτο καλείται υπό των Αργείων Ερασίνος. Φθάσας λοιπόν ο
Κλεομένης εις τον ποταμόν τούτον, τω προσέφερε θύματα, και
επειδή οι οιωνοί δεν ήσαν αίσιοι διά την διάβασιν είπεν ότι
επαινεί μεν τον Ερασίνον μη προδίδοντα τους πολίτας, αλλ' ας μη
χαίρωσι διά τούτο οι Αργείοι. Μετά ταύτα αναχωρήσας έφερε τον
στρατόν εις την Θυρέαν, εξ ης, αφού εθυσίασεν εις την θάλασσαν
ταύρον, διέβη διά πλοίων εις την Τιρυνθίαν χώραν και την
Ναυπλίαν.

77. Μαθόντες τούτο οι Αργείοι έδραμον εις την παραλίαν·
πλησιάσαντες δε εις την Τίρυνθον εστρατοπέδευσαν εις το μέρος
όπου είναι η λεγομένη Σήπεια, αφήσαντες μεταξύ των δύο στρατών
μικρόν διάστημα. Οι Αργείοι μάχην μεν εκ του φανερού δεν
εφοβούντο, εφοβούντο όμως μήπως νικηθώσι με δόλον, διότι
τοιαύτην είχεν έννοιαν ο χρησμός τον οποίον η Πυθία έδωκεν
επίκοινον δι' αυτούς και τους Μιλησίους, λέγοντα ούτω: «_Όταν η
θήλεια νικήσασα τον άρρενα διώξη αυτόν και δοξασθή μεταξύ των
Αργείων, τότε θα γίνη αιτία πολλοί Αργείοι να σχίσωσι τα ιμάτιά
των· ώστε μεταγενέστερός τις να ειπή ότι τριέλικτος όφις
απώλετο δαμασθείς υπό του δόρατος._» Όλαι αύται αι περιστάσεις
συντρέχουσαι ενέπλησαν τους Αργείους φόβου και απεφάσισαν να
ακολουθώσι τον κήρυκα των πολεμίων. Τούτο απαφίσαντες, έπραττον
ως εξής· ότε ο Σπαρτιάτης κήρυξ ανήγγελλε κίνημά τι των
Λακεδαιμονίων, οι Αργείοι έπραττον το αυτό.

78. Μαθών ο Κλεομένης ότι οι Αργείοι έπραττον ό,τι εσήμαινεν ο
ιδικός του κήρυξ, παρήγγειλε τους Λακεδαιμονίους, όταν ο κήρυξ
τους σημάνη να αριστήσωσι, τότε να αναλάβωσι τα όπλα και να
βαδίσωσι κατά του εχθρού, όπερ και έπραξαν. Ώστε όταν οι
Αργείοι εκάθησαν να φάγωσι κατά το κήρυγμα, επέπεσαν κατ' αυτών
και εφόνευσαν πολλούς, πολύ δε περισσοτέρους περικύκλωσαν
καταφυγόντας εις το άλσος του ’ργου.

79. Μετά ταύτα ο Κλεομένης έπραξε το εξής. Έχων αυτομόλους και
μανθάνων παρ' αυτών τα ονόματα των περικεκλεισμένων εις το
ιερόν δάσος, έπεμπε κήρυκα και εκάλει αυτούς έξω ονομαστί λέγων
ότι εκόμιζε τα λύτρα των· είναι δε τα λύτρα προσδιωρισμένα παρά
τοις Πελοποννησίοις δύο μναι κατ' άτομον. Καλών λοιπόν έξω ο
Κλεομένης τους Αργείους κατά πεντήκοντα, εφόνευεν αυτούς· οι
λοιποί όσοι ήσαν εντός του τεμένους δεν ήξευρον τι συνέβαινεν
έξω, διότι το άλσος ήτο πυκνόν, και οι εντός δεν έβλεπον τους
εκτός τι έκαμνον, μέχρις ου είς των Αργείων αναβάς εις δένδρον
είδε τα πραττόμενα, και απ' εκείνης της στιγμής όσοι
προσεκαλούντο δεν εξήρχοντο πλέον.

80. Τότε ο Κλεομένης διέταξε τους Είλωτας να συσσωρεύσωσι ξύλα
περί το άλσος· αφού δε ούτοι υπήκουσαν εις την διαταγήν του,
ενέπρησε το άλσος. Καιομένου δε αυτού, ηρώτησεν ένα των
αυτομόλων εις τίνα θεόν ήτο αφιερωμένον. Ο δε είπεν ότι είναι
του ’ργου. ’μα δε άκουσε τούτο ο Κλεομένης, στενάξας βαθέως
είπεν· «Ω ’πολλον χρησμοδότα, πολύ με ηπάτησες ειπών με ότι θα
κυριεύσω το ’ργος. Εννοώ ότι ο χρησμός σου εξεπληρώθη.»

81. Μετά ταύτα ο Κλεομένης τον μεν περισσότερον στρατόν αφήκε
να επιστρέψη εις την Σπάρτην, αυτός δε λαβών χιλίους εκλεκτούς
μετέβη εις τον ναόν της Ήρας διά να θυσιάση. Θέλοντα δε να
θυσιάση επί του βωμού, ο ιερεύς απηγόρευε λέγων ότι ήτο ανόσιον
να θυσιάση ξένος εκεί. Αλλ' ο Κλεομένης διέταξε τους Είλωτας να
σύρωσι τον ιερέα έξω του βωμού και να τον μαστιγώσωσιν· έπειτα
δε εθυσίασεν. Αφού δε έπραξε ταύτα, επέστρεψεν εις την Σπάρτην.

82. Ότε δε επέστρεψε, τον ενεκάλεσαν οι εχθροί του εις τους
εφόρους λέγοντες ότι έλαβε δώρα και δεν εκυρίευσε το ’ργος, ενώ
ηδύνατο να το κυριεύση ευκόλως. Εκείνος δε απεκρίθη, είτε
ψευδόμενος είτε λέγων αληθή, δεν δύναμαι να το βεβαιώσω, ότι
αφού εκυρίευσε το ιερόν δάσος του ’ργους ενόμισεν ότι
εξεπληρώθη ο χρησμός του θεού, και ότι τούτο φρονών δεν έκρινε
πλέον δίκαιον να επιχειρήση τι κατά της πόλεως πριν συμβουλευθή
τα θύματα και μάθη εάν ο θεός επιτρέπη ή εμποδίζη τούτο. Ενώ δε
εθυσίαζεν εις τον ναόν της Ήρας, εξήλθεν εκ των στηθών του
αγάλματος φλοξ πυρός, και εκ τούτου εβεβαιώθη ότι δεν θα
εκυρίευε το ’ργος· διότι εάν μεν η φλοξ εξήρχετο εκ της κεφαλής
του αγάλματος θα εκυρίευε την πόλιν και την ακρόπολιν· αλλ'
επειδή εξήλθεν εκ των στηθών, ετελείωσαν όλα όσα ο θεός ήθελε
να γίνωσι. Ταύτα λέγων, εφάνη εις τους Σπαρτιάτας ότι έλεγε
πιστά και ορθά και απελύθη διά μεγάλης πλειοψηφίας.

83. Τοσούτον δε ηρημώθη ανδρών το ’ργος, ώστε οι δούλοι έλαβον
όλην την εξουσίαν, άρχοντες και διοικούντες, μέχρις ου
ηλικιώθησαν οι παίδες των φονευθέντων, οίτινες αναλαβόντες την
κατοχήν του ’ργους εδίωξαν τους δούλους. Διωχθέντες δε ούτοι,
εκυρίευσαν με μάχην την Τίρυνθον. Και επί τινα μεν χρόνον τα
δύο μέρη έζησαν ειρηνικώς· αλλά μάντις τις ονόματι Κλέανδρος,
εκ της εν Αρκαδία Φιγαλείας καταγόμενος, υπήγεν εις τους
δούλους και τους έπεισε να επιτεθώσι κατά των δεσποτών των. Από
της στιγμής δε εκείνης μακρός πόλεμος ηκολούθησε, και μόλις επί
τέλους επεκράτησαν οι Αργείοι.

84. Εις τα συμβάντα ταύτα αποδίδουσιν οι Αργείοι την μανίαν υπό
της οποίας καταληφθείς ο Κλεομένης απώλετο κακώς. Οι δε
Σπαρτιάται λέγουσιν ότι ουδείς θεός ετάραξε τας φρένας του,
αλλ' ότι συναναστραφείς με Σκύθας εγένετο οινοπότης και εκ
τούτου εξεμάνη. Τωόντι οι νομάδες Σκύθαι, μετά την εισβολήν του
Δαρείου, εζήτουν πρόφασιν να τον εκδικηθώσιν. Όθεν πέμψαντες
εις την Σπάρτην εζήτουν να κάμωσι συμμαχίαν και να συμφωνήσωσιν
ώστε αυτοί μεν οι Σκύθαι να αποπειραθώσι την διάβασιν του
Φάσιδος και να εισέλθωσιν εις την Μηδικήν, οι δε Σπαρτιάται να
κινήσωσιν από την Έφεσον και να αναβώσι προς συνάντησίν των.
Λέγουσι λοιπόν οι Σπαρτιάται ότι ότε ήλθον οι Σκύθαι εις την
Σπάρτην δι' αυτήν την υπόθεσιν, ο Κλεομένης συνανεστράφη πολύ
με τους Σκύθας και έμαθε παρ' αυτών να πίνη άκρατον οίνον. Αύτη
ήτο η αιτία της μανίας του Κλεομένους ως νομίζουσιν οι
Σπαρτιάται. Εκ τούτου όταν θέλωσι να πίωσιν οίνον καθαρόν,
λέγουσιν ότι πίνουσιν ως οι Σκύθαι. Ταύτα τα περί του
Κλεομένους παρά των Σπαρτιατών λεγόμενα· εγώ όμως φρονώ ότι
τούτο ήτο θεία εκδίκησις γενομένη εις τον Κλεομένην διά τον
Δημάρατον.

85. ’μα οι Αιγινήται έμαθον ότι απέθανεν ο Κλεομένης, έπεμψαν
εις την Σπάρτην πρέσβεις να κατηγορήσωσι τον Λεωτυχίδην διά
τους συμπολίτας των όσοι εφυλάσσοντο ως όμηροι εις τας Αθήνας.
Οι δε Λακεδαιμόνιοι συγκαλέσαντες δικαστήριον έκρινον ότι
μεγάλη ατιμία εγένετο εκ μέρους του Λεωτυχίδου προς τους
Αιγινήτας και απεφάσισαν να παραδοθή ούτος εις τους εγκαλούντας
προς αντάλλαγμα εκείνων οίτινες εκρατούντο εις τας Αθήνας. Ενώ
δε οι Αιγινήται ήσαν έτοιμοι να λάβωσι τον Λεωτυχίδην, ο
Θεασίδης του Λεωπρέπους, ανήρ έγκριτος της Σπάρτης, είπεν εις
αυτούς· «Τι θέλετε να πράξετε ω Αιγινήται; να λάβετε τον
βασιλέα των Σπαρτιατών τον οποίον σας παραδίδουσιν οι πολίται;
Αλλ' εάν τώρα υπό θυμού οι Σπαρτιάται απεφάσισαν ούτω,
προσέξατε μήπως ύστερον, εάν πράξετε ταύτα, έλθωσι και
εξολοθρεύσωσι την χώραν σας.» Ταύτα ακούσαντες οι Αιγινήται
παρητήθησαν του σκοπού των και συνεβιβάσθησαν ως εξής· να τους
συνοδεύση ο Λεωτυχίδης εις τας Αθήνας και να τοις αποδώση τους
ομήρους.

86. Ελθών ο Λεωτυχίδης εις τας Αθήνας απήτει την παρακαταθήκην,
αλλ' οι Αθηναίοι απέφευγον το πράγμα υπό διαφόρους προφάσεις,
λέγοντες μεταξύ άλλων ότι ότε παρεκατέθεσαν τους ανθρώπους
εκείνους ήσαν δύο βασιλείς και ότι δεν ήτο εύλογον να τους
αποδώσωσιν εις τον ένα άνευ της παρουσίας και του άλλου. 1.
Επειδή λοιπόν οι Αθηναίοι είπον ότι δεν τους δίδουσιν, ο
Λεωτυχίδης τους ωμίλησεν ως εξής. «Πράξατε, ω Αθηναίοι, ό,τι
θέλετε εκ των δύο· εάν μεν τους αποδώσετε, θα πράξετε όσια, εάν
δε δεν τους αποδώσετε, τα εναντία τούτων. Εγώ εν τούτοις θα σας
διηγηθώ τι συνέβη εις την Σπάρτην σχετικόν ως πρός τινα
παρακαταθήκην. Λέγομεν ημείς οι Σπαρτιάται ότι τρεις γενεάς προ
εμού έζη εις την Λακεδαίμονα Γλαύκος ο Επικύδους. Ο άνθρωπος
ούτος, ως λέγομεν ημείς, επρώτευε δι' όλα του τα προτερήματα,
αλλά προ πάντων διά τον σεβασμόν του προς τους κανόνας της
δικαιοσύνης προς τους οποίους υπήκουεν όσον ουδείς άλλος εκ των
κατοικούντων τότε την Λακεδαίμονα. Εις τούτον λέγομεν ότι
συνέβη τότε το εξής. Μιλήσιός τις ελθών εις την Σπάρτην εζήτησε
να τω ομιλήση και τω προέτεινε τα εξής·  «Είμαι Μιλήσιος και
ήλθον, ω Γλαύκε, θέλων να απολαύσω την δικαιοσύνην σου· καθότι
εις όλην την Ελλάδα και την Ιωνίαν ήκουσα να γίνεται λόγος
πολύς διά την δικαιοσύνην σου. Εσκέφθην ότι η Ιωνία είναι
πάντοτε εκτεθειμένη εις ταραχάς, ενώ η Πελοπόννησος ένεκα της
θέσεώς της είναι ασφαλεστάτη· παρ' ημίν τα πλούτη δεν μένουσι
πάντοτε εις τους αυτούς ανθρώπους. Ταύτα βλέπων και σκεφθείς
έκρινα καλόν να μετατρέψω εις μετρητά το ήμισυ της περιουσίας
μου και να το παρακαταθέσω εις σε, βέβαιος ων ότι θα το
διαφυλάξης αβλαβές. Όθεν δέχθητι σε παρακαλώ τα χρήματα, και
λαβών φύλαξον το σημείον τούτο· θέλεις δε τα αποδώσει εις
εκείνον όστις σε τα ζητήσει δεικνύων όμοιον σημείον.» 2. Ούτως
ωμίλησεν ο Μιλήσιος ξένος, ο δε Γλαύκος επ' αυτή τη συμφωνία
εδέχθη την παρακαταθήκην. Μετά παρέλευσιν πολλού χρόνου ήλθον
εις την Σπάρτην οι παίδες αυτού του παρακαταθέσαντος τα
χρήματα· ευρόντες δε τον Γλαύκον και δεικνύοντες το σημείον,
απήτουν παρ' αυτού τα χρήματα. Αλλ' ο Γλαύκος τους απέβαλεν
αποκρινόμενος τα εξής· «Ούτε ενθυμούμαι την υπόθεσιν ταύτην,
ούτε ελαχίστην έχω ιδέαν περί του πράγματος περί του οποίου με
ομιλείτε. Εάν το ενθυμηθώ, θα πράξω ό,τι είναι δίκαιον· εάν
έλαβον, θα αποδώσω αμέσως, και εάν δεν έλαβον τίποτε, θα
μεταχειρισθώ καθ' υμών τους Ελληνικούς νόμους. Περί τούτου δε
θέλω σας δώσει απόκρισιν μετά τέσσαρας μήνας από της σήμερον.»
3. Και οι μεν Μιλήσιοι ανεχώρησαν τεθλιμμένοι, ως στερηθέντες
τα χρήματά των· ο δε Γλαύκος μετέβη εις τους Δελφούς διά να
συμβουλευθή το χρηστήριον. Όταν δε ηρώτησεν εάν δύναταί τις να
οικειοποιηθή τα χρήματα με όρκον, η Πυθία τον ετιμώρησε διά των
εξής λόγων· «_Γλαύκε, υιέ του Επικύδους, προς το παρόν τούτο
είναι επικερδέστερον, να κερδήση τις την υπόθεσίν του δι' όρκου
και να οικειοποιηθή τα ξένα χρήματα. Ας ομόση καθότι και ο
φυλάττων και ο μη φυλάττων τον όρκον του οφείλει να αποθάνη.
Αλλ' ο όρκος έχει υιόν ανώνυμον (12),όστις δεν έχει μεν μήτε
χείρας μήτε πόδας, καταδιώκει όμως ταχέως τον άνθρωπον μέχρις
ου καταστρέψη όλην την οικίαν και την γενεάν του. Η γενεά όμως
του ανθρώπου όστις φυλάττει τον όρκον του ευδαιμονεί επί μάλλον
και μάλλον._» Ταύτα ακούσας ο Γλαύκος παρεκάλεσε τον θεόν να
συγχωρήση την ερώτησίν του· η δε Πυθία απεκρίθη ότι το να
ερωτήση τις τον θεόν περί τοιούτου πράγματος είναι ως και να το
έπραξε. 4. Ο Γλαύκος λοιπόν προσκαλέσας τους Μιλησίους ξένους,
απέδωκεν αυτοίς τα χρήματα. Διά ποίαν δε αιτίαν, ω Αθηναίοι,
παρεκινήθην να είπω τον λόγον τούτον, ακούσατε. Του Γλαύκου
τούτου σήμερον ούτε απόγονός τις περιεσώθη ούτε εστία την
οποίαν να δύναταί τις να είπη ότι είναι του Γλαύκου· όλα ταύτα
πρόρριζα κατεστράφησαν εις την Σπάρτην. Είναι λοιπόν καλόν,
προκειμένου περί παρακαταθήκης, να μη σκέπτεταί τις άλλο ειμή
πώς να την αποδώση εις εκείνους οίτινες την ζητήσωσιν» Και ο
μεν Λεωτυχίδης ταύτα είτε, και επειδή οι Αθηναίοι πάλιν δεν τον
εισήκουον ανεχώρησεν.

87. Οι δε Αιγινήται πριν ακόμη τιμωρηθώσι διά τα προλαβόντα
αδικήματα τα οποία έκαμαν εις τους Αθηναίους χαριζόμενοι εις
τους Θηβαίους, προσέθεσαν και τα εξής. Μεμφόμενοι τους
Αθηναίους και λέγοντες ότι ηδικούντο παρ' αυτών, ητοιμάζοντο να
τους εκδικηθώσιν. Οι Αθηναίοι ετέλουν κατά παν πέμπτον έτος
θυσίας εις το Σούνιον· λοχήσαντες δε οι Αιγινήται την θεωρίδα
ναυν, συνέλαβον αυτήν πλήρη ανδρών εκ των πρώτων Αθηναίων και
εδέσμευσαν τους άνδρας.

88. Παθόντες ταύτα οι Αθηναίοι παρά των Αιγινητών δεν ανέβαλον
πλέον να επιχειρήσωσιν ό,τι ηδύναντο κατ' αυτών. Ευρίσκετο τότε
εις την Αίγιναν Νικόδρομός τις ονομαζόμενος, υιός του Κνοίθου,
ανήρ έγκριτος, όστις εμέμφετο τους Αιγινήτας διότι τον εξώρισαν
προλαβόντως από την νήσον, και μαθών τότε ότι οι Αθηναίοι
ητοιμάζοντο να βλάψωσι τους Αιγινήτας, συνεφώνησε με τους
Αθηναίονς να τοις παραδώση την Αίγιναν, προσδιορίσας την ημέραν
καθ' ην ήθελεν επιχειρήσει αυτός και καθ' ην οι άλλοι έμελλον
να έλθωσι προς βοήθειάν του. Μετά ταύτα ο Νικόδρομος, αφού
συνεφώνησε με τους Αθηναίους, κατέλαβε την παλαιάν καλουμένην
πόλιν.

89. Οι Αθηναίαι όμως δεν έφθασαν εγκαίρως, καθ' ότι έτυχον να
μη έχωσιν ικανά πλοία διά να αντιταχθώσιν εις τα των Αιγινητών.
Ενώ λοιπόν διεπραγματεύοντο με τους Κορινθίους να τοις
δανείσωσι πλοία, κατεστράφη η υπόθεσις. Οι δε Κορίνθιοι, επειδή
κατ' εκείνην την εποχήν ήσαν στενοί φίλοι των Αθηναίων έδοσαν
κατά την αίτησίν των εις τους Αθηναίους είκοσι πλοία,
πωλήσαντες αυτά προς πέντε δραχμάς έκαστον, καθότι οι νόμοι της
Κορίνθου δεν επέτρεπον να κάμνωσι δωρεάς. Ταύτα λοιπόν λαβόντες
οι Αθηναίοι, και τα ιδικά των, άτινα εγένοντο εν όλοις
εβδομήκοντα, συνεπλήρωσαν τα πληρώματά των και έπλευσαν κατά
της Αιγίνης· έφθασαν όμως μίαν ημέραν βραδύτερον της
συμφωνηθείσης.

90. Ο δε Νικόδρομος, μη βλέπων τους Αθηναίους φθάνοντας
εγκαίρως, εμβάς εις πλοίον έφυγεν εκ της Αιγίνης μετά των
οπαδών του, εις τους οποίους οι Αθηναίοι έδοσαν το Σούνιον διά
να κατοικήσωσιν. Εντεύθεν δε ούτοι ορμώμενοι ήγον και έφερον
τους εν τη νήσω Αιγινήτας. Αλλά ταύτα συνέβησαν βραδύτερον.

91. Οι δε πλούσιοι των Αιγινητών επεκράτησαν του μετά του
Νικοδρόμου επαναστατήσαντος δήμου, και έπειτα συλλαμβάνοντες
εξήγον αυτούς έξω της πόλεως και τους εθανάτονον. Τότε
διέπραξαν και ασέβειάν τινα την οποίαν δεν ηδυνήθησαν να
αποτίσωσι με όλους τους εξιλασμούς τους οποίους έκαμον, αλλ'
εδιώχθησαν εκ της νήσου πριν εξιλεώσωσι την Δήμητραν.
Συλλαβόντες ούτοι επτακοσίους εκ του δήμου, εξήγον διά να τους
θανατώσωσιν· είς εξ αυτών, διαφυγών τα δεσμά, κατέφυγεν εις τα
πρόθυρα της θεάς και λαβών το δακτύλιον της θύρας εκρατείτο
εκεί. Οι δε Αιγινήται, επειδή έλκοντες δεν ηδυνήθησαν να τον
αποσπάσωσιν, απέκοψαν τας χείρας αυτού και τοιουτοτρόπως τον
έσυρον· αι χείρες δε εκείναι έμειναν προσκεκολλημέναι εις τον
κρίκον.

92. Ταύτα έπραξαν οι Αιγινήται εις τους επαναστατήσαντας· προς
δε τους Αθηναίους, ότε έφθασαν, εναυμάχησαν με εβδομήκοντα
πλοία. Ηττηθέντες όμως εις την ναυμαχίαν, επεκαλέσθησαν και
πάλιν τους Αργείους. Αλλ' ούτοι δεν τους εβοήθησαν ωργισμένοι
διότι πλοία τινα Αιγινητικά αναγκασθέντα υπό του Κλεομένους
προσέγγισαν εις την Αργολίδα και οι ναύται αυτών απέβησαν εις
την ξηράν ομού με τους Λακεδαιμονίους. Κατά την αυτήν
εκστρατείαν έκαμον απόβασιν καί τινες άνδρες από Σικυωνικά
πλοία. Οι Αργείοι έπειτα επέβαλον εις τας δύο πόλεις να
πληρώσωσι χίλια τάλαντα, πεντακόσια εκάστη. Και οι μεν
Σικυώνιοι, αναγνωρίσαντες ότι ηδίκησαν, συνεφώνησαν να
πληρώσωσιν εκατόν τάλαντα και να μείνωσιν ακαταδίωκτοι· οι δε
Αιγινήται ου μόνον δεν ωμολόγησαν το άδικον, αλλ' εδείκνυον και
αυθάδειαν τινά. Διά τούτο λοιπόν ότε έλαβον ανάγκην, ουδείς
Αργείος εβοήθησεν αυτούς, ειμή μόνον χίλιοι περίπου εθελονταί.
Ωδήγει δε αυτούς ο Ευρυβάτης, ανήρ όστις είχεν ασκηθή εις το
πένταθλον. Οι πλείστοι όμως εξ αυτών δεν επέστρεψαν οπίσω, αλλ'
εφονεύθησαν υπό των Αθηναίων εις την Αίγιναν. Αυτός δε ο
στρατηγός Ευρυβάτης, ων επιτήδειος εις την μονομαχίαν, εφόνευσε
τρεις Αθηναίους, αλλ' εφονεύθη υπό του τετάρτου, Σωφάνους του
Δεκελέως.

93. Οι Αιγινήται, ενώ ήσαν οι Αθηναίοι εις αταξίαν επιτεθέντες
τους ενίκησαν και συνέλαβον τέσσαρα πλοία μετά των πληρωμάτων.
Είχε λοιπόν ανάψει ο πόλεμος μεταξύ των Αθηναίων και των
Αιγινητών.

94. Ο δε Δαρείος εν τοσούτω επέμενεν εις το σχέδιόν του· και
επειδή αφ' ενός μεν ο υπηρέτης του τω ενθύμιζε τους Αθηναίους,
αφ' ετέρου δε οι Πεισιστρατίδαι τον επίεζον και δεν έπαυον να
κατηγορώσι τους Αθηναίους, ενταυτώ δε ήθελε και αυτός με αυτήν
την πρόφασιν να υποτάξη τους Έλληνας όσοι δεν τω έδωσαν γην και
ύδωρ· διά ταύτα τον μεν Μαρδόνιον, μη ευδοκιμήσαντα εις την
πρώτην εκστρατείαν έπαυσε της στρατηγίας, διορίσας άλλους
στρατηγούς, τον Δάτιν, Μήδον το γένος, και τον ανεψιόν του
Αρταφέρνην, υιόν του Αρταφέρνους, απέστειλεν αυτούς κατά της
Ερετρίας και των Αθηνών, παραγγείλας να τας εξανδραποδίσωσι και
να τω φέρωσι τα ανδράποδα.

95. Οι παρά του βασιλέως διορισθέντες και εκπεμφθέντες ούτοι
στρατηγοί έφθασαν εις το Αληίον πεδίον της Κιλικίας, έχοντες
μεθ' εαυτών στρατόν πολύν και καλώς συγκεκροτημένον. Ενώ δε
ήσαν εστρατοπεδευμένοι, έφθασε και ο ναυτικός στρατός όστις
επίσης ήτο υπό τας διαταγάς των, και προσέτι τα ιππαγωγά πλοία
τα οποία κατά το προλαβόν έτος ο Δαρείος είχε παραγγείλει εις
τας φορολογουμένας πόλεις να ναυπηγήσωσιν. Αφού δε εισεβίβασαν
τους ίππους και εισήλθεν ο στρατός εις τα πλοία, διευθύνθησαν
με εξακοσίας τριήρεις προς την Ιωνίαν. Εκείθεν ο στόλος δεν
ηκολούθησε την ακροθαλασσίαν ώστε να πλεύση κατ' ευθείαν προς
τον Ελλήσποντον και την Θράκην, αλλ' αναχωρήσας εκ της Σάμου
έπλεε το Ικάριον πέλαγος και διά των νήσων, φοβούμενοι τα
μάλιστα, ως νομίζω, τον περίπλουν του ’θωνος, καθότι το
προλαβόν έτος, θέλοντες να διέλθωσιν εκείθεν, υπέστησαν πολλάς
ζημίας. Εκτός τούτου, τους ηνάγκαζεν εις τούτο και η Νάξος,
ήτις εισέτι δεν είχε κυριευθή.

96. Ερχόμενοι από το Ικάριον πέλαγος οι Πέρσαι ήραξαν εις την
Νάξον, κατά της οποίας ώφειλον κατά πρώτον να εκστρατεύσωσιν.
Οι Νάξιοι ενθυμούμενοι τα προλαβόντα γεγονότα, άφησαν τας
κατοικίας των και έφυγον εις τα όρη. Οι δε Πέρσαι
ανδραποδίσαντες όσους επρόφθασαν να συλλάβωσιν, ενέπρησαν την
πόλιν και τα ιερά. Ταύτα πράξαντες, εστράφησαν κατά των άλλων
νήσων.

97. Ενώ δε ούτοι έπραττον ταύτα, οι Δήλιοι αφήσαντες και ούτοι
την Δήλον, κατέφυγον εις την Τήνον. Όταν όμως τα πλοία
επλησίασαν εις την Δήλον, ο Δάτις όστις προέπλεε δεν τα άφησε
να εισέλθωσιν εις τον λιμένα της νήσου, άλλα τα διέταξε να
αράξωσιν αντικρύ εις την Ρηνέαν. Μαθών δε πού ήσαν οι Δήλιοι,
έπεμψε κήρυκα και τοις είπε τα εξής· «’νδρες ιεροί, διατί
φεύγετε μη κρίνοντές με ορθώς; διότι εγώ και ο ίδιος τοιαύτα
φρονώ και τοιαύτας μοι έδωκεν ο βασιλεύς προσταγάς, να μη βλάψω
τον τόπον όπου εγεννήθησαν οι δύο θεοί (13), μήτε αυτήν την γην
μήτε τους κατοίκους αυτής. Επιστρέψατε λοιπόν εις τας οικίας
σας και έχετε την κατοχήν της νήσου σας.» Ταύτα εμήνυσε διά
κήρυκος εις τους Δηλίους· μετά δε ταύτα συσσωρεύσας τριακόσια
τάλαντα λιβανωτού τα έκαυσεν επί του βωμού.

98. Αφού έπραξε ταύτα ο Δάτις, ακολουθούμενος υπό των Ιώνων και
των Αιολέων, διευθύνθη πρώτον κατά των Ερετριέων. Αμέσως μετά
την αναχώρησίν του εσείσθη η Δήλος, διά πρώτην και τελευταίαν
φοράν μέχρι της εποχής μου, ως έλεγον οι Δήλιοι. Και τούτο
βεβαίως ήτο σημείον διά του οποίου ο θεός ηθέλησε να δείξη εις
τους ανθρώπους τα κακά όσα έμελλον να συμβώσι· διότι επί της
εποχής του Δαρείου του Υστάσπους, και του Ξέρξου του Δαρείου,
και του Αρταξέρξου του Ξέρξου, των τριών τούτων γενεών κατά
συνέχειαν, συνέβησαν εις την Ελλάδα πλειότερα κακά ή όσα κατά
τας άλλας είκοσι γενεάς τας προ του Δαρείου, τα μεν υπό των
Περσών γενόμενα, τα δε υπ' αυτών των κορυφαίων Ελλήνων
εριζόντων περί της αρχής. Ώστε ουδόλως παράδοξον εάν εσείσθη η
Δήλος, ούσα πρότερον ακίνητος. Προσέτι και εις χρησμόν τινα ήτο
γεγραμμένον περί αυτής το εξής «Θ α - κ ι ν ή σ ω  - κ α ι - τ η ν
- Δ ή λ ο ν - ή τ ι ς - δ ε ν - ε κ ι ν ή θ η - π ρ ό τ ε ρ ον.»
Σημαίνουσι δε τα ονόματα ταύτα εις την Ελληνικήν γλώσσαν, το
μεν Δαρείος ισχυρός, το δε Ξέρξης πολεμικός, το δε Αρταξέρξης
πολεμικώτατος. Τοιουτοτρόπως θα ηδύναντο οι Έλληνες να
ονομάσωσιν ορθώς κατά την γλώσσαν των τους βασιλείς τούτους.

99. Οι δε βάρβαροι αναχθέντες εκ της Δήλου προσήγγιζον εις τας
νήσους, και εντεύθεν παρελάμβανον στρατόν και ελάμβανον ομήρους
τους παίδας των νησιωτών. Ότε δε περιπλεύσαντες τας νήσους
έφθασαν εις την Κάρυστον, επειδή οι Καρύστιοι δεν έδιδον
ομήρους και είπον ότι δεν στέλλουσι στρατόν εναντίον πόλεων
γειτονικών, ως ωνόμαζον την Ερέτριαν και τας Αθήνας τότε
επολιόρκησαν αυτούς και κατέστρεφον την χώραν των, μέχρις ου
υπέκυψαν εις την θέλησιν των Περσών.

100. Οι δε Ερετριείς ακούσαντες ότι ο Περσικός στόλος έπλεε
κατ' αυτών, εζήτησαν συνδρομήν παρά των Αθηναίων· οι δε
Αθηναίοι δεν ηρνήθησαν την επικουρίαν, αλλά τοις έπεμψαν
βοηθούς τους τετρακισχιλίους άνδρας οίτινες είχον λάβει διά
κλήρου την χώραν των ιπποβοτών Χαλκιδέων. Τα βουλεύματα όμως
των Ερετριέων δεν ήσαν συνετά· αφ' ενός εμήνυον τους Αθηναίους
να έλθωσιν εις βοήθειάν των, αφ' ετέρου είχον άλλα διάφορα
σχέδια. Οι μεν ήθελον να αφήσωσι την πόλιν και να φύγωσιν εις
τα όρη της Ευβοίας, οι δε, ελπίζοντες να ανταμειφθώσιν από τους
Πέρσας, ητοιμάζοντο εις προδοσίαν. Ιδών δε τι συνέβαινεν εις
αυτούς ο Αισχίνης του Νόθωνος, είς των πρώτων της πόλεως,
εφανέρωσεν εις τους Αθηναίους όλην την παρούσαν των κατάστασιν
και τους παρεκάλεσε να αναχωρήσωσι διά να μη απολεσθώσι και
αυτοί. Οι Αθηναίοι επείσθησαν εις τον Αισχίνην ταύτα
συμβουλεύσαντα, και αυτοί μεν περάσαντες εις τον Ωρωπόν,
εξησφάλισαν την σωτηρίαν των.

101. Οι δε Πέρσαι, ελθόντες διά θαλάσσης, ηγκυροβόλησαν εις τας
Ταμύνας, Χοιρέας και Αιγίλια της Ερετρικής χώρας·
προσεγγίσαντες δε εις ταύτα τα μέρη, εξέβαλον αμέσως τους
ίππους και ητοιμάζοντο να επιτεθώσι κατά των εχθρών. Οι
Ερετριείς μήτε να αντεπεξέλθωσι μήτε να πολεμήσωσιν εσκέφθησαν,
αλλά μόνον πώς να διαφυλάξωσιν ει δυνατόν τα τείχη των, καθότι
η γνώμη των περισσοτέρων ήτο να μη αφήσωσι την πόλιν. Κρατεράς
δε προσβολής γενομένης κατά του τείχους, πολλοί έπιπτον
εκατέρωθεν επί έξ ημέρας, τη δε εβδόμην ο Εύφορβος του
Αλκιμάχου και ο Φίλαγρος του Κυνέου, άνδρες έγκριτοι μεταξύ των
πολιτών, προδίδουσι την πόλιν εις τους Πέρσας, οίτινες
εισελθόντες τα μεν ιερά εσύλησαν και έκαυσαν, εκδικούμενοι διά
τα καυθέντα εις τας Σάρδεις ιερά, τους δε ανθρώπους
εξηνδραπόδισαν κατά τας εντολάς του Δαρείου.

102. Αφού δε εγένοντο κύριοι της Ερετρίας και έμειναν εκεί
ολίγας ημέρας, έπλευσαν έπειτα προς την Αττικήν σπεύδοντες και
ελπίζοντες να μεταχειρισθώσι τους Αθηναίους ως μετεχειρίσθησαν
τοις Ερετριείς. Επειδή δε ο Μαραθών ήτο μέρος της Αττικής
επιτηδειότατον διά το ιππικόν και έκειτο πλησιέστατα της
Ερετρίας, ωδήγησεν αυτούς εκεί ο Ιππίας του Πεισιστράτου.

103. ’μα δε έμαθον τούτο οι Αθηναίοι, έδραμον και αυτοί εις τον
Μαραθώνα. Ωδήγουν δε αυτούς στρατηγοί δέκα, και ο δέκατος ήτο ο
Μιλτιάδης του οποίου, ο πατήρ, Κίμων του Στησαγόρου, είχεν
εξορισθή εκ των Αθηνών υπό του Πεισιστράτου του Ιπποκράτους.
Ούτος, ενώ ήτο φυγάς, συνέβη να νικήση εις τα Ολύμπια με
τέθριππον, την δε νίκην ταύτην μολονότι εκέρδησεν αυτός, έδωκεν
εις τον ομομήτριον αδελφόν του Μιλτιάδην. Κατά την ακόλουθον
Ολυμπιάδα, νικήσας πάλιν με τας ιδίας ίππους, παρεχώρησεν εις
τον Πεισίστρατον να ανακηρυχθή νικητής, και τοιουτοτρόπως
αφήσας εις αυτόν την νίκην, εφιλιώθη και κατέβη εις την πατρίδα
του. Κερδίσας δε και άλλην Ολυμπιάδα με τας αυτάς ίππους
εφονεύθη υπό των υιών του Πεισιστράτου, ότε δεν έζη πλέον αυτός
ο Πεισίστρατος. Τον εφόνευσαν δε διά νυκτός προς το μέρος του
πρυτανείου, κρύψαντες εκεί ανθρώπους. Και ετάφη ο Κίμων προ του
άστεως, πέραν της οδού της καλουμένης _διά Κοίλης_ αντικρύ δε
αυτού ετάφησαν αι ίπποι εκείναι, αίτινες ενίκησαν τρεις
Ολυμπιάδας. Τοσάκις είχον νικήσει άλλοτε και αι ίπποι του
Ευαγόρου υιού του Λάκωνος, αλλ' ήσαν αι μόναι. Και ο μεν
πρεσβύτερος των υιών του Κίμωνος Στησαγόρας ευρίσκετο τότε παρά
τω πατρικώ θείω του Μιλτιάδη εις την Χερσόνησον, ο δε νεώτερος
παρ' αυτώ τω Κίμωνι εις τας Αθήνας, έχων το όνομα Μιλτιάδης από
του οικιστού της Χερσονήσου Μιλτιάδου.

104. Ούτος λοιπόν ο Μιλτιάδης, ελθών εκ της Χερσονήσου, ήτο
τότε στρατηγός των Αθηναίων αφού διέφυγε δις τον θάνατον·
πρώτον ότε οι Φοίνικες, έχοντες μεγάλην επιθυμίαν να τον
συλλάβωσι και τον φέρωσιν εις τον βασιλέα, τον κατεδίωξαν μέχρι
της Ίμβρου· δεύτερον ότε αποφυγών αυτούς έφθασεν εις την
πατρίδα του όπου ενόμισεν ότι εσώθη, οι δε εχθροί του τον
υπεδέχθησαν ενάξαντες εις το δικαστήριον και κατηγορήσαντες
αυτόν ότι ετυράννευσε της Χερσονήσου. Διαφυγών όμως και
τούτους, εγένετο στρατηγός των Αθηναίων εκλεχθείς υπό του
δήμου.

105. Και πρώτον μεν, ενώ οι στρατηγοί ήσαν ακόμη εις την πόλιν,
έπεμψαν εις Σπάρτην τον κήρυκα Φειδιππίδην, Αθηναίον, όστις ήτο
και ταχυδρόμος επιτηδειότατος. Εις τούτον — ως ο ίδιος
Φειδιππίδης διηγείτο και ανήγγειλεν εις τους Αθηναίους —
ενεφανίσθη ο Παν περί το Παρθένιον όρος το υπεράνω της Τεγέας,
και προσαγορεύσας αυτόν ονομαστί, τον διέταξε να ερωτήση τους
Αθηναίους διατί δεν φροντίζουσι περί αυτού ποσώς, ενώ είναι
εύνους προς αυτούς και εις πολλάς περιστάσεις τοις εφάνη
χρήσιμος και θα τους ωφελήση και εις αυτήν την περίστασιν. Οι
Αθηναίοι επίστευσαν εις τα λεχθέντα, και όταν ησύχασαν τα
πράγματα έκτισαν κάτωθεν της ακροπόλεως ναόν του Πανός,
τιμώντες αυτόν δι' επετείων θυσιών και αγώνων λαμπαδικών.

106. Ούτος δε ο Φειδιππίδης πεμφθείς τότε υπό των στρατηγών
όπως εκτελέση την υπηρεσίαν εκείνην εις την οποίαν, ως διηγήθη,
τω επεφάνη ο Παν, έφθασεν εις δύο ημέρας από την πόλιν των
Αθηναίων εις την Σπάρτην. Παρουσιασθείς δε εις τους άρχοντας
είπεν· «Ω Λακεδαιμόνιοι, οι Αθηναίοι σας παρακαλούσι να τους
βοηθήσετε και να μη αφήσετε αρχαιοτάτην πόλιν της Ελλάδος να
δουλωθή υπό βαρβάρων. Η Ερέτρια ηνδραποδίσθη και η Ελλάς
εγένετο ασθενεστέρα ένεκα της απωλείας αξιολόγου πόλεως.» Είπε
λοιπόν τα εντεταλμένα, και εκείνοι ενέκρινον μεν να βοηθήσωσι
τους Αθηναίους, πλην ήτο αδύνατον να πράξωσι τούτο αμέσως,
καθότι δεν ήθελον να παραβιάσωσι τον νόμον. Ήτο τωόντι εννάτη
του μηνός, και είπον ότι δεν ηδύναντο να εκστρατεύσωσι πριν
γίνη πλήρης ο κύκλος της σελήνης. Και ούτοι μεν περιέμενον την
πανσέληνον.

107. Ο δε Ιππίας του Πεισιστράτου ωδήγησε τους βαρβάρους εις
τον Μαραθώνα, ιδών την προλαβούσαν νύκτα το εξής όνειρον. Τω
εφάνη ότι συνεκοιμήθη μετά της μητρός του και εκ του ονείρου
τούτου εσυμπέρανεν ότι θα επανέλθη εις τας Αθήνας, ότι θα
αναλάβη πάλιν την αρχήν, και ότι θα αποθάνη εις την κατοικίαν
του γηραιός. Ταύτα εσυμπέρανεν εκ του δράματος. Τότε δε οδηγών
τον στρατόν αφ' ενός μεν εξήγαγε τους αιχμαλώτους της Ερετρίας
εις την νήσον των Στυρέων την καλουμένην Αιγίλιαν, αφ' ετέρου
δε προσώρμιζε τα πλοία εις τον Μαραθώνα και παρέτασσε τους
βαρβάρους εις μάχην καθ' όσον απέβαινον. Ενώ επεστάτει ταύτα τω
επήλθε πταρμός και βηξ ισχυρότερος του συνήθους, και επειδή ήτο
πλέον γέρων οι περισσότεροι οδόντες του εσείσθησαν· υπό της
βίας δε του βηχός ετινάχθη είς εξ αυτών και έπεσεν εις την
άμμον. Ο Πεισίστρατος πολλήν φροντίδα κατέβαλε διά να τον εύρη,
αλλ' επειδή δεν ευρίσκετο ουδαμού, αναστενάξας είπε προς τους
παρισταμένους. «Η γη αύτη δεν είναι ημετέρα ούτε θα δυνηθώμεν
να την υποτάξωμεν· όσον δε μέρος μοι ήτο επιτετραμμένον να
ελπίζω, το κατέχει ο οδούς.»

108. Ο μεν Ιππίας λοιπόν ούτως ενόμισεν ότι ηλήθευσε το όνειρόν
του· εις δε τους Αθηναίους, παρατεταγμένους εις το τέμενος του
Ηρακλέους, ήλθον πανδημεί οι Πλαταιείς ως επίκουροι, καθότι οι
Πλαταιείς είχον αφιερωθή εις τους Αθηναίους οίτινες πολλούς
αγώνας είχον αναλάβει δι' αυτούς. Αφιερώθησαν δε κατά τον
ακόλουθον τρόπον· πιεζόμενοι υπό των Θηβαίων, κατ' αρχάς μεν
προσεφέρθησαν εις τον Κλεομένη του Αναξανδρίδου και τους
Λακεδαιμονίους οίτινες έτυχον να ευρίσκωνται εις τα περίχωρα.
Αλλ' ούτοι δεν τους εδέχθησαν και τοις είπον τα εξής· «Ημείς
κατοικούμεν μακράν και η βοήθειά μας πιθανόν να σας βλάψη,
καθότι πολλάκις ειμπορείτε να υποδουλωθήτε πριν το μάθωμεν
ημείς. Σας συμβουλεύομεν λοιπόν να αφιερωθήτε εις τους
Αθηναίους οίτινες είναι πλησιόχωροι και ισχυροί διά να σας
βοηθήσωσι.» Συνεβούλευον δε ταύτα οι Λακεδαιμόνιοι ουχί τόσον
υπό ευνοίας προς τους Πλαταιείς, αλλ' επί τω σκοπώ να
προξενήσωσι κόπους εις τους Αθηναίους φέροντες αυτούς εις θέσιν
να συμπλακώσι με τους Βοιωτούς. Οι μεν Λακεδαιμόνιοι λοιπόν
ταύτα συνεβούλευον τους Πλαταιείς, ούτοι δε δεν εδυσπίστησαν,
και περιμείναντες την στιγμήν καθ' ην οι Αθηναίοι ετέλουν
θυσίας εις τους δώδεκα θεούς εκάθισαν ως ικέται εις τον βωμόν
και αφιέρωσαν εαυτούς. Μαθόντες ταύτα οι Θηβαίοι εξεστράτευσαν
κατά των Πλαταιέων· αλλ' οι Αθηναίοι έσπευσαν εις βοήθειάν των.
Ενώ δε έμελλον να συμπλακώσι, τους εμπόδισαν οι Κορίνθιοι,
διότι παρατυχόντες εκεί και γενόμενοι δεκτοί υπ' αμφοτέρων των
μερών ως διαιτηταί τους συνεβίβασαν και έθεσαν τα όρια της
χώρας υπό τας εξής συμφωνίας· οι Θηβαίοι να αφίνωσιν ελευθέρους
τους Βοιωτούς, όσοι δεν ήθελον να ανήκωσιν εις την Βοιωτίαν.
Και οι μεν Κορίνθιοι ταύτα αποφασίσαντες ανεχώρησαν· τους δε
Αθηναίους επιστρέφοντας εκτύπησαν οι Βοιωτοί, αλλ' ενικήθησαν
εις την μάχην, και τότε οι νικηταί ηύξησαν μέχρι του Ασωπού
ποταμού και των Υσιών τα όρια τα οποία οι Κορίνθιοι είχον
προσδιορίσει διά την χώραν των Πλαταιέων. Είχον λοιπόν παραδοθή
οι Πλαταιείς εις τους Αθηναίους κατά τον τρόπον τον οποίον
ανέφερα, και τότε ήλθαν εις τον Μαραθώνα ως βοηθοί των.

109. Δύο γνώμαι υπήρχον μεταξύ των Αθηναίων στρατηγών· οι μεν
δεν ήθελον να πολεμήσωσι λέγοντες ότι ήσαν ολίγοι διά να
συμπλακώσι με τον στρατόν των Μήδων, οι άλλοι ήθελον τούτο, και
μεταξύ αυτών ήτο και ο Μιλτιάδης. Ήσαν λοιπόν διηρημένοι και
τούτου ένεκα μάλιστα, ενίκα η χείρων των γνωμών· ευτυχώς έμενεν
ενδέκατος ψηφοφόρος, εκείνος όστις διά της ψήφου του δήμου
ανελάμβανε το αξίωμα του πολεμάρχου, και ήτο τότε πολέμαρχος ο
Καλλίμαχος ο Αφιδναίος. Προς αυτόν παρευθείς ο Μιλτιάδης είπε
τα εξής· «Παρά σού εξαρτάται, ω Καλλίμαχε, ή να καταδουλώσης
τας Αθήνας ή να καταστήσης αυτάς ελευθέρας και να αφήσης μνήμην
αιωνίαν οποίαν δεν άφησαν ο Αρμόδιος και ο Αριστογείτων, διότι
αφότου υπάρχουσιν οι Αθηναίοι ουδέποτε διέτρεξαν τοιούτον
μέγιστον κίνδυνον. Εάν μεν υποκύψωσιν εις τους Μήδους, είναι
γνωστόν τι θα πάθωσι παραδεδομένοι εις τον Ιππίαν, αλλ' εάν
περισωθή η πόλις είναι αρκετά ισχυρά ώστε να γίνη πρώτη των
Ελληνίδων πόλεων. Πώς θα συμβώσι ταύτα και πώς παρά σου
εξαρτάται η εκτέλεσις αυτών, θα σε είπω αμέσως. Δύο γνώμαι
υπάρχουσι μεταξύ των στρατηγών· οι μεν θέλουσι να πολεμήσωμεν,
οι δε να μη πολεμήσωμεν. Εάν μεν δεν πολεμήσωμεν, φοβούμαι
μήπως αναφυή διχόνοιά τις και κλονίση τας πεποιθήσεις των
Αθηναίων ώστε να μηδίσωσιν· εάν όμως πολεμήσωμεν πριν διαφθαρή
η καρδία πολιτών τίνων, δυνάμεθα, εάν οι θεοί μείνωσιν
ουδέτεροι, να νικήσωμεν εις την μάχην. Εις σε λοιπόν
στηρίζονται όλα ταύτα και από σου εξαρτώνται. Εάν προστεθής τη
εμή γνώμη, έχεις πατρίδα ελευθέραν και πόλιν πρώτην των
Ελληνίδων· εάν όμως προτιμήσης την γνώμην των μη σπευδόντων την
μάχην, θέλεις έχει τα εναντία εκείνων τα οποία ανέφερα.»

110. Ταύτα λέγων ο Μιλτιάδης προσλαμβάνει με το μέρος του τον
Καλλίμαχον· προστεθείσης δε της γνώμης του πολεμάρχου,
απεφασίσθη να πολεμήσωσι. Μετά ταύτα οι στρατηγοί, οι
ψηφίσαντες υπέρ της μάχης, καθ' όσον ήρχετο η σειρά εκάστου να
έχη την αρχηγίαν της ημέρας, παρέδιδον αυτήν εις τον Μιλτιάδην
όστις καίπερ δεχόμενος δεν έδιδε μάχην μέχρις ου έφθασεν η
ημέρα της ιδικής του αρχηγίας.

111. Ότε δε περιήλθεν η αρχηγία εις αυτόν, τότε παρέταξε τους
Αθηναίους εις μάχην κατά τον ακόλουθον τρόπον· του μεν δεξιού
κέρατος ηγεμών ήτο ο πολέμαρχος Καλλίμαχος, διότι ούτως είχε
τότε παρά τοις Αθηναίοις ο νόμος, να έχη ο πολέμαρχος το δεξιόν
κέρας· κατόπιν δ' αυτού ήσαν αι φυλαί, η μία πλησίον της άλλης·
τελευταίοι δε ετάχθησαν οι Πλαταιείς, έχοντες το αριστερόν
κέρας. Από ταύτης της μάχης, όταν οι Αθηναίοι τελώσι τας θυσίας
και τας πανηγύρεις αίτινες επαναλαμβάνονται κατά πενταετίαν, ο
Αθηναίος κήρυξ εύχεται λέγων· «Είθε να δίδωσιν οι θεοί τα αγαθά
εις τους Αθηναίους και εις τους Πλαταιείς ομού.» Όταν ο στρατός
των Αθηναίων παρετάχθη εις μάχην, αι τάξεις αυτού εξηπλώθησαν
όσον και αι τάξεις των Μήδων· τοιουτοτρόπως το κέντρον
εσχηματίζετο υπό ολίγων μόνον τάξεων κατά βάθος και ήτο το
ασθενέστερον μέρος του στρατού, αμφότερα όμως τα κέρατα είχον
αρκετόν πλήθος και ήσαν ισχυρά.

112. Αφού έλαβον τας θέσεις των και οι οιωνοί εφάνησαν αίσιοι,
οι Αθηναίοι αφέθησαν και επροχώρησαν κατά των βαρβάρων με βήμα
ταχύ· το δε μεταξύ των δύο στρατών διάστημα δεν ήτο ολιγώτερον
των οκτώ σταδίων. Οι Πέρσαι βλέποντες τους εναντίους ερχομένους
με βήμα ταχύ, ητοιμάζοντο να δεχθώσι την επίθεσιν και ενόμιζον
ότι τους κατέλαβε παραφροσύνη, και παραφροσύνη ολεθρία, διότι
έβλεπον ότι ήσαν ολίγοι, και τόσοι όντες ήρχοντο με σπουδήν,
χωρίς να έχωσιν ούτε ιππικόν ούτε τοξότας. Ταύτα εσυμπέραινον
οι βάρβαροι. Οι δε Αθηναίοι, άμα επλησίασαν αθρόοι τους
βαρβάρους, ήρχισαν την μάχην και επολέμησαν με ανδρίαν αξίαν
μνήμης, διότι πρώτοι πάντων των Ελλήνων όσους ημείς γνωρίζομεν
επέπεσαν με βήμα ταχύ κατά των πολεμίων, και πρώτοι επίσης
είδον αταράχως την Μηδικήν ενδυμασίαν και τους φορούντας αυτήν
άνδρας. Μέχρι τότε, και το όνομα μόνον των Μήδων ακουόμενον
επροξένει φόβον εις τους Έλληνας.

113. Η μάχη αύτη του Μαραθώνος διήρκεσε πολύ· και εις μεν το
μέσον του στρατοπέδου, όπου ήσαν τεταγμένοι οι Πέρσαι και οι
Σάκαι, ενίκων οι βάρβαροι, και ρήξαντες τους αντιπάλους εδίωκον
αυτούς προς τα μεσόγεια· εις τα δύο όμως κέρατα ενίκων οι
Αθηναίοι και οι Πλαταιείς. Νικώντες δε, τους μεν τραπέντας
βαρβάρους άφινον να φεύγωσιν, αυτοί δε ενώσαντες τα δύο κέρατα
εστράφησαν κατ' εκείνων οίτινες είχον ρήξει το μέσον. Η νίκη
των Αθηναίων υπήρξε τελεία. Ακολουθούντες τούς Πέρσας φεύγοντας
έκοπτον αυτούς, και όταν έφθασαν εις την θάλασσαν, εζήτησαν πυρ
και ώρμησαν κατά των πλοίων.

114. Εις την μάχην ταύτην πρώτος εφονεύθη ο πολέμαρχος
Καλλίμαχος, αγωνισθείς ανδρείως, και εκ τον στρατηγών εφονεύθη
ο Στησίλαος του Θρασύλου. Αφ' ετέρου ο Κυνέγειρος του
Ευφορίωνος, καθ' ην στιγμήν έδραξε την πρύμνην ενός πλοίου,
πίπτει αποκοπείς την χείρα διά πελέκεως· έπεσαν δε και άλλοι
Αθηναίοι πολλοί και ονομαστοί.

115. Τοιουτοτρόπως οι Αθηναίοι εκυρίευσαν επτά πλοία, οι δε
βάρβαροι αναχωρήσαντες με τα υπολειπόμενα και αναλαβόντες τα εκ
της Ερετρίας ανδράποδα εκ της νήσου οπού τα είχον αφήσει
περιέπλεον το Σούνιον, θέλοντες να προλάβωσι τους Αθηναίους και
να φθάσωσιν εις την πόλιν. Ελέχθη έπειτα εις τας Αθήνας ότι εκ
ραδιουργίας των Αλκμαιωνιδών έπραξαν τούτο οι Πέρσαι, και ότι
αυτοί συνεννοηθέντες με τους βαρβάρους όντας ήδη εντός των
πλοίων, ύψωσαν ασπίδα.

116. Και ούτοι μεν περιέπλεον το Σούνιον· οι δε Αθηναίοι όσον
το δυνατόν ταχύτερον έτρεχον εις την πόλιν και έφθασαν πριν
έλθωσιν οι βάρβαροι. Αναχωρήσαντες εκ του Ηρακλείου του εν
Μαραθώνι, εστρατοπεδεύσαντες εις άλλο Ηράκλειον το εν
Κυνοσάργει. Οι δε βάρβαροι ελθόντες με τα πλοία ανωτέρω του
Φαλήρου (διότι τούτο ήτο τότε το επίνειον των Αθηναίων) και
ανακωχεύσαντες εκεί επί τινα χρόνον, απέπλευσαν οπίσω εις την
Ασίαν.

117. Εις την μάχην ταύτην του Μαραθώνος απώλεσαν οι βάρβαροι έξ
χιλιάδας και τετρακοσίους, οι δε Αθηναίοι εκατόν εννενήκοντα
δύο· τοιούτος ήτο ο αριθμός των πεσόντων εκατέρωθεν. Συνέβη δε
κατά την μάχην το εξής θαύμα. Αθηναίος τις ο Επίζηλος του
Κουφαγόρου, εμάχετο ανδρειότατα εις την θέσιν του, όταν χωρίς
να κτυπηθή μήτε μακρόθεν μήτε εγγύθεν, έχασεν αίφνης την όρασίν
του και απ' εκείνης της στιγμής μέχρι τέλους της ζωής του
έμεινε τυφλός. Ήκουσα δε ότι ο ίδιος εξήγει το πάθημά του ως
εξής. «Μοι εφάνη, έλεγεν, ότι υψηλόσωμος οπλίτης ήτο πλησίον
μου· το μακρόν γένειόν του εσκίαζεν όλην την ασπίδα του. Το
φάσμα τούτο εμέ μεν παρέτρεξεν, εφόνευσε δε τον παραστάτην
μου.» Ταύτα με είπον ότι διηγείτο ο Επίζηλος.

118. Ο Δάτις επιστρέφων εις την Ασίαν μετά του στρατού, ότε
έφθασεν εις την Μύκονον είδεν όνειρον εις τον ύπνον του. Και τι
μεν ήτο το όνειρον δεν λέγουσιν· άμα όμως εγένετο ημέρα, έκαμεν
έρευναν εις τα πλοία και ευρών εις πλοίον Φοινικικόν έν άγαλμα
του Απόλλωνος κεχρυσωμένον ηρώτησε πόθεν εσυλήθη· μαθών δε εκ
ποίου ιερού, έπλευσε με το πλοίον του εις την Δήλον· και επειδή
τότε οι Δήλιοι είχον επιστρέψει εις την νήσον, κατέθεσε το
άγαλμα εις το ιερόν και παρήγγειλε τους Δηλίους να το
μεταφέρωσιν εις το Δήλιον των Θηβαίων· κείται δε ο ναός ούτος
εις την παραθαλασσίαν καταντικρύ της Χαλκίδος. Και ο μεν Δάτις
ταύτα εντειλάμενος απέπλευσεν· οι Δήλιοι όμως δεν μετέφερον τον
ανδριάντα αλλά μετά είκοσιν έτη αυτοί οι Θηβαίοι, κατά τινα
χρησμόν, τον εκόμισαν εις το Δήλιον.

119. Ο δε Δάτις και ο Αρταφέρνης, άμα απέβησαν εις την Ασίαν,
ανεβίβασαν εις τα Σούσα τους αιχμαλώτους της Ερετρίας. Ο
Δαρείος, πριν αιχμαλωτευθώσιν οι Ερετριείς, ήτο κατ' αυτών
σφόδρα ωργισμένος, καθότι αυτοί είχον αρχίσει να αδικώσιν· αλλ'
ότε τους είδε φερθέντας ενώπιόν του και όντας υποχειρίους του,
δεν τους εκακοποίησε και τους αποκατέστησεν εις κτήμα τι ιδικόν
του κείμενον εις την Κισσίαν χώραν και καλούμενον Αρδέρικκα. Το
χωρίον τούτο από μεν των Σούσων απέχει διακόσια δέκα στάδια,
τεσσαράκοντα δε από του φρέατος τα οποίον παρέχει τρεις ιδίας
ουσίας, καθότι αντλούσιν εξ αυτού άσφαλτον, άλας και έλαιον
κατά τον ακόλουθον τρόπον. Καταβιβάζουσιν εις αυτό κηλώνιον εις
το οποίον είναι δεδεμένον αντί υδρίας το ήμισυ ασκού· αφού δε
το βυθίσωσιν εις το φρέαρ, το ανασύρουσιν έπειτα και το
κενούσιν εις δεξαμενήν, εκ της οποίας χύνεται εις άλλο μέρος
και εκεί λαμβάνει τρεις μορφάς. Και η μεν άσφαλτος και το άλας
πήγνυνται αμέσως, το δε έλαιον συνάγουσιν εις αγγεία και οι
Πέρσαι καλούσιν αυτό ραδινάκην· είναι δε μέλαν και εκβάλλει
οσμήν βαρείαν. Εκεί εγκατέστησεν ο βασιλεύς τους Ερετριείς,
οίτινες και μέχρι της εποχής μου είχον το χωρίον τούτο
φυλάσσοντες την αρχαίαν γλώσσαν. Ταύτα τα αφορώντα τους
Ερετριείς.

120. Εις δε τας Αθήνας ήλθον μετά την πανσέληνον δισχίλιοι
Λακεδαιμόνιοι, τόσην σπουδήν έχοντες να προφθάσωσιν ώστε την
τρίτην ημέραν από της αναχωρήσεώς των ήσαν εις την Αττικήν.
Φθάσαντες όμως μετά την μάχην, επεθύμησαν να ίδωσι τουλάχιστον
τους Μήδους· όθεν μετέβησαν εις τον Μαραθώνα και τους είδον.
Μετά ταύτα επαινέσαντες τους Αθηναίους και το κατόρθωμα αυτών,
επέστρεψαν εις την Σπάρτην.

121. Θαύμα φαίνεται εις εμέ και δεν πιστεύω εις τα λεγόμενα ότι
οι Αλκμαιωνίδαι ήτο δυνατόν εκ συνεννοήσεως με τους Πέρσας να
υψώσωσιν ασπίδα, θέλοντες να υποτάξωσι τας Αθήνας εις τους
βαρβάρους και τον Ιππίαν, αυτοί οίτινες ήσαν μισοτύραννοι, αν
όχι περισσότερον, τουλάχιστον όσον και ο Καλλίας ο υιός του
Φαινίππου και πατήρ του Ιππονίκου, ο μόνος εξ όλων των Αθηναίων
όστις, όταν ο Πεισίστρατος εξωρίσθη από τας Αθήνας και ο κήρυξ
του δημοσίου επώλει τα πράγματά του, ετόλμησε να αγοράση εξ
αυτών και ουδεμίαν παρέλειψε περίστασιν διά να δείξη την προς
αυτόν έχθραν του.

122. Τον Καλλίαν τούτον πρέπει πολλάκις να αναφέρη τις τόσον
διά τα προλελεγμένα και διά τον ζήλον του υπέρ της
απελευθερώσεως της πατρίδος του, όσον και δι εκείνα τα οποία
έκαμεν εις την Ολυμπίαν, νικήσας εις την ιππηλασίαν και λαβών
τα δευτερεία εις τον διά τεθρίππου αγώνα· προ τούτων δε νικήσας
εις τα Πύθια εγένετο γνωστός εις όλους τους Έλληνας διά τας
μεγάλας δαπάνας του. Έτι δε πώς εφέρθη εις τας τρεις θυγατέρας
του. Όταν αύται έφθασαν εις ώραν γάμου, ου μόνον τας επροίκισε
μεγαλοπρεπέστατα, αλλά διά να τας ευχαριστήση ταις επέτρεψε να
εκλέξωσιν εξ όλων των Αθηναίων τους συζύγους τους οποίους
ήθελον.

123. Και οι Αλκμαιωνίδαι ομοίως και ουχί ολιγώτερον ήσαν
μισοτύραννοι. Θαυμάζω λοιπόν και δεν δέχομαι την διαβολήν ότι
υψώσαντες ασπίδα έκαμον σημείον εις τους βαρβάρους, αυτοί
οίτινες ένεκα των τυράννων ήσαν φυγάδες από την πατρίδα των και
διά των ενεργειών των έχασαν την τυραννίδα οι Πεισιστρατίδαι.
Ώστε, κατά την εμήν κρίσιν, πολύ περισσότερον αυτοί ηλευθέρωσαν
τας Αθήνας ή ο Αρμόδιος και ο Αριστογείτων καθότι ο Αρμόδιος
και ο Αριστογείτων, φονεύσαντες τον Ίππαρχον, εξηγρίωσαν τους
υπολοίπους Πεισιστρατίδας και ουδόλως έπαυσαν αυτούς της
τυραννίας, ενώ οι Αλκμαιωνίδαι ηλευθέρωσαν αναντιρρήτως την
πόλιν των, εάν ήναι αληθές ότι αυτοί ανέπεισαν την Πυθίαν να
παραγγείλη τους Λακεδαιμονίους να ελευθερώσωσι τας Αθήνας, ως
πρότερον διηγήθην.

124. Αλλ' ίσως είπη τις ότι παρεκινήθησαν να προδώσωσι την
πατρίδα έχοντες παράπονά τινα κατά του δήμου των Αθηναίων· αλλ'
είναι γνωστόν ότι εις τας Αθήνας ούτε άλλοι σημαντικώτεροι
ήσαν, ούτε ετιμώντο άλλοι περισσότερον. Ώστε ο ορθός λόγος δεν
επιτρέπει να πιστεύσωμεν ότι ύψωσαν ασπίδα με τοιούτον σκοπόν.
Και ασπίς μεν ότι εφάνη υψωμένη, ουδείς δύναται να αρνηθή,
καθότι εγένετο· τις όμως την ύψωσε, δεν έχω τι να προσθέσω.

125. Οι δε Αλκμαιωνίδαι ήσαν μεν ανέκαθεν επιφανείς εις τας
Αθήνας, από του Αλκμαίωνος όμως και του Μεγακλέους εγένοντο
επιφανέστατοι. Ο Αλκμαίων, υιός του Μεγακλέους, απεδέχθη ποτέ
και υπηρέτησε προθύμως τους Λυδούς των Σάρδεων τους οποίους ο
Κροίσος είχε στείλει διά να συμβουλευθώσι το μαντείον των
Δελφών. Μαθών δε ο Κροίσος από τους επιστρέψαντας Λυδούς τας
εκδουλεύσεις αυτού, τον εκάλεσεν εις τας Σάρδεις και τω εχάρισε
τόσον χρυσίον όσον ηδύνατο να φέρη επάνω του άπαξ. Ο δε
Αλκμαίων προς τοιαύτην δωρεάν τοιούτον τι εμηχανεύθη· φορέσας
χιτώνα μέγαν και αφήσας πολλήν ευρυχωρίαν περί το στήθος, και
υποδησάμενος τους μάλλον ευρείς κοθόρνους τους οποίους ηδυνήθη
να εύρη, εισήλθεν εις το θησαυροφυλάκιον όπου τον ωδήγησαν.
Εισπεσών δε εις σωρόν ψήγματος, πρώτον μεν εγέμισε τους
κοθόρνους περί τας κνήμας, όσον ηδύναντο να χωρήσωσιν· έπειτα
δε γεμίσας όλον τον κόλπον και σκορπίσας και εις τας τρίχας της
κεφαλής και άλλο λαβών εις το στόμα εξήλθε του θησαυροφυλακίου,
μόλις σύρων τούς κοθόρνους και ομοιάζων παν άλλο ή άνθρωπον,
καθότι και το στόμα ήτο πεφραγμένον και το σώμα όλον
εξωγκωμένον. Ιδών αυτόν ο Κροίσος κατελήφθη υπό γέλωτος, και ου
μόνον εκείνα τω εχάρισεν, αλλά και άλλα ουχί ολιγώτερα εκείνων.
Τοιουτοτρόπως επλούτησεν η οικία αύτη μεγάλως, και ο Αλκμαίων
ούτος ηδυνήθη να συντηρή ίππους και να κερδίζη νίκας εις τα
Ολύμπια αγωνιζόμενος με τέθριππον.

126. Έπειτα, κατά την επομένην γενεάν, ο τύραννος της Σικυώνος
Κλεισθένης τοσούτον ύψωσε την οικίαν ταύτην ώστε εγένετο μεταξύ
των Ελλήνων πολύ ονομαστοτέρα ή πρότερον. Ο Κλεισθένης του
Αριστωνύμου, του Μύρωνος, του Ανδρέου, είχε θυγατέρα της οποίας
το όνομα ήτο Αγαρίστη και ήθελε να εύρει τον άριστον πάντων των
Ελλήνων και με τούτον να συζεύξη αυτήν. Ήλθεν η εορτή των
Ολυμπίων· νικήσας ο Κλεισθένης με τέθριππον, εδημοσίευσε διά
κήρυκος, όστις των Ελλήνων νoμίζει εαυτόν άξιον να γίνη γαμβρός
του Κλεισθένους ας μεταβή εις την Σικυώνα κατά την εξηκοστήν
ημέραν ή και πρότερον, καθότι μετά έν έτος αρχόμενον από της
εξηκοστής ημέρας ήθελεν ο Κλεισθένης να τελεσθή ο γάμος. Τότε
όσοι των Ελλήνων εμεγαλοφρόνουν ή διά τα ίδια προτερήματά των ή
διά την πατρίδα των, έσπευσαν ως μνηστήρες, και ο Κλεισθένης
διατάξας να ετοιμάσωσι στάδιον και παλαίστραν είχεν αυτά επί τω
σκοπώ να αγωνισθώσι.

127. Και από μεν της Ιταλίας ήλθεν ο Συβαρίτης Σμινδυρίδης υιός
του Ιπποκράτους όστις είχε φθάσει εις ύψιστον βαθμόν τρυφής
(ήτο δε η Σύβαρις κατ' εκείνην την εποχήν ακμαιοτάτη) και ο
Σιρίτης Δάμασος, υιός του Αμύριος του επιλεγομένου σοφού. Ούτοι
ήλθον εκ της Ιταλίας. Από δε του Ιονίου κόλπου ο Αμφίμνηστος
του Επιστρόφου Επιδάμνιος. Από της Αιτωλίας ήλθεν ο Μάλης
αδελφός του Τιτόρμου εκείνου όστις υπερέβη πάντας τους Έλληνας
εις την δύναμιν και διά να φύγη την μετά των ανθρώπων κοινωνίαν
ανεχώρησεν εις τας εσχατίας της Αιτωλίδος χώρας. Από της
Πελοποννήσου ήλθεν ο Λεωκήδης, απόγονος του τυράννου των
Αργείων Φείδωνος· του Φείδωνος όστις εκανόνισε τα μέτρα των
Πελοποννησίων και υπήρξεν ο μάλλον θρασύς από όλους τους
Έλληνας, καθότι διώξας τους αγωνοθέτας των Ηλείων, ερρύθμιζεν
αυτός τα των αγώνων των Ολυμπίων. Τούτου ο απόγονος ήλθε, και
προσέτι ο Αμίαντος του Λυκούργου Αρκάς εκ της Τραπεζούντος και
ο Αζήνιος Λαφάνης εκ της πόλεως Παίου, υιός του Ευφορίωνος
όστις, ως λέγεται εις την Αρκαδίαν, εδέχθη εις την οικίαν του
τους Διοσκούρους και έκτοτε εφιλοξένει όλους τους ανθρώπους,
και ο Ηλείος Ονομαστός, υιός του Αγαίου. Ούτοι ήλθον εκ της
Πελοποννήσου. Εκ δε των Αθηνών ήλθον ο Μεγακλής, υιός του
Αλκμαίωνος εκείνου όστις είχε μεταβή προς τον Κροίσον, και είς
άλλος, ο Ιπποκλείδης του Τισάνδρου, όστις υπερέβαινε τους
Αθηναίους κατά τα πλούτη και το κάλλος. Από δε της Ερετρίας,
ανθούσης τότε, ήλθεν ο Λυσανίας. Ούτος μόνος ήτο εκ της
Ευβοίας. Εκ δε της Θεσσαλίας ήλθεν από μεν τους Σκοπάδας ο
Κραννώνιος Διακτορίδης, από δε τους Μολοσσούς ο ’λκων. Ούτοι
ήσαν οι μνηστήρες.

128. Ελθόντων δε τούτων κατά την ωρισμένην ημέραν, ο Κλεισθένης
πρώτον μεν ηρώτησεν έκαστον περί της πατρίδος και της
οικογενείας του, μετά ταύτα δε κρατήσας αυτούς επί ένα χρόνον
πλησίον του εδοκίμαζε την ανδρίαν των, τον χαρακτήρα των, την
ανατροφήν των, τα ήθη των, συνδιαλεγόμενος μεθ' εκάστου
ιδιαιτέρως ή μεθ' όλων ομού και φέρων εις τα γυμνάσια τους
νεωτέρους αυτών· προ πάντων όμως τους εδοκίμαζεν εις την
τράπεζαν, διότι εφ' όσον χρόνον τους είχε πλησίον του τοις
έδιδε τα πάντα και τους εξένιζε μεγαλοπρεπώς. Εξ όλων δε των
μνηστήρων προ πάντων ήρεσκον εις αυτόν οι εξ Αθηνών ελθόντες,
και εκ τούτων περισσότερον ο Ιπποκλείδης του Τισάνδρου τον
οποίον επροτίμα διά την ανδρίαν του και διότι κατήγετο από τους
Κυψελίδας της Κορίνθου.

129. Ότε δε έφθασεν η προσδιορισθείσα διά την τελετήν του γάμου
ημέρα και να είπη ο Κλεισθένης ποίον εξέλεγεν ως γαμβρόν του,
εθυσίασεν ο Κλεισθένης εκατόν βόας και ευώχησεν ου μόνον τους
μνηστήρας αλλά και όλους τους Σκυωνίους. Περαιωθέντος του
δείπνου, οι μνηστήρες συνεζήτησαν περί μουσικής και περί άλλων
αντικειμένων τα οποία έφερεν η συνομιλία. Προβαίνοντος δε του
πότου, ο Ιπποκλείδης όστις υπερείχε των άλλων διέταξε τον
αυλητήν να παίξη χορόν. Ο αυλητής υπήκουσεν, ο δε Ιπποκλείδης
εξετέλεσε χορόν τινα της αρεσκείας του. Αλλ' ο Κλεισθένης, ων
θεατής, έβλεπε δυσαρέστως όλον το πράγμα. Μετά ταύτα, σταθείς
ολίγον ο Κλεισθένης, διέταξε να τω φέρωσι τράπεζαν· ελθούσης δε
της τραπέζης, πρώτον μεν εχόρευσεν επ' αυτής κατά τρόπους
Λακωνικούς, έπειτα δε κατά τρόπους Αττικούς και επί τέλους
στηρίξας την κεφαλήν επί της τραπέζης ανετίναξε τα σκέλη. Ο δε
Κλεισθένης, ενόσω μεν ο Ιπποκλείδης εχόρευε τα πρώτα και τα
δεύτερα είδη, μολονότι τα εύρισκεν απρεπή και απεφάσισε να μη
τον κάμνη γαμβρόν του, συνείχεν όμως εαυτόν και δεν ήθελε να
εκραγή κατ' αυτού. Αλλ' ότε τον είδεν ανατινάσσοντα τα σκέλη
εις τον αέρα, μη δυνάμενος πλέον να υποφέρη είπεν· «Ω υιέ του
Τισάνδρου διά του χορού απελάκτισας τον γάμον» ο δε Ιπποκλείδης
υπολαβών είπεν: «Ου φροντίς Ιπποκλείδη.» Και έκτοτε ο λόγος
ούτος έμεινε παροιμιώδης.

130. Τότε ο Κλεισθένης ζητήσας να σιωπήσωσιν είπεν εις το μέσον
τα εξής· «Ω μνηστήρες της θυγατρός μου, εγώ όλους σας επαινώ,
και εάν ήτο δυνατόν ήθελον σας ευχαριστήσει όλους χωρίς να
προτιμήσω ένα μόνον εξ υμών και να απορρίψω τους άλλους. Επειδή
όμως τούτο είναι αδύνατον να ευχαριστήσω όλους προκειμένου να
αποφασίσω περί μιας κόρης, δίδω εις έκαστον εξ υμών των
αποπεμπομένων έν τάλαντον αργυρίου διά την τιμήν την οποίαν με
εκάματε θελήσαντες να λάβητε γυναίκα την θυγατέρα μου και διά
τα έξοδα της αποδημίας σας, μνηστεύω δε την θυγατέρα μου
Αγαρίστην με τον υιόν του Αλκμαίωνος Μεγακλέα κατά τους νόμους
των Αθηναίων.» Ειπόντος τότε του Μεγακλέους ότι την λαμβάνει ως
γυναίκα, επεκυρώθη ο γάμος υπό του Κλεισθένους.

131. Τοιαύτη ήτο η εκλογή του Κλεισθένους και ούτως οι
Αλκμαιωνίδαι εφημίσθησαν ανά την Ελλάδα, Εκ του γάμου δε τούτου
εγεννήθη ο Κλεισθένης όστις έχων το όνομα του Σικυωνίου
μητροπάτορός του κατέστησε τας φυλάς και την δημοκρατίαν εις
τας Αθήνας. Ούτος ο υιός εγεννήθη εις τον Μεγακλέα και ο
Ιπποκράτης, εκ δε του Ιπποκράτους εγεννήθη άλλος Μεγακλής και
άλλη Αγαρίστη λαβούσα το όνομα από τις Αγαρίστης του
Κλεισθένους· αύτη δε συζευχθείσα τον Ξάνθιππον του Αρίφρονος
και εγκυμονήσασα είδεν όνειρον εν τω ύπνω· τη εφάνη ότι έτεκε
λέοντα· και μετ' ολίγας ημέρας τίκτει τω Ξανθίππω τον Περικλέα,

132. Μετά την εν Μαραθώνι δε καταστροφήν των Περσών, ο
Μιλτιάδης ήδη έγκριτος μεταξύ των Αθηναίων, εγένετο τότε
σημαντικώτερος. Εζήτησε λοιπόν παρά του δήμου εβδομήκοντα
πλοία, στρατόν και χρήματα, χωρίς να είπη κατά τίνων ήθελε να
εκστρατεύση, αλλά μόνον ότι θα καταπλουτίση αυτούς εάν έστεργον
να τον ακολουθήσωσι, διότι θα τους φέρη εις τοιούτον τόπον από
τον οποίον ευκόλως θα λάβωσιν άφθονον χρυσόν. Ταύτα λέγων
εζήτει τα πλοία, οι δε Αθηναίοι παρασυρθέντες υπό των λόγων τον
τα έδοσαν.

133. Παραλαβών ο Μιλτιάδης τον στρατόν έπλευσε κατά της Πάρου
επί προφάσει μεν ότι οι Πάριοι είχον αρχίσει πρώτοι τον πόλεμον
πέμψαντες μετά του περσικού στόλου μίαν τριήρη εις τον
Μαραθώνα, πράγματι δε διότι είχεν έχθραν κατά των Παρίων ένεκα
του Λυσαγόρου, υιού του Τισίου, όστις Πάριος ων το γένος τον
διέβαλεν εις τον Πέρσην Υδάρνη. Φθάσας ο Μιλτιάδης εις την
οποίαν έπλεε νήσον, επολιόρκησε διά του στρατού τους Παρίους
κεκλεισμένους εις τα τείχη των, και πέμψας εντός της πόλεως
κήρυκα εζήτει εκατόν τάλαντα λέγων ότι εάν δεν τα δώσωσι δεν θα
λύση την παλιορκίαν πριν τους καταστρέψη. Αλλ' οι Πάριοι ούτε
καν εσκέφθησαν να δώσωσι χρήματα εις τον Μιλτιάδην, το μόνον δε
όπερ απεφάσισαν ήτο πώς να φυλάξωσι την πόλιν· όθεν και άλλα
μέτρα ελάμβανον, και συγχρόνως όπου έβλεπον ότι το τείχος ήτο
ευπρόσβλητον αμέσως την ιδίαν νύκτα ύψωνον τα μέρος διπλάσιον
του παλαιού.

134. Και όσα μεν είπα μέχρι του σημείου τούτου της διηγήσεως,
λέγουσιν αυτά και όλοι οι Έλληνες· τα λοιπά δε, ως λέγουσιν οι
Πάριοι συνέβησαν ως εξής. Ενώ ο Μιλτιάδης ηπόρει περί του
πρακτέου, παρουσιάσθη εις αυτόν γυνή τις αιχμάλωτος, Παρία το
γένος, καλουμένη Τιμώ, υποδιάκονος των χθονίων θεών, ήτις τον
συνεβούλευσεν, εάν επεθύμει να κυριεύση την Πάρον, να πράξη όσα
τον υπαγορεύση αυτή. Μετά ταύτα λέγουσιν ότι αυτή μεν έδωκε τας
αναγκαίας συμβουλάς, ο δε Μιλτιάδης αναβάς εις τον λόφον όστις
είναι προ της πόλεως, υπερεπήδησε το περίφραγμα και εισήλθεν
εις τον ναόν της θεσμοφόρου Δήμητρος, καθότι δεν ήτο δυνατόν να
ανοίξη τας θύρας. Υπερπηδήσας λοιπόν τον τοίχον, εβάδισε κατ'
ευθείαν προς τον ναόν αγνοώ τίνα σκοπόν έχων, είτε διά να
μετακινήση τι εξ εκείνων τα οποία πρέπει να μένωσιν ακίνητα,
είτε διά να πράξη οτιδήποτε άλλο. Ότε όμως έφθασε προ της
θύρας, αίφνης τον κατέλαβεν ιερός τρόμος και επέστρεψε διά της
αυτής οδού· πηδήσας δε εκ δευτέρου τον φράκτην έθλασε τον
μηρόν, κατ' άλλους δε εξήρθρωσε το γόνυ.

135. Ο Μιλτιάδης λοιπόν κακώς έχων απέπλευσεν οπίσω, ούτε
χρήματα φέρων εις τους Αθηναίους ούτε την Πάρον κυριεύσας. Είχε
πολιορκήσει αυτήν είκοσι και έξ ημέρας και κατερημώσει τα
πέριξ. Μαθόντες δε Πάριοι ότι η υποδιάκονος των θεών Τιμώ είχε
δώσει οδηγίας εις τον Μιλτιάδην και θέλοντες διά τούτο να την
τιμωρήσωσιν, άμα ησύχασαν μετά την πολιορκίαν έπεμψαν εις τους
Δελφούς διά να ερωτήσωσιν εάν έπρεπε να επιβάλωσι τιμωρίαν τινά
εις την υποδιάκονον των θεών, καθότι υπέδειξεν εις τους εχθρούς
το μέσον να κυριεύσωσι την πόλιν και εφανέρωσεν εις τον
Μιλτιάδην πράγματα τα οποία δεν έπρεπε να φανερωθώσιν εις
άνδρα. Αλλ' η Πυθία δεν επέτρεψε τούτο, ειπούσα ότι η Τιμώ δεν
ήτο ένοχος, ότι ήτο πεπρωμένον ο Μιλτιάδης να έχη κακόν τέλος
και ότι εκείνη υπήρξε το όργανον των κακών του. Και εις μεν
τους Παρίους ταύτα απεκρίθη η Πυθία.

136. Αφού δε επέστρεψεν ο Μιλτιάδης εκ της Πάρου, μία ομόθυμος
κραυγή ηγέρθη κατ' αυτού, τινές δε και μάλιστα ο Ξάνθιππος του
Αρίφρονος ενήγαγον αυτόν ενώπιον του δήμου ως ένοχον θανάτου
και τον κατεδίωκον ως απατήσαντα τους Αθηναίους. Ο δε
Μιλτιάδης, μη δυνάμενος να εμφανισθή αυτοπροσώπως, δεν
απελογήθη, καθότι ο μηρός του ήρχισεν ήδη να σήπεται· αλλ' ενώ
έκειτο εις την κλίνην, οι φίλοι του απελογούντο αντ' αυτού
αναφέροντες μετ' εμφάσεως την εν Μαραθώνι μάχην, την άλωσιν της
Λήμνου και λέγοντες ότι κυριεύσας αυτήν και εκδικηθείς τους
Πελασγούς την παρέδωκεν εις τους Αθηναίους. Ο δε δήμος τον
απέλυσε μεν της θανατικής καταδίκης, τον εζημίωσεν όμως ως
αδικήσαντα εις πρόστιμον πεντήκοντα ταλάντων. Ολίγον μετά ταύτα
προχωρησάσης της γαγγραίνης απέθανεν ο Μιλτιάδης, τα δε
πεντήκοντα τάλαντα επλήρωσεν ο υιός του Κίμων.

137. Εκυρίευσε δε την Λήμνον ο Μιλτιάδης ο υιός του Κίμωνος ως
ακολούθως. Οι Πελασγοί είχον διωχθή εκ της Αττικής υπό των
Αθηναίων, είτε δικαίως είτε αδίκως· περί τούτου δεν θα είπω
άλλο τι παρ' ό,τι λέγουσιν άλλοι. Αφ' ενός μεν ο Εκαταίος του
Ηγησάνδρου εν τη ιστορία του λέγει ότι εδιώχθησαν αδίκως· κατ'
αυτόν, όταν οι Αθηναίοι είδον την εις τους πρόποδες του Υμηττού
χώραν την οποίαν είχον δώσει εις τους Πελασγούς εις αντάλλαγμα
του υπό των Πελασγών κτισθέντος τείχους της ακροπόλεως, όταν
είδον την χώραν ταύτην καλώς δεδουλευμένην, πρότερον ούσαν
άγονον και μηδαμινήν, εφθόνησαν και επεθύμησαν να την λάβωσι,
και εδίωξαν τους Πελασγούς χωρίς να προβάλωσι την ελαχίστην
πρόφασιν. Αφ' ετέρου δε οι Αθηναίοι λέγουσιν ότι δικαίως τους
εδίωξαν, διότι κατοικούντες οι Πελασγοί εις τους πρόποδας του
Υμηττού και ορμώμενοι εκείθεν επροξένουν τας εξής αδικίας.
Επειδή αι θυγατέρες των Αθηναίων εσύχναζον εις την Εννεάκρουνον
διά να λάβωσιν ύδωρ (καθότι κατ' εκείνην την εποχήν μήτε οι
Αθηναίοι μήτε οι άλλοι Έλληνες είχον δούλους) οι Πελασγοί, όταν
ήρχοντο αύται εις την πηγήν, τας εβίαζον αυθαδώς και
περιφρονητικώς. Δεν ήρκει δε τούτο, αλλά τελευταίον τους
συνέλαβον επ' αυτοφώρω επιβουλεύοντας να κυριεύσωσι τας Αθήνας.
Τότε δε εφάνησαν τόσον καλλίτεροι εκείνων ώστε ενώ ηδύναντο να
τους φονεύσωσιν ως επιβούλους, δεν έπραξαν τούτο, αλλ'
ηρκέσθησαν να τους διατάξωσι να εξέλθωσι της χώρας. Ανεχώρησαν
λοιπόν οι Πελασγοί και εκυρίευσαν άλλους τόπους, ιδίως δε την
Λήμνον. Και εκείνα μεν είπεν ο Εκαταίος, ταύτα δε λέγουσιν οι
Αθηναίοι.

138. Ούτοι δε οι Πελασγοί νεμόμενοι τότε την Λήμνον και
θέλοντες να εκδικηθώσι τους Αθηναίους, επειδή εγνώριζον καλώς
τας εορτάς των Αθηναίων, αποστείλαντες πεντηκοντόρους
ενήδρευσαν τας γυναίκας αυτών ότε ετέλουν εις την Βραυρώνα την
εορτήν της Αρτέμιδος. Αρπάσαντες δε εκείθεν πολλάς εξ αυτών
απέπλευσαν και ελθόντες εις την Λήμνον είχον αυτάς ως παλλακάς.
Αφού δε αι γυναίκες αύται ετεκνοποίησαν, εδίδασκον εις τους
παίδας των την Αττικήν γλώσσαν και τα ήθη των Αθηναίων. Οι δε
παίδες ούτε να συναναστρέφονται ήθελον με τους παίδας τους
γεννηθέντας εκ των Πελασγίδων γυναικών, και εάν τις εξ αυτών
ετύπτετο υπό τινος παιδός Πελασγίδος, έτρεχον όλοι και εβοήθουν
αλλήλους. Προσέτι και να άρχωσιν ήθελον των άλλων παιδίων και
ήσαν ισχυρότεροι. Ιδόντες ταύτα οι Πελασγοί συνηθροίσθησαν όπως
συσκεφθώσι· συσκεπτόμενοι δε εύρον ότι το πράγμα ήτο
επικίνδυνον καθότι αφού εις τοιαύτην μικράν ηλικίαν οι παίδες
εκείνοι ήξευραν να βοηθώνται μεταξύ των εναντίον των παίδων των
νομίμων των γυναικών, και ήθελον από τούδε να τους διοικώσι, τι
άρα γε θα ήσαν ικανοί να πράξωσιν αφού ανδρωθώσιν; Όθεν
απεφάσισαν να φονεύσωσι τους παίδας τους εκ των Αττικών
γυναικών, και εκτελέσαντες τούτο εφόνευσαν προσέτι και τας
μητέρας. Από τούτου δε του έργου και του προτέρου το οποίον
διέπραξαν αι Λήμνιαι γυναίκες, φονεύσασαι συγχρόνως τον βασιλέα
Θόαντα και όλους τους συζύγους των, έμεινε συνήθεια εις την
Ελλάδα να καλώνται Λήμνια όλα τα εγκληματικά έργα.

139. Αφού δε οι Πελασγοί εφόνευσαν τους παίδας και τας γυναίκας
των ούτε η γη των εβλάστησε πλέον καρπόν, ούτε αι γυναίκες των
και αι ποιμναί των εγέννησαν. Πιεζόμενοι υπό του λιμού και της
ατεκνίας, έπεμψαν εις τους Δελφούς διά να ζητήσωσι λύσιν των
παρόντων κακών. Η δε Πυθία τους διέταξε να δώσωσιν εις τους
Αθηναίους ικανοποίησιν οποίαν αυτοί οι Αθηναίοι ήθελον ζητήσει.
Μετέβησαν λοιπόν οι Πελασγοί εις τας Αθήνας και είπον ότι
προθύμως έδιδον ικανοποίησιν διά τα αδικήματά των. Οι δε
Αθηναίοι στήσαντες κλίνην εις το πρυτανείον όσον ηδυνήθησαν
μεγαλοπρεπέστερον και παραθέσαντες τράπεζαν κεκαλυμμένην υπό
εξαιρέτων φαγητών, είπον εις τους Πελασγούς να παραδώσωσι την
χώραν των εις τοιαύτην κατάστασιν. Οι δε Πελασγοί αποκριθέντες
εις ταύτα είπον· «Όταν εις μίαν ημέραν ο βορράς άνεμος φέρη έν
πλοίον εκ της χώρας σας εις την ιδικήν μας, τότε σας την
παραδίδομεν.» Είπον τούτο βέβαιοι όντες ότι ήτο αδύνατον να
γίνη, καθότι η Αττική κείται πολύ μακράν της Λήμνου προς νότον.

140 Ταύτα συνέβησαν τότε. Μετά πολλά δε έτη, ότε η Χερσόνησος
υπετάγη εις τους Αθηναίους, ο Μιλτιάδης του Κίμωνος, ενώ έπνεον
οι ετησίαι άνεμοι, πλεύσας εκ του Ελαιούντος του εν τη
Χερσονήσω εις την Λήμνον, είπεν εις τους Πελασγούς να
εκκενώσωσι την νήσον, αναμιμνήσκων αυτοίς τον χρησμόν τον
οποίον ούτοι ουδέποτε ήλπιζον ότι ήθελεν εκπληρωθή. Και οι μεν
Ηφαιστιείς υπήκουσαν, οι δε Μυριναίοι μη πειθόμενοι και
λέγοντες ότι η Χερσόνησος δεν ήτο Αττική, επολιορκήθησαν μέχρις
ου παρεδόθησαν. Τοιουτοτρόπως λοιπόν οι Αθηναίοι και ο
Μιλτιάδης κατέλαβον την Λήμνον.




ΒΙΒΛΙΟΝ ΕΒΔΟΜΟΝ




ΠΟΛΥΜΝΙΑ.



1. Ότε ήλθεν η αγγελία περί της μάχης του Μαραθώνος εις τον
βασιλέα Δαρείον του Υστάσπους, ούτος ων και πρότερον ωργισμένος
κατά των Αθηναίων διά την εις τας Σάρδεις εισβολήν, τότε έτι
μάλλον ωργίσθη και έτι μάλλον έσπευσε να στρατεύση κατά της
Ελλάδος. Αμέσως λοιπόν πέμψας απεσταλμένους εις τας πόλεις
παρήγγειλε να ετοιμάσωσι στρατόν περισσότερο του προτέρου, και
εζήτησε πλοία, ίππους, τροφάς, λέμβους. Επί τρία έτη η Ασία ήτο
εις κίνησιν ένεκα των διαταγών τούτων· πανταχού εστρατολογούντο
οι μάλλον ανδρείοι και ητοιμάζοντο να στρατεύσωσι κατά της
Ελλάδος. Κατά το τέταρτον δε έτος οι Αιγύπτιοι, τους οποίους
είχεν υποδουλώσει ο Καμβύσης, απεστάτησαν από τους Πέρσας. Τότε
έτι μάλλον παρωξύνθη ο Δαρείος και απεφάσισε να εκστρατεύση
κατ' αμφοτέρων των εθνών.

2. Ενώ δε ο βασιλεύς ητοιμάζετο να εκστρατεύση κατά της
Αιγύπτου και των Αθηνών, μεγάλη έρις ανεφύη μεταξύ των υιών του
περί της ηγεμονίας, διότι όταν ο βασιλεύς απέρχεται εις
εκστρατείαν οφείλει κατά τον νόμον των Περσών να υποδεικνύη τον
διάδοχόν του. Είχε δε ο Δαρείος τρεις υιούς εκ της πρώτης του
γυναικός, της θυγατρός του Γωβρύου, και αφότου εγένετο
βασιλεύς, άλλους τέσσαρας εκ της Ατόσσης, θυγατρός του Κύρου.
Εκ των πρώτων πρεσβύτερος ήτο ο Αρταβαρζάνης, εκ των δευτέρων ο
Ξέρξης. Επειδή λοιπόν δεν ήσαν εκ της ιδίας μητρός όλοι,
διεφώνουν. Ο μεν Αρτοβαρζάνης ηξίου να βασιλεύση επειδή ήτο ο
πρεσβύτατος όλων των τέκνων και επειδή κατά τους νόμους όλων
των εθνών ο πρεσβύτατος διαδέχεται την αρχήν· ο δε Ξέρξης
επειδή ήτο υιός της θυγατρός του Κύρου και εις τον Κύρον οι
Πέρσαι ώφειλον την ελευθερίαν των.

3. Ο Δαρείος δεν είχε φανερώσει ακόμη την γνώμην του, ότε έτυχε
να έλθη εις τα Σούσα ο Δημάρατος του Αρίστωνος, στερηθείς την
βασιλείαν της Σπάρτης και καταδικάσας εαυτόν εις φυγήν
εκουσίαν. Ο Δημάρατος ούτος, μαθών την διαφοράν των υιών του
Δαρείου, επορεύθη ως λέγουσι να εύρη τον Ξέρξην και τον
συνεβούλευσε, πλην των δικαιωμάτων όσα είχεν ήδη προβάλει, να
λέγη και τούτο, ότι εγεννήθη ότε εβασίλευεν ο πατήρ του και
είχεν επί των Περσών την υπερτάτην κυριαρχίαν, ενώ ο
Αρτοβαρζάνης εγεννήθη ότε ο Δαρείος ήτο ακόμη ιδιώτης. Όθεν
ούτε πρέπον είναι ούτε δίκαιον να προτιμηθή άλλος· καθότι και
εις την Σπάρτην, προσέθεσε καταλήγων ο Δημάρατος, τοιούτος ήτο
ο νόμος· εάν υπάρχωσιν υιοί γεννηθέντες πριν γίνη βασιλεύς ο
πατήρ των, και γεννηθή άλλος αφού βασιλεύση ο πατήρ, διαδέχεται
ο νεώτερος ούτος την βασιλείαν. Και ο μεν Ξέρξης μετεχειρίσθη
την συμβουλήν ταύτην του Δημαράτου, ο δε Δαρείος αναγνωρίσας
ότι ωμίλει δικαίως, τον υπέδειξεν ως μέλλοντα βασιλέα. Εγώ όμως
φρονώ ότι και άνευ της συμβουλής ταύτης ο Ξέρξης ήθελε
βασιλεύσει, καθότι η ’τοσσα ήτο παντοδύναμος.

4. Υποδείξας δε ο Δαρείος τον Ξέρξην ως βασιλέα των Περσών,
έσπευσε να εκστρατεύση. Αλλά μετά τα συμβάντα ταύτα,
διαρκούντος του δευτέρου έτους μετά την αποστασίαν της
Αιγύπτου, συνέπεσε να αποθάνη ο Δαρείος ενώ παρεσκευάζετο διά
την εκστρατείαν (14), βασιλεύσας τριάκοντα και έξ έτη και μη
προφτάσας να τιμωρήση μήτε τους αποστατήσαντας Αιγυπτίους μήτε
τους Αθηναίους.

5. Αποθανόντος δε του Δαρείου μετέβη η βασιλεία εις τον υιόν
αυτού Ξέρξην. Ο δε Ξέρξης κατ' αρχάς ποσώς δεν ήτο πρόθυμος να
στρατεύση κατά της Ελλάδος. Αλλ' άνθρωπός τις έχων επιρροήν
μεγαλειτέραν των άλλων εν τη αυλή των Περσών, ο υιός του
Γωβρύου Μαρδόνιος, εξάδελφος του Ξέρξου και υιός αδελφής του
Δαρείου, τω είπε τα εξής· «Δέσποτα, δεν είναι πρέπον οι
Αθηναίοι, αφού επροξένησαν τόσα κακά εις τους Πέρσας, να μη
τιμωρηθώσι δι' όσα έπραξαν. Προς το παρόν τελείωσον ό,τι έχεις
ανά χείρας· αφού δε ταπεινώσης την αυθάδη Αίγυπτον, στρέψον τα
όπλα κατά των Αθηνών, διά να φημισθή το όνομά σου μεταξύ των
ανθρώπων και διά να μάθη καθείς να μη στρατεύη κατά της χώρας
σου.» Ταύτα δε έλεγεν εμπνεόμενος υπό της εκδικήσεως, εκτός δε
τούτου συνείθισε να επαναλαμβάνη ότι η Ευρώπη ήτο ωραία χώρα,
είχε διάφορα δένδρα ήμερα, η γη αυτής ήτο ευφορωτάτη και ότι εξ
όλων των θνητών μόνος ο βασιλεύς ήτο άξιος να κατέχη αυτήν.

6. Ταύτα έλεγεν επιθυμών νέας επιχειρήσεις και θέλων να γίνη
ύπαρχος της Ελλάδος. Επί τέλους το κατώρθωσε και έπεισε τον
Ξέρξην να πράξη ταύτα· και άλλαι όμως περιστάσεις συνετέλεσαν
εις το να πεισθή ο βασιλεύς. Αφ' ενός ελθόντες απεσταλμένοι από
της Θεσσαλίας, σταλέντες παρά των Αλευαδών, παρώτρυνον τον
βασιλέα κατά της Ελλάδος υποσχόμενοι να συμπράξωσι μετά πάσης
προθυμίας· ήσαν δε οι Αλευάδαι ούτοι βασιλείς της Θεσσαλίας.
Αφ' ετέρου όσοι Πεισιστρατίδαι είχον αναβή εις τα Σούσα, ου
μόνον έλεγον όσα και οι Αλευάδαι, αλλά προς τούτοις τω έδιδον
και ελπίδας ότι θα επιτύχη, έχοντες μεθ' εαυτών τον Αθηναίον
μάντιν Ονομάκριτον όστις είχε συλλέξει τους χρησμούς του
Μουσαίου. Είχον έλθει εις τα Σούσα αφού πρώτον συνεφιλιώθησαν
μετ' αυτού· καθότι ο Ονομάκριτος είχεν εξορισθή εκ των Αθηνών
υπό του Ιππάρχου του Πεισιστράτου, συλληφθείς επ' αυτοφώρω υπό
του Ερμιονέως Λάσου παρεισάγων εις τους χρησμούς του Μουσαίου
ένα ιδικόν του προλέγοντα ότι αι περί την Λήμνον νήσοι έμελλον
να καταβυθισθώσιν εις την θάλασσαν. Τούτου ένεκα εξώρισεν αυτόν
ο Ίππαρχος ενώ πρότερον ήτο φίλος του. Τότε δε αναβάς μετ'
αυτών εις τα Σούσα, οσάκις παρουσιάζετο εις τον βασιλέα, προς
τον οποίον οι Πεισιστρατίδαι πολλά εγκώμια έλεγον περί αυτού,
απήγγελλε χρησμούς τινας· και εάν μεν ήτο τι το οποίον
προεμήνυε κακόν εις τον βάρβαρον, απεσιώπα αυτό, και εκλέγων τα
μάλλον ευνοϊκά έλεγεν ότι ήτο πεπρωμένον να ζευχθή ο
Ελλήσποντος υπό ανδρός Πέρσου και περιέγραφε την πορείαν του
στρατού. Τοιουτοτρόπως αφ' ενός μεν ο Ονομάκριτος διά των
χρησμών, αφ' ετέρου δε οι Αλευάδαι διά των συμβουλών των
παρεκίνουν τον βασιλέα.

7. Αφού λοιπόν ο Ξέρξης επείσθη να στρατεύση κατά της Ελλάδος,
το δεύτερον έτος μετά τον θάνατον του πατρός του εξεστράτευσε
πρώτον κατά των αποστατών. Τούτους δε καταστρέψας και υποβαλών
την Αίγυπτον εις δουλείαν βαρυτέραν ή πρότερον αφήκεν αυτήν εις
τον αδελφόν του Αχαιμένη. Μετά τινα χρόνον ο Λίβυς Ινάρως του
Ψαμμιτίχου εφόνευσε τον Αχαιμένη τούτον, διοικητήν όντα της
Αιγύπτου.

8. Ο δε Ξέρξης μετά την άλωσιν της Αιγύπτου, επειδή εσκόπευε να
διευθύνη αυτοπροσώπως την κατά των Αθηνών εκστρατείαν,
συνεκάλεσε συνέλευσιν εκ των πρώτων Περσών διά να ακούση τας
γνώμας των και να είπη εις όλους εκείνα τα οποία ήθελεν. 1.
Αφού δε συνήχθησαν, είπεν ο Ξέρξης τα εξής· «Ω Πέρσαι, δεν
επιχειρώ να σας επιβάλω νόμον νέον, αλλ' ευρών αυτόν εν ισχύι
θα τον μεταχειρισθώ. Ως ακούω από τους πρεσβυτέρους, ουδέποτε
εμείναμεν ήσυχοι αφότου ο Κύρος κατέστρεψε τον Αστυάγη και
αφηρέσαμεν την ηγεμονίαν από τους Μήδους, αλλά θεός τις μας
οδηγεί προς νέας πράξεις και ημείς ακολουθούντες αυτόν
ευδοκιμούμεν. Και όσα μεν έθνη κατετρόπωσαν και προσεκτήσαντο ο
Κύρος, ο Καμβύσης και ο πατήρ μου Δαρείος, είναι περιττόν να τα
λέγη τις προς ειδότας. Το κατ' εμέ δε, αφότου παρέλαβον τον
θρόνον, αδιακόπως σκέπτομαι πώς να μη φανώ κατώτερος από τους
προ εμού έχοντας την τιμήν ταύτην και να προσθέσω εις τους
Πέρσας δύναμιν όχι ολιγωτέραν. Σκεπτόμενος δε ευρίσκω ότι και
δόξαν δυνάμεθα να λάβωμεν και χώραν να κατακτήσωμεν ουχί
μικροτέραν ουδέ χειροτέραν αυτής την οποίαν έχομεν, ίσως
μάλιστα ευφορωτέραν, συγχρόνως δε να τιμωρήσωμεν και να
εκδικηθώμεν τους εχθρούς μας. Τούτου ένεκα εκάλεσα υμάς ενταύθα
διά να ανακοινώσω τι σκοπεύω να πράξω. 2. Ζεύξας τον
Ελλήσποντον θα φέρω τον στρατόν μου κατά της Ελλάδος
διερχόμενος την Ευρώπην, όπως τιμωρήσω τους Αθηναίους δι' όσα
έπραξαν εις τους Πέρσας και εις τον πατέρα μου. Είδετε τον
Δαρείον επιθυμούντα διακαώς να κινήση στρατόν κατά των ανθρώπων
τούτων αλλ' εκείνος μεν απέθανε και δεν επρόφθασε να τους
τιμωρήση, εγώ δε υπέρ εκείνου και των άλλων Περσών δεν θα παύσω
μέχρις ου κυριεύσω και κατακαύσω τας Αθήνας, καθότι πρώτοι οι
Αθηναίοι ηδίκησαν εμέ και τον πατέρα μου. Πρώτον μεν ελθόντες
εις τας Σάρδεις μετά του ημετέρου δούλου Αρισταγόρου του
Μιλησίου ενέπρησαν τα άλση και τους ναούς, έπειτα δε ηξεύρετε
όλοι βεβαίως πώς μας μετεχειρίσθησαν όταν απέβημεν εις την γην
αυτών υπό την στρατηγίαν του Δάτιδος και του Αρταφέρνους. 3.
Ταύτα είναι τα αίτια τα οποία με παρακινούσι να τους πολεμήσω.
Τα δε αγαθά τα οποία σκεπτόμενος ευρίσκω εις αυτήν την
εκστρατείαν είναι τα εξής. Εάν υποτάξωμεν αυτούς και τους
γείτονάς των οίτινες κατέχουσι την χώραν του Φρυγός Πέλοπος, θα
καταστήσωμεν την Περσικήν γην όμορον του ουρανού του Διός,
διότι ο ήλιος δεν θα βλέπη πλέον άλλην χώραν συνορεύουσαν με
αυτήν, αφού θα ήναι η μόνη με την οποίαν θα ενώσω όλας τας
άλλας διερχόμενος διά πάσης της Ευρώπης. Επληροφορήθην δε ότι
ούτε πόλις μένει πλέον ούτε έθνος το οποίον να δυνηθή να έλθη
εις πόλεμον με ημάς, αφού υποδουλώσω τους ανθρώπους τους
οποίους ανέφερα. Τοιουτοτρόπως και εκείνοι οίτινες μας έπταισαν
και εκείνοι οίτινες δεν μας έπταισαν, θα κύψωσιν υπό τον ζυγόν
της δουλείας. 4. Υμείς δε θέλετε με ευχαριστήσει εάν πράξετε τα
εξής. Όταν σας αναγγείλω την στιγμήν κατά την οποίαν πρέπει να
έλθετε, ας δράμη έκαστος υμών μετά προθυμίας· εκείνος δε όστις
έλθη με κάλλιστα παρεσκευασμένον στρατόν θα λάβη παρ' εμού δώρα
όσα νομίζονται τιμιώτατα εις την αυλήν μου. Και ταύτα μεν ούτω
πρέπει να γίνωσι· διά να μη νομίσετε δε ότι ιδιοβουλεύω, εκθέτω
το πράγμα ενώπιόν σας και ζητώ όστις θέλει να εκφράση την
γνώμην του.» Ταύτα ειπών εσιώπησεν.

9. Μετ' αυτόν δε ο Μαρδόνιος είπε· «Δέσποτα, συ είσαι ο άριστος
ου μόνον των γεννηθέντων Περσών αλλά και των μελλόντων να
γεννηθώσι, διότι και αι ιδέαι τας οποίας εξέθεσες είναι άρισται
και αληθέσταται, και τους εις την Ευρώπην κατοικούντες Ίωνας,
ανθρώπους μηδαμινούς, δεν θα αφήσης να μας εμπαίξωσιν. Εάν προς
μόνον τον σκοπόν να αυξήσωμεν την δύναμίν μας υπεδουλώσαμεν
τους Σάκας, τους Ινδούς, τους Αιθίοπας, τους Ασσυρίους και τόσα
άλλα έθνη πολλά και μεγάλα άτινα ουδόλως ηδίκησαν τους Πέρσας,
δεν θα ήναι αίσχος δι ημάς εάν δεν τιμωρήσωμεν τους Έλληνας
οίτινες πρώτοι μας ηδίκησαν; Τι φοβούμεθα; ποίον στρατόν μέγαν;
ποίαν χρημάτων δύναμιν; 1. Ηξεύρομεν τον τρόπον με τον οποίον
πολεμούσιν, ηξεύρομεν ότι τα μέσα των είναι ασθενή, είμεθα
κύριοι των παίδων των τους οποίους υπετάξαμεν και οίτινες
κατοικούσιν εις την χώραν μας καλούμενοι Ίωνες, Αιολείς,
Δωριείς. Τους εδοκίμασα εγώ ο ίδιος όταν εστράτευσα κατ' αυτών
κατά προσταγήν του πατρός σου. Εισήλασα μέχρι της Μακεδονίας
και ολίγον έλειψε να φθάσω και εις αυτάς τας Αθήνας χωρίς να
εξέλθη κανείς διά να με πολεμήση. 2. Και εν τούτοις, ως
μανθάνω, οι Έλληνες συνειθίζουσι να συγκροτώσι πολέμους
απερισκέπτως, αφρόνως, αναιτίως. ’μα κηρύξωσι πόλεμον μεταξύ
των, εκλέγουσι την ωραιοτέραν και ομαλωτέραν πεδιάδα και
καταβαίνοντες πολεμούσιν ούτως ώστε οι νικώντες αναχωρούσιν
έπειτα με μεγάλην ζημίαν· περί των ηττωμένων δεν λέγω τίποτε,
καθότι αφανίζονται κατά κράτος, ενώ έπρεπεν, επειδή είναι
ομόγλωσσοι, να μεταχειρίζωνται κήρυκας και πρέσβεις και να
καταπαύωσι τας διαφοράς των διά παντός άλλου τρόπου ή διά της
μάχης. Εάν δε ήτο άφευκτον να πολεμήσωσι προς αλλήλους, έπρεπε
να εκλέγωσι θέσεις όπου εκάτερον μέρος δυσκόλως ήθελε νικάται
και εκεί να δοκιμάζωσι την τύχην των όπλων. Οι Έλληνες λοιπόν
οι μετά τοσαύτης προθυμίας συγκροτούντες ανωφελείς μάχας, όταν
εγώ εισήλασα μέχρι της Μακεδονίας, ούτε καν εσκέφθησαν να
πολεμήσωσι. 3. Εις σε δε, ω βασιλεύ, ποίος θα εναντιωθή και θα
σε πολεμήση άγοντα αναρίθμητον στρατόν και όλα τα πλοία της
Ασίας; Ως φρονώ δεν έφθασαν οι Έλληνες εις τοιαύτην αυθάδειαν.
Εάν όμως απατώμαι, εάν παρασυρθέντες υπό της επάρσεως θελήσωσι
να μας πολεμήσωσι, θα μάθωσιν ότι είμεθα οι άριστοι των
ανθρώπων εις τα πολεμικά. Ας μεταχειρισθώμεν κατ' αυτών όλα τα
μέσα, διότι ουδέν γίνεται αυτόματον, αλλ' όλα τα ανθρώπινα
πράγματα απαιτούσι δοκιμήν.»

10. Ο μεν Μαρδόνιος ούτως εξομαλίσας την γνώμην του Ξέρξου
έπαυσε. Σιωπώντων δε των άλλων Περσών και μη τολμώντων να
εκφράσωσι γνώμην εναντίαν της προκειμένης, ο Αρτάβανος του
Υστάσπους, θείος ων του Ξέρξου και τούτου ένεκα τολμηρότερος,
είπε τα εξής. 1. «Βασιλεύ, εάν δεν λεχθώσι γνώμαι εναντίαι προς
αλλήλας, δεν είναι δυνατόν να αποφανθή τις υπέρ της καλλιτέρας,
αλλ' είναι ηναγκασμένος να παραδεχθή την μόνην ήτις επροτάθη,
ενώ, όταν εκτεθώσι διάφοροι γνώμαι, δύναται τότε να εκλέξη. Το
αυτό συμβαίνει με τον καθαρόν χρυσόν όστις αφ' εαυτού μεν δεν
διακρίνεται, εάν όμως τρίψωμεν αυτόν εις την λίθον πλησίον
άλλου χρυσού διακρίνομεν τον καλλίτερον. ’λλοτε συνεβούλευσα
τον πατέρα σου, τον αδελφόν μου Δαρείον, να μη στρατεύση κατά
των Σκυθών, ανθρώπων οίτινες δεν έχουσι πόλιν εις κανέν μέρος
της γης· εκείνος όμως ελπίσας ότι θα καταστρέψη τους νομάδας
Σκύθας δεν με ήκουσε και έκαμε την εκστρατείαν εκείνην από την
οποίαν επέστρεψεν αφού απώλεσε πολλούς και ανδρείους άνδρας του
στρατού του. Συ δε, ω βασιλεύ, προτίθεσαι να εκστρατεύσης
εναντίον ανθρώπων πολύ γενναιοτέρων από τους Σκύθας και οίτινες
λέγονται ότι είναι εμπειρότατοι και εις την θάλασσαν και εις
την ξηράν. Όθεν είναι πρέπον να σε είπω εκείνο το οποίον βλέπω
εις αυτούς φοβερόν. 2. Λέγεις να ζεύξης τον Ελλήσποντον και να
οδηγήσης τον στρατόν σου διά της Ευρώπης, Υπόθεσον όμως ότι
συμβαίνει να νικηθώμεν ή κατά γην ή κατά θάλασσαν, ή και κατ'
αμφότερα, διότι οι άνθρωποι ούτοι φημίζονται ότι είναι
ανδρειότατοι και είναι επιτετραμμένον να το συμπεράνη τις εκ
τούτου ότι μόνοι οι Αθηναίοι κατέστρεψαν τον μέγαν στρατόν τον
οποίον ωδήγησεν εις την Αττικήν ο Δάτις και ο Αρταφέρνης· Και
τούτο, ενώ μόνον κατά ξηράν ευδοκίμησαν. Αλλ' εάν ναυμαχήσωσιν,
εάν πλεύσωσι νικηφόροι προς τον Ελλήσποντον, εάν λύσωσι την
γέφυραν, ω βασιλεύ, πόσον τρομεράς συνεπείας θα είχε τούτο. 3.
Αι ανησυχίαι αύται δεν προέρχονται εξ ιδίων μου σκέψεων.
Ενθυμούμαι ποίαν καταστροφήν ολίγον έλειψε να πάθωμεν ότε ο
πατήρ σου ζεύξας τον Θρακικόν Βόσπορον και γεφυρώσας τον
ποταμόν Ίστρον διέβη εις τους Σκύθας. Τότε οι Σκύθαι τα πάντα
έκαμον παρακαλούντες τους Ίωνας, εις τους οποίους ήτο
εμπεπιστευμένη η φύλαξις των γεφυρών του Ίστρου, να λύσωσιν
αυτάς. Εάν κατ' εκείνην την στιγμήν ο τύραννος της Μιλήτου
Ιστιαίος ηκολούθει την γνώμην των άλλων τυράννων και δεν
ηναντιούτο, οι Πέρσαι θα εχάνοντο· μολονότι είναι τρομερόν και
τον λόγον να ακούση τις τούτον, ότι η σωτηρία του βασιλέως
εξηρτάτο παρ' ενός ανθρώπου. 4. Μη λοιπόν αποφασίσης να εκτεθής
εις τοιούτον κίνδυνον, μηδεμιάς ανάγκης υπαρχούσης, αλλά
πείσθητι εις τας συμβουλάς μου. Τώρα μεν διάλυσον τον σύλλογον
τούτον· έπειτα δε, όταν σε φανή εύλογον, αφού σκεφθής καλώς,
πράξον ό,τι νομίσης ωφελιμώτατον. Να σκέπτεταί τις καλώς, εγώ
νομίζω ότι είναι μέγιστον κέρδος, διότι και αν συμβή εναντίον
τι, πάλιν ο άνθρωπος εβουλεύθη μεν καλώς, τα βουλεύματά του
όμως ενικήθησαν υπό της τύχης. Όταν όμως βουλευθή τις κακώς,
έστω και αν η τύχη τον βοηθήση, η επιτυχία του είναι τυχαία και
ουχ ήττον εσκέφθη κακώς. 5. Ιδέ πώς ο θεός κεραυνολογεί τα
υπερέχοντα όντα και δεν τα αφίνει να φαντάζωνται, ενώ τα μικρά
ούτε καν εγγίζει. Ιδέ πώς ρίπτει πάντοτε τα βέλη του επί των
υψηλών οικημάτων και των μεγάλων δένδρων, διότι το θείον
αρέσκεται να ταπεινόνη πάντα τα υπερέχοντα. Διά τον αυτόν λόγον
πολλάκις και πολυάριθμος στρατός καταστρέφεται υπό ολίγου, εάν
ο θεός φθονήσας εμβάλη εις αυτόν φόβον ή μωρίαν· τότε οι
πολεμισταί καταστρέφονται διά τρόπου αναξίου εαυτών, καθότι ο
θεός δεν επιτρέπει να μεγαλοφρονή άλλος ή αυτός μόνος. 6. Εις
οιονδήποτε πράγμα η πολλή σπουδή γεννά σφάλματα εκ των οποίων
συνήθως προέχονται μεγάλαι ζημίαι· η υπομονή όμως παρέχει πολλά
αγαθά τα οποία, εάν δεν φανώσιν αμέσως, με τον καιρόν όμως τα
ευρίσκει ο άνθρωπος. 7. Εις σε μεν ω βασιλεύ, ταύτα συμβουλεύω·
συ δε, ω υιέ του Γωβρύου Μαρδόνιε, παύσον φλυαρών περί των
Ελλήνων, διότι δεν είναι άνθρωποι διά να ομιλή τις περί αυτών
με καταφρόνησιν. Κατηγορών τους Έλληνας, ερεθίζεις τον βασιλέα
να κάμη την εκστρατείαν ταύτη, προς τούτον δε τον σκοπόν με
φαίνεται ότι τείνει όλη σου η προθυμία. Είθε να μη επιτύχης,
διότι η διαβολή είναι κάκιστον πράγμα· εις αυτήν δύο μεν είναι
οι αδικούντες, είς δε ο αδικούμενος· ο διαβάλλων αδικεί, διότι
κατηγορεί άνθρωπον απόντα· ο ακούων αδικεί, διότι πείθεται πριν
μάθη την αλήθειαν· ο δε τρίτος, όστις δεν είναι παρών εις την
συνομιλίαν, αδικείται τοιουτοτρόπως υπ' αμφοτέρων· υπό μεν του
ενός διαβάλλεται, υπό δε του ετέρου κρίνεται ότι είναι κακός.
8. Αλλ' εάν πρέπη αφεύκτως να γίνη εκστρατεία κατά των ανθρώπων
τούτων, ας μείνη τουλάχιστον ο βασιλεύς εις την Περσίαν· συ δε,
ω Μαρδόνιε, αφού και οι δύο δώσωμεν τα τέκνα μας ως ομήρους,
στράτευσον εκλέξας όσους θέλεις άνδρας και λαβών όσον θέλεις
στρατόν. Και εάν μεν τα πράγματα αποβώσιν εις τον βασιλέα ως
λέγεις συ, ας φονευθώσι τα ιδικά μου τέκνα· εάν δε αποβώσιν ως
προλέγω εγώ, ας πάθωσι τούτο τα ιδικά σου τέκνα, μετ' αυτών δε
και συ, εάν επιστρέψης. Αλλ' εάν δεν δέχεσαι την συμφωνίαν
ταύτην και επιμένης να οδηγήσης τον στρατόν κατά της Ελλάδος,
λέγω μετά βεβαιότατος ότι όστις μείνη εις τα Σούσα θα ακούση
ότι ο Μαρδόνιος, αφού επροξένησε μέγα κακόν εις τους Πέρσας,
εσπαράχθη υπό κυνών και ορνέων εις μέρος τι ή των Αθηνών ή της
Λακεδαίμονος, εκτός εάν συμβή τούτο καθ' οδόν πριν φθάσης εκεί,
διά να γνωρίση πας τις εναντίον τίνων ανθρώπων συμβουλεύεις τον
βασιλέα να στρατεύση.»

11. Ο μεν Αρτάβανος ταύτα είπεν, ο δε Ξέρξης θυμωθείς απεκρίθη
τα εξής· «’ρτάβανε, είσαι αδελφός του πατρός μου και τούτο σε
απαλλάττει του να λάβης την αξίαν αμοιβήν των ασυνέτων λόγων
σου. Επειδή δε είσαι άνανδρος και μικρόψυχος, σοι επιβάλλω την
εξής ατιμίαν· να μη συστρατεύσης μετ' εμού κατά της Ελλάδος,
αλλά να μείνης εδώ με τας γυναίκας, εγώ δε και άνευ σου θα
εκτελέσω όσα είπα. Δεν θα ήμην απόγονος του Δαρείου, του
Ιστάσπους, του Αρσάμους, του Αριαράμνου, του Τεΐσπους, του
Κύρου, του Καμβύσου, του Τεΐσπους, του Αχαιμένους, εάν
παρητούμην να τιμωρήσω τους Αθηναίους, ων μάλιστα βέβαιος ότι
και ημείς εάν μείνωμεν ήσυχοι, εκείνοι δεν θα ησυχάσωσιν, αλλά
θα στρατεύσωσι καθ' ημών, εάν κρίνωμεν από τας προλαβούσας των
πράξεις· καθότι αυτοί ενέπρησαν τας Σάρδεις και εισέβαλον εις
την Ασίαν. Ουδεμία είναι δυνατή εκατέρωθεν υποχώρησις·
πρόκειται αγών να κάμωμεν ή να πάθωμεν· πρέπει ή όλον τούτο το
μέγα βασίλειον να υποταχθή εις τους Έλληνας ή η Ελλάς εις τους
Πέρσας· μέσος όρος της έχθρας δεν υπάρχει κανείς. Καλόν λοιπόν
είναι να τους τιμωρήσωμεν ημείς οίτινες πρώτοι επάθομεν υπ'
αυτών, διά να γνωρίσω και εγώ το δεινόν το οποίον έχω να πάθω
στρατεύων κατά τοιούτων ανθρώπων τους οποίους και ο Φρυξ Πέλοψ,
ο δούλος των προπατόρων μου, κατέστρεψε τόσον, ώστε μέχρι της
σήμερον και οι άνθρωποι ούτοι και η χώρα των έχουσι το όνομά
των από του καταστρέψαντος αυτούς.»

12. Τοιούτοι ήσαν οι λόγοι οι απαγγελθέντες εν τω συλλόγω
τούτω· ακολούθως ενύκτωσε και η γνώμη του Αρταβάνου ετάραττε
τον Ξέρξην· σκεπτόμενος ούτος εύρισκεν ότι τωόντι δεν ήτο
συμφέρον να στρατεύση κατά της Ελλάδος και αφού μετήλλαξε
γνώμην απεκοιμήθη. Είδε δε εις τον ύπνον του, ως λέγουσιν οι
Πέρσαι, το εξής όνειρον· τω εφάνη ότι παρουσιασθείς μέγας και
ευειδής ανήρ, είπεν εις αυτόν τα ακόλουθα· «Αλλάσσεις γνώμην, ω
Πέρσα, και δεν θέλεις να στρατεύσης κατά της Ελλάδος, αφού
ανήγγειλες εις τους Πέρσας να συναθροίσωσι στρατόν; έχεις
άδικον μεταμελόμενος, και κανείς δεν θα συμφωνήση μετά σου.
Εκτέλεσον λοιπόν ό,τι απεφάσισες την ημέραν και ακολούθησον
ταύτην την οδόν.» Εφάνη δε ει τον Ξέρξην ότι ο άνθρωπος
εκείνος, αφού είπε ταύτα, απέπτη.

13. Επιλαμψάσης δε της ημέρας, περί μεν του ονείρου τούτου
ουδένα λόγον έκαμε, συγκαλέσας δε τους ιδίους Πέρσας της
προτεραίας, είπε προς αυτούς τα ακόλουθα· «Ω Πέρσαι,
συγχωρήσατε την παλιμβουλίαν μου, πρώτον μεν διότι δεν έχω
ακόμη την απαιτουμένην σύνεσιν, και δεύτερον διότι εκείνοι
οίτινες με παρακινούσι να πράξω όσα είπα χθες, δεν με αφίνουν
ούτε στιγμήν. Ότε ήκουσα την γνώμην του Αρταβάνου, τότε μεν
ησθάνθην αναβράζον το αίμα μου και με διέφυγον λόγοι τους
οποίους απρεπές ήτο να είπω προς άνδρα προβεβηκότα· τώρα όμως
συνελθών εις εμαυτόν θα ακολουθήσω την γνώμην εκείνου. Επειδή
λοιπόν μετέβαλον απόφασιν και δεν θέλω να στρατεύσω κατά της
Ελλάδος, μένετε ήσυχοι.» Οι μεν Πέρσαι, ως ήκουσαν ταύτα,
χαίροντες προσεκύνησαν.

14. Νυκτός δε γενομένης, αύθις το αυτό όνειρον παρουσιασθέν εις
τον υπνώττοντα Ξέρξην είπε τα εξής· «Ω υιέ του Δαρείου, είπες
λοιπόν εις τους Πέρσας ότι παραιτείσαι της εκστρατείας, και εις
ουδέν ελογίσθης τους λόγους μου, ως να μη τους ήκουσες. Μάθε
όμως ότι εάν δεν επιχειρήσης αμέσως την εκστρατείαν ταύτην, θα
σε συμβή το εξής· ως εν ολίγω χρόνω εγένεσο μέγας και πολύς,
ούτω πάλιν θα γίνης ταχέως ταπεινός.»

15. Γενόμενος ο Ξέρξης περιδεής εκ του ονείρου τούτου
ανεπήδησεν από της κλίνης και έπεμψε να καλέση τον Αρτάβανον.
Προσελθότος δε τούτου είπε τα εξής· «Αρτάβανε, εκείνην την ώραν
δεν ήμην εις τας φρένας μου ειπών σε λόγους προσβλητικούς διά
την καλήν σου συμβουλήν, μετ' ολίγον όμως μετενόησα και
επείσθην ότι έπρεπε να πράξω όσα με συνεβούλευσες. Αλλά
μολονότι θέλω, δεν είμαι κύριος να τα εκτελέσω, διότι αφού
παρεδέχθην την γνώμην σου και απέρριψα την ιδικήν μου, έν
όνειρον μοι εμφανίζεται και με μέμφεται πράττοντα ούτω· ταύτην
μάλιστα την στιγμήν ανεχώρησε με απειλάς. Εάν λοιπόν ο πέμπων
αυτό ήναι θεός και χαίρη εάν γίνη εκστρατεία κατά της Ελλάδος,
το όνειρον τούτο θα καταβή και εις σε και θα σε δώση τας αυτάς
διαταγάς τας οποίας έδωκεν εις εμέ. Δεν αμφιβάλλω δε ότι θα
γίνη ούτω εάν λάβης τα ενδύματά μου και ενδυθείς αυτά καθίσης
εις τον θρόνον μου και έπειτα κοιμηθής εις την κλίνην μου.»

16. Ο μεν Ξέρξης ταύτα είπεν. Ο δε Αρτάβανος κατ' αρχάς μεν δεν
ηθέλησε να υπακούση, μη κρίνων εαυτόν άξιον να καθίση εις τον
βασιλικόν θρόνον· επί τέλους όμως, επειδή ηναγκάσθη, έπραξε το
προσταζόμενον αφού πρώτον είπε τα εξής. 1. «Επίσης είναι
προτέρημα, ω βασιλεύ, να φρονή τις ορθώς και να πείθεται εις
τας διδομένας καλάς συμβουλάς. Συ έχεις αμφότερα ταύτα, πλην η
μετ' ανθρώπων κακών συναναστροφή σε αποπλανά, ως λέγουσι διά
την θάλασσαν ότι ενώ είναι χρησιμωτάτη εις τους ανθρώπους, οι
πνέοντες άνεμοι την εμποδίζουσι να φέρεται κατά την φύσιν της.
Εγώ ελυπήθην ουχί τόσον διά τους υβριστικούς λόγους σου, όσον
διότι εκ των δύο προτεθεισών εις τους Πέρσας γνωμών, ενώ η μία
έτεινε να αυξήση την κενοδοξίαν των, η δε άλλη να την καταπαύση
και να δείξη ότι είναι κακόν να συνειθίζη τις τον άνθρωπον να
επιθυμή πάντοτε περισσότερα από όσα έχει, εκ των δύο τούτων
γνωμών, συ επροτίμησες την μάλλον σφαλεράν εις σε και εις τους
Πέρσας. 2. Τώρα λοιπόν, επειδή εστράφης προς την καλλιτέραν και
παρήτησες την ιδέαν να στρατεύσης κατά της Ελλάδος, λέγεις ότι
σοι εμφανίζεται όνειρον εκ θεού τινος πεμπόμενον το οποίον δεν
σε αφίνει να καταπαύσης τας πολεμικάς ετοιμασίας. Αλλ' ουδέ
ταύτα, υιέ μου, είναι θεία· διότι τα ενύπνια τα οποία πλανώνται
περί τους ανθρώπους είναι οποία θα σε είπω εγώ όστις ήμαι
πρεσβύτερός σου κατά πολλά έτη. Τα ενύπνια ταύτα είναι συνήθως
πεπλανημένα όταν σχετίζωνται προς τα πράγματα περί των οποίων
ενησχολήθημεν κατά την ημέραν· ημείς δε κατά τας προλαβούσας
ημέρας δεν είχομεν άλλην ομιλίαν ή περί της εκστρατείας ταύτης.
3. Αλλ' εάν το όνειρον δεν ήναι ως το εξηγώ, εάν μετέχη
θειότητός τινος, θα συμβή ως είπες συ, θα φανή δηλαδή και εις
εμέ και θα με διατάξη ως σε. Εν τούτοις, εάν θέλη να φανή, θα
φανή είτε έχω το ιδικόν σου φόρεμα είτε το ιδικόν μου, είτε
αναπαύομαι εις την ιδικήν σου κλίνην είτε εις την ιδικήν μου·
διότι ό,τι και αν ήναι εκείνο το οποίον σε επισκέπτεται εις τον
ύπνον σου, δεν είναι τόσον ανόητον ώστε βλέπον το φόρεμά μου να
νομίση ότι είσαι συ. Εάν δεν με λάβη ουδόλως υπ' όψιν, εάν δεν
με αξιώση εμφανίσεως, αδιάφορον υπό ποίαν ενδυμασίαν, είναι
καλόν εν τοιαύτη περιστάσει να μάθωμεν εάν θα έλθη να σε εύρη.
Διότι εάν εξακολουθήση να έρχεται εις σε, θα είπω και εγώ ότι
είναι ον θείον. Επειδή λοιπόν απεφάσισες να γίνη η δοκιμή αύτη
και δεν είναι δυνατόν να μεταπεισθής, αλλά πρέπει εγώ να
κοιμηθώ εις την κλίνην σου, ας υπακούσω και ας εμφανισθή και
εις εμέ, το όνειρον. Μέχρις όμως εκείνης της ώρας θα διατηρήσω
την γνώμην την οποίαν έχω.»

17. Ταύτα είπεν ο Αρτάβανος ελπίζων να δείξη εις τον βασιλέα
ότι οι λόγοι του ουδεμίαν είχον σημασίαν. Μετά ταύτα εσιώπησε
και έπραξε το προσταχθέν. Ενδυθείς την εσθήτα του Ξέρξου,
εκάθισεν εις τον βασιλικόν θρόνον. Έπειτα, άμα κατεκλίθη και
απεκοιμήθη, ήλθε το αυτό όνειρον το οποίον επεσκέπτετο τον
Ξέρξην και σταθέν υπεράνω της κεφαλής του τω είπε ταύτα· «Συ
λοιπόν εμποδίζεις τον Ξέρξην από του να στρατεύση κατά της
Ελλάδος, φροντίζων τάχα διά την ασφάλειάν του; Αλλ' ούτε εις το
μέλλον ούτε κατά την παρούσαν στιγμήν θα κατορθώσης να
αποτρέψης το πεπρωμένον. Τι δε μέλλει να πάθη ο Ξέρξης εάν
παρακούση το είπα εις αυτόν τον ίδιον.»

18. Τοιαύται ήσαν αι απειλαί τας οποίας ο Αρτάβανος ενόμισεν
εις τον ύπνον του ότι έλεγε το όνειρον, το οποίον ενώ ωμίλει
εφαίνετο ως να ήθελε να καύση τους οφθαλμούς του διά
πεπυρακτωμένου σιδήρου. Ανακράξας λοιπόν επήδησεν από της
κλίνης, μετέβη να εύρη τον Ξέρξην και τω διηγήθη το όραμα·
έπειτα προσέθηκε τα εξής· «Ω βασιλεύ, ως άνθρωπος ιδών πολλάς
και μεγάλας δυνάμεις καταστραφείσας υπό μικροτέρων, δεν σε
άφινον να ενδίδης καθ' όλα εις τας ορμάς της νεότητος, γνωρίζων
πόσον είναι επικίνδυνον να επιθυμή τις πολλά, διότι ουδόλως
ελησμόνησα την κακήν έκβασιν της εκστρατείας του Κύρου κατά των
Μασσαγετών, της του Καμβύσου κατά των Αιθιόπων και της του
Δαρείου κατά των Σκυθών. Ταύτας ενθυμούμενος είχον γνώμην ότι
μένων ήσυχος ήθελες είσθαι ο μάλλον μακάριος των ανθρώπων. Αλλ'
επειδή υποδεικνύεται θεία τις ώθησις και ως φαίνεται οργή
θεήλατος περιμένει τους Έλληνας, ενδίδω και εγώ, και μεταβάλλω
γνώμην. Συ δε ανάγγειλον μεν εις τους Πέρσας το εκ του θεού
πεμπόμενον όνειρον, διάταξον δε αυτούς να συμμορφωθώσι με τας
πρώτας σου παραγγελίας περί ετοιμασίας. Κάμε δε τρόπον ώστε,
αφού θεός τις σε τους παραδίδει, να μη σε λείψη τίποτε.» Αφού
ελέχθησαν ταύτα, παρακινηθέντες αμφότεροι υπό του ονείρου, άμα
εγένετο ημέρα, ο μεν Ξέρξης εξέθηκε την υπόθεσιν εις τους
Πέρσας, ο δε Αρτάβανος, όστις πρότερον μόνος εφαίνετο
εναντιούμενος εις την εκστρατείαν, τότε αναφανδόν τους
παρεκίνει και αυτός.

19. Αφού λοιπόν ο Ξέρξης απεφάσισε να εκστρατεύση, τρίτον
όνειρον ήλθεν εις τον ύπνον του το οποίον οι μάγοι εξήγησαν ότι
ανεφέρετο προς όλην την γην και εσήμαινεν ότι όλοι οι άνθρωποι
έμελλαν να γίνωσι δούλοι του βασιλέως. Το δε όνειρον ήτο το
εξής· εφάνη εις τον Ξέρξην ότι ήτο εστεφανωμένος με θαλλόν
ελαίας και ότι οι κλάδοι αυτής εκάλυπτον όλην την γην, και ότι
αίφνης ο περί την κεφαλήν του στέφανος εγένετο άφαντος. Επειδή
δε ούτως εξήγησαν το όνειρον οι μάγοι, αμέσως οι απαρτίζοντες
τον σύλλογον Πέρσαι μετέβησαν εις τας ηγεμονίας των και ήρχισαν
μετά προθυμίας να εκτελώσι τας διαταγάς τας οποίας είχον λάβει,
επιθυμών έκαστος να λάβη αυτός τα υποσχεθέντα δώρα. Και
τοιουτοτρόπως ο Ξέρξης εσύναξε στρατόν από όλα τα μέρη της
ηπείρου.

20. Τέσσαρα ολόκληρα έτη παρήλθον από της αλώσεως της Αιγύπτου
μέχρι ου ετοιμασθή ο στρατός και συναχθώσι τροφαί δι' αυτόν,
κατά δε το πέμπτον έτος εστράτευσε μετ' απείρου πλήθους. Εξ
όλων των στρατειών τας οποίας γνωρίζομεν, αύτη υπήρξεν η
μεγαλειτέρα, τόσον ώστε ούτε η στρατεία του Δαρείου κατά των
Σκυθών, φαίνεται μηδέν ως προς αυτήν· ούτε η των Σκυθών, όταν
καταδιώκοντες τους Κιμμερίους εισέβαλον εις την Μηδικήν χώραν,
υπέταξαν σχεδόν όλην την άνω Ασίαν και αποκατεστάθησαν εκεί,
αιτία διά την οποίαν ύστερον ο Δαρείος ηθέλησε να τους
τιμωρήση· ούτε η κατά τα λεγόμενα στρατεία των Ατρειδών κατά
του Ιλίου· ούτε προ των Τρωικών ή των Μυσών και των Τευκρών,
οίτινες διαβάντες διά του Βοσπόρου εις την Ευρώπην, υπέταξαν
όλους τους Θράκας και κατέβησαν μέχρι της μεσημβρίας, αφ' ενός
μεν μέχρι του Ιονίου πελάγους, αφ' ετέρου δε μέχρι του Πηνειού
ποταμού.

21. Όλαι αύται αι στρατηλασίαι και όσαι προηγουμένως εγένοντο
δεν εξισούνται προς την μίαν ταύτην· καθότι ποιον έθνος δεν
ωδήγησε κατά της Ελλάδος ο Ξέρξης ποίον ύδωρ, πλην των μεγάλων
ποταμών, δεν εξέλιπε πινόμενον; Οι μεν παρέσχον πλοία, άλλοι
πεζικόν, άλλοι ιππικόν, άλλοι ιππαγωγά πλοιάρια και συγχρόνως
στρατιώτας, άλλοι μακρά πλοία διά τας γεφύρας, άλλοι δε τροφάς
και πλοία.

22. Προς τούτοις, επειδή οι πρώτοι περί τον ’θων περιπλεύσαντες
είχον υποστή μεγάλας ζημίας, διά τούτο από τριών ετών εγίνοντο
πολλαί ετοιμασίαι εις τον ’θων. Εις την Ελαιούντα της
Χερσονήσου ίσταντο τριήρεις και εκείθεν μετεφέροντο άνθρωποι
διαφόρων εθνών λαμβανόμενοι εκ του στρατού και ηναγκάζοντο διά
της μάστιγος να σκάπτωσιν· έσκαπτον δε και οι περί τον ’θων
κατοικούντες. Επεστάτουν δε του έργου δύο Πέρσαι, ο Βουβάρης
του Μεγαβάζου και ο Αρταχαίης του Αρταίου. Είναι δε ο ’θως όρος
μέγα και ονομαστόν, καταβαίνον εις την θάλασσαν και
κατοικούμενον υπό ανθρώπων. Εις το μέρος δε της ηπείρου όπου
απολήγει σχηματίζει είδος τι χερσονήσου και ισθμόν τινα δώδεκα
περίπου σταδίων. Τούτο το διάστημα εκ της θαλάσσης των Ακανθίων
μέχρι της άλλης θαλάσσης της αντικρύ της Τορώνης, είναι πεδιάς
και λοφίδια. Επί του ισθμού δε τούτου, εις τον οποίον τελευτά ο
’θως, είναι η ελληνική πόλις Σάνη. Αι δε έσωθεν της Σάνης εις
τον ’θων πόλεις τας οποίας ο Πέρσης επεχείρησε να κάμη
νησιώτιδας αντί ηπειρωτικών, είναι το Δίον, η Ολόφυξος, το
Ακρόθωον, η Θύσσος και αι Κλεωναί. Αύται εισίν αι πόλεις αι
κείμεναι εις τον ’θων.

23. Έσκαπτον δε κατά τον ακόλουθον τρόπον· οι βάρβαροι,
ελκύσαντες γραμμήν ευθείαν προς την πόλιν Σάνην, εμοίρασαν το
έδαφος κατά έθνη. Αφού δε έγινε βαθεία η διώρυξ, οι μεν ίσταντο
εις το βάθος και έσκαπτον, άλλοι δε παρέδιδον το πάντοτε
εξορυσσόμενον χώμα εις άλλους ανωτέρω ισταμένους επί βάθρων,
ούτοι πάλιν το παρελάμβανον και το έδιδον εις άλλους μέχρις ου
έφθανεν εις τους ανωτάτω οίτινες το εξέφερον και το
διεσκόρπιζον. Πλην των Φοινίκων όλοι οι λοιποί διπλάσιον
κατέβαλον κόπον ένεκα των καταπιπτουσών κλιτύων του ορύγματος·
και δεν ήτο δυνατόν να μη συμβή τούτο, καθότι είχον δώσει το
αυτό πλάτος εις το στόμα και εις το βάθος. Οι Φοίνικες όμως
οίτινες και εις τα άλλα πράγματα φαίνονται σοφοί, έδειξαν την
σοφίαν των και εις τούτο. Λαβόντες τα λαχόν εις αυτούς μέρος,
έδωκαν εις το στόμα της διώρυγος πλάτος διπλάσιον εκείνου το
οποίον ώφειλε να έχη το βάθος, έπειτα προχωρούντες το εστένευον
ολίγον κατ' ολίγον, ώστε όταν έφθασαν κάτω το μέρος αυτών είχε
το αυτό πλάτος με τα μέρη των άλλων. Εκεί υπάρχει λειμών όπου
εγίνοντο αι αγοραί και πωλήσεις πολλού αλεύρου ερχομένου εκ της
Ασίας.

24. Ως εγώ συμπεραίνων ευρίσκω, ο Ξέρξης διέταξε να ορύξωσι το
μέρος τούτο ένεκα οιήσεως, θέλων να δείξη την δύναμίν του και
να αφήση μνημείον αυτής· διότι ενώ ήτο δυνατόν άνευ ουδενός
κόπου να σύρωσι τα πλοία άνωθεν του ισθμού, διέταξε να ορύξωσι
διώρυγα εις την οποίαν να εισέρχεται η θάλασσα, αρκετά πλατείαν
ώστε να πλέωσιν ομού δύο τριήρεις κωπηλατούμεναι. Οι ίδιοι δε
οίτινες έσκαψαν την διώρυγα, διετάχθησαν επίσης να γεφυρώσωσι
τον ποταμόν Στρυμόνα.

25. Ταύτα έκαμνεν αφ' ενός· αφ' ετέρου δε εσύναζε διά τας
γεφύρας σχοινία εκ βύβλου και εκ λίνου λευκού. Διέταξε προσέτι
τους Φοίνικας και τους Αιγυπτίους να προμηθεύσωσιν εις τον
στρατόν τροφάς, ώστε μήτε αυτός να πεινάση μήτε τα υποζύγια τα
ελαυνόμενα κατά της Ελλάδος. Γνωρίσας τους τόπους επρόσταξε να
συστήσωσιν αποθήκας εκεί όπου ήθελεν είσθαι ευκολώτερον να
έρχωνται εκ των διαφόρων λιμένων της Ασίας ολκάδες και
πορθμεία. Αι σημαντικώτεραι αποθήκαι εγένοντο εις την Λευκήν
καλουμένην ακτήν της Θράκης, εις την Τυρόδιζαν των Περινθίων,
εις τον Δορίσκον, εις την επί του Στρυμόνος Ηιόνα και εις την
Μακεδονίαν.

26. Ενώ ούτοι κατεγίνοντο εις τα διορισθέντα έργα, όλος ο πεζός
στρατός όστις είχε συναχθή, αναχωρήσας εκ των Κριτάλλων της
Καππαδοκίας επορεύετο μετά του Ξέρξου εις τας Σάρδεις, διότι
εκεί εδόθη διαταγή να ενωθή όλος ο στρατός όστις έμελλε ν'
ακολουθήση τον Ξέρξην διά ξηράς. Δεν δύναμαι να είπω ποίος των
διοικητών έφερε τον εντελέστερον στρατόν και έλαβε τα παρά του
βασιλέως υποσχεθέντα δώρα, ούτε ηξεύρω αν εγένετο περί τούτου
κρίσις. Ούτοι λοιπόν, αφού διαβάντες τον ’λυν ποταμόν εισήλθον
εις την Φρυγίαν, πορευόμενοι δι' αυτής· έφθασαν εις τας
Κελαινάς, όπου αναδίδουσιν αι πηγαί του Μαιάνδρου ποταμού και
ενός άλλου ουχί μικροτέρου όστις ονομάζεται Καταρράκτης και
όστις αναβρύων εκ του μέσου της αγοράς των Κελαινών χύνεται εις
τον Μαίανδρον. Εν τη πόλει ταύτη είναι ανηρτημένον και το δέρμα
του σιληνού Μαρσύου, το οποίον εκδαρέν, ως λέγουσιν οι Φρύγες,
υπό του Απόλλωνος, ανεκρεμάσθη εκεί.

27. Εις ταύτην την πόλιν περιμένων ο Λυδός Πύθιος, υιός του
’τυος, εφιλοξένησε μεγαλοπρεπέστατα όλον τον στρατόν του
βασιλέως, και αυτόν τον Ξέρξην, και είπεν ότι ήτο πρόθυμος να
προσφέρη και χρήματα διά τον πόλεμον. Ο Ξέρξης ηρώτησε τους
περί αυτόν Πέρσας τις ήτο αυτός ο Πύθιος και πόσα πλούτη είχεν
ώστε να κάμνη τοιαύτας υποσχέσεις· οι δε απεκρίθησαν «Βασιλεύ,
είναι εκείνος όστις προσέφερεν εις τον πατέρα σου Δαρείου την
χρυσήν πλάτανον και την χρυσήν άμπελον, και σήμερον είναι μετά
σε εις τα πλούτη ο πρώτος από τους ανθρώπους όσους ημείς
γνωρίζομεν.»

28. Θαυμάσας διά τους τελευταίους τούτους λόγους ο Ξέρξης,
ηρώτησεν ο ίδιος έπειτα τον Πύθιον πόσα χρήματα έχει. Αυτός δε
απεκρίθη· «Ω βασιλεύ, δεν σε κρύπτω την αλήθειαν, ούτε πρέπει
να προφασισθώ ότι δεν ηξεύρω την περιουσίαν μου· την ηξεύρω και
θα σοι την είπω ακριβώς. ’μα έμαθον ότι καταβαίνεις εις την
Ελληνικήν θάλασσαν, θέλων να σοι προσφέρω χρήματα διά τον
πόλεμον, ηρεύνησα και αριθμήσας εύρον ότι έχω δύο χιλιάδας
τάλαντα αργυρίου, χρυσίου δε μοι ελλείπουσιν επτά χιλιάδες διά
να έχω τετρακοσίας μυριάδας στατέρων Δαρεικών· ταύτα σοι
προσφέρω. Δι' εμέ αρκούσι τα ανδράποδά μου και αι γαίαι μου.» Ο
μεν Πύθιος ταύτα έλεγεν.

29. Ο δε Ξέρξης ευφρανθείς διά τους λόγους τούτους είπε· «Ξένε
Λυδέ, αφότου εξήλθον της Περσικής χώρας ουδαμού συνήντησα μέχρι
τούδε άνθρωπον όστις ηθέλησε να φιλοξενήση τον στρατόν μου και
όστις παρουσιασθείς εις εμέ αυτοπροαιρέτως ηθέλησε να με
προσφέρη χρήματα διά τον πόλεμον τον οποίον επιχειρώ. Συ δε και
τον στρατόν μου εφιλοξένησες μεγαλοπρεπώς και χρήματα πολλά μοι
προσφέρεις. Αντ' αυτών λοιπόν ιδού εγώ σε δίδω τα εξής δώρα· σε
κάμνω ξένον μου και συμπληρώ τα τέσσαρα εκατομμύρια των
στατήρων σου δίδων σοι εκ των ιδίων μου χρημάτων επτά χιλιάδας
στατήρων, διά να μη ήναι ελλιπείς αι τετρακόσιαι μυριάδες σου
κατά επτά χιλιάδας αλλά να γίνη άρτιος ο αριθμός συμπληρωθείς
παρ' εμού. Έχε λοιπόν όσα εκτήσω και ήξευρε να μένης πάντοτε
οίος είσαι· διότι εάν φέρεσαι ούτω, δεν θα μεταμεληθής
ουδέποτε, ούτε εις το παρόν ούτε εις το μέλλον.»

30. Ταύτα ειπών και εκτελέσας την υπόσχεσίν του επορεύετο
πάντοτε εις τα πρόσω. Αφού δε διήλθε πλησίον της πόλεως των
Φρυγών ήτις καλείται ’ναυα, και πλησίον λίμνης τινός εκ της
οποίας εξάγεται άλας, έφθασεν εις τας Κολοσσάς, πόλιν μεγάλην
της Φρυγίας, όπου ο ποταμός Λύκος χυνόμενος εις χάσμα γης
αφανίζεται και έπειτα αναφαινόμενος εις πέντε σταδίων απόστασιν
πίπτει και αυτός εις τον Μαίανδρον. Εκ δε των Κολοσσών
αναχωρήσας ο στρατός προς τα όρια των Φρυγών και των Λυδών
έφθασεν εις την πόλιν Κύδραρα όπου υπάρχει στήλη εμπεπηγμένη
την οποίαν έστησεν ο Κροίσος και ήτις δεικνύει διά γραμμάτων τα
όρια.

31. Αφού διέλθη τις εκ της Φρυγίας εις την Λυδίαν η οδός
σχίζεται εις δύο· και η μεν αριστερά φέρει εις την Καρίαν, η δε
δεξιά εις τας Σάρδεις. Ταύτην την τελευταίαν εάν ακολουθήση
τις, είναι ηναγκασμένος να διαβή τον Μαίανδρον ποταμόν πλησίον
της πόλεως Καλλατήβου όπου άνθρωποι τεχνίται κατασκευάζουσι
μέλι εκ μυρίκης και σίτου. Ταύτην την οδόν πορευόμενος ο Ξέρξης
εύρη πλάτανον εις την οποίαν διά το κάλλος της δωρήσας
κοσμήματα χρυσά και καταστήσας επιμελητήν αυτής ένα των
αθανάτων, έφθασε την δευτέραν ημέραν εις την πόλιν των Λυδών.

32. Φθάσας εις τας Σάρδεις, πρώτον μεν έπεμψε κήρυκας εις την
Ελλάδα διά να ζητήσωσι γην και ύδωρ και παραγγείλωσι να
προετοιμάζωσι δείπνα διά τον βασιλέα· πλην ούτε εις την
Λακεδαίμονα ούτε εις τας Αθήνας έπεμψε να ζητήση γην, αλλά
μόνον εις τα άλλα μέρη· έπραττε δε τούτο εκ δευτέρου, καθότι
εσκέπτετο ότι όσοι προηγουμένως ηρνήθησαν τούτο εις τον
Δαρείαν, βεβαίως τότε θα έδιδον υπό φόβου. Θέλων δε να
πληροφορηθή περί τούτου ακριβώς, έπεμψε τους κήρυκας.

33. Μετά δε ταύτα παρεσκευάζετο να μεταβή εις την ’βυδον. Οι
εργάται εν τούτοις έζευξαν τον Ελλήσποντον εκ της Ασίας εις την
Ευρώπην. Μεταξύ δε της πόλεως Σηστού και Μαδύτου, απέναντι της
Αβύδου, υψούται απόκρημνον ακρωτήριον όπερ εκτείνετο επί του
Ελλησπόντου, εις το αυτό μέρος όπου ολίγα έτη ύστερον Αθηναίοι
τίνες υπό τον στρατηγόν Ξάνθιππον του Αρίφρονος, συλλαβόντες
τον Πέρσην Αρταΰκτην, ύπαρχον της Σηστού, τον εκάρφωσαν ζώντα
εις πάσσαλον· διότι σύρων γυναίκας εις το εν Ελαιούντι ιερόν
του Πρωτεσίλαου, έπραττεν έργα αθέμιτα.

34. Εις τούτο λοιπόν το ακρωτήριον αρχίσαντες από την ’βυδον,
οι μεν Φοίνικες με λευκόν λίνον, οι δε Αιγύπτιοι με βύβλον,
προσέδενον τα πλοία ως διετάχθησαν και κατεσκεύαζον ούτω τας
γεφύρας. Είναι δε επτά στάδια από της Αβύδου μέχρι της αντικρύ
ξηράς. Μόλις όμως ετελείωσε το ζεύγμα, και μεγάλη τρικυμία
επιπεσούσα, διέλυσεν όλα εκείνα.

35. ’μα έμαθε τούτο ο Ξέρξης ωργίσθη και διέταξε να δώσωσιν εις
τον Ελλήσποντον τριακοσίας πληγάς διά της μάστιγος και να
ρίψωσιν εις το πέλαγος δύο πέδας. Ήκουσα προς τούτοις ότι
έστειλε και στιγματιστάς διά να στίξωσι τον Ελλήσποντον, και
διέταξεν εις τους ραπίζοντας να λέγωσι τους ακολούθους
βαρβάρους και ατασθάλους λόγους «Ω πικρόν ύδωρ, ο δεσπότης ημών
σοι επιβάλλει την τιμωρίαν ταύτην διότι τον έβλαψες χωρίς
εκείνος να σε αδικήση. Και ο μεν βασιλεύς Ξέρξης θα σε διαβή,
είτε θέλεις είτε δεν θέλεις, εις σε δε δικαίως ουδείς άνθρωπος
θυσιάζει καθότι είσαι ποταμός απατηλός και αλμυρός.»
Τοιουτοτρόπως ετιμώρησε την θάλασσαν ταύτην, και προσέτι
διέταξε ν' αποκεφαλίσωσι τους ανθρώπους οίτινες επεστάτησαν εις
την ζεύξιν του Ελλησπόντου.

36. Και οι μεν έχοντες την αθλίαν ταύτην τιμήν εξετέλεσαν τα
προσταχθέντα, τας δε γεφύρας έζευξαν άλλοι αρχιτέκτονες, και
τας έζευξαν ως ακολούθως. Πρώτον ήνωσαν πεντηκοντόρους και
τριήρεις, τριακοσίας εξήκοντα μεν προς το μέρος του Ευξείνου
πόντου, τριακοσίας δεκατέσσαρας δε προς το άλλο μέρος, εις
τρόπον ώστε να ήναι επικάρσιαι μεν εις τον Πόντον, ευθείαι δε
εις το ρεύμα του Ελλησπόντου, ίνα τοιουτοτρόπως μετριάζεται η
έντασις των σχοινίων· έπειτα δε, αφού συνέδεσαν τα πλοία προς
άλληλα, κατεβίβασαν εις την θάλασσαν μακράς αγκύρας τας μεν
προς το μέρος του Πόντου διά να ασφαλισθώσιν από τους ανέμους
τους πνέοντας εκείθεν, τας δε προς δυσμάς και προς το Αιγαίον
πέλαγος διά να ασφαλισθώσιν από τον εύρον και τον νότον. Εις
τρία δε μέρη άφησαν περάσματα διά μέσου των πεντηκοντόρων και
των τριήρεων ως θυρίδας διά να δύναται όστις ήθελε και να
εισπλέη με πλοία μικρά εις τον Πόντον και να εκπλέη. Τούτου
γενομένου ετάνυσαν από της μιας όχθης εις την άλλην διά μηχανής
σχοινία ουχί πλέον χωριστά, ένθεν τα βύβλινα και ένθεν τα εκ
λευκολίνου, αλλ' εκατέρωθεν εντείναντες δύο εκ λευκολίνου και
τέσσαρα βύβλινα. Τα σχοινία ταύτα ήσαν όλα του αυτού πάχους και
επίσης ωραία, κατά φυσικόν λόγον όμως τα λινά ήσαν βαρύτερα,
καθότι ο πήχυς εζύγιζεν έν τάλαντον. Αφού δε τα πλοία
εστερεώθησαν, πριονίσαντες κορμούς ξύλων και ποιήσαντες αυτούς
ίσους προς το πλάτος των γεφυρών, τους έθεσαν κατά σειράν επί
των τεταμένων σχοινίων· αφού δε τους έθεσαν κατά τάξιν, τότε
τους συνέσφιγξαν μεταξύ των. Έπειτα έφερον και έρριψαν επ'
αυτών σανίδας· αφού δε εφήρμοσαν αυτάς, διεσκόρπισαν επ' αυτών
χώμα. Τέλος δε πατήσαντες και το χώμα ήγειρον φραγμούς
εκατέρωθεν διά να μη βλέπωσιν οι ίπποι και τα υποζύγια την
θάλασσαν και φοβώνται.

37. Αφού δε ετελείωσεν η εργασία των γεφυρών, και η του ’θω,
και αι κρηπίδες περί τα στόματα της διώρυγος, αίτινες υψώθησαν
διά να εμποδίζωσι την συσσώρευσιν της άμμου ως εκ της
πλημμύρας, και ηγγέλθη εις τον Δαρείον ότι η διώρυξ καθ' όλα
ετελείωσε, τότε ο στρατός όστις είχε διαχειμάσει εις τας
Σάρδεις, ευθύς ητοιμάσθη την πρώτην άνοιξιν και εκίνησε
διευθυνόμενος εις την ’βυδον. Ότε δε εκίνησεν, ο ήλιος αφήσας
την θέσιν του από τον ουρανόν εγένετο άφαντος χωρίς να υπάρχωσι
νέφη αλλ' εξ εναντίας ήτο άκρα αίθρια, και αντί ημέρας εγένετο
νυξ (15). Ιδών το φαινόμενον τούτο ο Ξέρξης κατελήφθη υπό
ανησυχίας και ηρώτησε τους μάγους τι εσήμαινεν. Οι δε μάγοι
απεκρίθησαν ότι ο θεός προδεικνύει εις τους Έλληνας την
καταστροφήν των πόλεών των, προστιθέντες ότι ο μεν ήλιος
αναγγέλλει τα μέλλοντα εις τους Έλληνας, η δε σελήνη εις τους
Πέρσας. Περιχαρής γενόμενος ο Ξέρξης διά την απόκρισιν ταύτην,
εξηκολούθησε την πορείαν του.

38. Καθ' ην στιγμήν ο Ξέρξης εξεκίνησε το στράτευμα, φοβηθείς ο
Λυδός Πύθιος διά το σημείον του ουρανού και ενθαρρυνόμενος εκ
των δώρων τα οποία τω προσέφερεν ο βασιλεύς, ήλθε προς αυτόν
και τω είπεν: «Ω δέσποτα, θέλεις να με χορηγήσης εκείνο το
οποίον επιθυμώ να απολαύσω από σε, και το οποίον εις σε με
είναι μικρόν εάν κάμης, εις εμέ δε μέγα εάν γίνη;» Ο μεν Ξέρξης
υποθέτων ότι παν άλλο ηδύνατο να ζητήση ή εκείνο το οποίον
εζήτησεν, είπεν ότι θα τον ευχαριστήση και τον διέταξε να
φανερώση τι επεθύμει. Ακούσας ταύτα ο Πύθιος, ενεθαρρύνθη έτι
μάλλον και επανέλαβε· «Δέσποτα, έχω πέντε υιούς και ούτοι
αναχωρούσι μετά σου κατά της Ελλάδος. Λυπήθητί με, ω βασιλεύ,
διά την μεγάλην μου ηλικίαν και απάλλαξον της στρατείας ένα εξ
αυτών, τον πρεσβύτατον, διά να φροντίζη περί εμού και των
πραγμάτων μου. Λάβε τους άλλους τέσσαρας και είθε να επιστρέψης
αφού εκτελέσης όσα κατά νουν έχεις.»

39. Πολύ εθύμωσεν ο Ξέρξης και τω απεκρίθη ως εξής· «Ω κακέ
άνθρωπε, ενώ εγώ στρατεύω κατά της Ελλάδος έχων μετ' εμού τους
υιούς μου, τους αδελφούς μου, τους συγγενείς μου, τους φίλους
μου, ετόλμησας συ ο δούλος μου να αναφέρης τον ιδικόν σου υιόν
όστις έπρεπε να με ακολουθήση πανοικεί και με αυτήν την γυναίκα
του; Τώρα μάθε καλώς ότι το πνεύμα του ανθρώπου οικεί εις τα
ώτα του, και εάν μεν ακούση καλά πράγματα πληροί χαράς όλον το
σώμα, εάν δε ακούση τα εναντία πληροί αυτό οργής. Ότε έπραξες
πράξεις χρηστάς και επρότεινες να πράξης άλλας χρηστοτέρας,
είδες κάλλιστα ότι δεν ηδυνήθης να καυχηθής ότι υπερέβης τον
βασιλέα εις τας γενναιοδωρίας. Επειδή δε ακολούθως ετράπης προς
την αναίδειαν, ναι μεν δεν θα λάβης την τιμωρίαν ης είσαι
άξιος, θα λάβης όμως μικροτέραν. Σε μεν και τους παίδας σου
σώζει η φιλοξενία σου, θα τιμωρηθής δε διά του θανάτου του
ενός, τον οποίον αγαπάς πολύ.» Ταύτα ειπών, αμέσως διέταξεν εις
εκείνους οίτινες είχαν τα καθήκοντα ταύτα, να συλλάβωσι τον
πρεσβύτατον υιόν του Πυθίου και να τον σχίσωσιν εις δύο· αφού
δε τον σχίσωσι, να θέσωσι το εν ημίτομον εις τα δεξιά και το
άλλο εις τα αριστερά της οδού, και να διέλθη διά μέσου αυτών ο
στρατός.

40. Αφού δε εκείνοι έπραξαν το προσταχθέν, διήλθε μετά ταύτα ο
στρατός. Προηγούντο οι σκευοφόροι και τα υποζύγια, ακολούθως δε
ήρχοντο τα στρατεύματα διαφόρων εθνών, αναμίξ και ουχί
διακεκριμένως. Τα στρατεύματα ταύτα απετέλουν υπέρ το ήμισυ
σχεδόν του όλου στρατού· μετά τούτο αφίνετο διάστημα αρκετόν
ώστε να μη αναμιγνύωνται με τας τάξεις όπου ήτο ο βασιλεύς.
Έμπροσθεν δε του βασιλέως επροχώρουν χίλιοι ιππείς εκλελεγμένοι
μεταξύ όλων των Περσών, κατόπιν έτεροι χίλιοι αιχμοφόροι,
εκλεκτοί και ούτοι, έχοντες την λόγχην εστραμμένην προς την
γην· μετά ταύτα δέκα ίπποι ιεροί, καλούμενοι Νισαίοι,
κεκοσμημένοι δε πολυτελώς. Ονομάζονται δε οι ίπποι ούτοι
Νισαίοι διότι υπάρχει πεδίον μέγα εις την Μηδικήν καλούμενον
Νίσαιον και εις αυτό το πεδίον τρέφονται μεγάλοι ίπποι. Όπισθεν
τούτων των δέκα ίππων έσυρε το υπό οκτώ λευκών ίππων άρμα ιερόν
του Διός, και όπισθεν αυτών ηνίοχος πεζός εκράτει τους
χαλινούς, καθότι εις το θρανίον ουδείς άνθρωπος αναβαίνει.
Έπειτα ήρχετο αυτός ο Ξέρξης επί άρματος συρομένου υπό ίππων
Νισαίων (16), πλησίον του δε εβάδιζεν ηνίοχος όστις ωνομάζετο
Πατιράμφης και ήτο υιός του Πέρσου Οτάνου.

41. Με ταύτην πομπήν εξήλθεν ο Ξέρξης εκ των Σάρδεων και
μετέβαινεν, οσάκις ήθελεν, από του άρματος εις αρμάμαξαν.
Όπισθεν αυτού ήσαν χίλιοι λογχοφόροι, οι ανδρειότατοι και
εκλεκτότατοι των Περσών, έχοντες τας λόγχας προς τα άνω, έπειτα
άλλοι χίλιοι ιππείς εκλεκτοί, και μετά τούτους δεκακισχίλιοι
άνδρες εκλελεγμένοι μεταξύ των επιλοίπων Περσών. Ούτοι ήσαν
πεζοί, και εκ τούτων χίλιοι μεν αντί σιδήρου εις το κάτω μέρος
της λόγχης είχον ροιάν χρυσήν και περιεκύκλουν τους άλλους, οι
δε εντός τούτων εννεάκις χίλιοι είχον ροιάς αργυράς. Επίσης
και οι έχοντες εστραμμένας τας λόγχας προς την γην είχον ροιάς
χρυσάς, οι δε πλησιέστατα ακολουθούντες τον Ξέρξην είχον μήλα
χρυσά. Μετά τους δεκακιςχιλίους τούτους ήρχοντο δεκακιςχίλιοι
ιππείς Πέρσαι αφίνοντες όπισθεν των κενόν διάστημα δύο σταδίων·
τέλος ο επίλοιπος όμιλος επροχώρει αναμίξ.

42. Εξελθών δε της Λυδίας ο στρατός επορεύετο την οδόν την
άγουσαν προς τον ποταμόν Κάικον και την Μυσίαν· κινήσας δε από
του Καΐκου και έχων το όρος της Κάνης αριστερά, διήλθε τον
Αταρνέα και έφθασεν εις την Καρίνην. Αναχωρήσας και από αυτήν
επορεύετο διά της πεδιάδος της Θήβης, διερχόμενος τας πόλεις
Ατραμύττειον και ’ντανδρον την Πελασγικήν. Έπειτα στραφείς
δεξιά της Ίδης εισήλθεν εις την Τρωικήν γην. Την πρώτην δε
νύκτα την οποίαν διήλθεν εις τους πρόποδας της Ίδης,
ηκολούθησαν βρονταί και έπεσαν εις το στρατόπεδον κεραυνοί
οίτινες εφόνευσαν πολλούς ανθρώπους.

43. Ο στρατός έφθασεν εις τον Σκάμανδρον ο ποταμός ούτος,
αφότου εκίνησαν από τας Σάρδεις, ήτο ο πρώτος όστις ετελείωσε
και δεν ήρκεσε το ύδωρ αυτού πινόμενον υπό του στρατού και των
κτηνών. Εις τον ποταμόν τούτον ότε έφθασεν ο Ξέρξης, ανέβη εις
το Πέργαμον του Πριάμου επιθυμίαν έχων να το θεωρήση. Θεωρήσας
δε και ερωτήσας περί πάντων έθυσε χιλίας βους εις την Αθηνάν
του Ιλίου και οι μάγοι έκαμον σπονδάς εις τους ήρωας. Με όλα
όμως ταύτα, την νύκτα ενέπεσε φόβος εις το στρατόπεδον. Όθεν
άμα εγένετο ημέρα αναχωρήσας εκείθεν ο στρατός επορεύετο έχων
αριστερά μεν τας πόλεις Ροίτειον, Οφρύνειον και Δάρδανον ήτις
συνορεύει με την ’βυδον, δεξιά δε τους Γέργιθας Τευκρούς.

44. Ότε δε έφθασαν εις την ’βυδον, ο Ξέρξης ηθέλησε να ίδη όλον
τον στρατόν. Είχον προετοιμάσει επίτηδες εκεί προεξέδραν εκ
λευκού λίθου (την είχον δε κατασκευάσει οι Αβυδηνοί κατά
προλαβούσαν προσταγήν του βασιλέως). Ενώ δε εκάθησεν εκεί
βλέψας κάτω εις το παράλιον, εθεώρησε μετά θαυμασμού το πεζικόν
και τα πλοία. Θεωρών δε επιθύμησε να ίδη άμιλλαν των πλοίων.
Γενομένου λοιπόν τούτου, ενίκησαν οι της Σιδόνος Φοίνικες· ο δε
Ξέρξης ευχαριστήθη πολύ διά την άμιλλαν και τον στρατόν.

45. Ενώ δε έβλεπε τον Ελλήσποντον κεκαλυμμένον υπό πλοίων, και
όλα τα παράλια και τας πεδιάδας της Αβύδου πλήρεις ανθρώπων,
εμακάρισεν εαυτόν ο Ξέρξης, μετά ταύτα δε εδάκρυσε.

46. Ο πατρικός θείος του τον έβλεπεν· αυτός ήτο όστις εις την
πρώτην συνεδρίασιν των Περσών είχεν εκφράσει ελευθέρως την
γνώμην του και είχε συμβουλεύσει τον Ξέρξην να μη στρατεύση
κατά της Ελλάδος· ούτος λοιπόν ιδών τον Ξέρξην δακρύσαντα, είπε
τα εξής· «Ω βασιλεύ, πόσον διαφορετικά έπραξες τώρα και ολίγον
προ τούτου· αφού εμακάρισες σεαυτόν, δακρύεις.» Ο δε Ξέρξης
απεκρίθη· «Εσυλλογίσθην πόσον βραχύς είναι όλος ο ανθρώπινος
βίος και ησθάνθην οίκτον εις την καρδίαν, διότι εξ αυτών των
τόσων ανθρώπων δεν θα υπάρχη μήτε είς μετά εκατόν έτη.» Τότε ο
Αρτάβανος επανέλαβε λέγων· «Υπάρχουσιν άλλα οικτρότερα εν τω
βίω· καθότι, με όλην αυτού την βραχύτητα, δεν υπάρχει άνθρωπος
τόσον ευτυχής όστις είτε διά τούτον τον λόγον είτε διά τον
άλλον, να μη επεθύμησεν ουχί άπαξ αλλά πολλάκις να αποθάνη
μάλλον ή να ζη. Αι αλλεπάλληλοι συμφοραί και αι νόσοι,
συνταράττουσαι τον άνθρωπον, κάμνουσι τον βραχύν τούτον βίον να
φαίνεται μακρός. Τοιουτοτρόπως ο θάνατος, όταν η ζωή ήναι
τεθλιμμένη, γίνεται διά τον άνθρωπον το μάλλον επιθυμητόν
καταφύγιον· ο δε θεός, αφού μας κάμη να γευθώμεν γλυκύτητάς
τινας του κόσμου, δεικνύεται αμέσως φθονερός.»

47. Ο δε Ξέρξης απεκρίθη· «Αρτάβανε, ας παύσωμεν τώρα περί του
ανθρωπίνου βίου όστις είναι τοιούτος ως τον περιγράφεις, και ας
μη ενθυμώμεθα κακά ενώ κατά το παρόν έχομεν καλά. Ειπέ μοι δε
το εξής· εάν το νυκτερινόν εκείνο όραμα δεν σοι εφαίνετο τόσον
ζωηρόν, θα εξηκολούθεις να έχης την πρώτην γνώμην και να με
εμποδίζης από την κατά της Ελλάδος στρατείαν, ή ήθελες
μεταβληθή; Ομίλει, αποκρίθητι ειλικρινώς.» Ο δε Αρτάβανος
απεκρίθη λέγων· «Ω βασιλεύ, τον μεν όραμα το οποίον είδομεν εις
τον ύπνον μας είθε να αποβή ως επιθυμούμεν αμφότεροι, εγώ όμως
είμαι εισέτι πλήρης φόβου και εκτός εμαυτού στοχαζόμενος και
άλλα πολλά, και προς τούτοις βλέπων ότι δύο πράγματα σε είναι
πολεμιώτατα.»

48. Ταύτα ακούσας ο Ξέρξης, απεκρίθη τα εξής· «Σκληρέ άνθρωπε,
ποία είναι λοιπόν αυτά τα δύο πολεμιώτατα πράγματα τα οποία με
λέγεις; Μήπως ο στρατός ούτος σε φαίνεται ότι δεν είναι
αρκετός, και ότι ο Ελληνικός είναι περισσότερος του ιδικού μας;
ή μήπως ο στόλος μας ήναι υποδεέστερος του ιδικού των; ή τέλος
και τα δύο; Εάν αι δυνάμεις μας σοι φαίνονται ανεπαρκείς,
αμέσως δυνάμεθα να συνάξωμεν και άλλον στρατόν.»

49. Ο δε Αρτάβανος απεκρίθη λέγων· «Βασιλεύ, ούτε τον στρατόν
τούτον, ούτε το πλήθος των πλοίων δύναται να μεμφθή άνθρωπος
έχων σύνεσιν. 1. Εάν συνάξης περισσότερα, τότε τα δύο τα οποία
λέγω θα γίνωσι πολύ μάλλον πολεμιώτερα. Τα δύο ταύτα πολέμια
είναι η γη και η θάλασσα, διότι ως νομίζω εις κανέν μέρος της
θαλάσσης δεν ευρίσκεται λιμήν τόσον μέγας ώστε εν περιπτώσει
τρικυμίας να δεχθή το ναυτικόν σου και να ήναι ικανός να
διασώση αυτό· μολονότι δεν αρκεί να υπάρχη είς μόνον τοιούτος
λιμήν, αλλά πρέπει να υπάρχωσι πολλοί τοιούτοι λιμένες εις όλα
τα παράλια της ηπείρου πλησίον της οποίας θα πλεύσης. Επειδή
λοιπόν δεν έχεις ασφαλείς λιμένας, μάθε ότι αι περιστάσεις
εξουσιάζουσι τους ανθρώπους και ουχί οι άνθρωποι τας
περιστάσεις. 2. Αφού ωνόμασα το έν των πραγμάτων τούτων,
έρχομαι να ομιλήσω και περί του ετέρου. Η γη είναι εχθρά σου
κατά τον εξής τρόπον· και επί τη υποθέσει ότι ευθύς εξ αρχής
δεν εύρης καμμίαν αντίστασιν, πάλιν, ενόσω προχωρείς
δελεαζόμενος από την επιθυμίαν του προχωρείν, αυτή θα γίνεται
πολεμιωτέρα, επειδή ο άνθρωπος είναι άπληστος εις τας ευτυχίας.
Και επί τη υποθέσει λοιπόν ότι κανείς δεν θα εναντιωθή εις την
πορείαν σου, το μήκος όμως της οδού και η μακρά διαμονή σου θα
γεννήσωσι πείναν. Η φρόνησις του ανθρώπου συνίσταται εις το να
φοβήται μεν όταν σκέπτεται, αναλογιζόμενος όσα ήναι δυνατόν να
πάθη, να ήναι δε τολμηρός όταν ενεργή.»

50. Απεκρίθη δε ο Ξέρξης ως εξής· «Αρτάβανε, καλώς εξέθηκες τας
ιδέας σου επί εκάστου πράγματος, αλλά μήτε όλα να φοβήσαι μήτε
όλα να συλλογίζεσαι τόσον πολύ. 1. Εάν θέλης εις πάσαν υπόθεσιν
να ακριβολογής παν ό,τι δύναται να ακολουθήση, ποτέ δεν θα
κάμης τίποτε. Όθεν είναι προτιμότερον τολμών τις τα πάντα να
πάθη το ήμισυ των δεινών μάλλον ή να μη πάθη τίποτε επειδή
φοβείται τα πάντα. Εάν αντιτείνων εις πάντα λόγον δεν ειμπορείς
να αποδείξης το βέβαιον, σφάλλεις και συ ομοίως ως εκείνος
όστις ήθελεν ειπεί τα εναντία· ούτως έχει και διά τους δύο.
Αλλά πώς είναι δυνατόν, ων τις άνθρωπος, να γνωρίση μετά
βεβαιότητος τι πρέπει να πράξη; εγώ φρονώ ότι τούτο είναι
αδύνατον. Όσοι όμως ενεργούσι μετ' αποφάσεως, αυτοί συνήθως
επιτυγχάνουσιν, ενώ οι υπολογίζοντες τα πάντα και οκνούντες,
αυτοί αποτυγχάνουσι. 2. Βλέπεις εις πόσην δύναμιν έφθασε το
βασίλειον των Περσών· εάν οι προ εμού βασιλεύσαντες είχον
ομοίας γνώμας με σε, ή εάν χωρίς να έχωσιν αυτάς ήκουον όμως
άλλους συμβούλους ως σε, ουδέποτε ήθελες ιδεί το βασίλειον
ταύτο να φθάση εις τόσην ακμήν. Αλλ' οι βασιλείς εκείνοι,
αψηφούντες τους κινδύνους, προήγαγον αυτό εις το σημείον τούτο,
καθότι τα μεγάλα πράγματα με μεγάλους κινδύνους καταρθούνται.
Ημείς λοιπόν μιμούμενοι τους προγενεστέρους στρατεύομεν εις την
καλλιτέραν εποχήν του έτους, και αφού υποτάξωμεν όλην την
Ευρώπην θα επανέλθωμεν οπίσω χωρίς ούτε λιμόν να απαντήσωμεν
ουδαμού ούτε δυσάρεστόν τι να πάθωμεν· καθότι πρώτον μεν
πορευόμεθα φέροντες μεθ' ημών πολλάς τροφάς και δεύτερον διότι
εις οιανδήποτε γην και έθνος αν πατήσωμεν, θα έχωμεν εις την
εξουσίαν μας τον σίτον αυτών· εκστρατεύομεν δε κατ' ανθρώπων
γεωργών και ουχί κατά νομάδων.»

51. Είπε δε ο ’ρτάβανος μετά ταύτα· «Ω βασιλεύ, επειδή δεν
φοβείσαι τίποτε, δέχθητι τουλάχιστον μίαν συμβουλήν, καθότι εις
πολλά πράγματα είναι ανάγκη να λέγη τις πολλά. Ο Κύρος του
Καμβύσου υπέταξεν όλους τους Ίωνας πλην των Αθηναίων και
κατέστησεν αυτούς υποτελείς εις τους Πέρσας. Αυτούς τους
ανθρώπους σε συμβουλεύω να μη συμπαραλάβης κατ' ουδένα τρόπον
εις τον κατά των προγόνων των πόλεμον, καθότι και άνευ τούτων
είμεθα ικανοί να υπερνικήσωμεν τους εχθρούς· Βεβαίως, εάν σε
ακολουθήσωσι, πρέπει ή αδικώτατοι να γίνωσιν υποδουλούντες την
μητρόπολίν των, ή δικαιότατοι συμπράττοντες εις την ελευθέρωσίν
της. Και εάν μεν γίνωσιν αδικώτατοι, ουδέν μέγα κέρδος
προσθέτουσιν εις ημάς· εάν όμως γίνωσι δικαιότατοι, δύνανται να
βλάψωσι μεγάλως τον στρατόν σου. Ενθυμήθητι λοιπόν, ω βασιλεύ,
το παλαιόν λόγιον πόσον ορθώς λέγει ότι άμα τη αρχή δεν
καταφαίνεται όλον το τέλος.»

52. Προς ταύτα  ο Ξέρξης απεκρίθη· «Αρτάβανε, από όσας γνώμας
έδωκες, εις αυτήν σφάλλης περισσότερον, φοβούμενος τους Ίωνας
μήπως μας προδώσωσι. Της προαιρέσεως των Ιώνων έχομεν απόδειξιν
μεγίστην· υπέρ αυτών και συ μαρτυρείς και όσοι άλλοι
συνεξεστράτευσαν μετά του Δαρείου κατά των Σκυθών· ότι εις τας
χείρας αυτών ήτο να αφανίσωσι ή να σώσωσι τον Περσικόν στρατόν
και ότι έδειξαν την πίστιν των και όχι απιστίαν. Πλην δε
τούτου, επειδή άφησαν εις την χώραν ημών τέκνα, γυναίκας και
πλούτη, δεν πρέπει ούτε να το στοχασθή τις ότι δυνατόν να
νεωτερίσωσι. Μη φοβήσαι λοιπόν τίποτε από αυτούς, αλλ' έχων
θάρρος φρόντιζε περί της διατηρήσεως της οικίας και την
βασιλείας μου, καθότι εις σε μόνον μεταξύ όλων εμπιστεύομαι το
σκήπτρον μου.»

53. Ταύτα ειπών και αποστείλας τον Αρτάβανον εις τα Σούσα,
εκάλεσε μετά ταύτα τους σημαντικωτέρους των Περσών· αφού δε
ήλθον, είπεν εις αυτούς τα εξής· «Ω Πέρσαι, σας συνήθροισα διά
να σας παρακινήσω να φανήτε γενναίοι και να μη καταισχύνετε τα
αρχαία κατορθώματα των Περσών, κατορθώματα μεγάλα και πολλού
λόγου άξια. Έκαστος ιδιαιτέρως και όλοι ομού ας έχωμεν
προθυμίαν, καθότι υπ' όψιν έχομεν το κοινόν καλόν. Τούτου ένεκα
σας παροτρύνω να καταβάλετε πάντα ζήλον εις τον πόλεμον τούτον,
διότι ως ακούω εκστρατεύομεν εναντίον ανθρώπων γενναίων τους
οποίους εάν νικήσωμεν δεν θα ευρεθή πλέον άλλος στρατός
ανθρώπων διά να μας εναντιωθή. Τώρα, ας διαβαίνωμεν την
θάλασσαν αφού προσευχηθώμεν εις τους θεούς όσοι έχουσιν υπό την
προστασίαν των την Περσίδα γην.»

54. Όλη εκείνη η ημέρα εδαπανήθη εις την ετοιμασίαν της
διαβάσεως, την δε ακόλουθον περιέμενον ανυπομόνως την ανατολήν
του ηλίου καίοντες επί των γεφυρών θυμιάματα διάφορα και
στρώνοντες την οδόν με μυρσίνας. Ενώ δε ανέτελλεν ο ήλιος, ο
Ξέρξης κάμνων σπονδάς εις την θάλασσαν με χρυσούν ποτήριον,
ηύχετο εις αυτόν να μη τω συμβή περιστατικόν τι το οποίον να
τον εμποδίση από του να καθυποτάξη την Ευρώπην, αλλά να τον
βοηθήση να φθάση έως εις τα άκρα αυτής. Αφού δε ευχήθη έρριψε
το ποτήριον εις τον Ελλήσποντον μεθ' ενός κρατήρος χρυσού και
του Περσικού ξίφους το οποίον καλούσιν ακινάκην. Δεν δύναμαι να
αποφανθώ ακριβώς εάν αφιερών αυτά εις τον ήλιον τα έρριψεν εις
το πέλαγος, ή εάν μετανοήσας διότι εμαστίγωσε τον Ελλήσποντον
προσέφερε τα δώρα ταύτα εις την θάλασσαν.

55. Αφού εγένοντο ταύτα, ήρχισεν η διάβασις· και διά μεν της
γεφύρας της προς το μέρος του Ευξείνου διέβη όλον το πεζόν και
το ιππικόν, διά δε της προς το Αιγαίον τα υποζύγια και η
θεραπεία. Επορεύοντο δε πρώτοι οι δεκακισχίλιοι Πέρσαι, όλοι
εστεφανωμένοι, και μετ' αυτού ο σύμμικτος στρατός των διαφόρων
εθνών. Και ταύτην μεν την ημέραν ούτοι διέβησαν, την δε
ακόλουθον, πρώτον μεν οι ιππείς και οι κρατούντες τας προς τα
κάτω εστραμμένας λόγχας· ήσαν δε και ούτοι εστεφανωμένοι· μετ'
αυτούς δε οι ιεροί ίπποι και το ιερόν άρμα· έπειτα αυτός ο
Ξέρξης και οι αιχμοφόροι και οι χίλιοι ιππείς, και μετ' αυτούς
ο επίλοιπος στρατός. Συγχρόνως και τα πλοία ανήγοντο αντικρύ·
ήκουσα επίσης ότι ο Ξέρξης διέβη τελευταίος όλων.

56. Διαβάς ο Ξέρξης εις την Ευρώπην εθεάτο τον στρατόν
διαβαίνοντα με μαστιγώσεις· διέβη δε ο στρατός εις επτά ημέρας
και επτά νύκτας άνευ διακοπής. Τότε λέγουσιν ότι αφού ο Ξέρξης
διέβη τον Ελλήσποντον, Ελλησπόντιός τις είπεν· «ω Ζευ, διατί
υπό μορφήν ανδρός Πέρσου και λαβών το όνομα Ξέρξης θέλεις να
αναστατώσης την Ελλάδα άγων κατ' αυτής όλους τους ανθρώπους;
ηδύνασο και άνευ τούτων να πράξης ταύτα.»

57. Αφού διέβησαν όλοι και ήρχισαν να οδεύωσιν, εφάνη εις
αυτούς μέγα θαύμα περί του οποίου ο Ξέρξης δεν εφρόντισε ποσώς,
μολονότι ήτο ευεξήγητον. Ίππος εγέννησε λαγόν, εξ ου ευκόλως
ηδύνατό τις να εννοήση ότι ο Ξέρξης έμελλε να ελάση στρατόν
κατά της Ελλάδος υπερηφανώτατα και μεγαλοπρεπέστατα και ότι θα
επέστρεφεν οπίσω, αναγκαζόμενος χάριν της σωτηρίας του να
τρέχη. Και άλλο θαύμα είχε φανή εις τας Σάρδεις· ημίονος
εγέννησεν ημίονον διπλά έχουσαν αιδοία, τα μεν άρρενος τα δε
θηλείας· τα του άρρενος δε ήσαν υπεράνω των της θηλείας.

58. Μη φροντίσας λοιπόν μήτε περί του ενός μήτε περί του άλλου,
επορεύετο επί τα πρόσω, συν αυτώ δε ο πεζός στρατός. Ο δε
ναυτικός στρατός, έξω του Ελλησπόντου, έπλεε παρακολουθών την
ακτήν και έχων εστραμμένην την πρύμνην προς τον πεζόν, καθότι
έπλεε προς δυσμάς διευθυνόμενος εις το Σαρπηδόνιον ακρωτήριον
όπου ήτο διατεταγμένος να φθάση και να περιμένη, ενώ ο στρατός
της ξηράς εξηκολούθει τον δρόμον του διά της χερσονήσου
διευθυνόμενος προς ανατολάς του ηλίου και έχων εις τα δεξιά μεν
τον τάφον της Έλλης, θυγατρός του Αδάμαντος, αριστερά δε την
πόλιν Καρδίαν. Διελθών διά μέσου πόλεώς τινος ης το όνομα ήτο
Αγορά και κάμψας τον καλούμενον Μέλανα κόλπον και τον Μέλανα
ποταμόν του οποίου το ύδωρ δεν εξήρκεσεν εις τον στρατόν αλλ'
εξηντλήθη, τούτον τον ποταμόν διαβάς, εξ ου και ο κόλπος έχει
την επωνυμίαν, επορεύετο προς δυσμάς μέχρις ου έφθασεν εις τον
Δορίσκον, πέραν της Αιολίδος πόλεως Αίνου και της Στεντορίδος
λίμνης.

59. Ο δε Δορίσκος είναι αιγιαλός της Θρακικής και πεδιάς
μεγάλη, διά μέσου της οποίας ρέει ποταμός μέγας ο Έβρος. Εκεί
ήτο εκτισμένον τείχος βασιλικόν, όπερ εκαλείτο Δορίσκος και
φρουρά Περσική κατασταθείσα υπό του Δαρείου το κατείχεν από της
εποχής της εναντίον των Σκυθών εκστρατείας. Εφάνη δε εις τον
Ξέρξην επιτήδειος ο χώρος εκείνος όπως θέση εις τάξιν και
αριθμήση τον στρατόν· όπερ και έπραξεν. Αφού δε ήλθον όλα τα
πλοία εις τον Δορίσκον, οι ναύαρχοι, διατάξαντος του Ξέρξου, τα
έφερον εις τον πλησιέστερον αιγιαλόν του Δορίσκου όπου είναι αι
Σαμοθρακικαί πόλεις Σάλη και Ζώνη, εις το τέλος δε αυτού του
αιγιαλού είναι το ονομαστόν ακρωτήριον Σέρρειον. Ο χώρος ούτος
ήτο άλλοτε των Κικόνων. Εις τούτον λοιπόν τον αιγιαλόν
καταπλεύσαντες οι Πέρσαι, έσυρον έξω τα πλοία και τα εξήραινον.
Κατ' αυτό δε το διάστημα ο Ξέρξης έκαμνε την απαρίθμησιν του
στρατού εις τον Δορίσκον.

60. Πόσον πλήθος ευρέθη εις την απαρίθμησιν ταύτην ότι έδωκεν
έκαστον έθνος δεν δύναμαι να είπω ακριβώς, διότι ουδείς το
είπεν. Όλος δε ο πεζός στρατός ανέβη εις έν εκατομμύριον και
επτακοσίας χιλιάδας, και ηριθμήθη κατά τον ακόλουθον τρόπον.
Συναγαγόντες εις ένα χώρον δεκακισχίλιους ανθρώπους και
συσφίγξαντες αυτούς όσον το δυνατόν περισσότερον, περιεχάραξαν
έξωθεν κύκλον· περιχαράξαντες δε τον κύκλον και εξαγαγόντες
τους μυρίους έκαμον περίτραγμα του οποίου το ύψος έφθανεν έως
τον ομφαλόν ανθρώπου. Τούτα ποιήσαντες, εισεβίβασαν άλλους εις
την περιοχήν ταύτην, μέχρις ου ηρίθμησαν όλους κατ' αυτόν τον
τρόπον. Αφού δε τους ηρίθμησαν, κατέταξαν αυτούς κατά έθνη.

61. Τα δε έθνη όσα έλαβον μέρος εις την εκστρατείαν ήσαν τα
εξής. Οι Πέρσαι οίτινες είχον την ακόλουθον σκευήν· περί τας
κεφαλάς έφερον πίλους όχι στερεούς, καλουμένους τιάρας, περί δε
το σώμα θώρακας χειριδωτούς εκ ποικίλων τεμαχίων και ομοίων την
όψιν με λέπια ιχθύων, και περί τα σκέλη αναξυρίδας· αντί δε
ασπίδων είχον γέρρα, υποκάτω των οποίων εκρέμαντο φαρέτραι. Τα
ακόντιά των ήσαν μικρά, τα τόξα μεγάλα και τα βέλη καλάμινα·
εκρέματο δε προς τον δεξιόν μηρόν εγχειρίδιον δεδεμένον εις την
ζώνην. Αρχηγός αυτών ήτο ο Οτάνης, πατήρ της Αμήστριος γυναικός
του Ξέρξου. Οι Έλληνες ωνόμαζον αυτούς άλλοτε Κηφήνας, αυτοί δε
οι ίδιοι εκαλούντο Αρταίοι και οι περίοικοί των τους εκάλουν
ούτω. Ότε δε ο Περσεύς της Δανάης και του Διός ήλθεν εις τον
Κηφέα του Βήλου και έλαβε την θυγατέρα του Ανδρομέδαν,
εγέννησεν εξ αυτής υιόν τον οποίον ωνόμασε Πέρσην και τον
οποίον άφησεν εκεί, διότι ο Κηφεύς ετύγχανε μη έχων άρρενα
τέκνα. Από τούτου δε του Πέρσου έλαβον την επωνυμίαν.

62. Οι δε Μήδοι εστρατεύοντο έχοντες την αυτήν στολήν με τους
Πέρσας, διότι κυρίως ειπείν η στολή αύτη ήναι Μηδική και ουχί
Περσική. Αρχηγός αυτών ήτο ο Τιγράνης εκ της οικογενείας των
Αχαιμενιδών. ’λλοτε ούτοι εκαλούντο παρ' όλων ’ριοι· αλλ'
ελθούσης της Κολχίδος Μηδείας εξ Αθηνών εις την χώραν των,
μετέβαλαν και αυτοί το όνομά των. Τούτο τουλάχιστον λέγουσι
περί εαυτών οι Μήδοι. Οι δε Κίσσιοι κατά μεν τα άλλα ήσαν
εσκευασμένοι ως οι Πέρσαι, μόνον δε εις την κεφαλήν αντί πίλων
είχον μίτρας. Αρχηγός αυτών ήτο ο Ανάφης του Οτάνου. Οι δε
Υρκάνιοι ήσαν ωπλισμένοι ως οι Πέρσαι και είχον ηγεμόνα τον
Μεγάπανον όστις μετά τα συμβάντα ταύτα εγένετο διοικητής της
Βαβυλώνος.

63. Οι δε Ασσύριοι εις μεν τας κεφαλάς εφόρουν περικεφαλαίας
χαλκίνας και πεπλεγμένας κατά τρόπον τινά βάρβαρον ουχί εύκολον
να περιγραφή· ασπίδας δε και ακόντια και εγχειρίδια είχον όμοια
με τους Αιγυπτίους· προς τούτοις είχον ρόπαλα ξύλινα με τύλους
σιδηρούς και θώρακας λινούς. Ούτοι υπό μεν των Ελλήνων
εκαλούντο Σύριοι, υπό δε των βαρβάρων Ασσύριοι, Μεταξύ αυτών
ήσαν οι Χαλδαίοι, και είχον αρχηγόν τον Οτάσπην, υιόν του
Αρταχαίου.

64. Οι Βάκτριοι δε εστρατεύοντο έχοντες εις τας κεφαλάς ό,τι
σχεδόν και οι Μήδοι· τόξα δε καλάμινα εντόπια και ακόντια
βραχέα. Οι δε Σάκαι, φυλή Σκυθική, περί μεν τας κεφαλάς είχον
κυρβασίας ορθάς και ληγούσας εις οξύ, εφόρουν δε αναξυρίδας,
τόξα δε είχον επιχώρια και εγχειρίδια, προς τούτοις και αξίνας
καλουμένας σαγάρεις. Τούτους δε όντας Σκύθας, Αμυργίους,
εκάλουν Σάκας, διότι οι Πέρσαι όλους τους Σκύθας καλούσι Σάκας.
Τούτων δε των Σακών και των Βακτρίων αρχηγός ήτο ο Υστάσπης,
υιός του Δαρείου και της Ατόσης, θυγατρός του Κύρου.

65. Οι δε Ινδοί εφόρουν ενδύματα κατεσκευασμένα εκ βάμβακος·
είχον τόξα καλάμινα και βέλη καλάμινα με αιχμάς σιδηράς.
Εστρατεύοντο δε υπό την αρχηγίαν του Φαρναζάθρου, υιού του
Αρταβάτου.

66. Οι δε ’ριοι τόξα μεν είχον Μηδικά, κατά δε τα λοιπά ήσαν ως
οι Βάκτριοι. Αρχηγός αυτών ήτο ο Σισάμνης, υιός του Υδάρνους.
Οι δε Πάρθιοι και οι Χοράσμιοι και οι Σογδοί και οι Γανδάριοι
και οι Δαδίκαι εστρατεύοντο έχοντες τον αυτόν οπλισμόν ως οι
Βάκτριοι. Τούτων αρχηγοί ήσαν οι εξής· των μεν Πάρθων και
Χορασμίων ο Αρτάβαζος του Φαρνάκους, των δε Σογδών ο Αζάνης του
Αρταίου, των δε Γανδαρίων και Δαδικών ο Αρτύφιος του Αρταβάνου.

67. Οι δε Κάσπιοι εστρατεύοντο ενδεδυμένοι επανωφόρια εκ
δέρματος αιγός και έχοντες επιχώρια τόξα καλάμινα και ακινάκας.
Και ούτοι μεν ούτως ήσαν ωπλισμένοι, και είχον ηγεμόνα τον
Αριόμαρδον, αδελφόν του Αρτυφίου· οι δε Σαράγγαι διέπρεπον διά
την βαφήν των ενδυμάτων των, και είχον πέδιλα αναβαίνοντα εις
το γόνυ, τα δε τόξα και τα ακόντιά των ήσαν Μηδικά. Αρχηγός των
αρχηγών ήτο ο Φαρενδάτης του Μεγαβάζου. Οι Πάκτυες δε είχαν τα
αυτά ενδύματα και είχον τόξα επιχώρια και εγχειρίδια· αρχηγός
δε αυτών ήτο ο Αρτύντης του Ιθαμάτρου.

68. Οι δε Ούτιοι, οι Μύκοι και οι Παρικάνιοι ήσαν ωπλισμένοι ως
οι Πάκτυες. Τούτων αρχηγοί ήσαν οι εξής· των μεν Ουτίων και των
Μύκων ο Αρσαμένης του Δαρείου, των δε Παρικανίων ο Σιρομίτρης
του Οιοβάζου.

69. Οι δε Αράβιοι εφόρουν μακρά επανωφόρια και εις τα δεξιά των
είχον παλίντονα τόξα μακρά. Οι δε Αιθίοπες εφόρουν παρδαλάς και
λεοντάς, τόξα δε είχαν μακρά μέχρι τεσσάρων πήχεων
κατεσκευασμένα από κλάδους φοινίκων προς τούτοις βέλη καλάμινα
μικρά, εις την άκραν των οποίων αντί σιδήρου ήτα λίθος οξύς εξ
εκείνου με τον οποίον σκαλίζουσι τας σφραγίδας των· Είχον δε
ακόντια εις την άκραν των οποίων ήτο κέρας δορκάδος οξύ
κατεσκευασμένον εις τρόπον λόγχης· είχον δε και ρόπαλα τυλωτά·
και το μεν ήμισυ του σώματος όταν εξέρχωνται εις πόλεμον
αλείφουσι με γύψον, το δε άλλο ήμισυ με μίλτον. Των Αραβίων δε
και των υπεράνω της Αιγύπτου κατοικούντων Αιθιόπων αρχηγός ήτο
ο Αρσάμης, υιός του Δαρείου και της Αρτυστώνης, θυγατρός του
Κύρου, την οποίαν ο Δαρείος ηγάπησε πλειότερον όλων των άλλων
γυναικών του και διέταξε να κατασκευάσωσι την εικόνα της εκ
χρυσού σφυρηλατημένου. Των μεν λοιπόν Αραβίων και των υπέρ την
Αίγυπτον κατοικούντων Αιθιόπων αρχηγός ήτο ο Αρσάμης.

70. Οι δε ανατολικοί Αιθίοπες (διότι και οι μεν και οι δε
εστρατεύοντο) ήσαν κατατεταγμένοι μεταξύ των Ινδών. Ούτοι δεν
διαφέρουσιν ουδόλως από τους άλλους κατά την μορφήν, αλλά μόνον
κατά το ιδίωμα της γλώσσης και τα τρίχωμα, διότι των μεν
ανατολικών Αιθιόπων αι τρίχες ήναι ευθείαι, των δε Αιθιόπων της
Λιβύας η κόμη είναι η μάλλον ουλόθριξ όλων των ανθρώπων. Ούτοι
δε οι εκ της Ασίας Αιθίοπες ήσαν κατά το πλείστον ωπλισμένοι ως
οι Ινδοί, και εις τας κεφαλάς είχον προμετωπίδια ίππων
εκδεδαρμένα ομού με τα ώτα και τας χαίτας. Αι χαίται αύται
επείχον τόπον λόφου, τα δε ώτα των ίππων ήσαν εστημένα ορθά. Τα
αμυντήρια δε όπλα των ήσαν δοραί γερανών εν είδει ασπίδων.

71. Οι Λίβυες ηκολούθουν έχοντες στολήν δερματίνην και
ωπλισμένοι με ακόντια σκληρυνθέντα εις το πυρ. Αρχηγός δε αυτών
ήτο ο Μασσάγης του Οαρίζου.

72. Οι δε Παφλαγόνες εστράτευον έχοντες επί της κεφαλής κράνη
πλεκτά, ασπίδας μικράς, λόγχας όχι μεγάλας, και προς τούτοις
ακόντια και εγχειρίδια· είχον δε περί τους πόδας πέδιλα
επιχώρια, αναβαίνοντα εις το μέσον της κνήμης. Οι Λίγυες δε, οι
Ματιανοί, οι Μαριανδυνοί και οι Σύριοι ήσαν ωπλισμένοι ως οι
Παφλαγόνες. Οι Σύριοι ούτοι υπό των Περσών καλούνται
Καππαδόκαι. Και των μεν Παφλαγόνων και των Ματιανών αρχηγός ήτο
ο Δώτος του Μεγασίδρου, των δε Μαριανδυνών, των Λιγύων και των
Συρίων ο Γωβρύας του Δαρείου και της Αρτυστώνης υιός.

73. Οι δε Φρύγες είχον σχεδόν τον αυτόν οπλισμόν με τους
Παφλαγόνας. Οι Φρύγες ούτοι, ως λέγουσιν οι Μακεδόνες,
εκαλούντο Βρίγες εφ' όσον χρόνον Ευρωπαίοι όντες ήσαν σύνοικοι
των Μακεδόνων μετοικήσαντες δε εις την Ασίαν, ομού με την χώραν
μετέβαλον και το όνομα εις Φρύγας. Οι δε Αρμένιοι ήσαν
οπλισμένοι ως οι Φρύγες διότι είναι άποικοι των Φρυγών.
Αμφοτέρων τούτων αρχηγός ήτο ο Αρτόχμης, γαμβρός του Δαρείου.

74. Οι Λυδοί δε είχον όπλα ομοιότατα με τα Ελληνικά. ’λλοτε οι
Λυδοί εκαλούντο Μήονες, μεταβαλόντες δε το όνομα έλαβον την
επωνυμίαν ταύτην από του Λυδού, υιού του ’τυος. Οι δε Μυσοί εις
μεν τας κεφαλάς είχον κράνη επιχώρια, ασπίδας δε μικράς,
μετεχειρίζοντο δε ακόντια σκληρυνθέντα εις το πυρ. Ούτοι οι
Μυσοί είναι άποικοι των Λυδών και από του όρους Ολύμπου
καλούνται Ολυμπιανοί. Αρχηγός δε των Λυδών και των Μυσών ήτο ο
Αρταφέρνης του Αρταφέρνους εκείνου όστις μετά του Δάτιδος
εισέβαλεν εις τον Μαραθώνα.

75. Οι δε Θράκες εστράτευον έχοντες εις μεν τας κεφαλάς των
αλωπεκάς, περί δε το σώμα χιτώνας και άνωθεν αυτών επανωφόρια
ποικιλόστικτα· περί τους πόδας και τας κνήμας είχον πέδιλα εκ
δέρματος ελάφου, και προς τούτοις ακόντια, μικράς ασπίδας και
εγχειρίδια μικρά. Οι Θράκες ούτοι ότε διέβησαν εις την Ασίαν
εκλήθησαν Βιθυνοί. ’λλοτε, ως αυτοί λέγουσιν εκαλούντο
Στρυμόνιοι, καθότι κατώκουν περί τον Στρυμόνα· λέγουσι δε ότι
τους εδίωξαν εκ της χώρας των οι Τευκροί και οι Μυσοί. Τούτων
δε των εν τη Ασία Θρακών αρχηγός ήτο ο Βασσάκης του Αρταβάνου.

76. Οι δε Χάλυβες (17) είχον ασπίδας μικράς εκ δέρματος βοός
ακατεργάστου, και έκαστος δύο ακόντια ως εκείνα τα οποία
κατασκευάζουσιν εις την Λυκίαν. Εις τας κεφαλάς των είχον κράνη
χάλκινα προ των οποίων υψούντο κέρατα και ώτα βοός χάλκινα και
επ' αυτών λόφοι. Περί τας κνίμας είχον τεμάχια υφάσματος
πορφυροβαφή. Εις την χώραν δε αυτών υπάρχει χρηστήριον του
’ρεως.

77. Οι δε Καβηλείς, άποικοι των Μηόνων, καλούμενοι Λασόνιοι,
είχον οπλισμόν όμοιον με τους Κίλικας, τον οποίον θα εκθέσω
όταν φθάσει η σειρά να ομιλήσω διά τους Κίλικας (18). Οι δε
Μιλύαι είχον αιχμάς κοντάς και ενδύματα εμπεπορπημένα. Τινές εξ
αυτών είχον τόξα Λύκια, εις δε τας κεφαλάς περικεφαλαίας
δερματίνας. Τούτων όλων αρχηγός ήτο ο Βάδρης του Υστάνους.

78. Οι Μόσχοι δε είχον περικεφαλαίας μεν ξυλίνας, ασπίδας δε
μικράς και ακόντια βραχέα των οποίων όμως αι λόγχαι ήσαν
μακραί. Οι δε Τιβαρηνοί, οι Μάκρωνες και οι Μοσύνοικοι
εστράτευον εσκευασμένοι ως οι Μόσχοι. Τούτους δε ωδήγουν οι
εξής αρχηγοί· τους μεν Μόσχους και τους Τιβαρηνούς ο
Αριόμαρδος, υιός του Δαρείου και της Πάρμυος, θυγατρός του
Σμέρδιος, υιού του Κύρου· τους δε Μάκρωνας και τους Μοσυνοίκους
ο Αρταΰκτης του Χοράσμιος, όστις ήτο διοικητής της εν
Ελλησπόντω Σηστού.

79. Οι δε Μάρες είχον κράνη μεν επιχώρια πλεκτά, ασπίδας δε
δερματίνας μικράς και ακόντια. Οι δε Κόλχοι είχον κράνη ξύλινα,
ασπίδας εκ δέρματος βοός ακατεργάστου, αιχμάς βραχείας και
προσέτι μαχαίρας. Τούτων των Μαρών και των Κόλχων αρχηγός ήτο ο
Φαρανδάτης του Τεάσπιδος. Οι δε Αλαρόδιοι και οι Σάσπειρες
εστρατεύοντο ωπλισμένοι ως οι Κόλχοι. Τούτων αρχηγός ήτο ο
Μασίστιος του Σιρομίτρου.

80. Τα δε νησιωτικά έθνη τα ακολουθούντα εκ της Ερυθράς
Θαλάσσης και των νήσων όπου ο βασιλεύς πέμπει τους
εκπατριζομένους, είχον ενδύματα και όπλα ομοιότατα με τα
Μηδικά. Τούτων των νησιωτών αρχηγός ήτο ο Μαρδόντης του Βαγαίου
όστις κατά το δεύτερον έτος έπεσεν εις την εν Μυκάλη μάχην, είς
ων των στρατηγών.

81. Ταύτα ήταν τα έθνη άτινα εστρατεύοντο διά ξηράς και
απετέλουν το πεζόν, αρχηγοί δε αυτών ήσαν οι ανωτέρω ρηθέντες
οίτινες και τα ωργάνωσαν και τα ηρίθμησαν δίδοντες αυτοίς
χιλιάρχας και μυριάρχας· οι δε μυριάρχαι διώρισαν εκατοντάρχας
και δεκάρχας· ’λλοι αξιωματικοί ιθαγενείς επεστάτουν τα τάγματα
εκάστου έθνους, αλλά και ούτοι υπήκουον εις τους ανωτέρω
ρηθέντας αρχηγούς.

82. Τούτων δε και σύμπαντος του πεζού στρατού εστρατήγουν ο
Μαρδόνιος του Γωβρύου, ο Τριτανταίχμης του Αρταβάνου του
συμβουλεύσαντος να μη στρατεύσωσι κατά της Ελλάδος, ο
Σμερδομένης του Οτάνου (αμφότεροι ούτοι ήταν παίδες αδελφών του
Δαρείου και επομένως εξάδελφοι του Ξέρξου), ο Μασίστης, υιός
του Δαρείου και της Ατόσσης, ο Γέργις του Αρίζου και ο
Μεγάβυζος του Ζωπύρου.

83. Ούτοι ήσαν οι στρατηγοί όλου του πεζού χωρίς των μυρίων·
των δε μυρίων λογάδων τούτων Περσών εστρατήγει μεν ο Υδάρνης
του Υδάρνους, εκαλούντο δε αθάνατοι διά την εξής αιτίαν. Εάν
τις εξ αυτών ήθελε λείψει είτε, ένεκα θανάτου είτε ένεκα
ασθενείας, εξελέγετο άλλος και ουδέποτε ήσαν ούτε πλείονες των
μυρίων ούτε ελάσσονες. Μεταξύ όλου του στρατού διεκρίνοντο οι
Πέρσαι διά τον οπλισμόν των, ούτοι δε οι μύριοι ήσαν υπέρτεροι
των άλλων Περσών. Ωπλισμένοι ως είπα, διεκρίνοντο διά την
αφθονίαν των χρυσών κοσμημάτων των· έφερον μεθ' εαυτών
αρμαμάξας εντός των οποίων είχον τας παλλακάς των και την
πολλήν και πλουσίως κεκοσμημένην θεραπείαν των. Ιδιαίτεραι δε
κάμηλοι και άλλα υποζύγια ζώα έφερον τας τροφάς των.

84. Τα έθνη ταύτα έχουσι και ιππικόν, εν τούτοις δεν έδωκαν
ιππείς όλα, αλλά μόνον τα εξής. Οι Πέρσαι, των οποίων οι ιππείς
ήσαν ωπλισμένοι ως οι πεζοί· μόνον εις τας κεφαλάς είχον τινες
ελάσματα σιδηρά ή χαλκά.

85. Υπάρχουσι νομάδες τινές καλούμενοι Σαγάρτιοι φυλή Περσική
καθ' όλα και κατά την γλώσσαν, η ενδυμασία των δε είναι μεταξύ
της Περσικής και της Πακτυικής. Ούτοι είχον δώσει
οκτακισχιλίους ιππείς. Οι άνθρωποι ούτοι απαξιούσι να έχωσιν
άλλα όπλα χάλκικα ή σιδηρά και μεταχειρίζονται μόνον σχοινία
δερμάτινα πεπλεγμένα, εις τα οποία έχουσιν όλον το θάρρος των
όταν εξέρχωνται εις πόλεμον. Ο τρόπος δε της μάχης των ανθρώπων
τούτων είναι ο εξής: Όταν συμπλακώσι με τους πολεμίους,
ρίπτουσι τα σχοινία τα οποία εις την άκραν έχουσι βρόχον,
όντινα δε τύχωσιν, ίππον ή άνθρωπον, τον έλκουσι προς εαυτούς·
ούτοι δε εμπλεκόμενοι ως εις δίκτυα διαφθείρονται. Τούτων
λοιπόν τοιούτος είναι ο τρόπος του πολεμείν, και ήσαν
τεταγμένοι εις τους Πέρσας.

86. Οι δε Μήδοι ιππείς είχον την ιδίαν σκευήν με τους πεζούς,
και οι Κίσσιοι ομοίως· έτι δε και το ιππικόν των Ινδών είχε την
ιδίαν σκευήν με το πεζόν· οι Ινδοί όμως ήλαυνον και κέλητας και
άρματα· εις δε τα άρματα ήταν εζευγμένοι ίπποι και όνοι άγριοι.
Οι δε Βάκτριοι ιππείς ήσαν ωπλισμένοι ως οι πεζοί· ομοίως και
οι Κάσπιοι, ομοίως και οι Λίβυες. Όλοι δε ούτοι ήλαυνον άρματα.
Προσέτι δε και οι Κάσπειροι και οι Παρικάνιοι ήσαν ωπλισμένοι
ως οι πεζοί. Οι δε Αράβιοι ιππείς σκευήν μεν είχον ως οι πεζοί,
ήλαυνον δε όλοι καμήλους αίτινες δεν είναι υποδεέστεραι των
ίππων κατά την ταχύτητα.

87. Ταύτα μόνα τα έθνη είχον ιππικόν, ο αριθμός δε των ίππων
εγένετο ογδοήκοντα χιλιάδες, πάρεξ των καμήλων και των αρμάτων.
Είχον οργανωθή κατά τάγματα και οι Αράβιοι ετάχθησαν
τελευταίοι· επειδή οι ίπποι δεν ανέχονται τας καμήλους, διά
τούτο ετάχθησαν ύστεροι ίνα μη φοβήται το ιππικόν.

88. Ίππαρχοι ήσαν ο Αρμαμίθρης και ο Τίθαιος, υιοί του Δάτιδος·
ο τρίτος συνίππαρχος Φαρνούχης είχε μείνει ασθενής εις τας
Σάρδεις, καθότι ότε ανεχώρουν εκ της πόλεως ταύτης τω συνέβη
συμφορά δυσάρεστος. Ενώ ίππευε, κύων διήλθεν υπό τους πόδας του
ίππου, και ο ίππος μη προϊδών εφοβήθη και στας ορθός έρριψε
κάτω τον Φαρνούχην, όστις πεσών ήμεσεν αίμα και η ασθένεια του
μετετράπη εις φθίσιν. Οι υπηρέται του έκαμον τον ίππον ως
επρόσταξεν· απαγαγόντες αυτόν εις τον τόπον όπου έρριψε τον
δεσπότην του, τω έκοψαν τους πόδας μέχρι γονάτων. Τοιουτοτρόπως
ο Φαρνάκης εστερήθη της αρχηγίας.

89. Των δε τριήρεων ο αριθμός συνεποσώθη εις χιλίας διακοσίας,
και παρέσχον αυτάς οι εξής. Οι μεν Φοίνικες και οι της
Παλαιστίνης Σύριοι τριακοσίας, ωπλισμένοι όντες οι άνδρες κατά
τον ακόλουθον τρόπον· εις μεν τας κεφαλάς είχον περικεφαλαίας
κατεσκευασμένας σχεδόν ως τας των Ελλήνων· ενδεδυμένοι δε
θώρακας λινούς, είχον ασπίδας μη πέρικεκοσμημένας και ακόντια.
Ούτοι δε οι Φοίνικες άλλοτε κατώκουν, ως αυτοί λέγουσιν, εις τα
παράλια της Ερυθράς θαλάσσης· εκείθεν δε αναχωρήσαντες ήλθον
εις την Συρίαν και εγκατεστάθησαν εις τα παραθαλάσσια. Όλον
τούτο το μέρος της Συρίας μέχρι της Αιγύπτου καλείται
Παλαιστίνη. Οι δε Αιγύπτιοι παρέσχον πλοία διακόσια. Ούτοι
είχον περί τας κεφαλάς κράνη πλεκτά, ασπίδας κοίλας με πλατέα
περικοσμήματα και δόρατα ναυμαχίας, και πελέκεις μεγάλους. Οι
πλείστοι δε εξ αυτών ήσαν θωρακοφόροι και είχον μαχαίρας
μεγάλας. Και ούτοι μεν ούτως ήσαν ωπλισμένοι.

90. Οι δε Κύπριοι παρέσχον εκατόν πεντήκοντα πλοία και ήσαν
ωπλισμέναι ως εξής. Οι μεν βασιλείς αυτών είχον εις τας κεφαλάς
μίτρας περιτετυλιγμένας (19), οι δε άλλοι εφόρουν χιτώνας, κατά
τα λοιπά δε ήταν ωπλισμένοι ως οι Έλληνες. Τα δε έθνη των
Κυπρίων, ως αυτοί οι Κύπριοι λέγουσιν, είναι τα εξής. Οι από
της Σαλαμίνος των Αθηνών καταγόμενοι, οι από της Αρκαδίας, οι
από της Κύθνου, οι από της Φοινίκης και οι από της Αιθιοπίας.

91. Οι δε Κίλικες παρέσχον εκατόν πλοία. Ούτοι δε πάλιν περί
τας κεφαλάς μεν είχον κράνη επιχώρια, μικράς ασπίδας εκ
δέρματος βοείου ακατεργάστου και χιτώνας μαλλίνους· έκαστος δε
είχε δύο ακόντια και ξίφος ομοιότατον με τας Αιγυπτιακάς
μαχαίρας. Ούτοι πάλαι μεν εκαλούντο Υπαχαιοί, έλαβον δε έπειτα
την επωνυμίαν Κίλικες εκ του Κίλικος, υιού του Φοίνικος
Αγήνορος. Οι Πάμφυλοι δε παρέσχον τριάκοντα πλοία και ήσαν
ωπλισμένοι με Ελληνικά όπλα. Οι Πάμφυλοι ούτοι κατάγονται εκ
των Ελλήνων εκείνων οίτινες επιστρέφοντες εκ της Τροίας
αποπλανήθησαν μετά του Αμφιλόχου και του Κάλχαντος.

92. Οι δε Λύκιοι έδοσαν πλοία πεντήκοντα και εφόρουν θώρακας
και κνημίδας· τόξα είχον εκ ξύλου κρανέας, βέλη καλάμινα, άνευ
πτερών, και ακόντια. Προς τούτοις είχον δέρματα αιγών ερριμμένα
εις τους ώμους, εις δε τας κεφαλάς πίλους περιεστεφανωμένους με
πτερά· είχον δε και εγχειρίδια και δρέπανα. Οι Λύκιοι ούτοι,
καταγόμενοι εκ της Κρήτης, εκαλούντο Τερμίλαι, έλαβον δε την
επωνυμίαν Λύκιοι εκ του Λύκου, υιού του Αθηναίου Πανδίονος.

93. Οι δε Δωριείς της Ασίας έδοσαν τριάκοντα πλοία έχοντες όπλα
Ελληνικά και καταγόμενοι εκ της Πελοποννήσου. Οι Κάρες δε
παρέσχον εβδομήκοντα πλοία· και ήσαν ωπλισμένοι κατά τα άλλα ως
οι Έλληνες, είχον δε δρέπανα και εγχειρίδια. Πώς εκαλούντο δε
ούτοι πρότερον, το είπον εις τα προλαβόντα βιβλία (20).

94. Οι δε Ίωνες ωπλισμένοι ως οι Έλληνες έδοσαν εκατόν πλοία.
Ούτοι ενόσω κατώκουν εν τη Πελοποννήσω την χώραν ήτις καλείται
σήμερον Αχαΐα, και πριν έλθωσιν εις την Πελοπόννησον ο Δαναός
και ο Ξούθος, εκαλούντο, ως λέγουσιν οι Έλληνες, Πελασγοί
Αιγιαλείς· μετωνομάσθησαν δε Ίωνες από του Ίωνος, υιού του
Ξούθου.

95. Οι δε νησιώται έδοσαν δεκαεπτά πλοία και ήσαν ωπλισμένοι ως
οι Έλληνες. Και ούτοι είναι έθνος Πελασγικόν, ύστερον δε εκλήθη
Ιωνικόν, διά τον αυτόν λόγον δι' ον οι κατέχοντες τας δώδεκα
πόλεις εκλήθησαν Ίωνες, άποικοι όντες των Αθηνών. Οι δε
Ελλησπόντιοι πλην των Αβυδηνών (διότι οι Αβυδηνοί διετάχθησαν
παρά του βασιλέως να μείνωσιν εις τον τόπον των και να
φυλάττωσι τας γεφύρας) οι λοιποί οι εκ του πόντου στρατευόμενοι
έδοσαν μεν πλοία εκατόν, ήσαν δε ωπλισμένοι ως οι Έλληνες. Ήσαν
δε ούτοι άποικοι, των Ιώνων και των Δωριέων.

96. Εις όλα δε τα πλοία είχον επιβιβασθή Πέρσαι, Μήδοι και
Σάκαι. Τα πλοία των Φοινίκων ήσαν τα άριστα του στόλου, και τα
των Σιδωνίων τα άριστα μεταξύ των Φοινίκων. Όλοι δε ούτοι ως
και οι τεταγμένοι εις το πεζόν είχον αρχηγούς επιχωρίους τους
οποίους εγώ δεν αναφέρω επειδή ούτε είναι άξιοι μνημονεύσεως.
Όσαι πόλεις ήσαν εις έκαστον έθνος, τόσοι αρχηγοί ήσαν, αλλ'
ούτοι ακολούθησαν ουχί τόσον ως στρατηγοί, αλλά μάλλον ως
δούλοι στρατιώται. Και τους μεν στρατηγούς του πεζού όσοι είχον
πάσαν της εξουσίαν και τους Πέρσας όσοι ώριζον έκαστον έθνος,
ανέφερα ανωτέρω.

97. Του δε ναυτικού στρατηγοί ήσαν οι εξής· ο Αριαβίγνης του
Δαρείου, ο Πρηξάσπης του Ασπαθίνου, ο Μεγάβαζος του Μεγαβάτου
και ο Αχαιμένης του Δαρείου. Της μεν Ιωνικής και Καρικής μοίρας
αρχηγός ήτο ο Αριαβίγνης, υιός του Δαρείου και της θυγατρός του
Γωβρύου· της δε Αιγυπτιακής ο Αχαιμένης, αδελφός του Ξέρξου εκ
πατρός και μητρός· του δε λοιπού στόλου ήσαν οι άλλοι δύο.
Τριακόντοροι δε και πεντηκόντοροι και κέρκουροι και πλοία
ιππαγωγά μικρά περιληφθέντα εις την απαρίθμησιν, ευρέθησαν
τρεις χιλιάδες.

98. Μετά τους στρατηγούς, οι μάλλον ονομαστοί εκ των
ευρισκομένων εις τον στόλον ήσαν οι εξής· ο Σιδώνιος
Τετράμνηστος του Ανύσου, ο Τύριος Μάπην του Σιρώμου, ο Αράδιος
Μέρβαλος του Αγβάλου, ο Κίλιξ Συέννεσις του Ωρομέδοντος, ο
Λύκιος Κυβερνίσκος του Σίκα, οι Κύπριοι Γόργος του Χέρσιος και
Τιμώναξ του Τιμαγόρου, οι Κάρες Ιστιαίος του Τύμνου, Τίγρης του
Σελδώμου και Δαμασίθυμος του Κανδαύλου.

99. Τους μεν άλλους ταξιάρχους δεν είναι ανάγκη να αναφέρω,
αλλά μόνον την Αρτεμισίαν, ήτις εστράτευσε κατά της Ελλάδος και
την οποίαν μεγάλως θαυμάζω. Η γυνή αύτη, αφού απέθανεν ο
σύζυγός της, ανέλαβε την βασιλείαν και την κηδεμονίαν του
ανήλικος υιού της και ενώ δεν ήτο ουδεμία ανάγκη, ηκολούθησεν
εις την εκστρατείαν μετά θάρρους ανδρικού. Εκαλείτο Αρτεμισία,
και ήτο θυγάτηρ του Λυγδάμιδος· κατά δε το γένος πατρόθεν μεν
ήτο εκ της Αλικαρνασού, μητρόθεν δε Κρήσσα. Ηγεμόνευε δε των
Αλικαρνασέων, των Κώων, των Νισυρίων και των Καλυδνίων, δώσασα
πέντε πλοία, άτινα ήσαν τα μάλλον αξιοπαρατήρητα όλου του
στόλου, μετά τα πλοία των Σιδωνίων, εξ όλων δε των συμμάχων
αυτή έδιδε τας αρίστας συμβουλάς εις τον βασιλέα. Αι πόλεις τας
οποίας είπα ότι εκυβέρνα, είναι όλαι Δωρικαί· καθότι οι μεν
Αλικαρνασείς είναι Τροιζήνιοι, οι δε άλλοι Επιδαύριοι. Και όσα
μεν είπα διά τον ναυτικόν στρατόν αρκούσιν.

100. Ο δε Ξέρξης αφού ηριθμήθη και διετάχθη ο στρατός,
επεθύμησε να περιέλθη ο ίδιος τας τάξεις του και να τον
επιθεωρήση. Όθεν αναβάς επί άρματος διήρχετο έμπροσθεν εκάστου
έθνους αποτείνων διαφόρους ερωτήσεις, οι δε γραματείς
εσημείωνον τας αποκρίσεις, μέχρις ου μετέβη από την μίαν εις
την άλλην άκραν του ιππικού και του πεζού. Τούτου γενομένου,
και των πλοίων καθελκυσθέντων εις την θάλασσαν, ο Ξέρξης κατέβη
από του άρματος, εισήλθεν εις πλοίον Σιδώνιον το οποίον εσκίαζε
χρυσή σκηνή, και παρέπλευσεν έμπροσθεν των πρωρών των πλοίων,
ερωτών αυτά ως είχε πράξει διά τον πεζόν στρατόν και καταγράφων
τας αποκρίσεις. Οι ναύαρχοι είχον μακρυνθή τέσσαρα πλέθρα από
του αιγιαλού, έπειτα έστρεψαν όλοι τας πρώρας προς την γην
μετωπηδόν και εξώπλισαν τους επιβάτας ως εις πόλεμον. Ο δε
Ξέρξης πλέων μεταξύ των πρωρών και του αιγιαλού, τα επεθεώρει.

101. Αφού δε επεθεώρησε και τον στόλον και εξήλθεν εις την
ξηράν, προσεκάλεσε τον Δημάρατον του Αρίστωνος, όστις ηκολούθει
αυτόν εις την κατά της Ελλάδος εκστρατείαν. Καλέσας δε αυτόν
τον ηρώτησε τα εξής·  «Δημάρατε, ευχαριστούμαι να σε ερωτήσω
κατ' αυτήν την στιγμήν περί τινος πράγματος· είσαι Έλλην, και
ως ήκουσα από σε και από τους άλλους Έλληνας μεθ' ων
συνωμίλησα, είσαι εκ πόλεως ουχί μικράς ούτε ασθενούς. Τώρα
λοιπόν ειπέ μοι εάν οι Έλληνες θα τολμήσωσι να άρωσι χείρας
εναντίον μου· διότι, ως μεν φρονώ εγώ, όλοι οι Έλληνες και όλοι
οι λοιποί άνθρωποι όσοι κατοικούσι προς δυσμάς εάν ενωθώσι, δεν
είναι ικανοί να με αντισταθώσι, διότι δεν είναι σύμφωνοι μεταξύ
των. Θέλω όμως ν' ακούσω και παρά σου τι φρονείς περί αυτών.» Ο
μεν Ξέρξης ταύτα ηρώτα, ο δε Δημάρατος αποκριθείς είπεν· «ω
βασιλεύ, τι προτιμάς; την αλήθειαν να σε ειπώ ή εκείνο το
οποίον σε είναι αρεστόν;» Εκείνος δε τον διέταξε να είπη την
αλήθειαν, λέγων ότι δεν ήθελε τον αγαπήσει διά τούτο ολιγώτερον
ή πρότερον.

102. Αφού ήκουσε ταύτα ο Δημάρατος, είπε τα εξής· «Βασιλεύ,
αφού με διατάττεις να σε είπω όλην την αλήθειαν, ώστε να μη
φωραθώ ύστερον παρά σου ψευδόμενος, μάθε ότι η πενία είναι
πάντοτε η πιστή φίλη των Ελλήνων, εις αυτήν δε προστίθεται η
αρετή ήτις κτάται διά της φρονήσεως και των σταθερών νόμων.
Ταύτην την αρετήν μεταχειριζομένη η Ελλάς, υπερασπίζεται κατά
της πενίας και της τυραννίας. Και επαινώ μεν όλους τους Έλληνας
τους κατοικούντας περί εκείνους τους Δωρικούς τόπους, ο σκοπός
μου όμως είναι να μη σε ομιλήσω περί όλων αλλά μόνον περί των
Λακαδαιμονίων. Πρώτον μεν ότι δεν είναι δυνατόν να δεχθώσι τους
λόγους σου προτείνοντας την δούλωσιν της Ελλάδος, έπειτα δε ότι
θα εξέλθωσιν εναντίον σου εις μάχην, έστω και αν όλοι οι άλλοι
Έλληνες ταχθώσι με το μέρος σου. Όσον αφορά διά τον αριθμόν
αυτών, μη ερωτάς πόσοι όντες δύνανται να πράξωσι ταύτα, διότι
και χίλιοι εάν εκστρατεύσωσι θα σε πολεμήσωσι· και ολιγώτερρι
τούτων ή και περισσότεροι.»

103. Ταύτα ακούσας ο Ξέρξης εγέλασε και είπε· «Δημάρατε, τι
λέγεις; χίλιοι άνθρωποι να πολεμήσωσιν εναντίον τοσούτου
στρατού! Έλα, ειπέ μοι· συ λέγεις ότι υπήρξες βασιλεύς τούτων
των ανθρώπων· δέχεσαι λοιπόν τώρα αμέσως να πολεμήσης με δέκα;
καθότι αν οι πολίται σας ήναι τοιούτοι οίους τους περιγράφεις,
συ ο βασιλεύς εκείνων πρέπει να αντιτάσσεται κατά διπλασίου
αριθμού αντιπάλων, συμφώνως με τους νόμους σας· ώστε, εάν
έκαστος αυτών ήναι αντάξιος να πολεμήση με δέκα εκ των ιδικών
μου στρατιωτών, κρίνω ότι συ πρέπει να ήσαι αντάξιος να
πολεμήσης με είκοσι, και τότε ειμπορεί να ήναι ορθός ο λόγος ο
παρά σου ειρημένος. Αλλ' εάν ήσθε όλοι του αυτού αναστήματος ως
συ και οι άλλοι Έλληνες μεθ' ων συνωμίλησα, καυχάσαι. Πρόσεξε
λοιπόν μήπως όσα λέγεις είναι κομπορρημοσύνη. Φέρε να
εξετάσωμεν το πιθανόν· χίλιοι ή και μύριοι ή και
πεντακισμύριοι, όλοι ελεύθεροι και ίσοι, μη υποτασσόμενοι εις
ένα μόνον αρχηγόν, πώς είναι δυνατόν να αντισταθώσιν εις
τοσούτον στρατόν; θα ήμεθα τουλάχιστον χίλιοι προς ένα, εάν
εκείνοι αντιτάξωσι πέντε χιλιάδας. Προσέτι οι ιδικοί μας
στρατιώται, κατά τους ημετέρους νόμους, διοικούμενοι παρ' ενός
μόνου, θα εδεικνύοντο εκ φόβου γενναιότεροι παρ' όσον είναι εκ
φύσεως· μαστιγούμενοι, δε θα ηδύναντο να ορμήσωσι και κατά
περισσοτέρων. Οι ιδικοί σας όμως, αφειμένοι ελεύθεροι, δεν
είναι δυνατόν να πράξωσιν ουδέν τούτων. Νομίζω λοιπόν ότι και
ισάριθμοι αν ήσαν οι Έλληνες, δυσκόλως θα ηδύναντο να
πολεμήσωσι με τους Πέρσας μόνους. Αυτό το οποίον λέγεις,
ευρίσκεται παρ' ημίν, ουχί μεταξύ του πλήθους, αλλά μεταξύ των
λογάδων ανδρών· διότι έχω περί εμέ φύλακας Πέρσας οίτινες δεν
θα εδίσταζον να πολεμήσωσι με τρεις Έλληνας συγχρόνως. Επειδή
όμως δεν τους εδοκίμασες, λεγεις πολλάς φλυαρίας.»

104. Προς ταύτα ο Δημάρατος είπεν· «Ω βασιλεύ, εξ αρχής ήξευρα
ότι η αλήθεια δεν θα σε ήτο αρεστή, επειδή όμως με ηνάγκασες να
είπω αληθεστάτους λόγους, σε είπον τα προσήκοντα περί των
Σπαρτιατών. Εν τούτοις πόσον τους αγαπώ το ηξεύρεις πολύ καλά,
διότι αυτοί αφαιρέσαντές με την τιμήν και τα πατρικά μου
δικαιώματα με κατέστησαν φυγάδα και άπολιν, ο δε πατήρ σου με
εδέχθη και με έδωκε κατοικίαν και πλούτη. Δεν είναι δε πρέπον ο
φρόνιμος άνθρωπος να λησμονή εκείνους οίτινες έδειξαν προς
αυτόν εύνοιαν, αλλά να τους αγαπά ευγνωμόνως. Δεν καυχώμαι ότι
είμαι ικανός να πολεμήσω με δέκα ανθρώπους ούτε με δύο,
εκουσίως δε δεν ήθελον πολεμήσει ούτε με ένα. Εάν όμως ήτο
ανάγκη ή εάν επρόκειτο να κερδίσω μέγα βραβείον, ευχαρίστως θα
ηγωνιζόμην με ένα εκ των ανδρών τούτων, έκαστος των οποίων ως
λέγεται είναι αντάξιος τριών Ελλήνων. Οι Λακεδαιμόνιοι είς προς
ένα πολεμούντες, δεν ήναι κατώτεροι ουδενός· πολεμούντες όμως
πολλοί ομού, είναι οι ανδρειότατοι των ανθρώπων, καθότι εάν
ήναι ελεύθεροι, δεν έχουσιν ελευθερίαν απεριόριστον, αλλ'
υπακούουσιν εις ένα δεσπότην, τον νόμον, τον οποίον φοβούνται
πολύ περισσότερον παρ' όσον φοβούνται σε οι σοι. Εκτελούσι παν
ό,τι εκείνος τους προστάζει τους προστάζει δε πάντοτε το αυτό,
και δεν τους συγχωρεί να φεύγωσιν από την μάχην, όσον και αν
ήναι το πλήθος των εναντίων, αλλά μένοντες εις τας τάξεις των ή
να νικώσιν ή να αποθνήσκωσιν. Εάν ταύτα λέγων σοι φαίνομαι ότι
φλυαρώ, εις το εξής θα σιωπώ· τώρα όμως αναγκασθείς ωμίλησα.
Είθε δε, ω βασιλεύ, να γίνωσι τα πράγματα, ως επιθυμείς.»

105. Ο μεν Δημάρατος ταύτα είπεν, ο δε Ξέρξης ετράπη εις γέλωτα
και δεν ωργίσθη παντάπασιν, αλλά τον απέπεμψεν ηπίως. Μετά την
συνομιλίαν ταύτην ο βασιλεύς διώρισεν υπάρχον του Δορίσκου τον
Μασκάμην του Μεγαδόστου προς αντικατάστασιν εκείνου, τον οποίον
είχε διορίσει ο Δαρείος, και έπειτα εκίνησε τον στρατόν κατά
της Ελλάδος διά μέσου της Θράκης.

106. Ο δε Μασκάμης τον οποίον άφησεν εκεί τοιούτος εγένετο,
ώστε ο Ξέρξης εις αυτόν μόνον έπεμπε δώρα ως τον αξιώτερον όλων
όσους ή αυτός ο Ξέρξης ή ο Δαρείος διώρισαν υπάρχους. Τα έπεμπε
δε ανά παν έτος, ως έπεμπε και ο υιός του Αρταξέρξης εις τους
υιούς του Μεσκάμη. Ήδη, προ της εκστρατείας ταύτης, ήσαν
διωρισμένοι ύπαρχοι εις όλα τα μέρη της Θράκης και του
Ελλησπόντου· όλου όμως και από την Θράκην και από τον
Ελλήσποντον, πλην εκείνου όστις ήτο εις τον Δορίσκον, εδίωξαν
οι Έλληνες μετά την εκστρατείαν ταύτην· τον δε εν τω Δορίσκω
Μασκάμην, μολονότι επανειλημμένως απεπειράθησαν, ουδείς ηδυνήθη
να τον διώξη. Τούτου ένεκα οι βασιλείς της Περσίας πέμπουσι
πάντοτε δώρα εις την οικογένειάν του.

107. Εξ όλων δε των υπάρχων των οποίων τας τοπαρχίας εκυρίευσαν
οι Έλληνες, ουδένα ο βασιλεύς έκρινεν ανδρείον ειμή τον Βόγην
μόνον, ύπαρχον της Ηιόνος. Τούτον ουδέποτε έπαυσε να επαινή,
και ετίμησε μεγάλως τους παίδας αυτού όσοι επέζησαν εις την
Περσίαν. Και τωόντι άξιος μεγάλου επαίνου εφάνη ο Βόγης· Αυτός
ότε επολεμήθη από τους Αθηναίους και τον Κίμωνα του Μιλτιάδου,
μολονότι ηδύνατο να εξέλθη υπόσπονδος και να επιστρέψη εις την
Ασίαν, δεν ηθέλησε, μήπως φανή εις τον βασιλέα ότι υπό δειλίας
εφρόντισε να σώση την ζωήν του, και διεκαρτέρησε μέχρις
εσχάτων. Αφού δε εξηντλήθησαν όλαι αι ζωοτροφίαι, σωρεύσας
πυράν μεγάλην, έσφαξε τα τέκνα, την γυναίκα, τας παλάκας, τους
οικέτας, και τους έρριψεν εις το πυρ· έπειτα έλαβεν όλον τον
χρυσόν και τον άργυρον της πόλεως και τον έρριψεν από τα τείχη
εις τον Στρυμόνα. Αφού δε έπραξεν όλα ταύτα, ερρίφθη και αυτός
εις το πυρ. Τούτου ένεκα δικαίως επαινείται μέχρι της σήμερον
υπό των Περσών.

108. Ο δε Ξέρξης εκ του Δορίσκου επορεύετο κατά της Ελλάδος,
όσα δε έθνη ευρίσκοντο εις την πορείαν του τα ηνάγκαζε ν'
ακολουθώσι τον στρατόν· καθότι, ως είπον ήδη προηγουμένως, όλη
η μέχρι της Θεσσαλίας χώρα ήτο υποδεδουλωμένη και φόρου
υποτελής, πρώτον μεν υπό του Μεγαβάζου, έπειτα δε υπό του
Μαρδονίου. Πορευόμενος δε εκ του Δορίσκου, πρώτον διήλθε
πλησίον των Σαμοθρακικών τειχών, των οποίων το τελευταίον προς
δυσμάς είναι η Μεσαμβρία· κατόπιν αυτής είναι η πόλις των
Θασίων Στρύμη, και μεταξύ των δύο τούτων πόλεων ρέει ο Λίσσος
ποταμός, του οποίου το ύδωρ δεν ήρκεσε τότε εις τον στρατόν του
Ξέρξου, αλλ' εξέλιπεν. Η χώρα αύτη πάλαι μεν εκαλείτο Γαλλαϊκή,
νυν δε Βριαντική· αληθώς όμως ειπείν είναι και αύτη των
Κικόνων.

109. Διαβάς δε το αποξηρανθέν ρείθρον του Λίσσου ποταμού,
διήλθε πλησίον των Ελληνίδων πόλεων Μαρωνείας, Δικαίας και
Αβδήρων· εκ τούτων διήλθε και προσέτι διά των ονομαστών λιμνών
Ισμαρίδος, ήτις είναι μεταξύ Μαρωνείας και Στρύμης, και
Βριστονίδος, ήτις είναι πλησίον της πόλεως Δικαίας, και εις την
οποίαν χύνονται δύο ποταμοί, ο Τραύος και ο Κόμψατος. Πλησίον
δε των Αβδήρων δεν υπάρχει λίμνη αξία μνήμης· διέβη δε μόνον
τον ποταμόν Νέστον όστις ρέει εις την θάλασσαν. Μετά τας χώρας
ταύτας εξακολουθών την οδοιπορίαν του διήλθε πλησίον των
ηπειρωτίδων πόλεων, εις μίαν των οποίων ευρίσκεται λίμνη, της
οποίας η περιφέρεια είναι ακριβώς τριάκοντα σταδίων, ιχθυώδης
και λίαν αλμυρά. Ταύτην εξήρανον μόνον τα υποζύγια ποτιζόμενα.
Η πόλις αύτη ονομάζεται Πίστυρος. Ταύτας τας παραθαλασσίας και
Ελληνίδας πόλεις αφίνων εις τα αριστερά του επροχώρει.

110. Έθνη δε Θρακών, διά της χώρας των οποίων επορεύετο, εισί
τα εξής, Παίτοι Κίκονες, Βίστονες, Σαπαίοι, Δερσαίοι, Ηδωνοί,
Σάτραι. Εξ αυτών οι μεν κατοικούντες παρά την θάλασσαν
ηκολούθουν με τα πλοία, οι δε κατοικούντες την μεσόγειον, οι
υπ' εμού απαριθμηθέντες, πλην των Σατρών, όλοι οι άλλοι
ηναγκάσθησαν ν' ακολουθώσι διά ξηράς.

111. Οι Σάτραι ούτοι, καθ' όσον ηξεύρομεν, ουδενός υπήκοοι
εγένοντο, αλλά μέχρι της εποχής μου μόνοι από τους Θράκας
εξηκολούθησαν να μένωσιν ελεύθεροι, καθότι κατοικούσιν όρη
υψηλά κεκαλυμμένα υπό διαφόρων δασών και χιόνων, και είναι περί
τα πολεμικά επιτηδηότατοι. Αυτοί είναι οι έχοντες το μαντείον
του Διονύσου· το δε μαντείον τούτο υπάρχει επί του υψηλοτάτου
των ορέων. Εκ των Σατρών οι Βησσοί είναι οι επιμελούμενοι τον
ναόν, χρησμοδοτεί δε μία πρόμαντις, ως και εις τους Δελφούς,
και οι χρησμοί αυτής είναι επίσης διφορούμενοι.

112. Αφού δε διήλθεν ο Ξέρξης τας χώρας τας οποίας ηρίθμησα,
διήλθεν έπειτα πλησίον των τειχών των Πιέρων εξ ων το μεν
καλείται Φάγρης το δε Πέργαμος. Πλησίον τούτων των τειχών
διήλθεν, αφήσας προς τα δεξιά το Πάγγαιον, όρος μέγα και
υψηλόν, έχον μεταλλεία χρυσού και αργύρου άτινα νέμονται οι
Πίερες, οι Οδόμαντοι, και προ πάντων οι Σάτρα.

113. Διελθών δε πλησίον των Παιόνων, των Δοβήρων και των
Παιοπλών, οίτινες κατοικούσι προς τα βόρεια του Παγγαίου,
επορεύετο προς δυσμάς μέχρις ου έφθασεν εις τον ποταμόν
Στρυμόνα και την πόλιν Ηιόνα την οποίαν, τότε ζων, εκυβέρνα ο
Βόγης περί του οποίου συντόμως ωμίλησα προ ολίγου. Η δε γη αύτη
η περί το Πάγγαιον όρος καλείται Φυλλίς, και εκτείνεται προς
δυσμάς μεν μέχρι του ποταμού Αγγίτου εκδίδοντος εις τον
Στρυμόνα, προς μεσημβρίαν δε μέχρις αυτού του Στρυμόνος, εις
τον οποίον οι μάγοι σφάζοντες ίππους λευκούς εζήτουν αισίους
οιωνούς.

114. Αφού δε εγένοντο οι εξορκισμοί ούτοι εις τον ποταμόν και
πολλά άλλα πλην τούτων, ο στρατοί εξηκολούθησε την οδοιπορίαν
του προς τας γεφύρας διά των Εννέα οδών, ήτις γη είναι των
Ηδωνών, και εύρε τον Στρυμόνα εζευγμένον. Μαθόντες δε οι Πέρσαι
ότι ο τόπος εκείνος εκαλείτο Εννέα οδοί, έθαψαν εν αυτώ εννέα
νέους ζώντας και εννέα παρθένους των εντοπίων. Είναι δε έθιμον
Περσικόν να θάπτωνται άνθρωποι ζωντανοί· καθότι ήκουσα ότι και
η ’μηστρις, η γυνή του Ξέρξου, γηράσασα, κατώρυξε δεκατέσσαρας
παίδας Περσών επιφανών θέλουσα να ευχαριστήση τον θεόν όστις ως
λέγουσιν είναι υπό την γην.

115. Κινήσας δε ο στρατός από του Στρυμόνος διήλθε πλησίον
πόλεως τίνος Ελληνικής της Αργίλου ήτις είναι εις τον προς
δυσμάς αιγιαλόν. Η γη αύτη ως και η ανωτέρω ταύτης καλείται
Βισαλτία. Εκείθεν αφήσας προς τα αριστερά τον κόλπον όστις
εκτείνεται προς τον ναόν του Ποσειδώνος, επορεύθη διά του
Συλέος καλουμένου πεδίου, έπειτα διά της Ελληνικής πόλεως
Σταγείρου, και έφθασεν εις την ’κανθον, παρασύρων όλα τα έθνη
όσα κατώκουν περί το Πάγγαιον όρος, καθώς και εκείνα τα οποία
απαρίθμησα προηγουμένως. Και οι μεν παρά την θάλασσαν οικούντες
εισεβιβάζοντο εις τα πλοία, οι δε ορεινοί ηκολούθουν διά ξηράς.
Την οδόν δε ταύτην, διά της οποίας ο βασιλεύς Ξέρξης ήλασε τον
στρατόν, οι Θράκες ούτε σκάπτουσιν ούτε σπείρουσιν, αλλά μέχρι
της εποχής μου την σέβονται μεγάλως.

116. Ότε έφθασεν ο Ξέρξης εις την ’κανθον εκήριξε τους
Ακανθίους ξένους του, τοις έδωκε δώρον ενδυμασίαν Μηδικήν και
τους επήνεσε βλέπων την προθυμίαν των εις τον πόλεμον και
ακούων πόσον ειργάσθησαν διά την διώρυχα.

117. Ενώ δε ο Ξέρξης ήτο εις την ’κανθον συνέβη να αποθάνη υπό
νόσου ο επιστατών εις τας εργασίας της διώρυχας Αρταχαίης.
Απελάμβανε δε ούτος μεγάλην υπόληψιν παρά τω Ξέρξη και ήτο εκ
του γένους των Αχαιμενιδών. Κατά το ανάστημα υπερέβαινεν όλους
τους Πέρσας (καθότι τέσσαρες δάκτυλοι έλιπον διά να ήναι πέντε
πήχεων βασιλικών) και ήτο μεγαλοφωνότερος όλων των ανθρώπων,
ώστε ο Ξέρξης, θεωρήσας την απώλειάν του ως συμφοράν μεγίστην,
τον εξέθεσε και τον έθαψε μεγαλοπρεπώς· όλος δε ο στρατός
ειργάσθη εις την κατασκευήν του τάφου, οι δε Ακάνθιοι κατά
χρησμόν τινα θυσιάζουσιν εις αυτόν ως εις ήρωα επικαλούμενοι το
όνομά του. Και ο μεν βασιλεύς Ξέρξης ελυπήθη υπερβαλόντως διά
τον θάνατον τού Αρταχαίου.

118. Όσοι δε των Ελλήνων υπεδέχοντο τον στρατόν και προσέφερον
δείπνον εις τον Ξέρξην εις τοσαύτην δυστυχίαν περιέπιπτον ώστε
άφινον τας οικίας των και έφευγον. Εις τους Θασίους οίτινες
εδέχθησαν τον στρατόν εκ μέρους των πόλεων όσας έχουσιν εις την
ξηράν, ο Αντίπατρος του Οργέως, είς των μάλα εγκρίτων πολιτών,
εκλεχθείς να επιστατή εις τα δείπνα, έδειξε λογαριασμόν ότι
εδαπανήθησαν εις ταύτα τετρακόσια τάλαντα αργυρά.

119.Ομοίους λογαριασμούς εδείκνυον και εις άλλας πόλεις οι
επιστάται, διότι το δείπνον το οποίον εκ των προτέρων
παρηγγέλλετο και εθεωρείτο ως σπουδαίον πράγμα, ήτο τοιούτο
οίον θέλω περιγράψει. Πρώτον μεν, άμα ήκουον τους κήρυκας
οίτινες πεμπόμενοι εις όλα τα μέρη έδιδον τας περί τούτου
διαταγάς, οι κάτοικοι των πόλεων κατεγίνοντο επί πολλούς μήνας
να αλέθωσι τον σίτον και την κριθήν τα οποία εσύναζον από όλας
τας πόλεις· έπειτα ευρίσκοντες αντί μεγάλης τιμής τα κάλλιστα
ζώα, τα επάχυνον, και εις οικήματα ή λάκκους έτρεφον πτηνά
χερσαία ή λιμναία διά να υποδεχθώσι τον στρατόν. Κατεσκεύαζον
προς τούτοις αργυρά και χρυσά ποτήρια και κρατήρας, και όλα τα
άλλα όσα τίθενται επί της τραπέζης. Και ταύτα μεν εγίνοντο διά
τον βασιλέα και τους ομοσίτους αυτού, διά δε τον άλλον στρατόν
τροφαί μόνον εζητούντο. Ότε λοιπόν έφθανεν ο στρατός, ήτο
εστημένη σκηνή εις την οποίαν έκαμνε σταθμόν ο Ξέρξης, ο δε
άλλος στρατός έμενεν εις το ύπαιθρον. Ηρχομένης της ώρας του
δείπνου όλοι οι κόποι έμενον διά τους υποδεχομένους, οι δε
Πέρσαι αφού εχόρταινον και διενυκτέρευον αυτού, την επομένην
ημέραν ανασπώντες την σκηνήν και λαμβάνοντες όλα τα έπιπλα
ανεχώρουν μη αφίνοντες ουδέν.

120. Τότε ο Μεγακρέων, ανήρ Αβδηρίτης, είπε λόγον τινά πολύ
καλόν· συνεβούλευσε τους Αβδηρίτας να υπάγωσι πανδημεί, αυτοί
και αι γυναίκες των εις τους ναούς, να καθίσωσιν ως ικέται των
θεών να τους παρακαλέσωσι να αποτρέπωσιν εις το εξής από αυτούς
τα ημίσεα εκ των μελλόντων κακών και τέλος να τους
ευχαριστήσωσιν ότι ο Ξέρξης δεν είχε συνήθειαν να τρώγη δις της
ημέρας· διότι αν τοις παρήγγελλε να ετοιμάζωσι και πρόγευμα
όμοιον με το δείπνον, έπρεπε να μη περιμείνωσι τον Ξέρξην
ερχόμενον εις την χώραν των, ή εάν τον περιέμενον να
αφανισθώσιν εξ ολοκλήρου.

121. Ούτοι λοιπόν πιεζόμενοι, εξετέλουν όμως τα διαταπόμενα. Ο
δε Ξέρξης εκ της Ακάνθου παρήγγειλεν εις τους στρατηγούς του
ναυτικού στρατού να αναχωρήσωσι με τα πλοία των και να τον
περιμένωσιν εις την Θέρμην, πόλιν κειμένην εις τον Θερμαίον
κόλπον, εκ της οποίας και ο κόλπος ούτος έχει την επωνυμίαν,
διότι αυτή η οδός έμαθεν ότι ήτο η συντομωτάτη. Εκ του Δορίσκου
δε μέχρι της Ακάνθου ο στρατός επορεύετο κατά την ακόλουθον
τάξιν. Μερίσας ο Ξέρξης όλον τον πεζόν στρατόν εις τρεις
μοίρας, μίαν αυτού παρήγγειλε να ακολουθή το παραθαλάσσιον ομού
με το ναυτικόν· ταύτης της μοίρας στρατηγοί ήσαν ο Μαρδόνιος
και ο Μασίστης. Το έτερον τριτημόριον του στρατού παρηγγέλθη να
τραπή προς τα μεσόγεια· στρατηγοί της μοίρας ταύτης ήσαν ο
Τριτανταίχμης και ο Γέργις. Η δε τρίτη των μοιρών, μεθ' ης ήτο
και αυτός ο Ξέρξης, επορεύετο μεν μεταξύ των δύο, είχε δε
στρατηγούς τον Σμερδομένη και τον Μεγάβυζον.

122. Ο ναυτικός λοιπόν στρατός αφεθείς υπό του Ξέρξου,
διεξέπλευσε την διώρυχα του ’θωνος ήτις εξετείνετο μέχρι του
κόλπου όπου κείνται αι πόλεις ’σσα, Πίλωρος, Σίγγος και Σάρτη·
εκείθεν δε, αφού έλαβε τα στρατεύματα των πόλεων τούτων,
έπλευσε ταχέως προς τον Θερμαίον κόλπον. Κάμψας δε το
ακρωτήριον της Τορώνης ’μπελον, διήλθε πλησίον των εξής
Ελληνίδων πόλεων εκ των οποίων παρέλαβε πλοία και στρατόν· της
Τορώνης, της Γαλυψού, της Σερμύλης, της Μηκυβέρνης και της
Ολύνθου. Καλείται δε η χώρα αυτή Σιθωνία.

123. Μετά ταύτα ο ναυτικός στρατός συντέμνων τον πλουν του
διευθύνθη από την άκραν ’μπελον εις την άκραν Καναστραίον, το
οποίον εισέρχεται εις την θάλασσαν πλειότερον από όλα τα άλλα
μέρη της Παλλήνης, παραλαβών πλοία και στρατόν εκ της
Ποτιδαίας, της Αφύτιος, της Νέας πόλεως, της Αιγής, της
Θεράμβου, της Σκιώνης, της Μένδης και της Σάνης, διότι αυταί
είναι αι πόλεις της σήμερον καλουμένης Παλλήνης πρότερον δε
Φλέγρης. Παραπλέων δε και ταύτην την χώραν, έπλεεν εις την
Θέρμην, όπου ήτο προσδιωρισμένος να υπάγη, παραλαμβάνων στρατόν
και εκ των γειτονικών της Παλλήνης πόλεων και συνορευουσών με
τον Θερμαίον κόλπον, ων τα ονόματα είναι τα εξής· Λίπαξος,
Κάμβρεια, Αίσαι, Γίγωνος, Κάμψα, Σμέλα, Αίνεια. Η δε χώρα
τούτων μέχρι της σήμερον καλείται Κροσσαία. Από δε τις Αινείας,
της τελευταίας των πόλεων τας οποίας απηρίθμησα, από ταύτης ο
ναυτικός στρατός εισήλθεν εις τον Θερμαίον κόλπον και την
Μυγδονίαν γην, και εξακολουθών τον πλουν του έφθασεν εις την
προειρημένην Θέρμην, και την Σίνδον, και την χαλέστραν την επί
του Αξιού ποταμού, όστις χωρίζει την Μυγδονίαν από της
Βοττιαιΐδος· ταύτης το παραθαλάσσιον, όπερ είναι στενόν,
έχουσιν αι πόλεις Ίχναι και Πέλλα.

124. Ο μεν ναυτικός στρατός, περιμένων τον βασιλέα,
εστρατοπεδεύσατο αυτού περί τoν Αξιόν ποταμόν, περί την πόλιν
Θέρμην και περί τας πόλεις αίτινες ευρίσκονται μεταξύ αυτής και
του Αξιού· ο δε Ξέρξης μετά του πεζού στρατού εκίνησεν από την
’κανθον και ήρχετο διά της μεσογείου, θέλων να φθάση εις την
Θέρμην. Επορεύτο δε διά της Παιονικής και της Κρηστωνικής χώρας
προς τον ποταμόν Εχείδωρον, όστις αρχίζων εκ των Κρηστωναίαν
ρέει διά τις Μαγδονίας χώρας και χύνεται πλησίον του έλους του
εις τας όχθας του Αξιού ποταμού.

125. Ενώ δε επορεύετο διά της οδού ταύτης, επετέθησαν κατά των
σιτοφόρων καμήλων λέοντες, οίτινες εγκαταλείποντες τα συνήθη
διαμονητήριά των, περιφέροντο όλην την νύχτα και δεν ήγγιζον
ουδέν άλλο, ούτε υποζύγιον, ούτε άνθρωπον, ειμή μόνον
κατέτρεχον τας καμήλους, θαυμάζω δε διά ποίαν αιτίαν οι λέοντες
απείχον των άλλων και επετίθεντο κατά των καμήλων, ζώων τα
οποία μήτε είχον ιδεί μήτε δοκιμάσει πρότερον.

126. Είναι δε εις ταύτα τα μέρη και λέοντες πολλοί και βόες
άγριοι των οποίων τα κέρατα είναι υπερμεγέθη και κομίζονται εις
την Ελλάδα. Όρια δε τα οποία οι λέοντες δεν υπερβαίνουσιν είναι
ο ποταμός Νέστος όστις τρέχει διά των Αβδήρων, ο Αχελώος όστις
τρέχει διά Ακαρνανίας. Τωόντι ούτε προς ανατολάς του Νέστου εις
κανέν μέρος όλης της έμπροσθεν Ευρώπης θέλει ιδεί τις λέοντα,
ούτε προς δυσμάς του Αχελώου εις την λοιπήν ήπειρον· αλλά μόνον
εν τω μεταξύ των δύο τούτων ποταμών ευρίσκονται τοιούτοι.

127. Φθάσας ο Ξέρξης εις την θέρμην εσταμάτησεν αυτού τον
στρατόν, όστις κατέλαβε το εξής διάστημα του παραθαλασσίου·
αρχίζων από της Θέρμης και της Μυγδονίας, έφθανε μέχρι των
ποταμών Λυδίου και Αλιάκμονος οίτινες χωρίζουσι την Βοττιαιΐδα
από της Μακεδονίας και ενούνται εις έν μόνον ρεύμα.
Εστρατοπεδεύσαντο λοιπόν οι βάρβαροι εις ταύτα τα μέρη. Εκ των
ρηθέντων δε ποταμών μόνος ο Εχείδωρος, όστις ρέει εκ της
Κρηστωναίης, δεν επήρκεσεν εις τον στρατόν πινόμενος, αλλ'
εστείρευσεν.

128. Ο δε Ξέρξης βλέπων εκ της Θέρμης τα Θεσσαλικά όρη, τον
Όλυμπον και την Όσσαν, υπερύψηλα όντα, και προς τούτοις μαθών
ότι μεταξύ αυτών υπάρχει λαιμός στενός διά του οποίου ρέει ο
Πηνειός, και ακούσας ότι δι' αυτού τού λαιμού είναι η οδός η
φέρουσα εις την Θεσσαλίαν, επεθύμησε να υπάγη με πλοίον και να ίδη
την εκβολήν του Πηνειού, καθότι εσκόπευε να λάβη την άνω οδόν
διά της Μακεδονίας και να καταβή εις τους Περραιβούς
διερχόμενος πλησίον της πόλεως Γόννου· εκείθεν ήξευρεν ότι η
οδός ήτο ασφαλεστάτη. Ταύτην την επιθυμίαν έχων εισήλθεν εις
πλοίον Σιδώνιον εις το οποίον συνήθως εισήρχετο οσάκις ήθελε να
κάμη τοιούτο τι, και έδωκε σημείον και εις τα άλλα πλοία να
προχωρήσωσι, καταλιπών αυτού τον πεζόν στρατόν. Ότε δε έφθασεν
ο Ξέρξης και εθεώρησε την εκβολή του Πηνειού, εθαύμασε μεγάλως
και προσκαλέσας τους οδηγούς ηρώτησεν αυτούς εάν ήτο δυνατόν να
τρέψη τις τον ποταμόν και να τον εκβάλη δι' άλλου μέρους εις
την θάλασσαν.

129. Η δε Θεσσαλία λέγουσιν ότι το πάλαι ήτο λίμνη συγκλειομένη
πάντοθεν υπό υψηλοτάτων ορέων· διότι προς ανατολάς αποκλείουσιν
αυτήν το Πήλιον όρος και η Όσσα, των οποίων αι υπώρειαι
ενούνται· προς βορράν την αποκλείει ο Όλυμπος· προς δυσμάς ο
Πίνδος και προς μεσημβρίαν η Όθρυς. Εις το μέσον δε των ορίων
τούτων είναι η Θεσσαλία, κοιλάς βαθεία. Ώστε εκ των πολλών εις
αυτήν εμπιπτόντων ποταμών, πέντε, οι σημαντικώτατοι, ο Πηνειός,
ο Απιδανός, ο Ονόχωνος, ο Ενιπεύς, ο Πάμισος οίτινες
καταβαίνουσιν εις την πεδιάδα εκ των περικυκλούντων την
Θεσσαλίαν ορέων, χωρίς να χάσωσιν έως εκεί τα ονόματά των,
ενούσι τέλος τα ύδατά των και χύνονται εις την θάλασσαν δι'
ενός αυλώνος όστις και αυτός είναι στενός. Όταν δε ενωθώσι,
τότε υπερισχύει το όνομα του Πηνειού και οι άλλοι χάνουσι τα
ονόματά των. Τον παλαιόν καιρόν δε, λέγουσιν, ότε δεν υπήρχεν
ακόμη ο αυλών και η διέκρευσις αύτη, οι ποταμοί ούτοι, και προς
τούτοις η Βοιβηίς λίμνη, δεν είχον μεν τα σημερινά ονόματα,
έρεον όμως ως σήμερον, ρέοντες δε έκαμνον όλην την Θεσσαλίας
πέλαγος. Οι Θεσσαλοί λέγουσιν ότι ο Ποσειδών έκαμε τον αυλώνα
δι' ου ρέει ο Πηνειός, και ο λόγος ούτος φαίνεται ορθός· διότι
όστις πιστεύει ότι ο Ποσειδών σείει την γην και ότι όσα
σχίσματα γης προέρχονται από σεισμόν είναι έργα του θεού
τούτου, εάν ιδή και εκείνο, θέλει ειπεί ότι το έκαμεν ο
Ποσειδών. Τωόντι, η διαχώρισις αύτη των ορέων, ως μοι εφάνη
είναι έργον σεισμού.

130. Οι δε οδηγοί τους οποίους ο Ξέρξης ηρώτησεν εάν υπάρχει
άλλη έξοδος διά να φέρωσι τον Πηνειόν εις την θάλασσαν,
απεκρίθησαν μετά βεβαιότητος τα εξής· «Βασιλεύ, άλλη έξοδος εις
τον Πηνειόν λήγουσα εις την θάλασσαν δεν υπάρχει, αλλ' αυτή
μόνον· διότι όλη η Θεσσαλία είναι περικυκλωμένη υπό ορέων.»
Προς ταύτα ο Ξέρξης λέγεται ότι απεκρίθη· «Φρόνιμοι άνθρωποι
είναι οι Θεσσαλοί, διότι προ πολλού προείδον ότι πλην των άλλων
η χώρα των ευκόλως δύναται να κυριευθή. Τωόντι διά να
καταποντίση τις όλην την Θεσσαλίαν, πλην των ορέων, αρκεί να
εμποδίση με έμφραγμα τον ρουν του ποταμού τον οποίον ακολουθεί
τώρα, και να κάμει τον αυλώνα να εκχειλίση και να χυθή εις την
χώραν αυτών.» Ταύτα δε λέγων ενόει τους παίδας του Αλεύου,
διότι αυτοί πρώτοι εκ των Ελλήνων της Θεσσαλίας παρεδόθησαν εις
τον βασιλέα, και ενόμιζεν ότι η φιλία την οποίαν τω υπεσχέθησαν
ήτο εκ μέρους όλου του έθνους. Ταύτα δε ειπών και θεωρήσας την
εκβολήν του ποταμού, επέστρεψεν εις την Θέρμην.

131. Και ούτος μεν διέτριψε περί την Πιερίαν ημέρας αρκετάς
(διότι μία των τριών μοιρών του στρατού εδενδροτόμησε το
Μακεδονικόν όρος διά να διέλθη εκείθεν όλος ο στρατός εις τους
Περραιβούς), οι δε κήρυκες οι πεμφθέντες εις την Ελλάδα προς
ζήτησιν γης, έφθασαν άλλοι μεν με κενάς χείρας άλλοι δε
φέροντες γην και ύδωρ.

132. Μεταξύ δε των δόντων ταύτα ήσαν οι εξής· Θεσσαλοί,
Δόλοπες, Αινιάνες, Περραιβοί, Λοκροί, Μαγνήτες, Μαλιείς, Αχαιοί
οι Φθιώται, Θηβαίοι και οι άλλοι Βοιωτοί πλην των Θεσπιέων και
Πλαταιέων. Εναντίον δε τούτων των λαών οι Έλληνες, όσοι
ανέλαβαν τον πόλεμον κατά των βαρβάρων, έκαμαν τον εξής όρκον·
«Όλοι εκείνοι οίτινες όντες Έλληνες παρεδόθησαν εις τον Πέρσην
χωρίς να αναγκασθώσιν, όταν ησυχάσωσι τα πράγματα, θα πληρώσωσι
το δέκατον εις τον εν Δελφοίς θεόν.» Και ο μεν όρκος των
Ελλήνων τοιούτος ήτο.

133. Εις δε τας Αθήνας και την Σπάρτην ο Πέρσης δεν έπεμψε
κήρυκας προς ζήτησιν γης διά την εξής αιτίαν· ότε προηγουμένως
ο Δαρείος τοις εζήτησεν, οι μεν Αθηναίοι έρριψαν τους
απεσταλμένους εις το βάραθρον, οι δε Λακεδαιμόνιοι εις φρέαρ
και τοις είπον να λάβωσιν εκείθεν γην και ύδωρ και να το
φέρωσιν εις τον βασιλέα. Τούτου ένεκα λοιπόν ο Ξέρξης δεν
έπεμψεν εις τας δύο ταύτας πόλεις κήρυκας. Δεν ηξεύρω να είπω
πώς ετιμωρήθησαν οι Αθηναίοι δι' αυτό το οποίον έκαμαν εις τους
κήρυκας, πλην μόνον ότι εδηώθη η χώρα και η πόλις των αλλά
τούτο δεν νομίζω ότι συνέβη διά την αιτίαν ταύτην.

134. Εν τούτοις εις τους Λακεδαιμονίους έπεσεν η οργή του
Ταλθυβίου, κήρυκος του Αγαμέμνονος· διότι εις την Σπάρτην
υπάρχει ιερόν του Ταλθυβίου, οι δε απόγονοι αυτού, Ταλθυβιάδαι
καλούμενοι, είναι οι μόνοι οίτινες έχουσι το προνόμιον να ήναι
κήρυκες της Σπάρτης. Μετά το συμβάν το οποίον διηγήθην, οσάκις
οι Σπαρτιάται έκαμνον θυσίας, αδύνατον ήτο να επιτύχωσιν
αισίους οιωνούς, και η κατάστασις αύτη διήρκεσεν επί πολύ.
Εθεώρησαν λοιπόν τούτο ως δημοσίαν συμφοράν και ελυπήθησαν
μεγάλως. Πολλαί συνελεύσεις εγένοντο και προεκηρύχθη εάν
Λακεδαιμόνιός τις έστεργε ν' αποθάνη διά την Σπάρτην. Τότε ο
Σπερθίας του Αναρίστου και ο Βούλις του Νικολάου, άνδρες
Σπαρτιάται, τα πρωτεία έχοντες διά το γένος και τα πλούτη των,
ανεδέχθησαν να υποφέρωσι τιμωρίαν από τον Ξέρξην διά τους
κήρυκας του Αχρείου τους θανατωθέντας εις την Σπάρτην.
Τοιουτοτρόπως οι Σπαρτιάται έπεμψαν αυτούς εις τους Μήδους διά
να θανατωθώσιν.

135. Αξιοθαύμαστος είναι η τόλμη των ανδρών τούτων και οι εξής
λόγοι των. Πορευόμενοι εις τα Σούσα έφθασαν εις τον οίκον του
Υδάρνου. Ήτο δε ο Υδάρνης ούτος Πέρσης το γένος και στρατηγός
των παραθαλασσίων επαρχιών της Ασίας. Δεικνύων δε φιλοφροσύνην
εις τους δύο Σπαρτιάτας, τους εκάλεσεν εις δείπνον, και ενώ
τους εξένιζε, τους ηρώτησε λέγων τα εξής· «’νδρες
Λακεδαιμόνιοι, διατί αποφεύγετε να γίνετε φίλοι του βασιλέως;
Αποβλέψατε εις εμέ και εις την ευτυχίαν μου διά να
πληροφορηθήτε πόσον ο βασιλεύς ηξεύρει να τιμά τους γενναίους
άνδρας. Εάν λοιπόν και υμείς αφιερωθήτε εις τον βασιλέα επειδή
σας εκτιμά ως γενναίους άνδρας, δύνασθε να γίνετε ηγεμόνες γης
ελληνικής την οποίαν ήθελε δώσει εις έκαστον υμών ο βασιλεύς.»
Προς ταύτα εκείνοι απεκρίθησαν· «Ύδαρνες, συμβουλεύεις ημάς
χωρίς να γνωρίζης επίσης και τα δύο πράγματα περί των οποίων
ομιλείς· διότι περί του ενός μεν συμβουλεύεις εκ πείρας, του
άλλου όμως ουδεμίαν πείραν έχεις. Ηξεύρεις τι εστί δουλεία,
ελευθερίας όμως δεν επειράθης εισέτι και αγνοείς εάν ήναι
γλυκεία ή όχι· διότι εάν επειράσο αυτής θα μας συνεβούλευες να
πολεμώμεν δι' αυτήν ουχί μόνον με δόρατα, αλλά και με
πελέκεις.» Ταύτα απεκρίθησαν προς τον Υδάρνη.

136. Όταν δε εκείθεν έφθασαν εις τα Σούσα και ενεφανίσθησαν εις
τον βασιλέα, πρώτον μεν, επειδή οι δορυφόροι τους επρόσταζον
και τους ηνάγκαζον να προσκυνήσωσι τον βασιλέα προσπίπτοντες,
είπον ότι δεν πράττουσι τούτο έστω και αν πρόκηται να πέση η
κεφαλή των. «Δεν υπάρχει συνήθεια, είπον, παρ' ημίν να
προσπίπτωμεν ενώπιον ανθρώπου, ούτε ήλθομεν διά τούτο.» Αφού δε
απεποιήθησαν να πράξωσι τούτο, είπον έπειτα προς τον βασιλέα τα
εξής· «Ω βασιλεύ των Μήδων, οι Λακεδαιμόνιοι έπεμψαν ημάς αντί
των εν Σπάρτη θανατωθέντων κηρύκων, όπως αποτίσωμεν την ποινήν
του εγκλήματος τούτου.» Ταύτα είπον, ο δε Ξέρξης υπό
μεγαλοφροσύνης είπεν ότι δεν ήθελε να γίνη όμοιος με τους
Λακεδαιμονίους· ότι εκείνοι μεν, φονεύσαντες κήρυκας,
παρεβίασαν νόμους τους οποίους όλοι οι άνθρωποι αναγνωρίζουσιν·
αυτός όμως δεν θα πράξη εκείνο διά το οποίον ελέγχει τους
άλλους ούτε θα εξαγνίση τους Λακεδαιμονίους φονεύων τους
απεσταλμένους των.

137. Τοιουτοτρόπως και επειδή έπραξαν τούτο οι Σπαρτιάται,
έπαυσε τότε παραυτίκα η οργή του Ταλθυβίου, μολονότι ο Σπερθίας
και ο Βούλις δεν εφονεύθησαν αλλ' επέστρεψαν εις την Σπάρτην
αβλαβείς. Μετά πολύν όμως χρόνον ύστερον, η μήνις αύτη
ανενεώθη, ως λέγουσιν οι Λακεδαιμόνιοι, κατά τον πόλεμον μεταξύ
Πελοποννησίων και Αθηναίων. Και αληθώς, εις αυτό το οποίον
μέλλω να διηγηθώ με φαίνεται ότι υπάρχει τι όλως υπερφυσικόν·
ότι η οργή του Ταλθυβίου έπεσεν εις πρέσβεις· ότι δεν έπαυσε
πριν ή φέρη αποτέλεσμα, το δίκαιον ούτως ήτο. Να πέση όμως εις
τους υιούς των ανδρών εκείνων οίτινες διά να κάμψωσι την οργήν
ταύτην ανέβησαν προς τον βασιλέα, εις τον Ανήριστον τον υιόν
του Σπερθίου (όστις λαβών ολκάδα πλήρη ανδρών ελήστευσε τους
αλιείς της Τίρυνθος), τούτο καθιστά εις εμέ προφανές ότι το
πράγμα εγένετο θεόθεν ένεκα της οργής. Πεμφθέντες οι δύο ούτοι
υπό των Λακεδαιμονίων ως πρέσβεις εις την Ασίαν και προδοθέντες
υπό του Σιτάλκου του Τήρου, βασιλέως των Θρακών, και υπό του
Νυμφοδώρου του Πύθου, ανδρός Αβδηρίτου, συνελήφθησαν πλησίον
της εν Ελλησπόντω Βισάνθης και απαχθέντες ες την Αττικήν
εθανατώθησαν υπό των Αθηναίων, μετ' αυτών δε και ο Κορίνθιος
Αριστέας ο Αδειμάντου. Και ταύτα μεν συνέβησαν πολλά έτη μετά
την εκστρατείαν του βασιλέως (21), εγώ δε επανέρχομαι εις την
σειράν της ιστορίας μου.

138. Η εκστρατεία του βασιλέως είχε μεν το όνομα ότι εγένετο
εναντίον των Αθηνών, πράγματι όμως ο βασιλεύς κατέβαινεν
εναντίον όλης της Ελλάδος· και μολονότι οι Έλληνες είχον μάθει
προ πολλού τας προπαρασκευάς αυτού, δεν ενήργησαν όμως όλοι
ομοίως. Οι μεν, όσοι έδωκαν εις τον Πέρσην γην και ύδωρ,
ήλπιζον ότι δεν ήθελον πάθει τι δυσάρεστον από τον βάρβαρον. Οι
δε άλλοι όσοι δεν έδωκαν ήσαν εις μέγαν φόβον, καθότι η Ελλάς
δεν είχεν αρκετά πλοία όπως αντιταχθή εις την εισβολήν του
εχθρού. Οι πλείστοι δε εδίσταζον να αναμιχθώσιν εις τον πόλεμον
και εμήδιζον προθύμως.

139. Εδώ βιάζομαι εξ ανάγκης να είπω γνώμην ήτις ίσως δεν θα
αρέση εις τους περισσοτέρους ανθρώπους, αλλ' επειδή με φαίνεται
αληθής δεν θέλω την παρασιωπήσει. Εάν οι Αθηναίοι, φοβηθέντες
τον απειλούντα κίνδυνον άφινον την χώραν των, ή, μη αφίνοντες
αυτήν αλλά μένοντες παρεδίδοντο εις τον Ξέρξην, ουδείς ήθελε
πειραθή να αντισταθή εις τον βασιλέα κατά θάλασσαν. Και εάν
ουδείς ήθελεν αντισταθή εις τον Ξέρξην κατά θάλασσαν, ιδού τι
ήθελε συμβή κατά ξηράν· μολονότι πολλά τείχη θα ανηγείροντο υπό
των Πελοποννησίων εις τον Ισθμόν, οι Λακεδαιμόνιοι,
εγκαταλειπόμενοι υπό των συμμάχων των (οίτινες δεν ήθελον τους
παραδώσει εκουσίως, αλλ' εξ ανάγκης, διότι ο στόλος των
βαρβάρων ήθελε τους κυριεύσει κατά πόλεις), θα απέθνησκον
γενναίως δεικνύοντες μεγάλας ανδραγαθίας. Και ή τούτο ήθελον
πάθει, ή προ τούτον, βλέποντες τους άλλους Έλληνας μηδίζοντας,
ήθελον έλθει εις συμβιβασμούς μετά του Ξέρξου· ώστε εις
αμφοτέρας τας περιπτώσεις η Ελλάς ήθελεν υποταγή εις τους
Πέρσας· καθότι εγώ δεν δύναμαι να εννοήσω ποίαν ωφέλειαν
ηδύναντο να παρέξωσι τα τείχη τα οποία ήθελαν εγερθή εις τον
Ισθμόν εάν ο βασιλεύς ήτο κύριος της θαλάσσης. Τώρα λοιπόν
όστις είπει ότι οι Αθηναίοι εγένοντο σωτήρες της Ελλάδος, λέγει
την αλήθειαν, διότι προς οιονδήποτε μέρος ήθελον στραφή, εκεί
θα έκλινεν η πλάστιγξ. Προτιμήσαντες δε την ελευθερίαν της
Ελλάδος, ενεθάρρυναν και όλους τους άλλους Έλληνας όσοι δεν
είχαν μηδίσει, και με την βοήθειαν των θεών έδιωξαν τον
βασιλέα. Ούτε χρησμοί τρομεροί ελθόντες εκ των Δελφών και
ενσπείροντες εις αυτούς φόβον τους έπεισαν να αφήσωσι την
Ελλάδα, αλλά μένοντες εκεί ανεδέχθησαν να πολεμήσωσι τον
επερχόμενον κατά της χώρας των εχθρόν.

140. Οι Αθηναίοι πέμψαντες εις τους Δελφούς εζήτουν χρησμόν.
Όταν δε οι απεσταλμένοι εξεπλήρωσαν εις τον ναόν τα
νενομισμένα, εισήλθον εις τον βωμόν και εκάθισαν· τότε η Πυθία,
το όνομα της οποίας ήτο Αριστονίνη, εχρησμοδότησε τα εξής.

«Ω δυστυχείς, διατί κάθησθε; Φύγετε εις τα άκρα της γης,
εγκαταλείψατε τα δώματα και τας υψηλάς κορυφάς της στρογγύλης
πόλεώς σας, διότι μήτε η κεφαλή μένει πλέον στερεά, μήτε το
σώμα, μήτε τα άκρα των ποδών ή των χειρών, μήτε κανέν μέρος του
μέσου σώζεται, αλλά φθείρονται όλα διότι κατεδαφίζει αυτά το
πυρ και ο ορμητικός ’ρης συνοδεύων Αριανόν άρμα. Ο θεός ούτος
θα καταστρέψη πολλά άλλα πυργώματα, και όχι το ιδικόν σας
μόνον, θα παραδώση δε εις την οργήν του πυρός πολλούς ναούς των
αθανάτων, οίτινες τώρα ίστανται όρθιοι, περιρρεόμενοι υπό
ιδρώτος και κλονιζόμενοι υπό φόβου. ’νωθεν δε της οροφής αυτών
ρέει αίμα μέλαν, προμηνύον αφεύκτους δυστυχίας. Αλλ'
αναχωρήσατε εκ του αδύτου, και υπομείνατε γενναίως τα δεινά.»

141. Ταύτα ακούσαντες οι απεσταλμένοι των Αθηναίων, μεγάλην
ησθάνθησαν θλίψιν. Ενώ δε ήσαν απελπισμένοι διά τα δεινά τα
οποία τοις προείπε το μαντείον, ο Τίμων του Ανδροβούλου, ανήρ
εκ των σημαντικωτάτων εις τους Δελφούς, τους συνεβούλευσε να
λάβωσι κλάδους ελαίας, να επιστρέψωσιν εις τον ναόν ως ικέται
και ερωτήσωσιν εκ δευτέρου τα μαντείον. Εις δε τους Αθηναίους
πεισθέντας και λέγοντας· «Ω βασιλεύ, δος ημίν χρησμόν
καλλίτερον περί της πατρίδος. Σεβάσθητι τας ικετρίας ταύτας τας
οποίας φέροντες ήλθομεν· άλλως δεν θα εξέλθωμεν από το άδυτον,
αλλά θα μείνωμεν εδώ μέχρις ου αποθάνωμεν.» Εις τους Αθηναίους
λοιπόν ταύτα λέγοντας, η Πυθία χρησμοδοτεί πάλιν τα εξής·

«Η Παλλάς δεν ειμπορεί να εξιλεώση τον Ολύμπιον Δια, τον οποίον
ικετεύει διά πολλών λόγων και φρονίμων συμβουλών. Εις σε δε
λέγω αύθις τον λόγον τούτον όστις θα ήναι στερεός ως ο αδάμας.
Όταν θα κυριεύωνται τα άλλα μέρη όσα είναι εντός των ορίων του
Κέκροπος και του σπηλαίου του ιερού Κιθαιρώνος, ο παντεπόπτης
Ζεύς επιτρέπει εις την Τριτογενή να μείνη απόρθητον μόνον το
ξύλινον τείχος, το οποίον θα ωφελήσει σε και τα τέκνα σου. Μη
περιμείνης ήσυχος το ιππικόν και τον πολύν πεζόν στρατόν όστις
έρχεται εκ της ηπείρου, αλλ' υποχώρησον στρέψας τα νώτα, διότι
θα έλθη ποτέ καιρός να αντισταθής. Ω θεία Σαλαμίς, συ θ'
απολέσης τέκνα γραικών, είτε όταν σκορπίζονται οι δημητριακοί
καρποί είτε όταν συνάζονται.»

142. Η απόκρισις αύτη και ήτο και τοις εφάνη ηπιωτέρα της
προτέρας· γράψαντες λοιπόν αυτήν επέστρεψαν εις τας Αθήνας. Ότε
δε την ανέφερον εις τον δήμον, πολλαί γνώμαι εδόθησαν προς
εξήγησιν του χρησμού, και προσέτι αι εξής αίτινες ήσαν
εναντιώταται προς αλλήλας. Τινές των πρεσβυτέρων εφρόνουν, ως
είπον, ότι ο θεός υπεσχέθη μόνον την σωτηρίαν της ακροπόλεως,
διότι η ακρόπολις των Αθηνών το πάλαι ήτο πεφραγμένη διά ξύλων,
και ο φραγμός ούτος ήτο κατ' αυτούς το ξύλινον τείχος της
Πυθίας. ’λλοι πάλιν έλεγον εξ εναντίας ότι ο θεός εσήμαινε τα
πλοία, και διά τούτο επέμενον να εξοπλίσωσιν αυτά και να
αφήσωσιν όλα τα λοιπά. Την γνώμην όμως των λεγόντων ότι τα
πλοία ήσαν το ξύλινον τείχος, ανέτρεπον οι δύο τελευταίοι
στίχοι της Πυθίας. _Ω θεία Σαλαμίς, συ θ' απολέσης τέκνα
γυναικών, είτε όταν σπείρωνται οι δημητριακοί καρποί, είτε όταν
συγκομίζωνται.»_ Εις τους στίχους λοιπόν τούτους συνεχέοντο αι
γνώμαι των λεγόντων ότι το ξύλινον τείχος ήσαν τα πλοία, διότι
οι χρησμολόγοι εξήγουν αυτούς τοιουτοτρόπως, ότι εάν οι
Αθηναίοι αποφασίσωσι να ναυμαχήσωσι, θα νικηθώσι περί την
Σαλαμίνα.

143. Ήτο δε μεταξύ των Αθηναίων ανήρ τις τότε νεωστί υψωθείς
εις τας πρώτας τάξεις· το όνομα αυτού ήτο Θεμιστοκλής, αλλά τον
εκάλουν υιόν του Νεοκλέους. Ο ανήρ ούτος είπεν ότι οι
χρησμολόγοι δεν ενόουν ορθώς όλον τον χρησμόν, και έδιδε τούτον
τον λόγον· «Νομίζω, είπεν, ότι αν οι δύο ούτοι στίχοι
ανεφέροντο τωόντι εις τους Αθηναίους, δεν θα είχον αυτόν τον
γλυκύν τύπον της εκφράσεως, αλλά θα ήρχιζον ούτω· _ω αθλία
Σαλαμίς_, αντί του, _ω θεία Σαλαμίς_, εάν περί αυτήν έμελλον να
απολεσθώσιν οι κάτοικοι της χώρας. Ώστε, προσέθηκεν, ο θεός
εχρησμοδότησε ταύτα αναφερόμενος εις τους πολεμίους και όχι εις
τους Αθηναίους, αν θέλη τις να εξηγήση ορθώς τον χρησμόν.» Όθεν
τους συνεβούλευσε να ετοιμασθώσι προς ναυμαχίαν, επιμένων ότι
τα πλοία ήσαν το ξύλινον τείχος. Αφού δε ο Θεμιστοκλής τοιαύτην
έδωκεν εξήγησιν εις τον χρησμόν, οι Αθηναίοι είδον ότι
προτιμοτέρα είναι η γνώμη αύτη παρά η των χρησμολόγων οίτινες
δεν τους άφινον να παρασκευασθώσι προς ναυμαχίαν, όπερ ουδέν
άλλο εσήμαινεν ειμή να μη εγείρωσι τας χείρας εναντίον του
εχθρού, αλλά να εγκαταλίπωσι την Αττικήν και να κατοικήσωσιν
άλλην τινά χώραν.

144. Προ ταύτης, και άλλη γνώμη του Θεμιστοκλέους υπερίσχυσεν
ευτυχώς. Ότε εισήλθον εις το κοινόν των Αθηναίων πολλά χρήματα
προερχόμενα εκ των μεταλλείων του Λαυρίου και έμελλον να
μοιρασθώσιν αυτά και να λάβη έκαστος με την σειράν του δέκα
δραχμάς, τότε ο Θεμιστοκλής έπεισε τους Αθηναίους να
παραιτηθώσι της διανομής ταύτης και να κατασκευάσωσι διά των
χρημάτων τούτων διακόσια πλοία διά τον πόλεμον, εννοών τον
πόλεμον τον οποίον είχον προς τους Αιγινήτας. Ο πόλεμος λοιπόν
εκείνος ακολουθήσας έσωσε τότε την Ελλάδα, διότι ηνάγκασε τους
Αθηναίους να γίνωσι θαλασσινοί, και τα πλοία εκείνα εις μεν τον
σκοπόν διά τον οποίον κατεσκευάσθησαν δεν μετεχειρίσθησαν,
εχρησίμευσαν όμως εις την Ελλάδα εις αρμόδιον καιρόν. Είχαν
λοιπόν οι Αθηναίοι τα πλοία ταύτα, αλλ' εδέησε να ναυπηγήσωσι
και άλλα. Τέλος σκεφθέντες περί του χρησμού, απεφάσισαν να
υπακούσωσιν εις τον θεόν, να εισέλθωσιν εις τα πλοία πανδημεί,
και, μετά των άλλων Ελλήνων όσοι ήσαν πρόθυμοι να ενωθώσι με
αυτούς, να υπομείνωσι μετά του στόλου την επίθεσιν του
επερχομένου βαρβάρου. Τοιούτοι ήσαν οι χρησμοί οι ελθόντες εις
τους Αθηναίους.

145. Εν τούτοις οι Έλληνες όσοι είχον καλά αισθήματα υπέρ της
πατρίδος συνελθόντες και δόντες εχέγγυα πίστεως μεταξύ των,
συνεφώνησαν προ παντός άλλου να παύσωσι τας έχθρας των και τους
προς αλλήλους πολέμους. Όλοι ήσαν περιπεπλεγμένοι εις πολέμους,
ο μέγιστος όμως πάντων ήτο ο των Αθηναίων και Αιγινητών. Μετά
ταύτα μαθόντες ότι ο Ξέρξης ήτο με τον στρατόν του εις τας
Σάρδεις, ενέκρινον να πέμψωσιν εις της Ασίαν κατασκόπους διά να
ίδωσι τας δυνάμεις του βασιλέως, και πρέσβεις εις το ’ργος διά
να συνάψωσι συμμαχίαν κατά του Πέρσου· άλλους εις την Σικελίαν
προς τον Γέλωνα του Δεινομένους, και άλλους εις την Κέρκυραν
και την Κρήτην διά να ζητήσωσι βοήθειαν υπέρ της Ελλάδος, επί
τη ελπίδι ίσως ενωθώσι οι Έλληνες και συμφωνήσαντες να
ενεργώσιν από κοινού, διότι ο κίνδυνος ήτο ο αυτός δι' όλους. Η
δε δύναμις του Γέλωνος έλεγον ότι ήτο μεγάλη, και ουδενός
σχεδόν Ελληνικού λαού η δύναμις ήτο μεγαλειτέρα.

146. Ταύτα αποφασίσαντες, έπαυσαν τας έχθρας και πρώτον μεν
έπεμψαν τρεις κατασκόπους εις την Ασίαν, οίτινες αφού έφθασαν
εις τας Σάρδεις και παρετήρησαν τον στρατόν του βασιλέως,
ανεγνωρίσθησαν και βασανισθέντες υπό των στρατηγών του πεζού
στρατού απήχθησαν διά να θανατωθώσι. Και ούτοι μεν
κατεδικάσθησαν εις θάνατον, ο δε Ξέρξης μαθών τούτο και μη
εγκρίνων την απόφασιν των στρατηγών, έπεμψε δορυφόρους τινάς με
διαταγήν εάν προφθάσωσι τους κατασκόπους ακόμη ζώντας να τους
φέρωσιν εις αυτόν. Προφθάσαντες δε αυτούς οι δορυφόροι πριν
τους θανατώσωσι, τους έφερον ενώπιον του βασιλέως, όστις μαθών
διά ποίον σκοπόν ήλθον διέταξε τους δορυφόρους να τους
περιφέρωσι και να τοις δείξωσιν όλον τον πεζόν και ναυτικόν
στρατόν. Αφού δε ευχαριστήσωσι την περιέργειάν των, να τους
αποπέμψωσιν αβλαβείς όπου ήθελον επιθυμήσει.

147. Διά να εξηγήση δε την διαταγήν ταύτην έλεγεν· «Εάν οι
κατάσκοποι θανατωθώσιν, ούτε περί της δυνάμεώς μου ήθελον μάθει
τι οι Έλληνες ότι είναι ανωτέρα παρ' ό,τι η φήμη δύναται να
διαδώση, ούτε θανατόνων τρεις ανθρώπους ήθελον βλάψει πολύ τους
πολεμίους. Εάν όμως επιστρέψωσιν ούτοι εις την Ελλάδα, ελπίζω
ότι μανθάνοντες οι Έλληνες την δύναμίν μου, πριν γίνη η
εκστρατεία, θα παραδώσωσι την ιδίαν των ελευθερίαν, και
τοιουτοτρόπως δεν θα λάβωμεν ανάγκη να εκστρατεύσωμεν κατ'
αυτών.» Αύτη η γνώμη του Ξέρξου ομοιάζει με μίαν του άλλην.
Ευρισκόμενος εις την ’βυδον είδεν ημέραν τινά πλοία σιταγωγά τα
οποία ερχόμενα από τον Πόντον διεξέπλεον τον Ελλήσποντον διά να
υπάγωσιν εις την Αίγιναν και την Πελοπόννησον. Οι περί αυτόν
ιστάμενοι, άμα ήκουσαν ότι τα πλοία ήσαν εχθρικά, ήσαν έτοιμοι
να τα συλλάβωσι και έβλεπον τον βασιλέα, περιμένοντες να τους
διατάξη. Αλλ' ο Ξέρξης τους ηρώτησεν εις ποίον μέρος έπλεαν.
«Εις τους εχθρούς σου, ω δέσποτα, φέροντα σίτον,» απεκρίθησαν
εκείνοι. Τότε ο Ξέρξης είπε· «Λοιπόν και ημείς εκεί πλέομεν
όπου και αυτά, έχοντες πλην των άλλων και σίτον κατά τι λοιπόν
μας αδικούσι κομίζοντα εις ημάς τροφάς;» Ούτως οι μεν
κατάσκοποι θεωρήσαντες και αποπεμφθέντες, επέστρεψαν εις την
Ευρώπην.

148. Οι δε Έλληνες οι συνωμόσαντες κατά του Πέρσου, μετά την
αναχώρησιν των κατασκόπων έπεμψαν δεύτερον πρέσβεις εις το
’ργος. Οι δε Αργείοι λέγουσιν ότι τα κατ' αυτούς συνέβησαν ως
εξής· άμα ήκουσαν ότι ο βάρβαρος ετοιμάζεται να εκστρατεύση
κατά της Ελλάδος, μαθόντες ότι οι Έλληνες θα προσπαθήσωσι να
τους παραλάβωσι κατά του Πέρσου, έπεμψαν εις τους Δελφούς διά
να ερωτήσωσι τον θεόν τι ήτο συμφερώτερον εις αυτούς να
πράξωσι· καθότι αρτίως είχον φονευθή εξ αυτών εξακισχίλιοι από
τους Λακεδαιμονίους και τον Κλεομένη του Αναξανδρίδου. Τούτου
ένεκα λοιπόν έπεμψαν να ερωτήσωσιν· η δε Πυθία εις αυτούς
ερωτώντας απεκρίθη τα εξής· «Εχθρέ των γειτόνων σου, φίλε των
αθανάτων θεών, μένε εις τα ίδια φρουρών με την λόγχην εις την
χείρα. Φύλαττε την κεφαλήν σου, και η κεφαλή θα σώση το σώμα.»
Ταύτα λέγουσιν Αργείοι ότι εχρησμοδότησεν εις αυτούς η Πυθία
κατ' εκείνην την εποχήν. Μετά ταύτα δε ελθόντες οι πρέσβεις εις
το ’ργος παρουσιάσθηκαν εις το βουλευτήριον και έλεγον τα
εντεταλμένα. Οι δε βουλευταί απεκρίθησαν ότι ήσαν έτοιμοι οι
Αργείοι να πράξωσι τα ζητούμενα εάν εδέχοντο οι Λακεδαιμόνιοι
να κλείσωσι με αυτούς ειρήνην τριακονταετή και εάν τοις εδιδον
το ήμισυ της ηγεμονίας όλων των συμμάχων. «Κατά δίκαιον λόγον,
προσέθετον, έπρεπε να έχωμεν την απόλυτον ηγεμονίαν· αλλ'
ευχαριστούμεθα και εις το ήμισυ.»

149. Ταύτα λέγουσιν ότι απεκρίθη η βουλή, μολονότι το μαντείον
τους απαγόρευσε να συμμαχήσωσι μετά των Ελλήνων. Επεθύμουν δε,
με όλον τον φόβον του χρησμού, να γίνωσι τριακονταετείς σπονδαί
διά να ανδρωθώσιν εις το διάστημα τούτο οι παίδες των· καθότι
εάν δεν εγίνοντο αι σπονδαί αύται και εάν προς τα γενόμενα τοις
συνέβαινε και ζημία τις εις τον κατά του Ξέρξου πόλεμον,
εφοβούντο ότι ήθελον γίνει καθ' όλα υπήκοοι των Λακεδαιμονίων.
Ακούσαντες τους λόγους τούτους οι εις το ’ργος ευρισκόμενοι
πρέσβεις της Σπάρτης, απεκρίθησαν τα εξής· «Όσον μεν διά τας
σπονδάς, θα αναφέρωμεν περί τούτου εις το πλήθος, όσον δ' αφορά
την ηγεμονίαν έχομεν την άδειαν να είπωμεν ότι εις μεν την
Σπάρτην είναι δύο βασιλείς, εις δε το ’ργος είς· δεν είναι
λοιπόν δυνατόν να στερηθή της ηγεμονίας μήτε ο είς μήτε ο άλλος
των βασιλέων της Σπάρτης· ουδέν όμως κωλύει τον βασιλέα των
Αργείων να ήναι ομόψηφος με τους ημετέρους δύο.» Ούτω, λέγουσιν
οι Αργείοι, δεν ηδυνήθησαν να νικήσωσι την πλεονεξίαν των
Λακεδαιμονίων, και επροτίμησαν να διοικηθώσι μάλλον υπό των
βαρβάρων ή να υποκύψωσιν εις τας απαιτήσεις των Λακεδαιμονίων.
Εδήλωσαν λοιπόν εις τους πρέσβεις ότι πρέπει να αναχωρήσωσιν εκ
της χώρας των Αργείων προ της δύσεως του ηλίου, άλλως θα τους
θεωρήσωσιν ως εχθρούς.

150. Αυτοί μεν τόσα λέγουσι περί τούτων, λέγεται όμως και άλλος
τις λόγος ανά την Ελλάδα· ότι ο Ξέρξης, πριν εκστρατεύση κατά
της Ελλάδος έπεμψε κήρυκα εις το ’ργος, όστις ελθών είπε τα
εξής, ως λέγεται· «’νδρες Αργείοι, ταύτα λέγει προς υμάς ο
βασιλεύς Ξέρξης. Ημείς νομίζομεν ότι ο Πέρσης εξ ου καταγόμεθα,
ήτο υιός του Περσέως υιού της Δανάης, γεννηθείς εκ της
Ανδρομέδης θυγατρός τον Κηφέως. Ούτω λοιπόν είμεθα απόγονοί σας
και δεν είναι πρέπον μήτε ημείς να εκστρατεύσωμεν κατά των
προγόνων μας, μήτε σεις βοηθούντες άλλους να γίνετε εχθροί μας.
Μείνατε λοιπόν ήσυχοι εις τας οικίας σας, διότι εάν τα πράγματα
αποβώσι κατά την επιθυμίαν μου, ουδέν άλλο έθνος θα αναδείξω
μεγαλείτερον υμών.» Ταύτα ακούσαντες οι Αργείοι, λέγεται ότι
εύρον το πράγμα πολύ ωφέλιμον. Και τότε μεν αμέσως δεν εζήτησαν
τίποτε και δεν έδωκαν ουδεμίαν υπόσχεσιν· ότε δε οι Έλληνες
ηθέλησαν να τους προσλάβωσιν εις την συμμαχίαν των, τότε, όντες
βέβαιοι ότι οι Λακεδαιμόνιοι δεν ήθελον τους καταστήσει
κοινωνούς της αρχής, εζήτησαν αυτήν διά να εύρωσι πρόφασιν και
να μένωσιν ήσυχοι.

151. Τινές των Ελλήνων διηγούνται ότι μετά πολλά έτη ο λόγος
ούτος ευρέθη επιβεβαιούμενος υπό των κατωτέρω· έτυχον να ώσιν
εις τα Σούσα τα Μεμνόνεια, δι' άλλην υπόθεσιν, πρέσβεις των
Αθηναίων, ο Καλλίας του Ιππονίκου και οι μετ' αυτού
συναναβάντες· συγχρόνως οι Αργείοι πέμψαντες πρέσβεις ηρώτων
τον Αρταξέρξην του Ξέρξου εάν σώζεται η φιλία ην είχον συνδέσει
μετά του Ξέρξου, ή εάν τους νομίζη ότι είναι πολέμιοι. Ο δε
βασιλεύς Αρταξέρξης απεκρίθη ότι η φιλία σώζεται και ότι
ουδεμίαν άλλην πόλιν νομίζει φιλιωτέραν του ’ργους.

152. Εάν ο Ξέρξης έπεμψεν εις το ’ργος τον ειρημένον κήρυκα,
και εάν πρέσβεις των Αργείων αναβάντες εις τα Σούσα ηρώτησαν
τον Αρταξέρξην περί φιλίας, δεν δύναμαι να βεβαιώσω ακριβώς,
και επί του αντικειμένου τούτου ουδεμίαν δίδω γνώμην εναντίαν
προς την διήγησιν των Αργείων. Ηξεύρω μόνον τούτο, ότι εάν όλοι
οι άνθρωποι απέθετον εις τον αυτόν τόπον τα ίδιά των σφάλματα
θέλοντες να τα ανταλλάξωσι με εκείνα των γειτόνων των, άμα
έκυπτον την κεφαλήν διά να παρατηρήσωσι τα ξένα σφάλματα,
προθύμως έκαστος θα ανελάμβανεν οπίσω τα ιδικά του. Ούτω λοιπόν
δεν είναι οι Αργείοι οίτινες έπραξαν τα αίσχιστα. Εγώ δε οφείλω
μεν να λέγω τα λεγόμενα, δεν οφείλω όμως ποσώς να τα πιστεύω·
και τούτο λέγω δι' όλην την ιστορίαν μου. Λέγουσι μάλιστα ότι
οι Αργείοι ήσαν οι προσκαλέσαντες τον Πέρσην κατά της Ελλάδος,
διότι ο προς τους Λακεδαιμονίους πόλεμος δεν απέβαινεν υπέρ
αυτών και επροτίμων παν άλλο κακόν ή την παρούσαν δυστυχίαν.
Αλλ' αρκούσι ταύτα διά τους Αργείους.

153. Εις δε την Σικελίαν ήλθον άλλοι πρέσβεις εκ μέρους των
συμμάχων διά να συνομιλήσωσι με τον Γέλωτα, και μεταξύ αυτών
ευρίσκετο ο Σύαγρος, πεμφθείς υπό των Λακεδαιμονίων. Τούτου του
Γέλωνος πρόγονός τις, όστις εγένετο οικήτωρ της Γέλης, ήτο εκ
της νήσου Τήλου της πλησίον της Τριοπίου κειμένης· ότε δε
εκτίζετο η Γέλα υπό του Αντιφήμου και των εκ της Ρόδου Λινδίων,
αυτός τους ηκολούθησεν εις την αποικίαν. Μετά καιρόν οι
απόγονοι αυτού γενόμενοι ιεροφάνται των χθονίων θεών,
διετήρησαν το προνόμιον τούτο το οποίον είς των προγόνων των ο
Τηλίνης εκτήσατο κατά τον εξής τρόπον. Γελωοί τινες νικηθέντες
έν τινι στάσει κατέφυγον εις την υπεράνω της Γέλης
κατοικουμένην πόλιν Μακτώριον· τούτους δε επανέφερεν ο Τηλίνης
εις την πατρίδα των χωρίς να μεταχειρισθή ουδεμίαν ανθρωπίνην
δύναμιν, αλλά μόνον διότι εγνώριζε τα μυστήρια αυτών των θεών·
πού και πώς εδιδάχθη την επιστήμην ταύτην, δεν ηξεύρω. Εις
ταύτην όμως έχων πεποίθησιν, επανέφερεν αυτούς επί τη συμφωνία
να ήναι πάντοτε οι απόγονοί του ιεροφάνται των θεών. Θαυμάζω δε
τη αληθεία, εξ όσων με διηγήθησαν, πως ο Τηλίνης κατώρθωσε
τόσον μέγα έργον, διότι νομίζω ότι τα τοιαύτα έργα δεν είναι
ίδια παντός ανθρώπου, αλλ' απαιτούσι ψυχήν γενναίαν και σώμα
εύρωστον, οι δε Σικελοί λέγουσιν εξ εναντίας ότι ο Τηλίνης ήτο
φύσει θηλυδρίας και άνθρωπος χαύνος. Τοιουτοτρόπως εκτήσατο το
προνόμιον τούτο.

154. Μετά τον θάνατον δε του Κλεάνδρου του Παντάρεως, όστις
εβασίλευσεν επτά έτη εις την Γέλαν και εφονεύθη υπό του Γελώου
Σαβύλλου, ανέλαβε την μοναρχίαν ο αδελφός του Κλεάνδρου
Ιπποκράτης. Έχοντος δε την τυραννίδα του Ιπποκράτους, ο Γέλων,
απόγονος του ιεροφάντου Τηλίνου, ήτο δορυφόρος του Ιπποκράτους
μετ' άλλων πολλών και μετά του Αινησιδήμου του Παταίου. Μετ' ου
πολύν δε χρόνον διά την ανδρίαν του εγένετο ίππαρχος όλου του
ιππικού, καθότι όταν ο Ιπποκράτης επολιόρκησε τους
Καλλιπολίτας, και τους Ναξίους, και τους Ζαγκλαίους, και τους
Λεοντίνους, και τους Συρακουσίους και πολλούς βαρβάρους, ο
Γέλων εις όλους τούτους τους πολέμους έδειξεν ανδρίαν
λαμπροτάτην. Εξ όλων δε τούτων των πόλεων ουδεμία, πλην των
Συρακουσών, έμεινε χωρίς να αλωθή υπό του Ιπποκράτους, τους δε
Συρακουσίους ηττηθέντας εις μάχην πλησίον του Ελώρου ποταμού,
έσωσαν οι Κορίνθιοι και οι Κερκυραίοι· τους έσωσαν δε και τους
συνεβίβασαν μετά του Ιπποκράτους με την συμφωνίαν να τω
παραδώσωσι την Καμάριναν, πόλιν ήτις ανέκαθεν ανήκεν εις
αυτούς.

155. Ο Ιπποκράτης, αφού εβασίλευσε τόσα έτη όσα ο αδελφός του
Κλέανδρος, συνέβη να αποθάνη πλησίον της πόλεως Ύβλης ενώ
επολέμει τους Σικελούς. Τότε ο Γέλων επί τω λόγω ότι βοηθεί
τους παίδας του Ιπποκράτους Ευκλείδην και Κλέανδρον, εις των
οποίων τον ζυγόν ηρνούντο οι πολίται να υποκύψωσιν, ενίκησε
τους επαναστάτας και εκράτησε την αρχήν δι' εαυτόν, αποστερήσας
αυτήν από τους παίδας του Ιπποκράτους. Μετά την ανέλπιστον
ταύτην ευτυχίαν συνέβη να διωχθώσιν από τον δήμον και τους
ιδίους των δούλους τους καλουμένους Κυλλυρίους, οι λεγόμενοι
γεωμόροι (22) των Συρακουσίων. Λαβών τους διωχθέντας τούτους ο
Γέλων τους έφερεν εκ της Κασμένης πόλεως  εις τας Συρακούσας
τας οποίας εκυρίευσε· διότι ο δήμος των Συρακουσίων, ενώ ήρχετο
κατ' αυτού ο Γέλων, τω παρέδωκε την πόλιν και εαυτόν.

156. Παραλαβών ο Γέλων τας Συρακούσας, ολιγώτερον πλέον
εφρόντιζε διά την Γέλαν, και επέτρεψεν αυτήν εις τον αδελφόν
του Ιέρωνα· αυτός δε ενδυναμώσας τας Συρακούσας, περί αυτών
μόνον εφρόντιζεν. Αι δε Συράκουσαι πάραυτα ηύξησαν και
επληθύνθησαν, καθότι ο Γέλων αφ' ενός μεν κατέσκαψε την πόλιν
Καμάριναν και έφερεν όλους τους Καμαριναίους εις τας Συρακούσας
και τους έκαμε πολίτας· αφ' ετέρου δε έπραξε το αυτό και προς
τους υπερημίσεις των Γελώων. Πλην τούτου, ενώ επολιόρκει τους
Μεγαρείς της Σικελίας παρεδόθησαν ούτοι διά συνθήκης. Οι
πλούσιοι ήσαν οι αίτιοι του πολέμου· περιέμενον λοιπόν να
θανατωθώσιν· αλλ' ο Γέλων τους έφερεν εις τας Συρακούσας και
τους έκαμε πολίτας· όσον δ' αφορά τον δήμον, όστις δεν ήτο
αίτιος του πολέμου τούτου ουδέ υπέθετεν ότι ήθελε πάθει τι
κακόν, έφερεν αυτούς ομοίως εις τας Συρακούσας και τους επώλησε
διά να τους απαγάγωσιν εκ της Σικελίας. Το αυτό έπραξε και προς
τους Ευβοείς της Σικελίας, χωρίσας τους πλουσίους από τους
άλλους. Εφέρθη δε τοιουτοτρόπως προς αυτάς τας δύο πόλεις διότι
ενόμισεν ότι ο δήμος είναι συνοίκημα οχληρότατον. Διά των μέσων
τούτων ο Γέλων εγένετο τύραννος μέγας.

157. Τότε δε ελθόντες εις τας Συρακούσας οι πρέσβεις των
Ελλήνων, ήλθον εις ομιλίαν μετ' αυτού και είπον τα εξής· «Οι
Λακεδαιμόνιοι, οι Αθηναίοι και οι σύμμαχοι αυτών έπεμψαν ημάς
όπως σε συμπαραλάβωμεν εις τον κατά του βαρβάρου πόλεμον·
καθότι βεβαίως ήκουσες ότι στρατεύει κατά της Ελλάδος, ότι ο
Πέρσης ενώσας διά πλοίων τας δύο παραλίας του Ελλησπόντου και
επάγων όλον τον ανατολικόν στρατόν εκ της Ασίας μέλλει να
επιτεθή κατά της Ελλάδος επί προφάσει μεν ότι κινείται κατά των
Αθηνών, πράγματι όμως σκοπεύων να υποτάξη όλην την Ελλάδα.
Επειδή δε συ έχεις μεγάλην δύναμιν, και ορίζων την Σικελίαν
μετέχεις ουκ ολίγον της Ελλάδος, βοήθησον τους πολεμούντας υπέρ
της ελευθερίας αυτής και υπεράσπισον σύναμα την ιδικήν σου
ελευθερίαν· διότι εάν ενωθώμεν όλοι οι Έλληνες σχηματίζομεν
μέγαν στρατόν και γινόμεθα ικανοί ν' αντιταχθώμεν κατά του
επερχομένου πολεμίου, ενώ εάν τινές μεταξύ ημών προδίδωσιν, εάν
άλλοι δεν θέλωσι να βοηθήσωσι και εάν ολίγον μόνον μέρος της
Ελλάδος έχη αισθήματα υγιή, τότε είναι φόβος μήπως υποκύψη όλη
η Ελλάς. Μη ελπίσης δε ότι αν ο Πέρσης μας νικήση εις τον
πόλεμον και μας υποτάξη, δεν θα έλθη και κατά σου. Πριν λοιπόν
συμβή τούτο φυλάχθητι· ημάς βοηθών, σαυτόν βοηθείς. Εις καλώς
μελετηθείσαν υπόθεσιν, ως επί το πλείστον ακολουθεί τέλος
αγαθόν.»

158. Οι μεν πρέσβεις ταύτα είπον, ο δε Γέλων τοις απεκρίθη
ζωηρώς· «’νδρες Έλληνες, ενώ ο λόγος σας δεν αποβλέπει ειμή εις
ιδίαν σας πλεονεξίαν, ετολμήσατε να έλθετε διά να με
παρακινήσετε να γίνω σύμμαχός σας εναντίον του βαρβάρου. Σεις
δε, ότε εγώ πρότερον ων εις πόλεμον με τους Καρχηδονίους σας
εζήτησα να με βοηθήσετε κατά βαρβαρικού στρατού και σας
προέτρεπον να εκδικήσωμεν τον φόνον του Δωριέως του
Αναξανδρίδου θανατωθέντος εις την Έγεσταν, και προσέτι
προέτεινον να σας ανοίξω τους λιμένας μου εις τους οποίους θα
ευρίσκετε μεγάλας ωφελείας και αναπαύσεις, ούτε χάριν μού
ηθελήσατε να με βοηθήσετε ούτε διά να εκδικήσετε τον φόνον του
Δωριέως· ώστε παρ' υμών εξηρτάτο να μη διατελώσιν οι τόποι
ούτοι υπό την εξουσίαν των βαρβάρων. Αλλ' ευδόκησεν η τύχη να
τακτοποιηθώσιν αι υποθέσεις μου· επειδή δε ήλθεν η σειρά σας να
έχετε πόλεμον, ενθυμείσθε τώρα τον Γέλωνα. Εν τούτοις, μολονότι
περιεφρονήθην από υμάς, δεν θα σας μιμηθώ, αλλ' είμαι έτοιμος
να σας βοηθήσω και να σας δώσω διακοσίας τριήρεις,
εικοσακισχιλίους οπλίτας, δισχιλίους ίππους, δισχιλίους
τοξότας, δισχιλίους οφενδονήτας και δισχιλίους ιππείς ελαφρώς
ωπλισμένους· αναδέχομαι προς τούτοις να παρέξω τροφάς εις όλον
τον Ελληνικόν στρατόν εφ' όσον ήθελε διαρκέσει ο πόλεμος.
Ταύτα πάντα όμως υπόσχομαι με μίαν συμφωνίαν, να γίνω
αρχιστράτηγος των Ελλήνων κατά του βαρβάρου· με άλλην δε
συμφωνίαν, ούτε εγώ δύναμαι να έλθω, ούτε άλλους να πέμψω.»

159. Ταύτα ακούσας ο Σύαγρος δεν ειμπόρεσε να κρατηθή αλλ'
είπε· «Βεβαίως θα στενάξη ο Πελοπίδης Αγαμέμνων εάν μάθη ότι οι
Σπαρτιάται εστερήθησαν της ηγεμονίας υπό του Γέλωνος και των
Συρακουσίων. Τούτον τον λόγον, να σοι παραδώσωμεν ημείς την
ηγεμονίαν, μη αναφέρης πλέον· αλλ' αν έχης διάθεσιν να βοηθήσης
την Ελλάδα, ήξευρε ότι θα ήσαι υπό τας διαταγάς των
Λακεδαιμονίων· εάν δε δεν εγκρίνης να άρχεσαι, μη μας
βοηθήσης.»

160. Ιδών ο Γέλων ότι ο Σύαγρος ανθίστατο τόσον σταθερώς, είπε
τον εξής τελευταίον λόγον· «Ω ξένε Σπαρτιάτα, αι ύβρεις
διεγείρουσι τον θυμόν του ανθρώπου· συ όμως με όλα τα υβρίσματα
τα οποία μετεχειρίσθης εις τον λόγον σου, δεν θα με πείσης να
σοι αποκριθώ και εγώ απρεπώς. Αλλ' αφού σεις τόσον πολύ
επιμένετε εις την ηγεμονίαν, δεν είναι δίκαιον να επιμένω και
εγώ περισσότερον, εγώ όστις είμαι ηγεμών πολλαπλασίας στρατιάς
και πλοίων πολύ περισσοτέρων; Επειδή όμως ο λόγος μου σας εφάνη
βαρύς, μετριάζομεν την πρώτην πρότασιν. Εάν μεν θέλετε να έχετε
την αρχηγίαν του κατά γην στρατού, ας έχω εγώ την αρχηγίαν του
ναυτικού· εάν πάλιν ευχαριστήσθε να ηγεμονεύετε κατά θάλασσαν,
ας ηγεμονεύω εγώ κατά ξηράν. Ή εις ταύτα λοιπόν πρέπει να
αρκεσθήτε, ή να αναχωρήσετε εστερημένοι τοσούτων συμμάχων.»
Ταύτα προέτεινεν ο Γέλων.

161. Προλαβών δε τον πρέσβυν των Λακεδαιμονίων ο πρέσβυς των
Αθηναίων, απεκρίθη ως εξής· «Ω βασιλεύ των Συρακούσιων, ουχί
ηγεμόνος αλλά στρατιάς έχουσα ανάγκην η Ελλάς μας έπεμψε προς
σε· συ δε δεικνύεις ότι εάν δεν γείνης ηγεμών της Ελλάδος δεν
θέλεις στείλει στρατεύματα και φροντίζεις πώς να ανακηρυχθής
στρατηγός αυτής. Και ενόσω μεν εζήτεις να γίνης ηγεμών όλου του
στρατού των Ελλήνων, ημείς οι Αθηναίοι ηρκούμεθα να σιωπώμεν,
όντες βέβαιοι ότι ο Λάκων ήτο ικανός να απολογηθή υπέρ
αμφοτέρων· επειδή όμως αποτυχών της όλης αρχής ζητείς να λάβης
την της ναυτικής δυνάμεως, μάθε ότι και ο Λάκων αν σε δώση
αυτήν ημείς όμως δεν την δίδομεν, διότι ανήκει εις ημάς εάν δεν
θελήσωσιν οι Λακεδαιμόνιοι. Και αν μεν αυτοί θέλωσι να ήναι
ηγεμόνες, δεν αντιτείνομεν· εις ουδένα όμως άλλον παραχωρούμεν
την ναυαρχίαν, διότι εις μάτην θέλομεν έχει τόσον ναυτικόν
στρατόν εάν παραχωρήσωμεν την ηγεμονίαν εις τους Συρακουσίους,
ημείς όντες Αθηναίοι, συγκροτούντες έθνος αρχαιότατον και οι
μόνοι εκ των Ελλήνων οίτινες δεν εγίνομεν μετανάσται. Δεν λέγει
ο εποποιός Όμηρος ότι είς εκ των ημετέρων (23) μετέβη εις το
Ίλιον και ελαμπρύνθη τακτοποιήσας και διακοσμήσας τον στρατόν;
Δεν αισχυνόμεθα λοιπόν ποσώς λέγοντες ταύτα.»

162. Απεκρίθη δε ο Γέλων τα εξής· «Ξένε Αθηναίε, άρχοντας μεν
φαίνεσθε ότι έχετε, αρχομένους όμως δεν έχετε παντάπασιν.
Επειδή λοιπόν μη παραχωρούντες τίποτε, θέλετε να έχετε το παν,
σπεύσατε να φύγετε τάχιστα και να αναγγείλετε εις την Ελλάδα
ότι από τον ενιαυτόν της λείπει το έαρ.» Η έννοια του λόγου
τούτου ήτο ότι καθώς το έαρ είναι το καλλίτερον μέρος του
ενιαυτού, ούτω και ο καλλίτερος στρατός των Ελλήνων ήτο ο
ιδικός του. Κατ' αυτόν λοιπόν η Ελλάς, στερουμένη της συμμαχίας
του, ωμοίαζε με ενιαυτόν εκ του οποίου είναι αφηρημένον το έαρ.

163. Οι μεν πρέσβεις των Ελλήνων τόσα ειπόντες μετά του Γέλωνος
απέπλευσαν. Ο δε Γέλων, φοβούμενος μεν περί των Ελλήνων ότι δεν
θα δυνηθώσι να αποκρούσωσι τους βαρβάρους, αφ' ετέρου δε θεωρών
σκληρόν και ανυπόφορον να υπάγη εις την Πελοπόννησον και ακούση
εις τους Λακεδαιμονίους, ων τύραννος της Σικελίας, παρήτησεν
εντελώς τα σχέδιον τούτο και εσκέφθη να λάβη άλλο. Τωόντι, άμα
έμαθεν ότι ο Πέρσης διέβη τον Ελλήσποντον, έπεμψεν εις τους
Δελφούς μετά τριών πεντηκοντόρων τον Κάδμον του Σκύθου, άνδρα
Κώον, εις τον οποίον ενεπιστεύθη χρήματα πολλά και λόγους
φιλικούς και τον παρήγγειλε να παρατηρή την μάχην προς ποίον
μέρος ήθελε κλίνει· και εάν μεν νικά ο βάρβαρος, και τα χρήματα
να δώση εις αυτόν, και γην και ύδωρ δι' όσα μέρη εξουσίαζεν ο
Γέλων· εάν δε νικώσιν οι Έλληνες, να τα φέρη οπίσω.

164. Ο δε Κάδμος ούτος προ των γεγονότων τούτων παραλαβών παρά
του πατρός του την βασιλείαν των Κώων καλώς εδραιωμένην,
εκουσίως και χωρίς να απειλήται υπό κινδύνου τινός, αλλά εκ
δικαιοσύνης του, κατέθεσε την αρχήν εις τους Κώους και
ανεχώρησεν εις την Σικελίαν. Εκεί ηνώθη με τους Σαμίους και
κατώκησε την πόλιν Ζάγκλην ήτις μετά ταύτα μετέβαλε το όνομα
εις Μεσσήνην. Τούτον λοιπόν τον Κάδμον ελθόντα τοιουτοτρόπως
εις την Σικελίαν, έπεμψεν ο Γέλων εις τους Δελφούς γνωρίζων την
δικαιοσύνην του την οποίαν έδειξε και εις άλλας περιστάσεις.
Και τωόντι, εκτός άλλων έργων δικαίων, έπραξε και τούτο όπερ
δεν είναι μικρόν· καθότι ενώ είχεν εις χείρας του μεγάλην
ποσότητα χρημάτων τα οποία τω ενεπιστεύθη ο Γέλων, και ενώ
ηδύνατο να τα κρατήση, δεν ηθέλησεν, αλλ' αφού οι Έλληνες
ενίκησαν εις την ναυμαχίαν και ο Ξέρξης έφυγε διωχθείς, τότε
και ο Κάδμος επέστρεψεν εις την Σικελίαν φέρων όλα τα χρήματα.

165. Λέγεται δε και το εξής υπό των κατοικούντων εις την
Σικελίαν, ότι έστω και επί τω όρω να διατελή υπό τας διαταγάς
των Λακεδαιμονίων ο Γέλων θα εβοήθει τους Έλληνας, εάν κατά την
αυτήν εποχήν ο Τήριλλος του Κρινίππου, τον οποίον τύραννον όντα
της Ιμέρας εδίωξεν ο τύραννος των Ακραγαντίνων Θήρων του
Αινησιδήμου, δεν εκίνει κατά της Σικελίας στρατόν εκ τριακοσίων
χιλιάδων Φοινίκων, Λιβύων, Ιβήρων, Λιγύων, Ελισύκων, Σαρδονίων,
Κυρνίων υπό των στρατηγόν Αμίλκαν του ’ννωνος, βασιλέα των
Καρχηδονίων, πεισθέντα εις τούτο από τον Τήριλλον διά την
ιδιαιτέραν αυτού ξενίαν και την προθυμίαν του Αναξιλάου του
Κρητίνου, όστις τύραννος ων του Ρηγίου έδωκεν αυτώ τα τέκνα του
ως ομήρους και τον παρεκίνησε να έλθη κατά της Σικελίας και να
εκδικήση τον πενθερόν του· καθότι ο Αναξίλαος του Κρητίνου είχε
γυναίκα την θυγατέρα του Τηρίλλου, της οποίας το όνομα ήτο
Κυδίππη. Ούτω λοιπόν, λέγουσιν οι Σικελοί, μη δυνάμενος ο Γέλων
να βοηθήση τους Έλληνας, έπεμψε τα χρήματα εις τους Δελφούς.

166. Προς τούτοις λέγουσι και τα εξής, ότι συνέπεσε κατά την
αυτήν ημέραν ο μεν Γέλων και ο Θήρων να νικώσι τον Αμίλκαν και
τους Καρχηδονίους εις την Σικελίαν, οι δε Έλληνες τον Πέρσην
εις την Σαλαμίνα. Ούτος δε ο Αμίλκας, όστις προς πατρός μεν ήτο
Καρχηδόνιος, μητρόθεν δε Συρακούσιος και διά της ανδρίας του
εγένετο βασιλεύς των Καρχηδονίων, άμα εγένετο η συμπλοκή και
ενικήθη, εγένετο, ως ήκουσα να λέγωσιν, άφαντος, καθότι ούτε
ζων ούτε φονευμένος, ευρέθη ουδαμού γης, μολονότι ο Γέλων τον
εζήτησε πανταχού.

167. Λέγεται δε και το εξής υπό των Καρχηδονίων όπερ δεν
φαίνεται απίθανον· ότι οι βάρβαροι εις την Σικελίαν, αρχίσαντες
από πρωίας, επολέμουν με τους Έλληνας μέχρι δείλης οψίας,
καθότι έως τότε λέγουσιν ότι διήρκεσεν η συμπλοκή. Ο δε Αμίλκας
κατά τούτο το διάστημα μένων εις το στρατόπεδον εθυσίαζε και
εζήτει αίσια σημεία, καίων επί μεγάλης πυράς σώματα ακέραια.
Ιδών δε την τροπήν των στρατευμάτων του, ως ευρέθη σπεύδων επί
των ιερείων, ερρίφθη εις το πυρ και ούτω κατακαυθείς εγένετο
άφαντος. Εις τούτον δε τον Αμίλκαν γενόμενον άφαντον είτε κατά
τον τρόπον τούτον, ως λέγουσιν οι Φοίνικες, είτε κατά τον άλλον
τον οποίον λέγουσιν οι Συρακούσιοι, προσφέρουσι θυσίας οι
Καρχηδόνιοι και τω ήγειρον μνημεία εις όλας τας πόλεις των
αποικιών έν δε μέγιστον εν αυτή τη Καρχηδόνα. Και ταύτα μεν
αρκούσι περί της Σικελίας.

168. Οι δε Κερκυραίοι άλλα μεν απεκρίθησαν εις τους πρέσβεις
άλλα δε έπραξαν καθότι οι αυτοί πρέσβεις οίτινες είχον μεταβή
εις την Σικελίαν, ήλθον και εις την Κέρκυραν και επανέλαβον
τους αυτούς λόγους τους οποίους είχον ειπή εις τον Γέλωνα. Οι δε
Κερκυραίοι τότε μεν αμέσως υπεσχέθησαν ότι θα πέμψωσι βοηθείας
λέγοντες ότι δεν πρέπει να αφήσωσι την Ελλάδα να απολεσθή,
διότι εάν πέση η Ελλάς δεν μένει άλλο ειμή τας πρώτας ημέρας να
γίνωσι και ούτοι δούλοι των βαρβάρων, και επομένως οφείλουσι να
βοηθήσωσι δι' όλων των δυνάμεών των. Ταύτα απεκρίθησαν μετά
παρρησίας. Ότε όμως επέστη η στιγμή να εκπέμψωσι βοηθείας,
σκεπτόμενοι άλλα, εξώπλισαν εξήκοντα πλοία· μόλις δε
αναχθέντες, εστάθησαν εις τας ακτάς της Πελοποννήσου και
ηγκυροβόλησαν περί την Πύλον και το Ταίναρον της λακωνικής,
περιμένοντες και ούτοι να ίδωσι προς ποίον μέρος ήθελε κλίνει ο
πόλεμος, καθότι δεν ήλπιζον ότι ήθελον υπερισχύσει οι Έλληνες,
αλλ' ότι ήθελε νικήσει ο Πέρσης και κυριεύσει όλην την Ελλάδα.
Ενήργουν λοιπόν επίτηδες, διά να δύνανται να είπωσι προς τον
Ξέρξην· «Ω βασιλεύ, οι Έλληνες εζήτουν να μας συμπεραλάβωσιν
εις τον πόλεμον τούτον, αλλ' ημείς οίτινες έχομεν ουκ ολίγην
δύναμιν και δυνάμεθα να παρέξωμεν πλοία όχι ολίγα αλλά τα
πλείστα μετά τας Αθήνας, δεν ηθελήσαμεν να αντισταθώμεν, ούτε
να σε δυσαρεστήσωμεν.» Ταύτα λέγοντες ήλπιζον ότι η θέσις των
ήθελεν αποβή καλλιτέρα της των άλλων, και τούτο θα εγίνετο, ως
εγώ φρονώ. Προς δε τους Έλληνας είχον προητοιμασμένην πρόφασιν,
την οποίαν και μετεχειρίσθησαν διότι ότε οι Έλληνες τους
εμέμφθησαν ότι δεν τους εβοήθησαν, είπον ότι εξώπλισαν μεν
εξήκοντα τριήρεις, αλλ' ότι οι ετησίαι άνεμοι τους εμπόδισαν να
κάμψωσι τον Μαλέαν. Αύτη ήτο η αιτία δι' ην δεν έφθασαν εις την
Σαλαμίνα και έλειψαν από την ναυμαχίαν χωρίς να έχωσι κανένα
κακόν σκοπόν. Ούτοι μεν τοιουτοτρόπως ηπάτησαν τους Έλληνας.

169. Οι δε Κρήτες, όταν οι επί τούτω διορισθέντες Έλληνες
μετέβησαν να ζητήσωσι την συμμαχίαν των, έπραξαν το εξής.
Πέμψαντες εξ ονόματος του κοινού εις τους Δελφούς θεοπρόπους,
ηρώτων τον θεόν εάν τοις ήτο συμφερώτερον να βοηθήσωσι τους
Έλληνας· η δε Πυθία τοις απεκρίθη «Μωροί άνθρωποι, σεις
παραπονείσθε ακόμη διά τα δάκρυα τα οποία ο Μίνως σας έκαμε να
χύσετε μνησικακών διά την βοήθειαν την οποίαν εδώσατε εις τον
Μενέλαον· καθότι οι μεν Λακεδαιμόνιοι σας ηρνήθησαν την
βοήθειάν των διά να εκδικήσετε τον εν Καμικώ γενόμενον θάνατόν
του, σεις δε εβοηθήσατε εκείνους χάριν γυναικός την οποίαν ανήρ
βάρβαρος ήρπασεν εκ της Σπάρτης.» Ελθούσης της αποκρίσεως
τούτης εις την Κρήτην, απεποιήθησαν οι Κρήτες να βοηθήσωσι τους
Έλληνας.

170. Λέγουσι δε ότι ο Μίνως, κατά ζήτησιν του Δαιδάλου, ήλθεν
εις την Σικανίαν, την νυν Σικελίαν καλουμένην και εκεί απέθανε
βιαίω θανάτω. Μετά καιρόν δε οι Κρήτες, κατά παρακίνησιν θεού
τινος, όλοι πλην των Πολιχνιτών και των Πραισίων, πλεύσαντες
μετά μεγάλου στόλου κατά της Σικελίας, επολιόρκουν επί πέντε
έτη την πόλιν Καμικόν, την οποίαν εις τας ημέρας μου ενέμοντο
οι Ακραγαντίνοι. Τέλος μη δυνάμενοι μήτε να την κυριεύσωσι μήτε
να εξακολουθήσωσι την πολιορκίαν, ένεκα του επισυμβάντος λιμού,
την άφησαν και ανεχώρησαν. Ενώ δε πλέοντες έφθασαν εις την
Ιαπυγίαν, σφοδρά τρικυμία κατέλαβεν αυτούς και τους έρριψεν εις
την ξηράν. Επειδή δε τα πλοία των συνετρίβησαν και είδον ότι
δεν υπήρχε μέσον να επιστρέψωσιν εις την Κρήτην, έκτισαν την
πόλιν Υρίαν, εγκατεστάθησαν εκεί και αντί μεν Κρητών
μετωνομάσθησαν Ιάπυγες Μεσσάπιοι, αντί δε νησιωτών εγένοντο
ηπειρώται. Εκ της πόλεως ταύτης Υρίας πολλαί αποικίαι εξήλθον,
και πολύ μετά ταύτα οι Ταραντίνοι γενόμενοι εχθροί των,
επετέθησαν κατ' αυτών εις τοιούτον τρόπον ώστε ο φόνος ούτος
των Ελλήνων υπήρξεν ο μέγιστος εξ όσων ημείς γνωρίζομεν. Μόνοι
οι Ρηγίνοι οίτινες αναγκασθέντες υπό του Μικύθου του Χοίρου
ήλθον εις βοήθειαν των Ταραντίνων, απώλεσαν τρισχιλίους εις τον
πόλεμον τούτον· όσον δ' αφορά αυτούς τους Ταραντίνους, ο
αριθμός αυτών ήτο άπειρος. Ο δε Μίκυθος ούτος, υπηρέτης ων του
Αναξιλάου, είχε μείνει επίτροπος εις το Ρήγιον. Ούτος δε είναι
όστις διωχθείς εκ του Ρηγίου και κατοικήσας εις την Τεγέαν της
Αρκαδίας, αφιέρωσεν εις την Ολυμπίαν πολλούς ανδριάντας.

171. Αλλά τα μεν κατά Ρηγίνους και Ταραντίνους ετέθησαν εν
παρενθέσει εις την διήγησίν μου· εις δε την Κρήτην ερημωθείσαν,
ως λέγουσιν οι Πραίσιοι, ήλθον και κατώκησαν άλλοι άνθρωποι,
και προ πάντων Έλληνες. Τρεις γενεάς μετά τον θάνατον του
Μίνωος συνέβησαν τα Τρωικά, εις τα οποία οι Κρήτες εφάνησαν
ουχί ευκαταφρόνητοι βοηθοί του Μενελάου. Αλλ' ένεκα της
βοηθείας ταύτης, κατά την επιστροφήν των εκ της Τρωάδος,
ενέσκηψεν εις αυτούς και εις τα ποίμνιά των λιμός και λοιμός,
ώστε ερημωθείσης της Κρήτης το δεύτερον, οι σήμερον νεμόμενοι
αυτήν Κρήτες είναι ο τρίτος λαός όστις κατώκησεν εις αυτήν μετά
των επιζησάντων. Ταύτα λοιπόν υπομνήσασα η Πυθία, εμπόδισε τους
βουλομένους να βοηθήσωσι τους Έλληνας.

172. Οι δε Θεσσαλοί κατ' αρχάς εμήδισαν εξ ανάγκης, αλλ' ως
έδειξαν σαφώς, δεν τοις ήρεσκον αι μηχανορραφίαι των Αλευαδών·
καθότι άμα έμαθον ότι ο Πέρσης έμελλε να διαβή εις την Ευρώπην,
έπεμψαν εις τον Ισθμόν κήρυκας. Ήσαν δε συνηθροισμένοι εις τον
Ισθμόν άνθρωποι εκλελεγμένοι από των πόλεων όσαι επεθύμουν την
σωτηρίαν της Ελλάδος. Φθάσαντες δε οι πρέσβεις των Θεσσαλών και
παρουσιασθέντες εις αυτούς έλεγον τα εξής· «’νδρες Έλληνες,
πρέπει να φυλάξωμεν το στενόν του Ολύμπου διά να ήναι εν σκέπη
του πολέμου η Θεσσαλία και όλη η Ελλάς. ημείς είμεθα πρόθυμοι
να συνεργήσωμεν εις τούτο, αλλά πρέπει και ημείς να πέμψητε
στρατόν πολύν. Εάν δεν πέμψητε, μάθετε ότι θα συμβιβασθώμεν
μετά του Πέρσου, καθότι ευρισκόμενοι τοσούτον έμπροσθεν της
άλλης Ελλάδος, δεν πρέπει να απολεσθώμεν μόνοι διά σας. Εάν δεν
μας βοηθήσητε, ουδεμίαν υποχρέωσιν δύνασθε να μας επιβάλητε,
διότι ουδεμία υποχρέωσις υπερισχύει της αδυναμίας, και επομένως
ημείς αυτοί θα φροντίσωμεν να εύρωμεν σωτηρίαν τινά.» Ταύτα
είπον οι Θεσσαλοί.

173. Οι δε Έλληνες ακούσαντες ταύτα απεφάσισαν να πέμψωσι διά
θαλάσσης εις την Θεσσαλίαν πεζόν στρατόν διά να φυλάξη το
στενόν. Αφού δε συνελέγη ο στρατός, έπλευσε διά του Ευρίπου και
φθάσας εις την ’λον της Αχαΐας απέβη εκ των πλοίων και
επορεύετο προς την Θεσσαλίαν, αφήσας αυτού τα πλοία. Έφθασε δε
εις τα Τέμπη, όπου ευρίσκεται το στενόν το οποίον από την κάτω
Μακεδονίαν φέρει εις Θεσσαλίαν, κατά μήκος του Πηνειού, μεταξύ
Ολύμπου και Όσσης. Ενταύθα εστρατοπεδεύσαντο μυρίοι οπλίται
Έλληνες και οι ιππείς των Θεσσαλών. Εστρατήγει δε των μεν
Λακεδαιμονίων ο Ευαίνετος του Καρήνου εκλεχθείς υπό των
πολεμάρχων, μη ων όμως εκ γένους βασιλικού, των δε Αθηναίων ο
Θεμιστοκλής του Νεοκλέους. Ολίγας ημέρας έμειναν εκεί, καθότι
ελθόντες απεσταλμένοι εκ μέρους του Μακεδόνος Αλεξάνδρου του
Αμύντου, τους συνεβούλευσαν να αναχωρήσωσι διά να μη
καταπατηθώσιν υπό του επερχομένου στρατού εάν μείνωσιν εις το
στενόν· τοις έλεγον δε το πλήθος του στρατού και των πλοίων.
Αφού οι απεσταλμένοι συνεβούλευσαν ταύτα, κρίνοντες οι Έλληνες
ότι η συμβουλή αύτη ήτο προς καλόν των και ότι ο Μακεδών
εφαίνετο εύνους προς αυτούς επείσθησαν· ως εγώ νομίζω, έπεισεν
αυτούς ο φόβος, διότι έμαθον ότι κατά την άνω Μακεδονίαν, διά
των Περραιβών και κατά την πόλιν Γόννον, υπήρχε και άλλο στενόν
εις την Θεσσαλίαν, εκείνο διά του οποίου τωόντι εισήλθεν η
στρατιά του Ξέρξου. Όθεν καταβάντες οι Έλληνες εις τα πλοία
επέστρεψαν εις τον Ισθμόν.

174. Τοιαύτη υπήρξεν η εις την Θεσσαλίαν στρατεία, ότε ο
βασιλεύς, έμελλε να διαβή εκ της Ασίας εις την Ευρώπην και ήτο
ήδη εις την ’βυδον. Οι δε Θεσσαλοί μείναντες άνευ συμμάχων,
εμήδισαν τότε προθύμως χωρίς πλέον να διστάσωσι και εφάνησαν
πράγματι χρησιμώτατοι εις τον βασιλέα.

175. Οι δε Έλληνες επιστρέψαντες εις τον Ισθμόν συνεσκέφθησαν
περί εκείνων τα οποία τοις εμήνυσεν ο Αλέξανδρος και περί του
μέρους όπου έπρεπε να συγκροτήσωσι τον πόλεμον. Η υπερισχύσασα
γνώμη ήτο να φυλάξωσι το στενόν των Θερμοπυλών, διότι εφαίνετο
ότι ήτο στενώτερον του εν Θεσσαλία και πλησιέστερον εις την
χώραν των. Την δε ατραπόν διά της οποίας απώλοντο οι εν
Θερμοπύλαις απολεσθέντες Έλληνες ούτε ήξευρον ότι υπήρχε μέχρις
ου ελθόντες εις τας Θερμοπύλας το έμαθον από τους Τραχινίους.
Απεφάσισαν λοιπόν εις τον Ισθμόν να φυλάξωσι το στενόν τούτο
και να μη αφήσωσι τον βάρβαρον να εισέλθη εις την Ελλάδα, ο δε
ναυτικός στρατός να πλεύση εις το Αρτεμίσιον της Ιστιαιήτιδος
χώρας· διότι αι Θερμοπύλαι και το Αρτεμίσιον τόσον είναι
πλησίον αλλήλων, ώστε ευκόλως ο είς στρατός ηδύνατο να έχη
ειδήσεις περί του άλλου. Ο δε χώροι ούτοι έχουσιν ως εξής.

176. Πρώτον μεν το Αρτεμίσιον από το μέρος του Θρακικού
πελάγους, ον πλατύ κατ' ολίγον στενεύει και σχηματίζει τον
μεταξύ της νήσου Σκιάθου και της ηπείρου της Μαγνησίας πόρον·
εκ δε του στενού τούτου, διαδέχεται το Αρτεμίσιον αιγιαλός της
Ευβοίας όπου είναι ιερόν της Αρτέμιδος. Δεύτερον, η είσοδος εις
την Ελλάδα, διά της Τραχίνος, κατά το στενώτατον αυτής μέρος
είναι ήμισυ πλέθρον· πλην τούτο δεν είναι το στενώτατον μέρος,
καθότι υπάρχουσιν άλλα πολύ στενώτερα, ως το έμπροσθεν και το
όπισθεν των Θερμοπυλών. Όπισθεν μεν, προς τους Αλπηνούς, δεν
υπάρχει θέσις ειμή δι' έν μόνον άρμα· έμπροσθεν δε, προς τον
Φοίνικα ποταμόν και πλησίον της πόλεως Ανθηλής, όπου πάλιν ο
δρόμος είναι διά μίαν μόνην άμαξαν. Των δε Θερμοπυλών, το μεν
προς δυσμάς μέρος είναι όρος υψηλόν, απρόσιτον και κρημνώδες,
οψούμενον μέχρι τις Οίτης· το δε προς ανατολάς είναι θάλασσα
και τενάγη· εις δε την είσοδον ταύτην υπάρχουσι θερμά λουτρά τα
οποία οι επιχώριοι καλούσι Χύτιους και όπου είναι ιδρυμένος
βωμός του Ηρακλέους. Η δίοδος αύτη κλείεται διά τείχους και εις
την αρχαιότητα ήσαν και πύλαι. Το τείχος τούτο έκτισαν οι
Φωκείς φοβηθέντες, όταν οι Θεσσαλοί ήλθον εκ της χώρας των
Θεσπρωτών διά να κατοικήσωσι την Αιολίδα γην την οποίαν
κατέχουσι σήμερον. Επειδή δε οι Θεσσαλοί προσεπάθουν να τους
υποτάξωσιν, οι Φωκείς έκτισαν τούτο χάριν προφυλάξεως. Τότε
άφησαν το θερμόν ύδωρ εις την είσοδον διά να πλημμυρίση το
μέρος εκείνο, τα πάντα μηχανώμεναι διά να μη εισβάλωσιν οι
Θεσσαλοί εις την χώραν των. Το μεν τείχος λοιπόν το αρχαίον ήτο
εκ παλαιού εκτισμένον, και το πλέον αυτού ήδη υπό του χρόνου
είχε καταρρεύσει· τότε δε απεφάσισαν οι Έλληνες να το
ανοικοδομήσωσι και εκεί να υπερασπίσωσι την Ελλάδα κατά του
βαρβάρου. Πλησιέστατα δε της οδού ταύτης υπάρχει κώμη τις
καλουμένη Αλπηνοί· εκ ταύτης της κώμης εσκέπτοντο οι Έλληνες να
λαμβάνωσι τας αναγκαίας τροφάς.

177. Ούτοι λοιπόν οι χώροι εφαίνοντο εις τους Έλληνας ότι ήσαν
επιτήδειοι, καθότι προϊδόντες όλα και υπολογίσαντες ότι οι
βάρβαροι δεν θα δυνηθώσι να μεταχειρισθώσιν εις το στενόν ούτε
πλήθος ούτε ιππικόν, απεφάσισαν να δεχθώσιν εκεί τον
επερχόμενον κατά της Ελλάδος στρατόν. Όθεν, άμα έμαθον ότι ο
Πέρσης ήτο εις την Πιερίαν, διαλυθέντες εκ του Ισθμού μετέβησαν
άλλοι μεν διά ξηράς εις τας Θερμοπύλας, άλλοι δε διά θαλάσσης
εις το Αρτεμίσιον.

178. Ενώ οι Έλληνες έσπευδον προς άμυναν εις τα δύο ταύτα μέρη,
οι Δελφοί κατά το διάστημα τούτο εζήτουν χρησμόν παρά του θεού,
φοβηθέντες δι' εαυτούς και διά την Ελλάδα· τοις εδόθη δε
χρησμός να προσευχηθώσιν εις τους ανέμους, καθότι αυτοί έμελλον
να γίνωσι μεγάλοι σύμμαχοι της Ελλάδος. Όθεν οι Δελφοί αφού
ήκουσαν τον χρησμόν πρώτον μεν ανήγγειλον τα χρησθέντα εις τους
Έλληνας τους θέλοντας να ώσιν ελεύθεροι, και αναγγείλαντες
ταύτα καθ' ην στιγμήν οι Έλληνες ήσαν έμπλεοι φόβου διά τον
βάρβαρον, εγένοντο άξιοι αιωνίας ευγνωμοσύνης. Μετά ταύτα δε οι
Δελφοί στήσαντες βωμόν εις τους ανέμους, ου μακράν του τεμένους
της Θυίας, θυγατρός του Κηφισσού, εξ ης έλαβε το όνομα η χώρα,
εξιλέωναν αυτούς διά θυσιών. Και οι μεν Δελφοί ένεκα του
χρησμού τούτου προσεύχονται μέχρι σήμερον ες τους ανέμους.

179. Ο δε ναυτικός στρατός του Ξέρξου κινήσας εκ της Θέρμης
προεξέπεμψε δέκα ταχυπλοώτατα πλοία εις την Σκίαθον όπου ως
προφύλακες εστάθμευον τρία Ελληνικά· έν Τροιζήνιον, έν
Αιγινητικόν, και έν Αττικόν. Οι δε επί των τριών τούτων πλοίων,
άμα είδον τα πλοία των βαρβάρων, ώρμησαν εις φυγήν.

180. Και το μεν Τροιζήνιον, του οποίου πλοίαρχος ήτο ο
Πρηξίνος, διώξαντες εκυρίευσαν οι βάρβαροι αμέσως· άμα δε
εγένοντο κύριοι αυτού, αγαγόντες εις την πρώραν τον ωραιότατον
των επιβατών έσφαξαν αυτόν, θεωρούντες ως αίσιον οιωνόν να
θυσιάσωσι τον πρώτον και ωραιότατον των Ελλήνων τους οποίους
συνέλαβον. Το όνομα δε του θυσιασθέντος ήτο Λέων· ώστε ίσως και
το όνομα συνέτρεξε κατά τι εις την δυστυχίαν του.

181. Η δε Αιγιναία ναυς της οποίας τριήραρχος ήτο ο Ασωνίδης,
αύτη επροξένησεν εις τους βαρβάρους κόπον τινά, καθότι εντός
αύτης ήτο ο Πύθης του Ισχενόου, ανήρ όστις την ημέραν εκείνην
εφάνη ανδρειότατος. Ο Πύθης ούτος ενώ εκυριεύθη πλέον η ναυς,
αντείχε μαχόμενος μέχρις ου κατεκρεουργήθη. Επειδή δε πεσών δεν
απέθανεν αλλ' ανέπνεεν εισέτι, οι Πέρσαι οίτινες ήσαν εις τα
πλοία, θαυμάσαντες την ανδρίαν του, εφιλοτιμήθησαν να τον
περιποιηθώσιν ιατρεύοντες τας πληγάς του με σμύρναν και
τυλίσσοντες αυτάς με λωρία εκ βύσσου. Και ότε επέστρεψαν εις το
στρατόπεδον, επεδείκνυον αυτόν ως ον έκτακτον εις όλον τον
στρατόν και τω εδείκνυον μέγα σέβας, ενώ τους άλλους όσους
συνέλαβον εις το πλοίον εκείνο, τους μετεχειρίζοντο ως
ανδράποδα.

182. Τα μεν δύο των πλοίων τοιουτοτρόπως εκυριεύθησαν· το δε
τρίτον το οποίον εκυβέρνα ο Αθηναίος Φόρμιος, φεύγον εξώκειλεν
εις τας εκβολάς του Πηνειού· και το μεν σκάφος εκυρίευσαν οι
βάρβαροι, τους δε ανθρώπους όχι· καθότι άμα έρριψαν έξω το
πλοίον οι Αθηναίοι, πηδήσαντες εις την ξηράν επορεύθησαν διά
της Θεσσαλίας εις τας Αθήνας. Οι δε εις το Αρτεμίσιον
εστρατοπεδευμένοι Έλληνες μαθόντες ταύτα εκ των πυρών των
αναφθέντων εις την Σκίαθον και καταφοβηθέντες, άφησαν
ημεροσκόπους εις τα υψηλά της Ευβοίας και έπλευσαν εις την
Χαλκίδα διά να φυλάξωσι τον Εύριπον.

183. Εκ δε των δέκα πλοίων των βαρβάρων τρία επλησίασαν τον
σκόπελον όστις υπάρχει μεταξύ Σκιάθου και Μαγνησίας και όστις
καλείται Μύρμηξ. Ενταύθα οι βάρβαροι έστησαν στήλην λιθίνην την
οποίαν είχον κομίσει. Τούτου δε γενομένου, ο εκ της Θέρμης
κινήσας στόλος, μη έχων άλλο εμπόδιον να φοβηθή, έπλευσεν αφού
αφήκε να παρέλθωσιν ένδεκα ημέραι από της αναχωρήσεως του
Ξέρξου εκ της Θέρμης. Τον δε σκόπελον όστις ήτο εις το μέσον
του στενού έδειξεν εις αυτούς ο Πάμμων ο Σκύριος. Πλεύσαντες δε
όλην την ημέραν οι βάρβαροι έφθασαν εις το ακρωτήριον της
Μαγνησίας Σηπιάδα και εις τον αιγιαλόν όστις είναι μεταξύ της
Σηπιάδος και της πόλεως Κασθαναίας.

184. Μέχρι του μέρους τούτου και μέχρι των Θερμοπυλών ο στρατός
των βαρβάρων ουδέν κακόν έπαθε, και την στιγμήν ταύτην ακόμη,
κατά τον υπολογισμόν μου, ο αριθμός των πολεμιστών ήτο ο εξής.
Επί των χιλίων διακοσίων επτά πλοίων της Ασίας, υπήρχον
αρχήθεν, εξ όλων των εθνών, εικοσιτέσσαρες μυριάδες και χίλιοι
τετρακόσιοι άνδρες, εάν υπολογίσωμεν διακόσιους εις έκαστον
πλοίον. Εκτός δε του επιχωρίου πληρώματος, υπήρχον εις έκαστον
των πλοίων τούτων τριάκοντα Πέρσαι, Μήδοι ή Σάκαι. Ούτος δε ο
άλλος όμιλος αποτελεί τριάκοντα έξ χιλιάδας και διακοσίους δέκα
άνδρας. Εις τούτους και εις τους πρώτους προσθέτω ακόμη και
εκείνους οίτινες ήσαν εις τας πεντηκοντόρους, ογδοήκοντα άνδρας
κατά μέσον όρον εις εκάστην πεντηκόντορον. Τοιαύτα δε πλοία, ως
είπα προηγουμένως, συνελέχθησαν τρισχίλια και εν αυτοίς θα ήσαν
περίπου διακόσιαι τεσσαράκοντα χιλιάδες άνδρες. Ώστε το όλον
των εκ της Ασίας ναυτικών δυνάμεων ανέβαινεν εις πεντακοσίας
δεκαεπτά χιλιάδας και εξακοσίους δέκα άνδρας· του δε πεζού ο
αριθμός ανέβαινεν εις έν εκατομμύριον και επτακοσίας χιλιάδας·
των δε ιππέων εις ογδοήκοντα χιλιάδας. Εις τούτους τους
αριθμούς πρέπει να ενώσωμεν τους Αραβίους με τας καμήλους και
τους Λίβυας με τα άρματα, το πλήθος των οποίων ήτο είκοσι
χιλιάδες. Ώστε εάν προσθέσωμεν τας δυνάμεις της ξηράς και της
θαλάσσης, έχομεν εν όλοις δύο εκατομμύρια τριακοσίας δεκαεπτά
χιλιάδας και εξακοσίους δέκα άνδρας. Ούτος ήτο ο στρατός όστις
εκίνησεν εξ αυτής της Ασίας, χωρίς να συμπεριλάβωμεν τους
ακολουθούντας υπηρέτας και τα σιταγωγά πλοία και τους ναύτας
αυτών.

185. Εις όλον τούτον τον απαριθμηθέντα στρατόν πρέπει να
προσθέσωμεν ακόμη και όσον έλαβον εκ της Ευρώπης, περί του
οποίου όμως μόνον κατ' εικασίαν δύναμαι να ομιλήσω. Πλοία μεν
οι Έλληνες της Θράκης και των πλησίον αυτής νήσων έδοσαν εκατόν
είκοσιν· εκ τούτων λοιπόν των πλοίων εκ μεν άνδρας
εικοσιτέσσαρας χιλιάδας. Πεζόν δε, όσον έδοσαν οι Θράκες, οι
Παίονες, οι Εορδοί, οι Βοττινίοι, το Χαλκιδικόν γένος, οι
Βρύγοι, οι Πίερες, οι Μακεδόνες, οι Περραιβοί, οι Αινιάνες, οι
Δόλοπες, οι Μάγνητες, οι Αχαιοί και όσοι νέμονται τα Θρακικά
παράλια, όλων των εθνών τούτων το πεζόν νομίζω ότι ήτο
τριακόσιοι χιλιάδες. Ο αριθμός ούτος προστιθέμενος εις τον της
Ασίας, δίδει ολικόν ποσόν δύο εκατομμύρια εξακοσίας
τεσσαράκοντα μίαν χιλιάδας και εξακοσίους δέκα πολεμιστάς.

186. Τοσούτου όντος του αριθμού των μαχίμων ανδρών, νομίζω ότι
οι ακολουθούντες τον στρατόν υπηρέται και όσοι ήσαν εις τα
σιταγωγά ακάτια, και μάλιστα οι εις τα άλλα πλοία, ούτοι δεν
νομίζω να ήσαν ολιγώτεροι των μαχίμων, αλλά περισσότεροι·
μολοντούτο υποθέτω ότι ήσαν ίσοι μ' εκείνους, και ούτε
ολιγώτεροι ούτε περισσότεροι. Εξισούμενοι λοιπόν με τους
μαχίμους, απαρτίζουσιν ίσας μυριάδας με εκείνους και
τοιουτοτρόπως όλος ο στρατός τον οποίον ο Ξέρξης του Δαρείου
έφερεν εις την Σηπιάδα και τας Θερμοπύλας είναι πέντε
εκατομμύρια διακόσιαι ογδοήκοντα τρεις χιλιάδες και διακόσιοι
είκοσι άνδρες.

187. Ούτος μεν είναι ο αριθμός σύμπαντος του στρατού του
Ξέρξου· των δε αρτοποιών γυναικών, των παλλακών και των
ευνούχων ουδείς δύναται να προσδιορίση τον αριθμόν ακριβώς.
Ούτε των υποζυγίων και άλλων κτηνών αχθοφόρων και των Ινδικών
κυνών των ακολουθούντων τον στρατόν, ούτε τούτων δύναταί τις να
προσδιορίση τον αριθμόν, διότι ήσαν άπειροι. Ουδόλως λοιπόν
θαυμάζω εάν δεν εξήρκεσαν εις αυτούς τα ύδατα ποταμών τινων,
αλλά μάλλον θαυμάζω πώς ήρκεσαν αι τροφαί εις τοσαύτας
μυριάδας· διότι υπολογίζων ευρίσκω ότι, εάν έκαστος ελάμβανεν
ένα χοίνικα σίτου την ημέραν και ουχί πλειότερον, η καθημερνή
κατανάλωσις θα ήτο εκατόν δέκα χιλιάδες και τριακόσιοι
τεσσαράκοντα μέδιμνοι, και δεν υπολογίζω την τροφήν των
γυναικών, των ευνούχων, των κυνών και των υποζυγίων. Μεταξύ δε
τόσων μυριάδων ανθρώπων ουδείς διά το κάλλος και το μέγα
ανάστημα ήτο αξιώτερος του Ξέρξου να έχη το απόλυτον κράτος.

188. Αφού δε ο ναυτικός στρατός κινήσας έπλευσε και προσήγγισεν
εις τον αιγιαλόν της Μαγνησίας χώρας όστις είναι μεταξύ της
πόλεως Κασθαναίας και της ακτής Σηπιάδος, τα μεν πρώτα των
πλοίων εδέθησαν πλησίον της ξηράς, τα δε άλλα έμειναν επί των
αγκυρών των. Επειδή δε ο αιγιαλός δεν είχεν έκτασιν, τα πλοία
εστάθμευσαν κλιμακηδόν, ανά οκτώ εις εκάστην σειράν. Και
εκείνην μεν την νύκτα έμειναν εκεί· άμα δε τω όρθρω, ενώ ήτο
αιθρία και νηνεμία, αίφνης εγένετο αναβρασμός της θαλάσσης και
επέπεσε κατά των Περσών τρικυμία βιαία και πολύς άνεμος
απηλιώτης, τον οποίον οι περί ταύτα τα μέρη κατοικούντες
καλούσιν Ελλησποντίαν. Όσοι λοιπόν εξ αυτών προείδον την
αύξησιν του ανέμου και η θέσις εις ην ήσαν αγκυροβολημένοι το
συνεχώρει, προέλαβον τα αποτελέσματα της τρικυμίας και είλκυσαν
τα πλοία εις την ξηράν, ώστε και αυτοί εσώθησαν και τα πλοία
των. Όσα δε πλοία κατέλαβεν η τρικυμία εις το πέλαγος, άλλα μεν
ήρπασε και έρριψεν εις τους καλουμένους Ιπνούς του Πηλίου
όρους, άλλα δε εκεί εις τον αιγιαλόν. Τινά συνετρίβησαν περί
αυτήν την Σηπιάδα, άλλα δε εξέβρασεν η θάλασσα εις την πόλιν
Μελίβοιαν και άλλα εις την Κασθαναίαν. Ήτο δε η ορμή του ανέμου
αφόρητος.

189. Διηγούνται ότι οι Αθηναίοι κατά χρησμόν τινα επεκαλέσαντο
τον Βορέαν· καθότι, πλην των προηγουμένων χρησμών, τοις είχεν
έλθει και χρησμός να επικαλεσθώσι τον γαμβρόν των. Ο δε Βορέας,
ως λέγουσιν οι Έλληνες, έχει γυναίκα Αττικήν, την Ωρείθυιαν,
θυγατέρα του Ερεχθέως. Ένεκα λοιπόν της επιγαμίας ταύτης οι
Αθηναίοι, άμα ήκουσαν τον χρησμόν, ενθυμήθησαν ότι γαμβρός των
ήτο ο Βορέας. Εναυλόχουν δε τότε εις την Χαλκίδα της Ευβοίας·
όθεν άμα είδον αυξάνουσαν την τρικυμίαν, ή και προ αυτής,
έκαμον θυσίαν και επεκαλούντο τον Βορέαν και την Ωρείθυιαν να
τους βοηθήσωσι και να καταστρέψωσι τα πλοία των βαρβάρων, ως τα
είχον καταστρέψει προηγουμένως περί τον ’θωνα. Εάν μεν διά την
αιτίαν ταύτην επέπεσεν ο Βορέας εις τους σταθμεύοντας
βαρβάρους, δεν δύναμαι να βεβαιώσω· λέγουσιν όμως οι Αθηναίοι
ότι γενόμενος πρότερον βοηθός των τους εβοήθησε και εις εκείνην
την περίστασιν. Διά τούτο, αφού ανεχώρησαν εκείθεν, ήγειραν
ιερόν εις τον Βορέαν παρά τας όχθας του ποταμού Ιλισσού.

190. Εις ταύτην την συμφοράν, κατ' εκείνους οίτινες λέγουσι το
ολιγώτατον, κατεστράφησαν πλοία ουχί ολιγώτερα των τετρακοσίων
και άνθρωποι αναρίθμητοι. Τόση δε αφθονία πραγμάτων εχάθη ώστε
εκ του ναυαγίου εκείνου ωφελήθη μεγάλως Μάγνης τις, ο
Αμεινοκλής του Κρητίνου, έχων κτήματα περί την Σηπιάδα. Ούτος
συνήθροισε πολλά ποτήρια χρυσά και αργυρά τα οποία ύστερον
ερρίφθησαν εις το παράλιον, και εύρε θησαυρούς των Περσών και
άλλα χρυσά αντικείμενα άπειρα. Και ούτος μεν εκ των ευρημάτων
τούτων εγένετο πλουσιώτατος, μολονότι κατά τα άλλα δεν ήτο
ευτυχής, καθότι συμφορά απαραμύθητος τον έθλιβεν ο φόνος του
υιού του.

191. Τας δε σιταγωγούς ολκάδας και τα άλλα πλοιάρια ούτε να
αριθμήση τις δύναται. Ώστε φοβηθέντες οι στρατηγοί του ναυτικού
στρατού μήπως επιτεθώσι κατ' αυτών οι Θεσσαλοί εις τοιαύτην
κατάστασιν, περιεκυκλώθησαν με υψηλόν πρόφραγμα κατασκευασθέν
εκ των ναυαγίων. Η τρικυμία διήρκεσεν ημέρας τρεις· τέλος οι
μάγοι προσέφεραν θυσίας εις τον άνεμον και έκραξαν προς αυτόν
γοερώς· προσέτι δε θυσιάσαντες εις την Θέτιδα και εις τας
Νηρηίδας, τον έπαυσαν την τετάρτην ημέραν, ή και απλώς αφ'
εαυτού εκόπασεν. Εθυσίασαν δε εις την Θέτιδα, καθότι έμαθον από
τους Ίωνας ότι εκ του μέρους εκείνου ήρπασεν αυτήν ο Πηλεύς και
ότι όλη η ακτή της Σηπιάδος ήτο εκείνης και των άλλων Νηρηίδων.
Ο μεν άνεμος λοιπόν έπαυσε την τετάρτην ημέραν.

192. Την δε δευτέραν ημέραν της τρικυμίας οι ημεροσκόποι της
Ευβοίας έδραμον να αναγγείλωσιν εις τους Έλληνας τα συμβάντα
και τας καταστροφάς της τρικυμίας αφότου ήρχισεν αύτη. Ούτοι δε
άμα ήκουσαν τούτο ευχηθέντες εις τον Ποσειδώνα σωτήρα και
χύσαντες σπονδάς, έσπευσαν τάχιστα να επιστρέψωσιν εις το
Αρτεμίσιον, ελπίζοντες ότι ολίγιστα μόνον εχθρικά πλοία θα
εύρισκον εκεί. Οι μεν Έλληνες λοιπόν ελθόντες το δεύτερον περί
το Αρτεμίσιον εναυλόχουν, έκτοτε λαβόντες την μέχρι σήμερον
διατηρουμένην συνήθειαν να καλώσι σωτήρα τον Ποσειδώνα.

193. Οι δε βάρβαροι αφού έπαυσεν ο άνεμος και τα κύματα
έστρωσαν, καταβιβάσαντες τα πλοία έπλεον παρά την ήπειρον·
κάμψαντες δε το ακρωτήριον της Μαγνησίας, έπλεον κατ' ευθείαν
προς τον κόλπον όστις φέρει εις τας Παγασάς. Είναι δε εις τον
κόλπον τούτον της Μαγνησίας μέρος τι όπου λέγουσιν ότι
εγκατέλιπον τον Ηρακλέα ο Ιάσων και οι άλλοι αργοναύται,
πέμψαντες αυτόν να φέρη ύδωρ, ότε έπλεον διά το χρυσούν δέρας
εις την Αίαν της Κολχίδος· καθότι εντεύθεν έμελλον να
προμηθευθώσιν ύδωρ και να εξέλθωσιν εις το πέλαγος. Ένεκα του
γεγονότος τούτου το μέρος εκείνο καλείται Αφεταί, και εκεί
ωρμίσθησαν τα πλοία του Ξέρξου.

194. Δεκαπέντε εκ των πλοίων τούτων, τα οποία έτυχον να
αναχθώσιν ύστερον των άλλων, παρετήρησαν τα πλοία των Ελλήνων
εις το Αρτεμίσιον. Νομίσαντες δε οι βάρβαροι ότι ήσαν ιδικά
των, διευθύνθησαν προς το μέρος εκείνο και έπεσαν εις το μέσον
του εχθρικού στόλου. Των δεκαπέντε εκείνων πλοίων εστρατήγει ο
εκ της Αιολικής Κύμης ύπαρχος Σανδώκης του Θαμασίου, τον οποίον
όντα εκ των βασιλικών δικαστών, ο βασιλεύς Δαρείος συνέλαβε και
ανεσταύρωσε διά την εξής αιτίαν· ο Σανδώκης, δωροδοκηθείς,
εδίκασε δίκην άδικον. Ήτο δε ήδη ο Σανδώκης επί του σταυρού,
ότε ο Δαρείος σκεπτόμενος εύρεν ότι αι προς τον βασιλικόν οίκον
εκδουλεύσεις του ήσαν πλειότεραι των σφαλμάτων του· ευρών δε
τούτο και ενοήσας ότι η απόφασίς του ήτο εσπευσμένη μάλλον ή
σοφή, διέταξε να τον απολύσωσι. Τοιουτοτρόπως ο Σανδώκης,
διαφυγών την οργήν του βασιλέως Δαρείου έζησεν· αλλ' ότε
επλησίασε με τα πλοία εις τους Έλληνας, δεν ήτο πεπρωμένον να
διαφύγη εκ δευτέρου· διότι οι Έλληνες, άμα τους είδον
πλησιάζοντας, εννοήσαντες το λάθος των, έπλευσαν εναντίον των
και τους συνέλαβον ευκόλως.

195. Εις έν των πλοίων τούτων συνελήφθη ο Αρίδωλις, τύραννος
των εν Καρία Αλαβάνδων· εις έτερον δε ο Πάριος στρατηγός
Πενθύλος, υιός του Δημονόου, όστις είχε μεν δώδεκα πλοία ότε
εκίνησαν εκ της Πάφου, τα ένδεκα όμως απώλεσε κατά την
τρικυμίαν την συμβάσαν περί την Σηπιάδα, και με έν μόνον, το
περισωθέν, πλέων εις το Αρτεμίσιον συνελήφθη. Τούτους οι
Έλληνες, ερωτήσαντες και μαθόντες όσα ήθελον περί του στρατού
του Ξέρξου, έπεμψαν δεδεμένους εις τον ισθμόν της Κορίνθου.

196. Ο ναυτικός λοιπόν στρατός των βαρβάρων, πλην των δεκαπέντε
πλοίων των οποίων στρατηγός είπον ότι ήτο ο Σανδώκης, έφθασεν
εις τας Αφετάς. Ο δε Ξέρξης μετά του πεζού πορευθείς διά της
Θεσσαλίας και της Αχαΐας, έφθασε την τρίτην ημέραν εις τους
Μαλιείς. Εις την Θεσσαλίαν διέταξε να γίνη άμιλλα μεταξύ των
ίππων του και των της Θεσσαλίας, καθότι ήκουεν ότι οι
Θεσσαλικοί ίπποι εθεωρούντο ως οι άριστοι εις την Ελλάδα, και
εις ταύτην την δοκιμασίαν οι Ελληνικοί ίπποι εφάνησαν πολύ
κατώτεροι. Και εκ μεν των ποταμών της Θεσσαλίας μόνος ο
Ονόχωνος δεν εξήρκεσε διά να πίη ο στρατός· εκ δε των ποταμών
όσοι ρέουσιν εις την Αχαΐαν, ουδέ ο μέγιστος αυτών ο Απιδανός,
ουδέ ούτος εξήρκεσεν, ειμή μόλις και μετά βίας.

197. Ότε δε έφθασεν ο Ξέρξης εις την ’λον της Αχαΐας, οι οδηγοί
θέλοντες να τον πληροφορήσωσι περί πάντων, τω διηγήθησαν
επιχωρίαν τινά παράδοσιν περί του ιερού του Λαφυστίου Διός· ότι
ο Αθάμας του Αιόλου συμφωνήσας με την Ινώ εμηχανεύθη τον
θάνατον του Φρίξου, και ότι μετά ταύτα κατά τινα χρησμόν οι
Αχαιοί επέβαλον εις τους απογόνους του Αθάμαντος τας εξής
δοκιμασίας· απηγόρευσαν εις τον πρωτότοκον της οικογενείας
ταύτης να εισέρχεται εις το πρυτανείον φυλάσσοντες επιμελώς την
είσοδον αυτού (καλούσι δε το πρυτανείον οι Αχαιοί λήιτον). Εάν
δε τολμήση και εισέλθη, να μη εξέρχεται ειμή διά να θανατωθή.
Οι οδηγοί προσέθετον ότι πολλοί από τους κινδυνεύοντας τούτους
να θανατωθώσι, φοβηθέντες έφυγον εις άλλην χώραν· επειδή δε με
τον καιρόν επέστρεψαν, πάλιν ο νόμος φυλάττεται, και όστις
συλληφθή ότι εισήλθεν εις το πρυτανείον, τον στολίζουσιν όλον
με ταινίας και τον θυσιάζουσιν, εξάγοντες αυτόν μετά πομπής.
Εις την αυτήν δε ποινήν κατεδικάσθησαν και οι απόγονοι του
Κυτισσώρου, υιού του Φρίξου· καθότι ετοιμαζομένων κατά χρησμόν
τινα των Αχαιών να κάμωσιν εξιλαστήριον θυσίαν προς καθαρισμόν
της χώρας και μελλόντων να θυσιάσωσι τον Αθάμαντα του Αιόλου,
φθάσας ο Κυτίσσωρος ούτος εκ της Αίας της Κολχίδος, τον έσωσε.
Διά ταύτης δε της πράξεως επέσυρεν εις τους απογόνους του την
οργήν των θεών. Ταύτα ακούσας ο Ξέρξης, όταν ήλθε πλησίον του
άλσους, και αυτός απέφυγε να εισέλθη εις αυτό, και εις τον
στρατόν όλον παρήγγειλε τα ίδια· εσεβάσθη δε ομοίως την οικίαν
και το τέμενος των απογόνων του Αθάμαντος.

198. Ταύτα μεν τα εν Θεσσαλία και τα εν Αχαΐα· εκ τούτων δε των
επαρχιών ο βασιλεύς μετέβη εις την Μαλίδα, ακολουθών τα άκρα
κόλπου τινός όπου καθ' ημέραν γίνεται παλίρροια. Περί τον
κόλπον τούτον εκτείνεται πεδιάς οτέ μεν πλατεία, οτέ δε
στενωτάτη, περικυκλουμένη υπό ορέων υψηλών και αβάτων, τα οποία
περικλείουσιν όλην την Μαλίδα γην και καλούνται Τραχίνιαι
πέτραι. Όταν έρχεται τις εκ της Αχαΐας εις τον κόλπον, η πρώτη
πόλις είναι η Αντικύρα, πλησίον της οποίας ο ποταμός Σπερχειός,
ρέων εκ των Αινιάνων, χύνεται εις την θάλασσαν. Είκοσι περίπου
στάδια μακράν αυτού είναι άλλος ποταμός, ο Δύρας, όστις ως
λέγουσιν ανεφάνη διά να βοηθήση τον Ηρακλέα καιόμενον. Μετά
άλλα δε είκοσι στάδια απ' αυτού είναι άλλος ποταμός όστις
καλείται Μέλας.

199. Η δε πόλις Τραχίς απέχει από του Μέλανος τούτου ποταμού
πέντε στάδια· είναι δε εκτισμένη επί του πλατυτάτου μέρους όλης
της χώρας, μεταξύ των ορέων και της θαλάσσης· καθότι η πεδιάς
είναι είκοσι δύο χιλιάδων πλέθρων. Τα δε όρη τα οποία
περικλείουσι την Τραχινίαν γην έχουσι προς μεσημβρίαν της
Τραχίνος διασφάγα, διά δε της διασφάγος ρέει ο ποταμός Ασωπός
παρά τους πρόποδας του όρους.

200. Προς μεσημβρίαν του Ασωπού υπάρχει και άλλος ποταμός όχι
μέγας, ο Φοίνιξ, όστις καταβαίνων εκ των ορέων τούτων χύνεται
εις τον Ασωπόν. Κατά το μέρος τούτου του Φοίνικος ποταμού η
δίοδος είναι στενωτάτη, και μόνον μία άμαξα δύναται να διέλθη
δι' αυτής. Από δε του Φοίνικος ποταμού εις τας Θερμοπύλας είναι
στάδια δεκαπέντε· και εις μεταξύ του Φοίνικος ποταμού και των
Θερμοπυλών είναι κώμη καλουμένη Ανθήλη, πλησίον της οποίας ρέων
ο Ασωπός χύνεται εις την θάλασσαν. Περί αυτήν ο χώρος
ευρύνεται, και εκεί υπάρχει ναός της Αμφκτυονίδος Δήμητρος και
έδραι διά τους Αμφικτύονας, και ιερόν αυτού του Αμφικτύονος.

201. Ο μεν βασιλεύς Ξέρξης είχε το στρατόπεδόν του εις την
Μαλίδα της Τραχινίας, οι δε Έλληνες εις το στενόν. Καλείται δε
ο χώρος ούτος υπό μεν των περισσοτέρων Ελλήνων Θερμοπύλαι, υπό
δε των επιχωρίων και των περιοίκων Πύλαι. Εις ταύτα τα μέρη
ήσαν εστρατοπεδευμένοι οι δύο στρατοί. Είχον δε ο μεν βασιλεύς
τα προς βοράν μέρη όλα μέχρι της Τραχίνος, οι δε Έλληνες τα
προς νότον και μεσημβρίαν της ηπείρου ταύτης.

202. Οι Έλληνες δε οίτινες περιέμενον τον Ξέρξην εις τούτο το
μέρος, ήσαν οι εξής· εκ των Σπαρτιατών τριακόσιοι οπλίται· εκ
των Τεγεατών και Μαντινέων χίλιοι, ήτοι πεντακόσιοι εξ εκατέρου
έθνους· εκ του Ορχομενού της Αρκαδίας εκατόν είκοσι, και εκ της
λοιπής Αρκαδίας χίλιοι. Τοσούτοι ήσαν εκ των Αρκάδων. Εκ δε της
Κορίνθου τετρακόσιοι, εκ του Φλιούντος διακόσιοι και εκ των
Μυκηναίων ογδοήκοντα. Ούτοι ήλθον εκ της Πελοποννήσου· εκ δε
της Βοιωτίας ήλθον επτακόσιοι Θεσπιείς και τετρακόσιοι Θηβαίοι.

203. Προς τούτοις προσεβλήθησαν και ήλθον οι Οπούντιοι Λοκροί
πανστρατιά, και χίλιοι Φωκείς. Τους εκάλεσαν δε εις βοήθειαν οι
Έλληνες, λέγοντες διά πρέσβεων ότι αυτοί μεν ήλθον προς το
παρόν, οι δε λοιποί σύμμαχοι περιμένονται ημέρα τη ημέρα και
ότι η θάλασσα ήτο ησφαλισμένη και εφυλάσσετο υπό των Αθηναίων,
των Αιγινητών και των άλλων των τεθέντων εις τον ναυτικόν
στρατόν· προσέτι δε ότι δεν είχον τίποτε να φοβηθώσι, καθότι ο
κατά της Ελλάδος επερχόμενος δεν ήτο θεός, αλλ' άνθρωπος· δεν
υπάρχει δε ουδέ θα υπάρξη ποτέ θνητός εις τας τύχας του οποίου
από της γεννήσεώς του να μη ανεμίχθησαν και δυστυχίαι· μάλιστα
δε εις τας τύχας των μεγάλων ανεμίχθησαν μέγισται. Είναι λοιπόν
άφευκτον, έλεγον, και ο καθ' ημών επερχόμενος, καθό θνητός, να
εκπέση ποτέ της δόξης του. Ταύτα ακούσαντες εκείνοι έσπευσαν να
πέμψωσιν επικουρίας εις την Τραχίνα.

204. Είχον μεν και άλλους στρατηγούς οι Έλληνες, εκάστη πόλις
τον ίδιον εαυτής, ο υπέρ πάντας όμως θαυμαζόμενος και έχων την
αρχηγίαν όλου του στρατεύματος ήτο ο Λακεδαιμόνιος Λεωνίδας,
υιός του Αναξανδρίδου, υιού του Λέοντος, του Ευρυκρατίδου, του
Αλεξάνδρου, του Ευρυκράτους, του Πολυδώρου, του Αλκαμένους, του
Τηλέκλου, του Αρχελάου, του Αγησιλάου, του Δορύσσου, του
Λεωβότου, του Εχεστράτου, του ’γιδος, του Ευρυσθένους, του
Αριστοδήμου, του Αριστομάχου, του Κλεοδαίου, του Ύλλου, του
Ηρακλέους. Έλαβε δε την βασιλείαν της Σπάρτης απροσδοκήτως.

205. Ο Λεωνίδας είχε δύο αδελφούς πρεσβυτέρους, τον Κλεομένη
και τον Δωριέα· μακράν ήτο λοιπόν να φαντασθή ότι ήτο δυνατόν
να γίνη βασιλεύς. Αλλ' επειδή ο μεν Κλεομένης απέθανεν άνευ
τέκνου άρρενος, ο δε Δωριεύς δεν υπήρχε πλέον αλλ' είχεν
αποθάνει εις την Σικελίαν, τοιουτοτρόπως έλαχεν η βασιλεία εις
τον Λεωνίδαν· διότι είχε γεννηθή προ του Κλεομβρότου, όστις ήτο
ο μικρότατος υιός του Αναξανδρίδου, και προσέτι είχε νυμφευθή
την θυγατέρα του Κλεομένους. Ούτος λοιπόν ο Λεωνίδας μετέβη
τότε εις τας Θερμοπύλας εκλέξας και λαβών μεθ' εαυτού
τριακοσίους άνδρας εις την ακμήν της ηλικίας και έχοντας τέκνα.
Διερχόμενος δε παρέλαβε τους Θηβαίους τους οποίους ανέφερα εις
την απαρίθμησιν και των οποίων στρατηγός ήτο ο Λεοντιάδης του
Ευρυμάχου. Εφρόντισε δε ο Λεωνίδας να παραλάβη εκ των Ελλήνων
μόνον τους Θηβαίους, καθότι εκατηγορούντο πολύ ότι εμήδιζον.
Όθεν προσεκάλεσεν αυτούς εις τον πόλεμον διά να ίδη εάν θα
πέμψωσι μετ' αυτού στρατόν, ή θα αρνηθώσιν αναφανδόν την
συμμαχίαν των Ελλήνων. Οι δε Θηβαίοι, μολονότι είχον άλλα
φρονήματα, έδοσαν όμως στρατόν.

206. Οι Σπαρτιάται έπεμψαν πρώτους τούτους τους τριακοσίους και
τον Λεωνίδαν, διά να λάβωσι τα όπλα και οι άλλοι σύμμαχοι, και
να μη μηδίσωσιν, εάν μάθωσι τον δισταγμόν αυτών. Μετά ταύτα δε,
επειδή τους εμπόδιζεν η εορτή των Καρνείων, εσκόπευον, αφού
εορτάσωσι και αφήσωσι φύλακας εις την Σπάρτην, να σπεύσωσι
τάχιστα προς βοήθειαν πανδημεί. Τούτο εσκόπευον να πράξωσι και
οι άλλοι σύμμαχοι, καθότι συγχρόνως με ταύτας τας περιστάσεις
συνέπεσε να ήναι Ολυμπιάς. Φρονούντες δε ότι ο πόλεμος των
Θερμοπυλών δεν ήθελε διεξαχθή τόσον ταχέως, έπεμψαν τους
προδρόμους. Αυτοί μεν ταύτα εσκέφθησαν να πράξωσι.

207. Οι δε εν Θερμοπύλαις Έλληνες, όταν ο Πέρσης επλησίασεν εις
το στενόν, εφοβήθησαν και εσκέπτοντο να αναχωρήσωσι. Και οι μεν
άλλοι Πελοποννήσιοι γνωμάτευον να επιστρέψωσιν εις την
Πελοπόννησον και να φυλάξωσι τον Ισθμόν· ο δε Λεωνίδας, ιδών
ότι οι Φωκείς και οι Λοκροί δυσαρεστήθησαν δι' αυτήν την
γνώμην, εψήφισε να μείνωσιν εκεί, και πέμψαντες κήρυκας εις τας
πόλεις να τας παρακινήσουν να πέμψουν βοηθείας, λέγοντες ότι
αυτοί είναι ολίγοι διά να αποδιώξωσι τον στρατόν των Μήδων.

208. Ενώ δε ούτοι εβουλεύοντο ταύτα, ο Ξέρξης έπεμψε κατάσκοπον
ιππέα διά να ίδη πόσοι ήσαν και τι έπραττον· καθότι ων ακόμη
εις την Θεσσαλίαν είχεν ακούσει ότι ολίγιστοι ήσαν
συνηθροισμένοι εις εκείνο το μέρος, και ότι αρχηγοί αυτών ήσαν
οι Λακεδαιμόνιοι και ο Λεωνίδας όστις κατήγετο από τον Ηρακλέα.
Όταν δε επλησίασεν ο ιππεύς προς το στρατόπεδον, εθεώρησεν αλλά
δεν είδεν ακριβώς όλον το στρατόπεδον· καθότι εκείνους μεν
οίτινες ήσαν τεταγμένοι έσωθεν και εφύλαττον το τείχος το
οποίον είχον ανεγείρει δεν ηδύνατο να ίδη, είδε δε μόνον τους
έξω, των οποίων τα όπλα εστηρίζοντο επί του τείχους. Έτυχον δε
κατ' εκείνην την στιγμήν να ήναι τεταγμένοι έξω οι
Λακεδαιμόνιοι. Είδε λοιπόν άλλους μεν εξ αυτών γυμναζομένους,
άλλους δε κτενιζομένους τας κόμας. Ταύτα ιδών εθαύμασε και
εμέτρησεν αυτούς. Αφού δε παρετήρησε τα πάντα ακριβώς,
επέστρεψεν οπίσω ησύχως· καθότι κανείς δεν τον κατεδίωξε· μόλις
μάλιστα επρόσεξαν εις αυτόν. Επιστρέψας δε είπεν είς τον Ξέρξην
όλα όσα είδε.

209. Ακούσας ταύτα ο Ξέρξης δεν ηδύνατο να εννοήση εκείνο το
οποίον ήτο τωόντι· ότι αυτοί ητοιμάζοντο να θανατωθώσιν αφού
θανατώσωσιν όσους δυνηθώσιν. Αλλ' επειδή τω εφαίνοντο ότι
έπραττον γελοία πράγματα, εκάλεσε τον Δημάρατον του Αρίστωνος,
ευρισκόμενον εις το στρατόπεδον. Ελθόντα δε ηρώτα ο Ξέρξης περί
όλων τούτων, θέλων να μάθη τι ήτο εκείνο το οποίον έκαμνον οι
Λακεδαιμόνιοι. Εκείνος δε τω απεκρίθη· «Με ήκουσες και
πρότερον, ότε εκινούμεν διά την Ελλάδα, να σε ομιλώ περί των
ανθρώπων τούτων· ακούσας δε εγέλασες με εμέ, διότι σε προείπον
πώς έμελλον να γίνωσι τα πράγματα ταύτα. Εν τούτοις εγώ
φιλοτιμούμαι πάντοτε, ω βασιλεύ, να λέγω ενώπιόν σου την
αλήθειαν. ’κουσόν με λοιπόν και τώρα. Οι άνθρωποι ούτοι ήλθον
να μας εμποδίσωσι την δίοδον του στενού, και τούτο ετοιμάζονται
να πράξωσιν. Είναι δε εις αυτούς ο εξής νόμος· όταν μέλλωσι να
κινδυνεύσωσι την ζωήν των, τότε κοσμούσι τας κεφαλάς. Μάθε δε,
ότι εάν νικήσης αυτούς και εκείνους όσοι έμειναν εις την
Σπάρτην, δεν υπάρχει άλλο έθνος, ω βασιλεύ, το οποίον να
τολμήση να εγείρη χείρα κατά σου· διότι τώρα βαδίζεις κατά των
πολιτών του λαμπροτέρου βασιλείου της Ελλάδος και κατ' ανδρών
γενναιοτάτων.» Όλοι όμως οι λόγοι ούτοι εφάνησαν εις τον Ξέρξην
ελαχίστης πίστεως άξιοι, και ηρώτησε τον Δημάρατον εκ δευτέρου
πώς, τοσούτοι όντες, θα πολεμήσωσι με τον στρατόν του. Ο δε
Δημάρατος απεκρίθη· «Ο βασιλεύ, έχε με ως ψεύστην εάν τα
πράγματα δεν εκβώσιν ούτως ως εγώ λέγω.»

210. Ταύτα λέγων δεν έπειθε τον Ξέρξην, όστις άφησε να
παρέλθωσι τέσσαρες ημέραι, ελπίζων πάντοτε ότι αυτοί θα φύγωσι·
την δε πέμπτην ημέραν, επειδή δεν ανεχώρουν, αλλ' εφαίνοντο εις
αυτόν ότι έμενον από αναίδειαν και ανοησίαν, θυμωθείς εξέπεμψε
κατ' αυτών τους Μήδους και τους Κισσίους, με την διαταγήν να
τους συλλάβωσι και να τους φέρωσιν ενώπιόν του. Επέπεσαν λοιπόν
οι Μήδοι κατά των Ελλήνων μανιωδώς, αλλ' έπεσαν πολλοί· τότε
επέπεσαν και οι Κίσσιοι, αλλά δεν ηδυνήθησαν να κλονίοωσι τους
εχθρούς των, με όλην την ορμήν της επιθέσεως. Τότε εγένετο
καταφανές εις όλους και ιδίως εις τους οφθαλμούς του Ξέρξου,
ότι ο βασιλεύς είχε μεν πολλούς ανθρώπους, άνδρας όμως ολίγους.
Διήρκεσε δε η συμπλοκή όλην την ημέραν.

211. Επειδή δε οι Μήδοι έπαθον πολύ, τότε αυτοί μεν υπεχώρησαν,
διεδέχθησαν δε αυτούς οι Πέρσαι εκείνοι τους οποίους ο βασιλεύς
εκάλει αθανάτους· αρχηγός αυτών ήτο ο Υδάρνης, και ο βασιλεύς
ενόμισεν ότι τους έπεμπεν εις εύκολον νίκην. Αλλά και ούτοι
συμπλακέντες με τους Έλληνας, ουδέν περισσότερον κατώρθωσαν του
Μηδικού στρατού· καθότι και εις στενώτατον μέρος εμάχοντο, και
δόρατα μετεχειρίζοντο βραχύτερα των Ελληνικών, και πλήθος δεν
ηδύναντο να μεταχειρισθώσι πολύ. Οι δε Λακεδαιμόνιοι εμάχοντο
θαυμασίως και έδειξαν τι δύνανται άνδρες εξησκημένοι εις τον
πόλεμον εναντίον μη εξησκημένων. Όταν έστρεφον τα νώτα όλοι
ομού διά να φύγωσι δήθεν, τότε οι βάρβαροι βλέποντες αυτούς
φεύγοντας επήρχοντο μετά βοής και πατάγου· αλλ' οι
Λακεδαιμόνιοι, άμα εκείνοι επλησίαζον να τους φθάσωσι,
μεταστρεφόμενοι κατέβαλλον πλήθος αναρίθμητον Περσών· έπιπτον
δε και εξ αυτών των Σπαρτιατών ολίγοι. Επειδή δε οι Πέρσαι με
όλας τας προσπαθείας των, είτε κατά τάγματα ορμώντες, είτε διά
διαφόρων άλλων τρόπων, δεν ηδυνήθησαν να καταλάβωσιν ουδέν
μέρος του στενού, έφυγον οπίσω.

212. Κατά τας φάσεις ταύτας της μάχης λέγεται ότι ο βασιλεύς
θεωρών ανετινάχθη τρις εκ του θρόνου, φοβηθείς διά τον στρατόν.
Και τότε μεν όντως ηγωνίσθησαν· την δε δευτέραν ημέραν οι
βάρβαροι δεν έπραξαν άλλο τι καλλίτερον. Η αριθμητική αδυναμία
των Ελλήνων, η ελπίς ότι αι πληγαί των θα τους καθίστων
ανικάνους να εγείρωσι χείρας εναντίον των, ενεθάρρυνον τους
Πέρσας να αρχίσωσι πάλιν την μάχην. Αλλ' οι Έλληνες διηρημένοι
κατά τάγματα και έθνη, επολέμησαν αλλήλοδιαδόχως, πλην των
Φωκέων, καθότι ούτοι είχον διαταχθή να αναβώσιν εις την κορυφήν
του όρους διά να φυλάττωσι την ατραπόν. Μη βλέποντες λοιπόν οι
Πέρσαι καμμίαν διαφοράν μεταξύ της ημέρας εκείνης και της
προλαβούσης, έφυγον εκ δευτέρου.

213. Ενώ δε ο βασιλεύς ήτο εις αμηχανίαν και δεν ήξευρε τι να
πράξη εις την προκειμένην περίστασιν, ο Εφιάλτης του Ευρυδήμου,
ανήρ Μαλιεύς, ελπίζων να λάβη μεγάλην αμοιβήν παρά του
βασιλέως, παρουσιάσθη εις αυτόν και τω υπέδειξε την ατραπόν
ήτις διά του όρους έφερεν εις Θερμοπύλας, και ούτω διέφθειρε
τους Έλληνας οίτινες εφύλαττον εκείνο το μέρος. Ύστερον δε
φοβηθείς τους Λακεδαιμονίους έφυγεν εις την Θεσσαλίαν. Και αφού
έφυγεν, οι πυλαγόραι, ενώ οι Αμφικτύονες ήσαν συνηθροισμένοι
εις τας Πύλας, προεκήρυξαν χρηματικήν αμοιβήν δι' εκείνον όστις
ήθελε τον φονεύσει· και μετά καιρόν, όταν κατέβη εις την
Αντικύραν, εφονεύθη υπό του Τραχινίου Αθηνάδου. Ο δε Αθηνάδης
ούτος, απέκτεινε μεν τον Εφιάλτην δι' άλλην αιτίαν την οποίαν
θα φανερώσω ακολούθως (24), ετιμήθη όμως ουδέν ήττον υπό των
Λακεδαιμονίων. Ο μεν Εφιάλτης τοιουτοτρόπως ύστερον ετελεύτησε.

214. Λέγεται δε και άλλος λόγος, ότι ο Καρύστιος Ονήτης του
Φαναγόρου και ο Αντικυρεύς Κορυδαλός ήσαν οι ειπόντες εις τον
βασιλέα τούτους τους λόγους και οδηγήσαντες τους Πέρσας περί το
όρος. Τούτο όμως εις εμέ δεν φαίνεται πιστευτόν. Και πρώτον μεν
δύναταί τις να κρίνη εκ τούτου, ότι οι πυλαγόραι των Ελλήνων
προεκήρυξαν αμοιβήν ουχί διά τον θάνατον του Ονήτου και του
Κορυδαλού, αλλά διά τον θάνατον του Τραχινίου Εφιάλτου, καλώς
πληροφορημένοι περί της αληθείας· έπειτα δε ηξεύρομεν ότι ο
Εφιάλτης ήτο φυγάς δι' αυτήν την αιτίαν. Ναι μεν χωρίς να ήναι
Μαλιεύς ο Ονήτης ηδύνατο να γνωρίζη την ατραπόν ταύτην, εάν
ήξευρε καλώς τας τοποθεσίας, αλλ' ο Εφιάλτης είναι όστις
ωδήγησε τους Πέρσας διά της ατραπού περί το όρος. Τούτον εγώ
κηρύττω ένοχον.

215. Ο δε Ξέρξης, επειδή τω ήρεσαν όσα υπέσχετο ο Εφιάλτης να
κατορθώση, πλήρης χαράς εξέπεμψεν αμέσως τον Υδάρνη και
εκείνους επί των οποίων εστρατήγει ο Υδάρνης. Εξήλθον δε ούτοι
εκ του στρατοπέδου περί λύχνων αφάς. Την ατραπόν ταύτην πρώτοι
άλλοτε είχον ανακαλύψει οι Μαλιείς και την έδειξαν εις τους
Θεσσαλούς διά να προσβάλωσιν εκείθεν τους Φωκείς, τότε, ότε οι
Φωκείς φράξαντες διά τείχους το στενόν ήσαν εν σκέπη του
πολέμου. Έκτοτε όμως φαίνεται ότι δεν την μεταχειρίζονται οι
Μαλιείς.

216. Είναι δε τοιαύτη αυτή η ατραπός· άρχεται μεν από του
Ασωπού ποταμού του ρέοντος διά της διασφάγος του όρους, όπερ
καλείται Ανόπαια, ως και η ατραπός, διευθύνεται δε η ατραπός
αύτη Ανόπαια προς ράχιν τινά του όρους και λήγει εις την πόλιν
Αλπηνόν, την πρώτην πόλιν των Λοκρών προς το μέρος των Μαλιέων,
και εις τον Μιλάμπυγον καλούμενον βράχον και τας έδρας των
Κερκώπων, όπου είναι το στενώτατον μέρος αυτής.

217. Διά ταύτης λοιπόν της ατραπού, τοιαύτης ούσης, οι Πέρσαι
διαβάντες τον Ασωπόν επορεύοντο δι' όλης της νυκτός έχοντες εν
δεξιά μεν τα όρη των Οιταίων, εν αριστερά δε τα των Τραχινίων.
Υπέφωσκε δε η ηώς όταν έφθασαν εις άκραν τινά του όρους, όπου,
ως εδήλωσα προηγουμένως, εφύλασσον χίλιοι οπλίται Φωκείς,
αμυνόμενοι υπέρ της χώρας των και φρουρούντες την ατραπόν
καθότι το μεν κάτω στενόν εφυλάσσετο υπ' εκείνων τους οποίους
εδήλωσα, την δε διά του όρους ατραπόν προσεφέρθησαν εκουσίως
εις τον Λεωνίδαν να φυλάξωσιν οι Φωκείς.

218. Ιδού δε πώς ενόησαν οι Φωκείς τους Πέρσας αναβάντας. Ούτοι
ανέβαινον κρυπτόμενοι υπό των δρυών υπό των οποίων είναι
κεκαλυμμένον το όρος· ήτο νηνεμία· ψόφου δε πολλού γενομένου,
ως ήτο επόμενον, καθότι υπό τους πόδας των ήσαν φύλλα
περικεχυμένα, ανεπήδησαν οι Φωκείς και ενεδύοντο τα όπλα·
αμέσως δε ενεφανίσθησαν οι βάρβαροι. Οι Πέρσαι ιδόντες
ανθρώπους ωπλισμένους ηπόρησαν, καθότι ελπίζοντες ότι δεν ήθελε
φανή κανείς εναντίον των, αίφνης απήντησαν στρατόν. Τότε ο
Υδάρνης, φοβηθείς μήπως οι Φωκείς είναι Λακεδαιμόνιοι, ηρώτησε
τον Εφιάλτην τίνων ήτο ο στρατός· πληροφηρηθείς δε ακριβώς περί
του πράγματος, παρέταξε τους Πέρσας εις μάχην. Οι δε Φωκείς
επειδή εκτυπώντο από πολλά και πυκνά τοξεύματα, έφυγον και
ανέβησαν εις την κορυφήν του όρους, θεωρούντες ως βέβαιον ότι
αυτοί ήσαν ο κύριος σκοπός της εφόδου των βαρβάρων και απόφασιν
έχοντες να αποθάνωσι. Και ούτοι μεν ταύτα εφρόνουν. Οι δε μετά
του Εφιάλτου και του Υδάρνου Πέρσαι ουδόλως εφρόντισαν περί των
Φωκέων, αλλά κατέβησαν το όρος ταχέως.

219. Εις δε τους εν Θερμοπύλαις μένοντας Έλληνας πρώτον μεν ο
μάντις Μεγιστίας επιθεωρήσας τα θύματα προείπε τον μέλλοντα εις
αυτούς θάνατον περί την αυγήν· έπειτα δε ήλθον και αυτόμολοι
και τοις ανήγγειλον την περικύκλωσιν των Περσών. Ότε ούτοι
έφερον την είδησιν ήτο ακόμη νυξ· τρίτοι δε τους ειδοποίησαν οι
ημεροσκόποι, καταβάντες δρομαίως από των άκρων ήδη υποφωσκούσης
της ημέρας. Τότε οι Έλληνες συνεσκέφθησαν και αι γνώμαι αυτών
εσχίζοντο, διότι άλλοι μεν δεν ήθελον να αφήσωσι την θέσιν των,
άλλοι δε εζήτουν να αναχωρήσωσι. Μετά δε τούτο χωρισθέντες,
τινές μεν απήλθον και διασκεδασθέντες ετράπησαν έκαστοι εις τας
πόλεις των, τινές δε μετά του Λεωνίδου ητοιμάσθησαν να μείνωσιν
αυτού.

220. Λέγεται δε και ότι αυτός τους απέπεμψε, κηδόμενος περί της
μη απωλείας των· εις εαυτόν δε και εις τους Σπαρτιάτας δεν
ενόμισεν ευπρεπές να αφήσωσι την θέσιν την οποίαν ήλθον εξ
αρχής να φυλάξωσι. Με ταύτην την γνώμην συμφωνώ και εγώ πολύ,
ότι ο Λεωνίδας, εννοήσας ότι εψυχράνθη ο ζήλος των συμμάχων και
δεν ήθελον να συνδιακινδυνεύσωσι, τους διέταξε να αναχωρήσωσι,
πεπεισμένος ότι αυτός δεν ηδύνατο να αναχωρήση χωρίς να
ατιμασθή. Μένων αυτού, και κλέος μέγα ήθελεν αφήσει και η
ευδαιμονία της Σπάρτης δεν ήθελεν εξαλειφθή· διότι εξαρχής του
πολέμου οι Σπαρτιάται είχον ερωτήσει την Πυθίαν, και αύτη τοις
απεκρίθη ότι ή η Λακεδαίμων ήθελε καταστραφή υπό των βαρβάρων,
ή ο βασιλεύς αυτών ήθελεν απολεσθή. Ταύτα δε εχρησμοδότησεν η
Πυθία εις στίχους εξαμέτρους, έχοντας ως εξής·

«Εις υμάς, ω οικήτορες της ευρυχώρου Σπάρτης, ή μεγάλη και
ένδοξος πόλις θέλει ερημωθή υπό ανδρών απογόνων του Πέρσου, ή
τούτο μεν όχι, η δε Λακεδαίμων θα κλαύση τον θάνατον βασιλέως
καταγομένου από τον Ηρακλέα. Τούτον ούτε ταύροι ούτε λέοντες,
εάν έλθωσιν εναντίον του, θα δυνηθώσι να εμποδίσωσι, διότι έχει
δύναμιν Διός. Σας λέγω όμως ότι ο Ζευς δεν θα παύση πριν
απολαύση εντελώς έν εκ των δύο.»

Τούτον τον χρησμόν ενθυμούμενος ο Λεωνίδας και θέλων να δοξάση
μόνους τους Σπαρτιάτας, φρονώ ότι απέπεμψε μάλλον τους
συμμάχους ή ότι αυτοί μη συμφωνούντες περί του πρακτέου
ανεχώρησαν τόσον ακαίρως.

221. Μαρτύριον δε τούτου μέγα είναι και το εξής· ου μόνον τους
άλλους, αλλά και τον μάντιν όστις ηκολούθει τον στρατόν, τον
Ακαρνάνα Μεγιστίαν, όστις ως ελέγετο κατήγετο από του
Μελάμποδος και όστις εκ της επιθεωρήσεως των σφαγίων είχε
προειπεί τα μέλλοντα συμβήναι, είναι γνωστόν ότι ο Λεωνίδας
απέπεμψε και τούτον διά να μη συναπολεσθή. Αλλ' ο Μεγιστίας
αποπεμπόμενος δεν ηθέλησε να αναχωρήση, αλλ' απέπεμψε τον
μονογενή τον υιόν όστις ηκολούθει τον στρατόν.

222. Οι μεν λοιπόν σύμμαχοι οι αποπεμφθέντες, υπήκουσαν εις τον
Λεωνίδαν και ανεχώρησαν· μόνοι δε οι Θεσπιείς και οι Θηβαίοι
έμειναν πλησίον των Λακεδαιμονίων. Εκ τούτων δε οι μεν Θηβαίοι
έμειναν ουχί εξ οικείας προαιρέσεως, αλλά διότι ο Λεωνίδας τους
εκράτησεν ως ομήρους· οι δε Θεσπιείς έμειναν μετά πάσης
προθυμίας, ειπόντες ότι ποτέ δεν θα αναχωρήσωσιν αφίνοντες τον
Λεωνίδαν και τους μετ' αυτού. Και ούτω μείναντες συναπέθανον.
Εστρατήγει δε αυτών ο Δημόφιλος του Διαδρόμου.

223. Ο δε Ξέρξης, αφού έκαμε σπονδάς ανατέλλοντος του ηλίου,
περιμείνας μέχρι της ώρας καθ' ην πληρούται η αγορά, ώρμησεν.
Ούτω παρήγγειλεν ο Εφιάλτης, υπολογίσας τον αναγκαίον χρόνον
διά την κατάβασιν, ήτις γίνεται ταχύτερον ή η ανάβασις. Αφ'
ενός λοιπόν μέρους ήρχοντο οι μετά του Ξέρξου βάρβαροι, αφ'
ετέρου δε οι μετά του Λεωνίδου Έλληνες, ηξεύροντες ότι η έξοδός
των ήτο θάνατος, τότε πολύ περισσότερον ή κατά τας προλαβούσας
μάχας επροχώρησαν εις το ευρύτερον μέρος του αυχένος. Κατά τας
προτέρας ημέρας, στηριζόμενοι επί του τείχους εμάχοντο εις το
στενώτατον μέρος· τότε δε, επειδή η συμπλοκή εγένετο επί
ευρυτέρου χώρου, έπιπτον βάρβαροι πολλοί· καθότι όπισθεν αυτών
οι ταγματάρχαι, κρατούντες μάστιγας, τους ερράπιζον και τους
ώθουν εις τα εμπρός. Και πολλοί μεν εξ αυτών έπιπτον εις την
θάλασσαν και επνίγοντο, πολύ δε περισσότεροι κατεπατούντο υπό
των όπισθεν ερχομένων. Ουδείς δε εφρόντιζεν όσοι και αν
εφονεύοντο. Οι δε Έλληνες, βέβαιοι όντες περί του θανάτου τον
οποίον έμελλον να υποστώσιν από τους ελθόντας εκ του όπισθεν
μέρους του όρους, έδειξαν όλην την ανδρίαν των κατά των
βαρβάρων, περιφρονούντες τον κίνδυνον και αψηφούντες την ζωήν
των.

224. Τότε τα μεν δόρατα των περισσοτέρων είχον θραυσθή πλέον
και εφόνευον τους Πέρσας με τα ξίφη. Εις ταύτην δε την
συμπλοκήν πίπτει ο Λεωνίδας αφού επολέμησεν ανδρείως, και άλλοι
μετ' αυτού ονομαστοί Σπαρτιάται των οποίων έμαθον τα ονόματα,
ως ανδρών αξίων αιωνίας μνήμης· έμαθον δε όλων και των
τριακοσίων τα ονόματα. Εκ δε των Περσών έπεσαν ενταύθα και
άλλοι πολλοί και ονομαστοί, μεταξύ δε άλλων δύο υιοί του
Δαρείου, ο Αβροκόμης και ο Υπεράνθης, τους οποίους εγέννησεν ο
Δαρείος εκ της Φραταγούνης θυγατρός του Αρτάνου. Ήτο δε ο
Αρτάνης αδελφός μεν του βασιλέως Δαρείου, υιός δε του Υστάσπους
του Αρσάμους. Δους την θυγατέρα του ο Αρτάνης έδωκεν ομού εις
τον βασιλέα όλην του την περιουσίαν, καθότι το μόνον του τέκνον
ήτο η θυγάτηρ αύτη.

225. Τοιουτοτρόπως δυο αδελφοί του Ξέρξου εφονεύθησαν μαχόμενοι
περί του σώματος του Λεωνίδου, διά το οποίον τρομερός
συνωθισμός εγένετο μεταξύ Περσών και Λακεδαιμονίων, μέχρις ου
οι Έλληνες διά της ανδρίας των τον ανήγειρον και έτρεψαν τους
εναντίους τετράκις· η πάλη δε αύτη διήρκεσε μέχρι της αφίξεως
του στρατού τον οποίον ωδήγει ο Εφιάλτης. ’μα είδον τούτους οι
Έλληνες ελθόντας, τότε ο πόλεμος άλλαξε φάσιν· καθότι
υπεχώρησαν εις το στενώτερον μέρος της οδού, εισήλθον πάλιν εις
το τείχος και ετοποθετήθησαν επί του λόφου όλοι ομού πλην των
Θηβαίων. Ο δε λόφος ούτος είναι εις την είσοδον του στενού,
όπου τώρα ίσταται λίθινος λέων προς τιμήν του Λεωνίδου. Εκεί
υπερασπιζομένους με περισωθείσας τινάς μαχαίρας, με χείρας και
με στόματα, κατέχωσαν οι βαρβάρους διά βελών, άλλοι μεν
κρημνίσαντες το οχύρωμα και επιτεθέντες κατ' αυτών κατά μέτωπον,
άλλοι δε περικυκλώσαντες αυτούς πάντοθεν.

226. Μολονότι τοιούτοι εγένοντο όλοι οι Λακεδαιμόνιοι και οι
Θεσπιείς, ανδρειότατος όμως εφάνη ως λέγουσιν ο Σπαρτιάτης
Διηνέκης. Εις τούτον αναφέρεται λόγος τις τον οποίον είπε πριν
συμπλακώσι με τους Μήδους. Ακούσας παρ' ενός Τραχινίου ότι όταν
οι βάρβαροι ρίπτωσι τα βέλη των σκεπάζουσι τον ήλιον διά του
πλήθους αυτών, δεν εταράχθη εις τους λόγους τούτους· αλλ'
αδιαφορών διά το πλήθος των Μήδων, είπεν· «Ο Τραχίνιος ξένος
μας, φέρει αγαθάς ειδήσεις· εάν οι Μύδοι κρύπτωσι τον ήλιον, θα
τους πολεμήσωμεν υπό σκιάν και όχι εις τον ήλιον.» Αυτούς και
άλλους ομοίους λόγους λέγουσιν ότι άφησεν εις ανάμνησιν ο
Λακεδαιμόνιος Διηνέκης.

227. Μετά τούτον λέγονται αριστεύσαντες δύο αδελφοί
Λακεδαιμόνιοι, ο Αλφειός και ο Μάρων, υιοί του Ορσιφάντου. Εκ
δε των Θεσπιέων ηρίστευσεν ο Διθύραμβος του Αρματίδου.

228. Εις δε τους ταφέντας εκεί όπου έπεσον και εις τους
αποθανόντας πριν αναχωρήσωσιν οι υπό του Λεωνίδου
αποπεμφθέντες, εχαράχθη επίγραμμα, λέγον ούτω:

«_Ενταύθα, εναντίον τριακοσίων μυριάδων, επολέμησαν τέσσαρες
χιλιάδες άνδρες εκ Πελοποννήσου._» Τούτο το επίγραμμα εγένετο
δι' όλους· ιδίως όμως διά τους Σπαρτιάτας εγράφη το εξής:

«_Ω ξένε, ειπέ εις τοις Λακεδαιμονίους ότι ενταύθα κείμεθα
πειθόμενοι εις τους νόμους των._»

Ταύτα μεν επεγράφησαν εις όλους τους Λακεδαιμονίους, εις δε τον
μάντιν τα εξής:

«_Τόδε εστί το μνήμα του κλεινού Μεγιστίου, τον οποίον οι Μήδοι
διαβάντες τον Σπερχειόν ποταμόν εφόνευσαν, του μάντεως, όστις
γινώσκων σαφώς το πεπρωμένον των Σπαρτιατών, δεν ηθέλησε να
εγκαταλίπη τους ηγεμόνας της Σπάρτης._»

Οι τιμήσαντες αυτούς με επιγράμματα και με στήλας πλην του
επιγράμματος του Μεγιστίου, είναι οι Αμφικτύονες· το δε
επίγραμμα του μάντεως Μεγιστίου επέγραψεν ο ξένος του Σιμωνίδης
του Λεωπρέπους.

229. Λέγεται ότι δύο εκ τούτων των τριακοσίων, ο Εύρυτος και ο
Αριστόδημος, ενώ τοις ήτο δυνατόν, εάν συνεφώνουν, να
επιστρέψωσιν ομού ζώντες εις την Σπάρτην (καθότι ο Λεωνίδας
τους είχεν αποπέμψει εκ του στρατοπέδου και έμενον εις τους
Αλπηνούς πάσχοντας εξ οφθαλμίας,) ή, εάν δεν ήθελον να
επιστρέψωσι, να αποθάνωσι μετά των άλλων, ενώ εδύναντο να
πράξωσιν ομού ή το έν ή το άλλο, δεν ηθέλησαν να συμφωνήσωσιν,
αλλ' έχοντες διάφορον γνώμην, ο μεν Εύρυτος, άμα ήκουσε την
περικύκλωσιν των Περσών, εζήτησε τα όπλα του, και αφού τα
εφόρεσε, διέταξε τον είλωτά του να τον φέρη εις τους
μαχομένους· αφού δε εφέρθη, εκείνος μεν όστις τον έφερε
στραφείς έφυγεν, ο δε Εύρυτος ερρίφθη εις την συμπλοκήν και
εφονεύθη. Αλλ' ο Αριστόδημος λειποψυχήσας έμεινεν όπου ήτο. Εάν
μόνος ο Αριστόδημος συνέβαινε να πάσχη και επέστρεφεν εις την
Σπάρτην, ή εάν επέστρεφον και οι δύο ομού, φρονώ ότι οι
Σπαρτιάται δεν ήθελον οργισθή κατ' αυτών· αλλ' επειδή ο μεν είς
εξ αυτών εφονεύθη, ο δε άλλος την αυτήν έχων πρόφασιν δεν
ηθέλησε να αποθάνη, αναγκαίως ωργίσθησαν πολύ κατά του
Αριστοδήμου οι συμπολίται του.

230. ’λλοι μεν ούτω και με τοιαύτην πρόφασιν λέγουσιν ότι εσώθη
ο Αριστόδημος εις την Σπάρτην· άλλοι δε ότι πεμφθείς ως
αγγελιαφόρος εκ του στρατοπέδου, ενώ ηδύνατο να προφθάση και
λάβη μέρος εις την μάχην, δεν ηθέλησεν αλλ' εβράδυνε καθ' οδόν
και εσώθη. Ο συνάγγελος όμως αυτού επιστρέψας εγκαίρως
εφονεύθη.

231. Επιστρέψας εις την Σπάρτην ο Αριστόδημος είχεν όνειδος και
ατιμίαν. Και η μεν ατιμία την οποίαν έπασχεν ήτο τοιαύτη· ούτε
πυρ τω έδιδεν ουδείς των Σπαρτιατών διά να ανάψη, ούτε τω
ωμίλει· όνειδος δε είχε καλούμενος ο δειλός Αριστόδημος. Αλλ'
ούτος μεν εις την μάχην των Πλαταιών εξήλειψεν όλην την κατ'
αυτού εκφερομένην κατηγορίαν.

232. Λέγουσι δε προσέτι ότι και άλλος τις εξ αυτών των
τριακοσίων σταλείς ως αγγελιαφόρος εις την Θεσσαλίαν εσώθη· το
όνομα αυτού ήτο Παντίτης. Ότε δε επέστρεψεν εις την Σπάρτην,
επειδή περιφρονείτο, απηγχονίσθη.

233. Οι δε Θηβαίοι, των οποίων εστρατήγει ο Λεοντιάδης, ενόσω
μεν ήσαν με τους Έλληνας επολέμουν εξ ανάγκης κατά του στρατού
του βασιλέως· ότε δε είδον ότι υπερίσχυσαν οι Πέρσαι, τότε ενώ
οι μετά του Λεωνίδου Έλληνες έτρεχον επί τον λόφον, αυτοί
χωρισθέντες προέτεινον τας χείρας, επλησίασαν τους βαρβάρους
και είπον εις αυτούς ό,τι ήτο αληθέστατον· ότι και εμήδιζον και
ήσαν εκ των πρώτων οίτινες έδοσαν εις τον βασιλέα γην και ύδωρ,
αλλ' ότι αναγκασθέντες ήλθον εις τας Θερμοπύλας και ουδόλως
πταίουσιν εις την καταστροφήν την οποίαν έπαθεν ο βασιλεύς.
Ταύτα ειπόντες εσώθησαν, διότι είχον μάρτυρας των λόγων τούτων
και τους Θεσσαλούς. Πλην δεν επέτυχον καθ' ολοκληρίαν, διότι
άμα τους έλαβον εις τας χείρας των οι βάρβαροι, τινάς μεν
εφόνευσαν ενώ ακόμη επλησίαζον, τους δε περισσοτέρους, κατά
διαταγήν του Ξέρξου, έστιξαν με στίγματα βασιλικά, αρχίσαντες
από τον στρατηγόν Λεοντιάδην, του οποίου ο υιός Αντίμαχος
εφονεύθη βραδύτερον υπό των Πλαταιέων, ότε κατέλαβε την
ακρόπολίν των μετά τετρακοσίων Θηβαίων.

234. Οι μεν περί τας Θερμοπύλας Έλληνες ούτως ηγωνίσθησαν, ο δε
Ξέρξης καλέσας τον Δημάρατον ηρώτα αρχίσας ως εξής· «Δημάρατε,
είσαι καλός άνθρωπος, τεκμαίρομαι δε τούτο εκ της φιλαληθείας
σου, διότι όσα με είπες, όλα απέβησαν ούτω. Τώρα δε ειπέ μοι
πόσοι είναι οι λοιποί Λακεδαιμόνιοι και πόσοι εξ αυτών είναι
τοιούτοι εις τα πολεμικά, ή εάν ήναι όλοι.» Ο δε Δημάρατος
απεκρίθη· «Βασιλεύ, ο αριθμός των Λακεδαιμονίων είναι μέγας και
πόλεις έχουσι πολλάς· άκουσον δε εκείνο το οποίον θέλεις να
μάθης ακριβώς. Εις την Λακεδαίμονα είναι η Σπάρτη, πόλις ήτις
έχει τουλάχιστον οκτακισχιλίους άνδρας, τοιούτους οίοι ήσαν οι
ενταύθα πολεμήσαντες· οι άλλοι δε Λακεδαιμόνιοι, αν δεν ήναι
όμοιοι με αυτούς, είναι όμως και αυτοί ανδρείοι.» Τότε ο Ξέρξης
επανέλαβε· «Δημάρατε, τίνι τρόπω  θα δυνηθώμεν ευκολώτερον να
επικρατήσωμεν των ανδρών τούτων; Μη διστάζης, λέγε, καθότι
υπάρξας βασιλεύς αυτών, γνωρίζεις τους διαλογισμούς των.»

235. Ο δε Δημάρατος απεκρίθη· «Βασιλεύ, επειδή με συμβουλεύεσαι
προθύμως, είναι δίκαιον να σε είπω το ασφαλέστερον μέσον.
Πέμψον κατά της Λακωνικής τριακόσια πλοία του ναυτικού στρατού.
Πλησίον αυτής υπάρχει νήσος καλουμένη Κύθηρα, περί της οποίας ο
Χίλων, ο σοφώτατος των παρ' ημίν ανδρών, είπεν ότι μεγαλείτερον
κέρδος θα ήτο εις τους Σπαρτιάτας εάν κατεβυθίζετο εις την
θάλασσαν ή να υπερέχη, διότι υπώπτευε πάντοτε ότι εξ αυτής
δυνατόν να συμβή τοιούτο τι, οποίον εγώ σε λέγω να πράξης· ουχί
διότι προείδε την εκστρατείαν σου, αλλά διότι εφοβείτο
οιουδήποτε έθνους εκστατείαν, Εκ ταύτης λοιπόν της νήσου
ορμώμενοι ας φοβίζωσι τους Λακεδαιμονίους και όταν αυτοί έχωσι
πόλεμον εντός της χώρας των, μη φοβηθείς πλέον ότι θα πέμψωσι
βοηθείας εις την Ελλάδα κυριευομένην υπό του πεζού στρατού σου·
υποδουλουμένης δε της άλλης Ελλάδος, η Λακωνική, μεμονωμένη,
δεν θα έχη πλέον δύναμιν. Εάν πράξης άλλως, έχε ως βέβαιον ότι
θα γίνη το εξής. Ο ισθμός της Πελοποννήσου είναι στενός· εις
τούτο το μέρος συνελθόντες όλοι οι Πελοποννήσιοι θα συνομόσωσι
κατά σου, ώστε περίμενε να έχης άλλας μάχας αιματηροτέρας των
προλαβουσών· εάν όμως πράξης ως λέγω, τότε αμαχητί και ο ισθμός
ούτος και αι πόλεις θα παραδοθώσι.»

236. Μετ' αυτόν ωμίλησεν ο αδελφός του Ξέρξου Αχαιμένης,
στρατηγός του ναυτικού στρατού· παρατυχών εις την συνδιάλεξιν
και φοβηθείς μήπως πεισθή και πράξη ταύτα ο Ξέρξης, είπε·
«Βασιλεύ, βλέπω ότι παραδέχεσαι τους λόγους ανθρώπου φθονούντος
την ευτυχίαν σου και προδίδοντος τα συμφέροντά σου· διότι οι
Έλληνες συνειθίζουσι να ήναι τοιούτοι· φθονούσι τους
ευτυχούντας και μισούσι τους ανωτέρους των. Εάν εις τας
παρούσας περιστάσεις καθ' ας εναυάγησαν τετρακόσια πλοία,
αποχωρίσης και άλλα τριακόσια από τον στόλον, και τα πέμψης να
περιπλέωσι την Πελοπόννησον, οι αντίπαλοι γίνονται αξιόμαχοι
σου· ων όμως ο ναυτικός στρατός ηνωμένος, τότε γίνεται
δυσκαταγώνιστος και ποτέ δεν θα τολμήσωσι να τον προσβάλωσι·
προσέτι όλος ο ναυτικός στρατός θα βοηθή τον πεζόν, και ο πεζός
τον ναυτικόν ομού πορευόμενος. Εάν δε τους διασπάσης, ούτε συ
θα ήσαι χρήσιμος εις εκείνους, ούτε εκείνοι εις σε. Όθεν
κανονίζων καλώς τας υποθέσεις σου, μη φροντίζης διά τας των
πολεμίων, πού θα στήσωσι τον πόλεμον, τι θα πράξωσι και πόσοι
είναι. Εκείνοι είναι ικανοί να φροντίζωσι περί εαυτών, ωσαύτως
και ημείς περί ημών. Οι δε Λακεδαιμόνιοι, και αν εξέλθωσιν εις
μάχην εναντίον των Περσών· ποσώς δεν θα θεραπεύσωσι το παρόν
τραύμα των.»

237. Απεκρίθη δε ο Ξέρξης τα ακόλουθα· «Αχαίμενες, με φαίνεται
ότι ομιλείς ορθώς και θα πράξω κατά την συμβουλήν σου. Ο
Δημάρατος λέγει μεν όσα νομίζει ωφελιμώτερα εις εμέ, η γνώμη
σου όμως είναι ορθοτέρα της ιδικής του. Δεν δύναμαι να
παραδεχθώ ότι δεν ενδιαφέρεται υπέρ της ευτυχίας μου· εικάζω δε
τούτο και εξ όσων με είπε προηγουμένως και εκ του αξιώματος ότι
ο πολίτης φθονεί και μισεί εν σιγή τον ευτυχούντα συμπολίτην
του· εάν ο τελευταίος αυτός τω ζητήση συμβουλήν, απέχει να τον
συμβουλεύση ό,τι νομίζει ορθόν, εκτός μόνον εάν ήναι εις άκρον
βαθμόν ενάρετος· σπάνιοι δε είναι οι τοιούτοι άνθρωποι. Ο ξένος
όμως προς τον ευτυχούντα ξένον του είναι ο μάλλον εύνους των
φίλων, και αν τω ζητηθή συμβουλή, συμβουλεύει τα άριστα.
Απαγορεύω λοιπόν να ομιλώσιν εις το εξής υβριστικώς περί του
Δημάρατου, όστις είναι ξένος μου.»

238. Ταύτα ειπών ο Ξέρξης διήλθε διά μέσου των νεκρών· μαθών δε
ότι ο Λεωνίδας ήτο βασιλεύς και στρατηγός των Λακεδαιμονίων,
διέταξε να κόψωσι την κεφαλήν του και να την κρεμάσωσιν εις
πάσσαλον. Το συμβάν τούτο και πολλά άλλα καθιστώσι προφανές ότι
ο βασιλεύς Ξέρξης ήτο ωργισμένος εναντίον του Λεωνίδου ζώντος,
πλειότερον ή καταπαντός άλλου ανθρώπου· άλλως δεν ήθελε πράξει
τοιαύτην παρανομίαν εις τον νεκρόν, αφού, ως εγώ ηξεύρω, οι
Πέρσαι τιμώσιν ιδιαζόντως τους αξίους άνδρας εις τα πολεμικά.
Οι μεν λοιπόν διαταχθέντες να πράξωσι τούτο, το έπραξαν.

239. Εγώ δε επανέρχομαι εις το μέρος όπου διέκοψα την διήγησίν
μου. Πρώτοι οι Λακεδαιμόνιοι έμαθον ότι ο βασιλεύς ητοιμάζετο
να εκστρατεύση κατά της Ελλάδος, και έπεμψαν εις τους Δελφούς
διά να ερωτήσωσι· το δε μαντείον έδωκεν εις αυτούς την
απόκρισιν την οποίαν ανέφερα ολίγον ανωτέρω. Έμαθον δε την
προετοιμαζόμενην εκστρατείαν κατά τρόπον παράδοξον. Ο Δημάρατος
του Αρίστωνος, φυγών εις τους Μήδους, δεν είχεν ως νομίζω (και
τα φαινόμενα συμφωνούσι με την γνώμην μου) ουδεμίαν συμπάθειαν
προς τους Λακεδαιμονίους· δύναταί τις λοιπόν να εικάση εάν
έπραξε τούτο εξ ευνοίας προς τους Έλληνας ή διά να δείξη εις
αυτούς ότι έχαιρε διά τας δυστυχίας των καθότι, ότε ο Ξέρξης
απεφάσισε να στρατεύση κατά της Ελλάδος, ο Δημάρατος,
ευρισκόμενος εις τα Σούσα και μαθών το σχέδιον τούτο, ηθέλησε
να το αναγγείλη εις τους Λακεδαιμονίους. Επειδή δε ήτο κίνδυνος
μήπως φωραθή και δεν υπήρχεν άλλος τρόπος να φανερώση το
πράγμα, μηχανάται τα εξής. Λαβών διπλήν πινακίδα έξυσε τον
κηρόν και επί του ξύλου της πινακίδος έγραψε το σχέδιον τού
βασιλέως· τούτου γενομένου, ήλειψε πάλιν με κηρόν τα γράμματα,
διά να φαίνεται ότι μεταφέρεται άγραφος η πινακίς και να μη
συλλάβωσιν υπονοίας οι οδοφύλακες. Ότε δε ήλθεν η πινακίς εις
την Λακεδαίμονα, οι Λακεδαιμόνιοι δεν ενόουν τίποτε μέχρις ου,
ως ήκουσα, η θυγάτηρ του Κλεομένους και γυνή του Λεωνίδου Γοργώ
ενόησε και διέταξε να ξύσωσι τον κηρόν, λέγουσα ότι εις το
ξύλον θα εύρωσι γράμματα. Υπακούσαντες οι Λακεδαιμόνιοι εύρον
και ανέγνωσαν τας γράμματτα· έπειτα δε τα έστειλαν και εις τους
άλλους Έλληνας. Ταύτα μεν ούτω λέγουσιν ότι εγένοντο.



ΒΙΒΛΙΟΝ ΟΓΔΟΟΝ



ΟΥΡΑΝΙΑ



1. Οι δε ταχθέντες εις τον ναυτικόν στρατόν Έλληνες ήσαν οι
εξής. Οι Αθηναίοι, με εκατόν εικοσεπτά πλοία, οι Πλαταιείς,
οίτινες με όλην την απειρίαν των περί τα ναυτικά, πλήρεις όμως
προθυμίας και θάρρους, εισήλθον εις τα πλοία των Αθηναίων· οι
Κορίνθιοι με τεσσαράκοντα πλοία· οι Μεγαρείς με είκοσιν· οι
Χαλκιδείς με είκοσι πλοία τα οποία τοις εδάνεισαν οι Αθηναίοι
και εξώπλισαν αυτοί· οι Αιγινήται με δεκαοκτώ· οι Σικυώνιοι με
δώδεκα, οι Λακεδαιμόνιοι με δέκα, οι Επιδαύριοι με οκτώ· οι
Ερετριείς με επτά· οι Τριζήνιοι με πέντε· οι Στυρείς με δύο και
οι Κείοι με δύο πλοία και δύο πεντηκοντόρους. Οι δε Λοκροί οι
Οπούντιοι επεβοηθούν τους Έλληνας έχοντες επτά πεντηκοντόρους.

2. Αυτοί ήσαν οι ηγκυροβολημένοι εις το Αρτεμίσιον· είπα δε
πόσα πλοία παρέσχεν έκαστον έθνος. Όλων δε των συλλεχθέντων
πλοίων ο αριθμός, πάρεξ των πεντηκοντόρων, ήτο διακόσια
εβδομήκοντα έν. Ο στρατηγός, όστις είχε την υπερτάτην εξουσίαν,
ήτο ο Σπαρτιάτης Ευρυβιάδης του Ευρυκλείδου, διορισθείς υπό των
Σπαρτιατών καθότι οι σύμμαχοι είχον ειπεί ότι εάν δεν έχη την
ηγεμονίαν ο Λάκων δεν θα ακολουθήσωσι τους Αθηναίους
ηγεμονεύοντας αλλά θα διαλύσωσι τον ετοιμαζόμενον στόλον.

3. Εγένετο δε κατ' αρχάς λόγος, πριν ακόμη πέμψωσι διά να
ζητήσωσι την συμμαχίαν της Σικελίας, ότι έπρεπε να επιτραπή το
ναυτικόν εις τους Αθηναίους· αλλ' επειδή αντέστησαν οι
σύμμαχοι, υπεχώρησαν οι Αθηναίοι περί πολλού ποιούμενοι την
σωτηρίαν της Ελλάδος. Βλέποντες λοιπόν ότι εάν ανεφύοντο έριδες
περί της ηγεμονίας θα ηφανίζετο η Ελλάς, δεν επέμειναν και
έπραξαν ορθώς, καθότι εμφυλία στάσις, αναφυομένη καθ' ον καιρόν
γίνεται πόλεμος από κοινού, είναι χειροτέρα του πολέμου του
ταράττοντος την ειρήνην. Ηξεύροντες δε τούτο καλώς, δεν
αντέτεινον αλλ' ενέδωσαν εφ' όσον είχον την ανάγκην των
Σπαρτιατών ως το απέδειξαν, καθότι αφού οι Πέρσαι απεκρούσθησαν
διήγειρον περί του αυτού πράγματος αγώνα, και λαβόντες πρόφασιν
την αυθάδειαν του Παυσανίου, αφήρεσαν από τους Λακεδαιμονίους
την ηγεμονίαν. Αλλά ταύτα συνέβησαν βραδύτερον.

4. Τότε δε ούτοι οι εις το Αρτεμίσιον ελθόντες Έλληνες ιδόντες
ότι πολλά πλοία είχον καταβή εις τας Αφετάς, ότι όλη η χώρα
έβριθε στρατευμάτων, ότι αι υποθέσεις των βαρβάρων επετύγχανον
πλειότερον παρ' όσον υπέθετον, εφοβήθησαν και εσκέπτοντο να
φύγωσιν από του Αρτεμισίου εις τα ενδότερα της Ελλάδος.
Εννοήσαντες δε οι Ευβοείς ότι συνεσκέπτοντο ταύτα, παρακάλεσαν
τον Ευρυβιάδην να προσμείνη ολίγον χρόνον μέχρις ου θέσωσιν εν
ασφαλεί τόπω τα τέκνα και τους οικέτας των. Επειδή όμως δεν τον
έπειθον, μεταβάντες εις τον στρατηγόν των Αθηναίων Θεμιστοκλέα
έπεισαν αυτόν διά τριάκοντα ταλάντων να μείνη ο στόλος προ της
Ευβοίας και να ναυμαχήση.

5. Ο δε Θεμιστοκλής διά να κρατήση εκεί τους Έλληνας, ιδού τι
έπραξεν· εκ των τριάκοντα ταλάντων δίδει πέντε εις τον
Ευρυβιάδην, ως να τα έδιδε δήθεν αφ' εαυτού. Τούτου πεισθέντος,
δεν έμενε πλέον ειμή ο Αδείμαντος του Ωκύτου, στρατηγός των
Κορινθίων, όστις εθορύβει λέγων ότι θα αποπλεύση του Αρτεμισίου
και δεν θα προσμείνη πλειότερον. Εις τούτον λοιπόν ο
Θεμιστοκλής είπε μεθ' όρκου· «Όχι, δεν θα μας αφήσης, διότι εγώ
θα σε δώσω δώρα μεγαλείτερα παρ' όσα θα σοι έστελλεν ο βασιλεύς
των Μήδων εάν άφινες τους συμμάχους.» Ενώ δε έλεγε ταύτα,
έπεμπε συγχρόνως εις το πλοίον του Αδειμάντου τρία τάλαντα
αργυρίου. Ούτοι λοιπόν θαμβωθέντες υπό των δώρων ανεπείσθησαν,
ώστε και η επιθυμία των Ευβοέων εξεπληρώθη και ο Θεμιστοκλής
εκέρδησε χωρίς να ηξεύρη κανείς ότι αυτός εκράτησε τα λοιπά·
καθότι οι λαβόντες μέρος εκ των χρημάτων τούτων επίστευον ότι
εστάλησαν εξ Αθηνών επί τούτω.

6. Ούτω λοιπόν έμειναν εις την Εύβοιαν και εναυμάχησαν· εγένετο
δε η ναυμαχία κατά τον ακόλουθον τρόπον. Ελθόντες οι βάρβαροι
περί το εσπέρας της προτεραίας εις τας Αφετάς, έμαθον ότι ολίγα
πλοία Ελληνικά εναυλόχουν προ πολλών ημερών περί το Αρτεμίσιον.
Βεβαιωθέντες δε περί τούτου, απεφάσισαν να αποπειραθώσι την
σύλληψίν των. Να πλεύσωσιν όμως αμέσως και κατ' ευθείαν
εναντίον των δεν ενέκρινον, φοβηθέντες μήπως ιδόντες αυτούς οι
Έλληνες επερχομένους τραπώσιν εις φυγήν έπειτα δε προφθάση και
η νυξ, και τοιουτοτρόπως δυνηθώσι να διαφύγωσιν. Έπρεπε δε,
κατ' αυτούς, μήτε πυρφόρος να μη μείνη ζων.

7. Ταύτα σκοπεύοντες εμηχανώντο τα εξής. Αποσπάσαντες εκ του
στόλου διακόσια πλοία, τα έπεμψαν έξωθεν της Σκιάθου, εις
τρόπον ώστε χωρίς να τα ίδωσιν οι εχθροί, να δυνηθώσι να
περιπλεύσωσι την Εύβοιαν και να εισέλθωσιν εις τον Εύριπον δια
του Καφηρέως και της Γεραιστού. Το σχέδιόν των ήτο να
περικυκλώσωσι τους Έλληνας, τα μεν πλοία ερχόμενα εκ του μέρους
τούτου και φράττοντα εις αυτούς την εις τα οπίσω φέρουσαν οδόν,
οι δε λοιποί επιτιθέμενοι εκ των έμπροσθεν. Ταύτα αποφασίσαντες
απέπεμψαν τα εκλεγέντα πλοία, αλλά δεν είχον κατά νουν να
επιτεθώσι κατά των Ελλήνων εκείνην την ημέραν, ουδέ πριν γίνη
το σημείον ότι οι περιπλέοντες έφθασαν όπου διετάχθησαν. Αφού
δε έπεμψαν τα πλοία ταύτα, ηρίθμησαν τα λοιπά εις τας Αφετάς.

8. Καθ' ον χρόνον έκαμνον ούτοι την απαρίθμησιν των πλοίων (ήτο
δε εις το στρατόπεδον Σκιωναίος τις ονόματι Σκύλλας, άριστος
δύτης της εποχής εκείνης, όστις εις το ναυάγιον το γενόμενον
κατά το Πήλιον πολλά μεν πράγματα έσωσεν εις τους Πέρσας, πολλά
δε και αυτός εκέρδησεν), ούτος ο Σκυλλίας προ πολλού είχε κατά
νουν να αυτομολήση εις τους Έλληνας, ουδεμία όμως μέχρι τότε
παρουσιάσθη ευκαιρία. Κατά ποίον τρόπον έφθασεν εις τους
Έλληνας, δεν δύναμαι να είπω μετά βεβαιότητος, εκπλήττομαι
μάλιστα εάν τα λεγόμενα ήναι αληθή· καθότι λέγουσιν ότι
βυθισθείς εις την θάλασσαν από τας Αφετάς δεν ανέβη εις την
επιφάνειαν πριν φθάση εις το Αρτεμίσιον, διελθών διά του ύδατος
ογδοήκοντα περίπου στάδια. Διηγούνται δε και άλλα πολλά περί
του ανθρώπου τούτου τα οποία φαίνονται ψευδή· τινά όμως είναι
αληθή. Περί του γεγονότος δε τούτου ας γίνη αποδεκτή η γνώμη
μου ότι ήλθεν εις το Αρτεμίσιον μετά πλοιαρίου. ’μα δε έφθασε,
διηγήθη εις τους στρατηγούς το ναυάγιον πώς εγένετο και έδωκε
πληροφορίας περί των πλοίων τα οποία επέμφθησαν περί την
Εύβοιαν.

9. Τούτο ακούσαντες οι Έλληνες συνήλθον διά να ομιλήσωσιν· αφού
δε είπον πολλά, υπερίσχυσεν η γνώμη να μείνωσι και να διέλθωσιν
εκεί την ημέραν εκείνην· έπειτα δε αφού αφήσωσι να παρέλθη το
μεσονύκτιον, να πλεύσωσι προς απάντησιν των περιπλεόντων
πλοίων. Μετά ταύτα, επειδή ουδείς ήρχετο εναντίον των,
φυλάξαντες μέχρι της δύσεως του ηλίου έπλευσαν κατά των
βαρβάρων, θέλοντες να κάμωσι δοκιμήν της μάχης και να
διασχίσωσι την εχθρικήν γραμμήν.

10. Οι στρατιώται του Ξέρξου και οι στρατηγοί, βλέποντες αυτούς
προχωρούντας ες ολίγα πλοία, τους ενόμισαν παράφρονας και
απήγαγον και αυτοί τα πλοία, ελπίσαντες ότι ευκόλως ήθελον τους
αιχμαλωτεύσει· είχον δε δίκαιον ελπίζοντες τούτο, διότι έβλεπον
ότι τα πλοία των Ελλήνων ήσαν ολίγα και ότι τα ιδικά των και
πολλαπλάσια ήσαν κατά τον αριθμόν και έπλεον καλλίτερον. Ταύτα
φρονούντες, προσεπάθουν να περικυκλώσωσι τους Έλληνας. Τότε
όσοι μεν Ίωνες ήσαν εύνοοι προς τους Έλληνας και ηκολούθουν
ακουσίως την εκστρατείαν, ελυπούντο πολύ βλέποντες τους Έλληνας
περικυκλωμένους και όντες βέβαιοι ότι ουδείς αυτών θα επιστρέψη
οπίσω· τόσον ασθενής τοις εφαίνετο ο Ελληνικός στόλος. Όσοι δε
ηρέσκοντο εις τα γινόμενα, εφιλοτιμούντο τις πρώτος να κυριεύση
πλοίον Αττικόν διά να λάβη δώρα παρά του βασιλέως· διότι εις
τον στόλον των βαρβάρων πλείστος λόγος εγίνετο διά τους
Αθηναίους.

11. ’μα εδόθη εις τους Έλληνας σημείον, πρώτον μεν στρέψαντες
τας πρώρας προς τους βαρβάρους, συνήγαγον τας πρύμνας εις το
μέσον· εις δε το δεύτερον σημείον άρχισαν την μάχην,
περιορισθέντες όλοι εις ολίγον διάστημα και παραταχθέντες κατά
πρόσωπον. Εις ταύτην την ναυμαχίαν εκυρίευσαν τριάκοντα πλοία
των βαρβάρων, και συνέλαβον τον Φιλάονα του Χέρσιος, αδελφόν
του βασιλέως των Σαλαμινίων Γόργου και άνδρα σημαντικόν εν τω
στρατοπέδω. Πρώτος δε Έλλην εκυρίευσε πλοίον των πολεμίων ο
Αθηναίος Λυκομήδης του Αισχραίου, και ούτος έλαβε το αριστείον.
Αλλ' επελθούσα η νυξ διεχώρισεν αυτούς, και η νίκη έμεινεν
αμφίβολος εις ταύτην την ναυμαχίαν. Τότε οι μεν Έλληνες
επέστρεψαν εις το Αρτεμίσιον· οι δε βάρβαροι εις τας Αφετάς,
αποβάντος του πολέμου πολύ διαφόρως παρ' ό,τι ήλπισαν. Εις
ταύτην την ναυμαχίαν από τους όντας μετά του βασιλέως Έλληνας,
μόνος ο Λήμνιος Αντίδωρος ηυτομόλησεν εις τους Έλληνας, και
τούτου ένεκα οι Αθηναίοι τω εχάρισαν γην εις την Σαλαμίνα.

12. Ότε ενύκτωσε (ήτο δε κατά τα μέσα του θέρους) βροχή ραγδαία
έπεσε διαρκέσασα δι' όλης της νυκτός και βρονταί ισχυραί
ήρχοντο από του Πηλίου· νεκρά σώματα και ναυάγια ερρίπτοντο έξω
εις τας Αφετάς, και κυλιόμενα εις τας πρώρας των πλοίων,
ετάραττον τας άκρας των κωπών. Οι στρατιώται οίτινες εκ του
στόλου ήκουον ταύτα, ενεπλήσθησαν φόβου νομίζοντες ότι αφεύκτως
ήθελον απολεσθή από τόσων κακών· καθότι πριν αναπνεύσωσιν εκ
του ναυαγίου και της τρικυμίας ήτις τους ηκολούθησε περί το
Πήλιον, ιδού κατελήφθησαν υπό κρατεράς ναυμαχίας, και αμέσως
μετ' αυτήν βροχή ραγδαία και χείμαρροι ορμητικοί πίπτοντες εις
την θάλασσαν και βρονταί φοβεραί. Τοιαύτη ήτο δι' αυτούς η νυξ
αύτη.

13. Εις δε τους διαταχθέντας να περιπλεύσωσι την Εύβοιαν, αυτή
εκείνη η νυξ υπήρξεν αγριωτέρα, καθόσον τους κατέλαβεν εν τω
πελάγει και κατέστη επί τέλους ολεθρία. Έπλεον περί τα Κοίλα
της Ευβοίας, όταν η βροχή και η τρικυμία κατέλαβον αυτούς.
Φερόμενοι δε από τον άνεμον, και μη ηξεύροντες πού εφέροντο,
εξέπιπτον προς τας πέτρας, Ταύτα πάντα εγένοντο κατά θείαν
οικονομίαν, διά να εξισωθή το Περσικόν ναυτικόν με το Ελληνικόν
και να μη ήναι πολύ περισσότερον. Και ούτοι μεν κατεστράφησαν
περί τα Κοίλα της Ευβοίας.

14. Οι δε εν ταις Αφεταίς βάρβαροι, άμα είδον μετά χαράς το φως
της ημέρας, εκράτουν ήσυχα τα πλοία, και μεθ' όσα είχον
υποφέρει, ηρκούντο εις την παρούσαν κατάστασιν να μένωσιν
ακίνητοι. Εις δε τους Έλληνας ήλθεν επικουρία εκ
πεντηκοντατριών πλοίων Αττικών. Ταύτα φθάσαντα τους
ενεθάρρυναν, και προς τούτοις η ελθούσα αγγελία ότι οι
περιπλέοντες την Εύβοιαν απώλοντο υπό της συμβάσης τρικυμίας.
Φυλάξαντες λοιπόν την αυτήν ώραν επέπεσον κατά των πλοίων των
Κιλίκων· αφού δε τα κατέστρεψαν, επελθούσης της νυκτός,
απέπλευσαν οπίσω εις το Αρτεμίσιον.

15. Την τρίτην ημέραν οργισθέντες οι στρατηγοί των βαρβάρων ότι
τόσον ολίγα πλοία τους έβλαπτον και φοβούμενοι την οργήν του
Ξέρξου, δεν ανέμειναν πλέον τους Έλληνας να αρχίσωσι την μάχην,
αλλά παροτρύναντες αλλήλους ανήγαγον τα πλοία, περί την
μεσημβρίαν. Συνέπεσε δε ώστε κατά τας ιδίας ημέρας να γίνωνται
αι ναυμαχίαι αύται και αι πεζομαχίαι εις τας Θερμοπύλας· κατά
θάλασσαν επρόκειτο να υπερασπίσωσι τον Εύριπον, κατά ξηράν οι
περί τον Λεωνίδαν ηγωνίζοντο να φυλάξωσι το στενόν. Οι μεν
λοιπόν Έλληνες ενεθάρρυνον αλλήλους διά να μη αφήσωσι τους
βαρβάρους να εισέλθωσιν εις την Ελλάδα, οι δε βάρβαροι
επειρώντο, καταστρέφοντες τας δυνάμεις των Ελλήνων, να γίνωσι
κύριοι αμφοτέρων των εισόδων.

16. Ενώ ο στόλος του Ξέρξου επροχώρει με τάξιν κατά των
Ελλήνων, ούτοι έμενον ήσυχοι πλησίον του Αρτεμισίου. Οι
βάρβαροι, διά να τους περικυκλώσωσι και τους συλλάβωσιν,
εσχημάτισαν με τα πλοία ημισέληνον· τότε οι Έλληνες επέπεσαν
κατ' αυτών και ήρχισεν η συμπλοκή. Εις ταύτην δε την ναυμαχίαν
αι δυνάμεις αμφοτέρων εφάνησαν ισόρροποι. Ο στρατός του Ξέρξου
διά το μέγεθος και το πλήθος των πλοίων του εβλάπτετο αυτός αφ'
εαυτού, διότι ταρασσόμενα τα πλοία συνεκρούοντο προς άλληλα·
αντείχεν όμως και δεν υπενέδιδε, καθότι οι Πέρσαι ησχύνοντο να
τραπώσιν εις φυγήν υπό ολίγων πλοίων. Όθεν πολλά μεν πλοία και
άνδρας απώλεσαν οι Έλληνες, πολύ δε περισσότερα οι βάρβαροι.
Τέλος, μετά την αναποφάσιστον ταύτην μάχην, τα δύο μέρη
εχωρίσθησαν.

17. Είς την ναυμαχίαν ταύτην, εκ μεν των στρατιωτών του Ξέρξου
ηρίστευσαν οι Αιγύπτιοι, οίτινες και άλλα μεγάλα έπραξαν και
πλοία Ελληνικά αύτανδρα συνέλαβον πέντε. Εκ δε των Ελλήνων κατά
ταύτην την ημέραν ηρίστευσαν οι Αθηναίοι, και εκ των Αθηναίων ο
Κλεινίας του Αλκιβιάδου, όστις είχεν οπλίσει δι' εξόδων του
διακοσίους άνδρας και τους έφερε μεθ' ενός πλοίου ανήκοντος εις
αυτόν.

18. Αφού λοιπόν ευχαρίστως εχωρίσθησαν και τα δύο μέρη έσπευσαν
να επανέλθωσιν εις τους οικείους όρμους. Οι δε Έλληνες, αφού
χωρισθέντες έπαυσαν την ναυμαχίαν, τους μεν νεκρούς και τα
ναυάγια εσύναξαν· επειδή όμως υπέστησαν μεγάλας ζημίας, και
μάλιστα οι Αθηναίοι των οποίων τα ημίσεα των πλοίων ήσαν
βεβλαμμένα, εσκέπτοντο να φύγωσιν εις τα ενδότερα της Ελλάδος.

19. Σκεφθείς δε ο Θεμιστοκλής ότι εάν αποσπασθώσιν από του
βαρβάρου οι Ίωνες και οι Κάρες, θα δυνηθώσιν οι Έλληνες να
νικήσωσι τους λοιπούς, συναθροίσας τους στρατηγούς εις το
παραθαλάσσιον όπου οι Ευβοείς έβοσκον τα ποίμνιά των, τοις
είπε· «Νομίζω ότι εύρον μέσον διά του οποίου να αποσπάσω τους
αρίστους συμμάχους του βασιλέως.» Δεν τοις είπε περισσότερα,
ηρκέσθη δε να τοις αποδείξη ότι εις τας παρούσας περιστάσεις
ώφειλον να πράξωσι τα εξής. Να σφάξωσιν όσα δυνηθώσι ζώα
Ευβοϊκά, διότι είναι προτιμότερον να λάβη ταύτα ο στρατός ή οι
πολέμιοι· και τους συνεβούλευε να διατάξη έκαστος στρατηγός
τους στρατιώτας του να καίωσι πυρά. Όσον δε διά την επιστροφήν,
έλεγεν ότι αυτός, θα φροντίση περί της αρμοδίας ώρας ώστε να
φθάσωσιν εις την Ελλάδα σώοι και αβλαβείς. Αρεστή εφάνη εις
αυτούς η εκτέλεσις των συμβουλών τούτων, και αμέσως ανάψαντες
πυρ έδραμον προς τα ποίμνια.

20. Οι δε Ευβοείς περιφρονήσαντες τον χρησμόν του Βάκιδος ως
ασήμαντον, ούτε εξεκομίσαντο τίποτε εκ της χώρας των ούτε
εισήγαγον προβλέποντες τον προσεχή πόλεμον, αλλ' άφησαν τα
πράγματά των εις την τύχην. Ο δε περί τούτων χρησμός του
Βάκιδος είναι ο εξής.

_Πρόσεξον, όταν ο βαρβαρόφωνος ρίψη εις την θάλασσαν γέφυραν
βυβλίνην, ν' απομακρύνης εκ της Ευβοίας τας μηκωμένας αίγας_.

Αμελήσαντες οι Ευβοείς να ωφεληθώσιν εκ των λόγων τούτων,
έπρεπε να υποστώσι μεγάλας συμφοράς.

21. Ταύτα έπραττον οι Έλληνες όταν έφθασεν εκ της Τραχίνος ο
πρόσκοπος· διότι εις τα ύψη του Αρτεμισίου είχον θέσει
πρόσκοπον τον Αντικυρέα Πολύαν εις τον οποίον παρήγγειλαν να
έχη πλοιάριον έτοιμο· και εάν ίδη ναυμαχούντα τον ναυτικόν
στρατόν να φέρη την είδησιν εις τας Θερμοπύλας· ομοίως πλησίον
του Λεωνίδου ίστατο έτοιμος με τριακόντορον ο Αθηναίος
Αβρώνιχος του Λυσικλέους, διά να ειδοποιήση τους εις το
Αρτεμίσιον εάν συμβή τι εις τον πεζόν στρατόν. Ούτος λοιπόν ο
Αβρώνιχος φθάσας τους εφανέρωσεν όσα συνέβησαν εις τον Λεωνίδαν
και τον στρατόν αυτού. Οι δε άμα ήκουσαν ταύτα δεν ανέβαλον
πλέον την αναχώρησιν, αλλ' έφυγον ως ήσαν τεταγμένοι, πρώτοι οι
Κορίνθιοι και τελευταίοι οι Αθηναίοι.

22. Ο δε Θεμιστοκλής εκλέξας τα άριστα πλέοντα πλοία των
Αθηναίων, κατέβαινεν όπου υπήρχον πόσιμα ύδατα και εχάραττεν
επί των βράχων γράμματα τα οποία ελθόντες την ακόλουθον ημέραν
οι Ίωνες εις το Αρτεμίσιον είδον και ανέγνωσαν. Τα γράμματα δε
έλεγον τα εξής· «Κακώς ποιείτε, ω Ίωνες, πολεμούντες τους
πατέρας σας και υποδουλούντες την Ελλάδα. Έλθετε εις ημάς· εάν
όμως τούτο σας ήναι αδύνατον, τουλάχιστον μένετε μακράν των
πλοίων μας και παρακινήσατε τους Κάρας να μιμηθώσι το
παράδειγμά σας. Εάν δεν ήναι δυνατόν να γίνη μήτε το έν μήτε το
άλλο, εάν υπό μείζονος ανάγκης εμποδίζεσθε να αποστατήσετε,
όταν ημείς πολεμώμεν, φανήτε εκουσίως νωθροί, ενθυμούμενοι ότι
κατάγεσθε από ημάς και ότι εξ αρχής η προς τον βάρβαρον έχθρα
προήλθεν από υμάς.» Ο Θεμιστοκλής έγραφε ταύτα, ως νομίζω, με
τον διπλούν σκοπόν, ή, εάν μείνωσιν άγνωστα εις τον βασιλέα, να
πείσωσι τους Ίωνας, να μεταβληθώσι και να έλθωσι με το μέρος
των Ελλήνων, ή, εάν αναφερθώσιν εις τον Ξέρξην εν είδει
κατηγορίας, να καταστήσωσι τους Ίωνας υπόπτους και να μη τους
μεταχειρισθή ο Βασιλεύς εις τας ναυμαχίας.

23. Ο μεν Θεμιστοκλής ταύτα έγραψεν εις τους βράχους, εις δε
τους βαρβάρους αμέσως μετά ταύτα Ιστιεύς τις ανεχώρησε μετά
πλοιαρίου και ανήγγειλε την από του Αρτεμισίου αναχώρησιν των
Ελλήνων· Ούτοι όμως μη πιστεύσαντες εις τα λεχθέντα, τον μεν
αγγελιαφόρον εφυλάκισαν, έπεμψαν δε ταχέα τινά πλοία διά να
παρατηρήσωσιν. Αφού δε επανελθόντα ταύτα επεβεβαίωσαν την
είδησιν, αμέσως ότε ο ήλιος εσκόρπισε τας ακτίνας του, όλος ο
στόλος ομού έπλευσεν εις το Αρτεμίσιον. Μείνας δε εκεί μέχρι
της μεσημβρίας, έπλευσε μετά ταύτα εις την Ιστιαίαν. Ελθόντες
οι βάρβαροι κατέλαβον την πόλιν των Ιστιαίων και διήρπασαν όλας
τας παραθαλασσίας κώμας της Ελλοπίας μοίρας, ήτις είναι γη
Ιστιαιώτις.

24. Τούτων δε όντων εκεί, ο Ξέρξης, ετοιμάσας τα περί τους
νεκρούς, έπεμψε κήρυκα εις τον ναυτικόν στρατόν· αι δε
ετοιμασίαι τας οποίας έκαμεν ήταν αι εξής. Εξ όλων όσοι είχον
φονευθή εκ του ιδίου του στρατού (είχον δε φονευθή είκοσι
χιλιάδες) χιλίους μόνον άφησε, τους δε λοιπούς διέταξε να
ορύξωσι τάφρους και να τους θάψωσιν· έπειτα να τους καλύψωσι με
χώμα και να ρίψωσιν επάνω φύλλα, διά να μη τους ίδη ο στρατός.
Ότε δε ήλθεν ο κήρυξ εις την Ιστιαίαν, συνεκάλεσεν όλον τον
στρατόν του στόλου και είπε τα εξής· «’νδρες σύμμαχοι, ο
βασιλεύς Ξέρξης επιτρέπει εις όντινα θέλει εξ υμών να αφήση τας
τάξεις του και να έλθη να ιδή πώς πολεμεί τους ανοήτους
ανθρώπους, οίτινες ήλπιζον ότι ήθελον υπερνικήσει τας δυνάμεις
του βασιλέως.»

25. ’μα εγένετο η προκήρυξις αύτη, τότε ουδέν δυσκολώτερον, ή η
εύρεσις λέμβων, τόσον πολυπληθείς ήσαν εκείνοι οίτινες
επεθύμουν να υπάγουν και να παρατηρήσωσιν. Διεκπεραιωθέντες
αντικρύ, περιήρχοντο και εθεώρουν τους νεκρούς· όλοι δε
επίστευον, βλέποντες και τους είλωτας, ότι όλοι οι φονευμένοι
ήσαν Λακεδαιμόνιοι και Θεσπιείς. Αλλά το τέχνασμα του Ξέρξου
περί τους νεκρούς τους ιδικούς του δεν έμεινε κρυπτόν εις τους
ελθόντας. Και τωόντι ήτο γελοίον εκ μεν των βαρβάρων να
φαίνονται μόνον χίλιοι νεκροί διασκορπισμένοι, οι δε Έλληνες να
κήνται όλοι ομού σωρευμένοι εις έν μέρος τέσσαρες χιλιάδες. Και
ταύτην μεν την ημέραν διήλθον θεωρούντες· την δε ακόλουθον, οι
μεν έστρεψαν εις την Ιστιαίαν όπου ήσαν τα πλοία των, οι δε
περί τον Ξέρξην εξηκολούθησαν την πορείαν των.

26. Ήλθον δε εις αυτούς ολίγοι τινές αυτόμολοι εκ της Αρκαδίας,
ενδεείς και ζητούντες εργασίαν. Τούτους φέροντες έμπροσθεν του
βασιλέως, ηρώτων οι Πέρσαι τι έπραττον οι Έλληνες· είς δε προ
πάντων ήτο ο ερωτών αυτούς ταύτα. Εκείνοι δε τοις έλεγον ότι
εώρταζον τα Ολύμπια · και ότι εθεώρουν τους γυμνικούς και
ιππικούς αγώνας. Ο δε ερωτών επανέλαβε τι ήτο το βραβείον περί
του οποίου αγωνίζονται. Οι δε είπον ότι εδίδετο στέφανος
ελαίας. Τότε ο Τριτανταίχμης του Αρταβάνου είπε λόγον γενναίον
διά τον οποίον ο βασιλεύς τον εμέμφθη επί δειλία. Διότι όταν
ήκουσεν ότι το άθλον ήτο στέφανος ελαίας και όχι χρήματα, δεν
ηδυνήθη να σιωπήση αλλ' ενώπιον όλων είπε· «Φευ! Μαρδόνιε, κατά
τίνων ανδρών μας έφερες να πολεμήσωμεν, οίτινες αγωνίζονται
ουχί χάριν χρημάτων αλλά χάριν τιμής· Αυτός μεν ταύτα είπεν.

27. Εν τω μεταξύ δε τούτω, αμέσως μετά την εν Θερμοπύλαις
καταστροφήν, οι Θεσσαλοί έπεμψαν κήρυκα εις τους Φωκείς, κατά
των οποίων είχον αντιπάθειαν, και μάλιστα μετά την τελευταίαν
θραύσιν των· καθότι ολίγα έτη προ της εκστρατείας ταύτης του
βασιλέως, οι Θεσσαλοί και οι σύμμαχοι αυτών εισβαλόντες
πανστρατιά εις την Φωκίδα ηττήθησαν και υπέφερον πολλά. Ότε οι
Φωκείς περιεκυκλώθησαν εις τον Παρνασσόν, είχον μεθ' εαυτών τον
Ηλείον μάντιν Τελλίαν όστις εσοφίσθη το εξής στρατήγημα.
Γυψώσας εξακοσίους άνδρας των Φωκέων τους αρίστους, αυτούς
τούτους και τα όπλα αυτών, μετέβη διά νυκτός και επετέθη κατά
των Θεσσαλών, προειπών εις αυτούς να φονεύωσι πάντα όστις δεν
εφαίνετο λευκός. Πρώτοι οι φύλακες των Θεσσαλών είδον αυτούς
και εφοβήθησαν νομίσαντες ότι ήσαν τέρατα, και μετά τούς
φύλακας όλος ο στρατός, ούτως ώστε οι Φωκείς έλαβον εκ
τετρακισχιλίων νεκρών τας ασπίδας των, εκ των οποίων τας μεν
ημισείας αφιέρωσαν εις τους ’βας, τας δε άλλας εις τους
Δελφούς. Από δε του δεκάτου των λαφύρων της μάχης ταύτης
εγένοντο οι μεγάλοι ανδριάντες οι στηθέντες περί τον τρίποδα,
προ του ναού των Δελφών, και άλλοι όμοιοι αφιερωθέντες εις τους
’βας.

28. Ταύτα έπραξαν οι Φωκείς εις το πεζόν των Θεσσαλών το οποίον
επολιόρκει αυτούς· προσέτι δε έβλαψαν ανιάτως και το ιππικόν το
οποίον εισέβαλεν εις την χώραν των· καθότι εις το στενόν το
οποίον είναι κατά την Υάμπολιν, ορύξαντες τάφρον μεγάλην έθεσαν
εις αυτήν αμφορείς κενούς, την εκάλυψαν με χώμα διά να ομοιωθεί
το μέρος με το άλλο έδαφος και περιέμειναν την επίθεσιν των
Θεσσαλών. Ούτοι δε, επιτεθέντες διά να αρπάσωσι τους Φωκείς,
έπεσαν εις τους αμφορείς, και τα σκέλη των ίππων εθραύσθησαν.

29. Δι' αυτάς λοιπόν τας δύο αιτίας μνησικακούντες οι Θεσσαλοί,
έπεμψαν κήρυκα και τοις είπον· «Ώ Φωκείς, τώρα ίσως
αναγνωρίζετε ότι δεν είσθε ίσοι με ημάς· καθότι και πρότερον,
ενόσω ηθέλομεν να μένωμεν μετά των Ελλήνων, ήμεθα ανώτεροί σας,
και τώρα παρά τω βαρβάρω τοσούτον δυνάμεθα ώστε εις την
εξουσίαν μας είναι και την γην σας να στερηθήτε και να
ανδραποδισθήτε. Ημείς όμως το παν έχοντες δεν μνησικακούμεν·
αντί της ευεργεσίας δε ταύτης σας ζητούμεν να μας δώσετε
πεντήκοντα τάλαντα αργυρίου, και σας υποσχόμεθα να εμποδίσωμεν
όσα κακά απειλούσι την χώραν σας.»

30. Ταύτα υπέσχοντο οι Θεσσαλοί, διότι μόνοι οι Φωκείς από τους
εις εκείνα τα μέρη κατοικούντας δεν εμήδιζον, ουχί δι' άλλην
τινά αιτίαν, ως εγώ ευρίσκω βασανίζων τα γεγονότα, αλλά διά την
έχθραν την οποίαν είχον κατά των Θεσσαλών· εάν όμως οι Θεσσαλοί
ήσαν με το μέρος των Ελλήνων, νομίζω ότι οι Φωκείς θα εμήδιζον.
Εις τας υποσχέσεις δε ταύτας των Θεσσαλών απεκρίθησαν ότι
χρήματα δεν δίδουσι, και ότι εάν ήθελον ηδύναντο να μηδίσωσι
μετά της αυτής ευκολίας ως οι Θεσσαλοί· αλλ' ουδέποτε εκόντες
θα γίνωσι προδόται της Ελλάδος.

31. Όταν ήλθεν η απόκρισις αύτη τοσούτον εχολώθησαν οι Θεσσαλοί
κατά των Φωκέων, ώστε εγένοντο οδηγοί της οδού εις τον
βάρβαρον. Εκ της Τραχινίας λοιπόν εισέβαλον εις την Δωρίδα,
διότι στενή τις γλώσσα της Δωρίδος χώρας, πλάτος έχουσα περί τα
τριάκοντα στάδια και ούσα μεταξύ της Μαλίδος και της Φωκίδος,
εκτείνεται μέχρι της Τραχινίας. Η δε Δωρίς ήτο το πάλαι Δρυοπίς
και είναι η μητρόπολις των Δωριέων της Πελοποννήσου. Ταύτην την
Δωρίδα γην οι εισβαλόντες βάρβαροι ουδόλως έβλαψαν, καθότι
εμήδιζε και οι Θεσσαλοί έκρινον καλόν να φεισθώσιν αυτής.

32. Ότε δε εισέβαλον εκ της Δωρίδος εις την Φωκίδα, αυτούς μεν
τους Φωκείς δεν εύρον, διότι τινές μεν αυτών ανέβησαν εις τα
άκρα του Παρνασσού (η δε κορυφή του Παρνασσού προς το μέρος της
πόλεως Νέωνος, ούσα μεμονωμένη, είναι επιτηδεία να δεχθή πλήθος
πολύ, και καλείται Τιθορέα· εκεί λοιπόν ανεβίβασαν τα πράγματά
των και ανέβησαν και οι ίδιοι·) οι δε περισσότεροι έφυγον εις
τους Οζόλας Λοκρούς και εις την πόλιν ’μφισσαν, κειμένην υπό το
Κρισσαίον πεδίον. Οι δε βάρβαροι διέβησαν δι' όλης της Φωκίδος,
καθότι οι Θεσσαλοί ωδήγουν τον στρατόν· όσα δε εύρισκον, όλα τα
έκαιον και τα έκοπτον, θέτοντες πυρ και εις τας πόλεις και εις
τους ναούς.

33. Ταύτην την οδόν πορευόμενοι παρά τας όχθας του Κηφισσού
ποταμού κατέστρεφον τα πάντα και κατέκαυσαν τας πόλεις Δρυμόν,
Χαράδραν, Έρωχον, Τεθρώνιον, Αμφίκαιαν, Νέωνα, Πεδιέαν,
Τριταίαν, Ελάτειαν, Υάμπολιν, Παραποταμίους και ’βας όπου ήτο
πλούσιος ναός του Απόλλωνος, έχων θησαυρούς και πολλά
αναθήματα· ήτο δε και τότε, και τώρα είναι εκεί χρηστήριον. Και
τούτον μεν τον ναόν συλήσαντες ενέπρησαν· καταδιώκοντες δε τους
Φωκείς, συνέλαβον τινάς εξ αυτών πλησίον των ορέων. Τινές δε
γυναίκες απέθανον ως εκ του πλήθους των επ' αυτών ασελγησάντων.

34. Διελθόντες πλησίον των Παραποταμίων οι βάρβαροι έφθασαν εις
τους Πανοπείς· εκείθεν δε εχωρίσθη ο στρατός εις δύο, και το
πλείστον και δυνατώτατον μέρος, πορευόμενον μετά του Ξέρξου
κατά των Αθηνών εισέβαλεν εις την Βοιωτίαν διά της γης των
Ορχομενίων. Εμήδιζον δε όλοι οι Βοιωτοί, και τας πόλεις αυτών
εφύλαττον Μακεδόνες πεμφθέντες υπό του Αλεξάνδρου· τας
εφύλαττον δε θέλοντες διά τούτου να καταστήσωσι δήλον εις τον
Ξέρξην ότι οι Βοιωτοί εφρόνουν τα των Μήδων. Ηρκέσθησαν λοιπόν
οι βάρβαροι να διέλθωσι μόνον διά της χώρας ταύτης.

35. Το δε άλλο σώμα του στρατού μετά των οδηγών εκίνησε διά το
ιερόν των Δελφών, έχον τον Παρνασσόν εις τα δεξιά και
καταστρέφον όσα μέρη της Φωκίδος εύρισκε και αυτό. Αποσπασθέν
εκ του άλλου στρατού διά να αρπάση τους θησαυρούς του ναού των
Δελφών, και να τους φέρη εις τον βασιλέα, ενέπρησε κατά την
διάβασίν του τας πόλεις των Πανοπέων, των Δαυλίων και των
Αιολιδών. Ήκουσα δε ότι ο Ξέρξης, επειδή συνεχώς τω ωμίλουν
περί αυτών, εγνώριζεν όλα τα εν τω ναώ άξια λόγου πράγματα και
μάλιστα τα αναθήματα του Κροίσου του Αλυάττου, καλλίτερον ή όσα
άφησεν εις την οικίαν του.

36. Οι δε Δελφοί ακούσαντες ότι επλησίαζον οι βάρβαροι
εκυριεύθησαν υπό πανικού φόβου και ηρώτησαν το μαντείον εάν
έπρεπε να κατορύξωσιν εις την γην τους ιερούς θησαυρούς ή να
εκκομίσωσιν αυτούς εις άλλην χώραν. Ο δε θεός δεν τους άφησε να
τους μετακινήσωσιν, ειπών ότι αυτός είναι ικανός να φυλάξη τα
ιδικά του. Ακούσαντες λοιπόν ταύτα οι Δελφοί εφρόντιζον μόνον
περί εαυτών. Και τα μεν τέκνα και τας γυναίκας έπεμψαν εις την
Αχαΐαν, εξ αυτών δε οι μεν περισσότεροι ανέβησαν εις τας
κορυφάς του Παρνασσού και έκρυψαν τα πράγματά των εις το
Κωρύκιον άντρον, άλλοι δε έφυγον εις την ’μφισσαν της Λοκρίδος.

Ώστε όλοι οι Δελφοί εγκατέλειπον την πόλιν, πλην εξήκοντα
ανδρών και του προφήτου (25).

37. Ότε επλησίασαν τόσον οι βάρβαροι ώστε να διακρίνωσι τον
ναόν, τότε ο προφήτης όστις ωνομάζετο Ακήρατος είδε προ του
ναού τα ιερά όπλα τα οποία εις ουδένα των ανθρώπων ήτο
επιτετραμμένον να εγγίση και τα οποία είχον μεταφερθεί εκεί εκ
των ένδον του μεγάρου. Και ούτος μεν έσπευσε να ανακοινώση το
θαύμα τούτο εις τους εκεί παρόντας Δελφούς· οι δε βάρβαροι, άμα
έφθασαν κατεπειγόντως εις τον ναόν της Προναίας Αθηνάς,
συνέβησαν θαύματα πολύ μείζονα του πριν γενομένου θαύματος.
Διότι ήναι μεν και τούτο θαύμα μέγα, όπλα πολεμικά να έλθωσιν
έξω αυτόματα και να σταθώσι προ του ναού, τα μετά ταύτα όμως
γενόμενα είναι άξια να θαυμάση τις πλειότερον από όλα τα
τεράστια. Ότε οι βάρβαροι επερχόμενοι επλησίασαν εις τον ναόν
της Προναίας Αθηνάς, τότε εκ μεν του ουρανού έπεσαν επ' αυτών
κεραυνοί, από δε του Παρνασσού απορραγείσαι δύο κορυφαί
εφέροντο μετά πολλού πατάγου κατ' αυτών και κατέλαβον πολλούς.
Προσέτι δε εκ του ιερού της Προναίας βοή ηκούσθη και
αλλαλαγμός.

38. Όλα ταύτα ομού επελθόντα ενέβαλον εις τους βαρβάρους φόβον.
Μαθόντες δε οι Δελφοί ότι έφευγον, κατέβησαν κατ' αυτών και
εφόνευσαν πλείστους· και όσοι εσώθησαν έφυγον κατ' ευθείαν εις
τους Βοιωτούς. Έλεγον δε οι επιστρέψαντες ούτοι βάρβαροι, ως
μανθάνω, ότι πλην τούτων είδον και άλλα πράγματα υπερφυσικά,
και ότι δύο οπλίται υψηλότεροι παρ' όσον είναι οι άνθρωποι,
τους ηκολούθουν φονεύοντες και καταδιώκοντες.

39. Ούτοι οι δύο, ως λέγουσιν οι Δελφοί, είναι ήρωες επιχώριοι,
ο Φύλακος και ο Αυτόνους, των οποίων τα τεμένη είναι πλησίον
του ναού. Του μεν Φυλάκου παρ' αυτήν την οδόν ανωτέρω του ναού
της Προναίας, του δε Αυτονόου προς την πηγήν της Κασταλίας,
κάτωθεν της Υαμπείας κορυφής. Οι δε πεσόντες από του Παρνασσού
λίθοι έτι και εις τας ημέρας μου ήσαν σώοι, κείμενοι εις το
τέμενος της Προναίας Αθηνάς, όπου έπεσαν κυλιόμενοι διά των
βαρβάρων. Και τούτων μεν των ανδρών τοιαύτη υπήρξεν η από του
ναού απομάκρυνσις.

40. Ο δε ναυτικός στρατός των Ελλήνων, κατά παράκλησιν των
Αθηναίων, κατέβη από του Αρτεμισίου, εις την Σαλαμίνα.
Παρεκάλεσαν δε οι Αθηναίοι να αγκυροβολήσωσιν εις την Σαλαμίνα,
διά να μετακομίσωσι τας γυναίκας και τα τέκνα των εκ της
Αττικής, και προς τούτοις να σκεφθώσι περί του πρακτέου· καθότι
ήτο επάναγκες να διασκεφθώσιν επί της παρούσης καταστάσεως,
αφού όλαι των αι ελπίδες εψεύσθησαν. Τωόντι ενώ ήλπιζον να
εύρωσιν όλους τους Πελοποννησίους εστρατοπεδευμένος εις την
Βοιωτίαν κατά του βαρβάρου, έμαθον ότι ετείχιζον τον Ισθμόν,
περί πλείστου ποιούμενοι την Πελοπόννησον και ότι ταύτην
εφύλαττον αφίνοντες τα άλλα μέρη. Ταύτα μαθόντες παρεκάλεσαν
τους Έλληνας να προσορμισθώσιν εις την Σαλαμίνα.

41. Οι μεν άλλοι λοιπόν κατέσχον εις την Σαλαμίνα, οι δε
Αθηναίοι εις την χώραν των. Μετά την άφιξίν των εκήρυξαν όπως
δύναται έκαστος Αθηναίος να σώζη τα τέκνα και τους οικίας του.
Τότε οι μεν πλείστοι απέστειλαν αυτά εις την Τροιζήνα, άλλοι δε
εις την Αίγιναν και άλλοι εις την Σαλαμίνα. Έσπευσαν δε να τα
ασφαλίσωσι θέλοντες να υπακούσωσιν εις τον χρησμόν, όχι δε
ολιγώτερον και διά την εξής αιτίαν. Λέγουσιν οι Αθηναίοι ότι
μέγας τις όφις, φύλαξ της ακροπόλεως, ενδιαιτάται εις τον ναόν.
Ταύτα λέγοντες και πιστεύοντες ότι υπάρχει τωόντι, τω φέρουσι
κατά μήνα προσφοράν· η μηνιαία δε αύτη προσφορά είναι
πλακούντιον μελιτόεν. Τούτο λοιπόν το πλακούντιον, ενώ πρότερον
ετρώγετο πάντοτε, τότε είχε μείνει ανέπαφον. Δηλωσάσης δε ταύτα
της ιερείας, οι Αθηναίοι έτι μάλλον προθύμως εγκατέλιπον την
πόλιν των, πιστεύοντες ότι και η θεά άφησε την ακρόπολιν. Αφού
δε απεκόμισαν τα πάντα, επέστρεψαν εις το στρατόπεδον.

42. Ενώ δε τα από του Αρτεμισίου επανελθόντα πλοία ήσαν
ηγκυροβολημένα εξ την Σαλαμίνα, μαθών τούτο και ο λοιπός
ναυτικός στρατός των Ελλήνων συνέρρευσεν εκεί εκ της Τροιζήνος,
καθότι τοις είχον ειπεί πρότερον να συναθροίζωνται εις τον
Πώγωνα λιμένα των Τροιζηνίων. Συνελέχθησαν δε πολύ περισσότερα
πλοία παρ' όσα εναυμάχησαν εις το Αρτεμίσιον, και από πόλεων
περισσοτέρων. Και ναύαρχος μεν ήτο ο αυτός όστις ήτο εις το
Αρτεμίσιον, ο Σπαρτιάτης Ευρυβιάδης του Ευρυκλείδου, μολονότι
δεν κατήγετο από βασιλικόν γένος, πλοία δε πολύ περισσότερα και
άριστα πλέοντα παρέσχον οι Αθηναίοι.

43. Τον στόλον απετέλουν οι εξής· εκ της Πελοποννήσου οι
Λακεδαιμόνιοι, δόντες πλοία δεκαέξ· οι Κορίνθιοι δόντες το αυτό
πλήρωμα όσον έδοσαν και εις το Αρτεμίσιον· οι Σικυώνιοι έδοσαν
πλοία δεκαπέντε· οι Επιδαύριοι δέκα· οι Τροιζήνιοι πέντε· οι
Ερμιονείς τρία· όλοι δε ούτοι, πλην των Ερμιονέων, είναι έθνος
Δωρικόν και Μακεδνόν, ελθόντες πρώτον εκ του Ερινεού και του
Πίνδου, και τελευταίον εκ της Δρυοπίδος. Οι δε Ερμιονείς είναι
Δρύοπες, διωχθέντες υπό του Ηρακλέους και των Μαλιέων εκ της
σήμερον Δωρίδος καλουμένης χώρας. Ούτοι ήσαν όσοι ήλθον εις τον
στόλον Πελοποννήσιοι.

44. Εκ της έξω του ισθμού ηπείρου ήσαν οι Αθηναίοι μόνοι υπέρ
πάντας τους άλλους δόντες πλοία εκατόν ογδοήκοντα, καθότι εις
την Σαλαμίνα οι Πλαταιείς δεν συνεναυμάχησαν με τους Αθηναίους
διά την εξής αιτίαν. Όταν αναχωρήσαντες οι Έλληνες από του
Αρτεμισίου έφθασαν προ της Χαλκίδος, οι Πλαταιείς απέβησαν εις
τα αντιπέραν της Βοιωτίας μέρη διά να μεταφέρωσι τας
οικογενείας των έξω της χώρας ταύτης. Ενώ δε τας εξησφάλιζον,
καθυστέρησαν. Οι Αθηναίοι δε επί μεν των Πελασγών εχόντων την
σήμερον καλουμένην Ελλάδα ήσαν Πελασγοί και ωνομάζοντο Κραναοί·
επί δε του Κέκροπος βασιλέως, επεκλήθησαν Κεκροπίδαι.
Παραλαβόντος δε την βασιλείαν του Ερεχθέως, μετωνομάσθησαν
Αθηναίοι. Τέλος ότε ο Ίων, υιός του Ξούθου, εγένετο στρατάρχης
των Αθηναίων, εκλήθησαν από τούτου Ίωνες.

45. Οι δε Μεγαρείς παρέσχον τον αυτόν αριθμόν των πλοίων τον
οποίον και εις το Αρτεμίσιον· οι Αμπρακιώται επεβοήθησαν
έχοντες επτά πλοία, και οι Λευκάδιοι τρία, όντες ούτοι έθνος
Δωρικόν εκ της Κορίνθου.

46. Εκ των νησιωτών οι μεν Αιγινήται έδοσαν τριάκοντα πλοία·
είχον πεπληρωμένα και άλλα ακόμη, αλλά δι' αυτών εφύλαττον την
χώραν των, και μόνον με τριάκοντα άριστα πλέοντα εναυμάχησαν εν
Σαλαμίνι. Οι δε Αιγινήται είναι έθνος Δωρικόν εκ της Επιδαύρου
και της νήσου ταύτης πρότερον το όνομα ήτο Οινώνη. Μετά δε τους
Αιγινήτας οι Χαλκιδείς με τα είκοσι πλοία τα οποία είχον δώσει
εις το Αρτεμίσιον, και οι Ερετριείς με τα επτά. Ούτοι είναι
Ίωνες. Μετ' αυτούς οι Κείοι τα αυτά έχοντες· είναι δε ούτοι
Ίωνες εξ Αθηνών. Οι δε Νάξιοι έδοσαν τέσσαρα. Ούτοι είχον σταλή
από τους συμπολίτας των, ως και οι άλλοι νησιώται των Κυκλάδων,
εις τους Μήδους, αλλά καταφρονήσαντες τους εντολείς ήλθον εις
τους Έλληνας κατά παρακίνησιν του Δημοκρίτου, ανδρός εγκρίτου
μεταξύ των αστών, και τότε όντος τριηράρχου. Οι Νάξιοι δε είναι
Ίωνες και κατάγονται εξ Αθηνών. Οι Στυρείς έδοσαν τα αυτά πλοία
τα οποία είχον δώσει πρότερον, οι δε Κύθνιοι έν πλοίον και μίαν
πεντηκόντορον. Οι δύο ούτοι λαοί είναι Δρύοπες. Απετέλουν
επίσης μέρος του στόλου οι Σερίφιοι, οι Σίφνιοι και οι Μήλιοι.
Ούτοι μόνοι εκ των νησιωτών δεν έδοσαν εις τον βάρβαρον γην και
ύδωρ.

47. Όλοι ούτοι, κατοικούντες έσωθεν των Θεσπρωτών και του
Αχέροντος, έλαβον μέρος εις τον πόλεμον, καθότι οι Θεσπρωτοί
συνορεύουσι με τους Αμπρακιώτας και τους Λευκαδίους, οίτινες
προσήλθον εκ των απωτάτων μερών. Εκ των έξω των ορίων τούτων
κατοικούντων, μόνοι οι Κροτωνιάται εβοήθησαν την Ελλάδα
κινδυνεύουσαν μεθ' ενός πλοίου του οποίου αρχηγός ήτο ο
Φαύλλος, ανήρ τρις νικήσας εις τα Πύθια. Είναι δε οι
Κροτωνιάται κατά το γένος Αχαιοί.

48. Τοιουτοτρόπως οι μεν άλλοι σύμμαχοι έδοσαν τριήρεις οι δε
Μήλιοι, οι Σίφνιοι και οι Σερίφιοι, πεντηκοντόρους. Οι Μήλιοι,
καταγόμενοι εκ της Λακεδαίμονος, έφερον δύο· οι Σίφνιοι και οι
Σερίφιοι, όντες Ίωνες εξ Αθηνών, έφερον από μίαν. Ο δε αριθμός
των πλοίων όλων, πλην των πεντηκοντόρων, ήτο τριακόσια
εβδομήκοντα και οκτώ.

49. Ότε δε συνήλθον από των ειρημένων πόλεων οι στρατηγοί εις
την Σαλαμίνα, διεσκέφθησαν· και ο Ευρυβιάδης προέτεινε να ειπή
ο θέλων την γνώμην του εις ποίον μέρος εξ όσων ήσαν ακόμη
κύριοι ενόμιζεν ότι ήτο επιτηδειότατον να γίνη ναυμαχία, καθότι
είχον αφήσει πλέον την Αττικήν και επρόκειτο λόγος περί των
λοιπών μερών. Αι πλείσται δε των λεγόντων γνώμαι συνεφώνουν να
πλεύσωσιν εις τον Ισθμόν και να ναυμαχήσωσι προ της
Πελοποννήσου· εστηρίζοντο δε εις τούτον τον λόγον, ότι αν
νικηθώσιν εις την ναυμαχίαν, όντες μεν εις την Σαλαμίνα, θα
πολιορκηθώσιν εις νήσον όπου δεν θα έχωσι να ελπίσωσιν ουδεμίαν
βοήθειαν, όντες δε πλησίον του Ισθμού δύνανται να καταφύγωσιν
εις τους ιδικούς των.

50. Ταύτα σκεπτομένων των εκ Πελοποννήσου στρατηγών, ήλθεν
άνθρωπός τις από τας Αθήνας αγγέλλων ότι ο βάρβαρος έφθασεν εις
την Αττικήν και έκαιεν αυτήν όλην· διότι ο μετά του Ξέρξου
ερχόμενος διά των Βοιωτών στρατός, εμπρήσας τας πόλεις των
Θεσπιέων και των Πλαταιέων των οποίων οι κάτοικοι είχον
καταφύγει εις την Πελοπόννησον, έφθασεν εις τας Αθήνας και
κατέστρεφε τα πάντα. Ενέπρησε δε ο βάρβαρος την Θέσπειαν και
την Πλάταιαν, μαθών παρά των Θηβαίων ότι δεν εμήδιζον.

51. Από της διαβάσεως του Ελλησπόντου, όθεν οι βάρβαροι ήρχισαν
να έρχωνται πεζοί, αφού διέτριψαν εκεί ένα μήνα έως ου διαβώσιν
εις την Ευρώπην, εχρειάσθησαν άλλους τρεις μήνας διά να έλθωσιν
εις την Αττικήν, επί άρχοντος των Αθηναίων Καλλιάδου. Φθάσαντες
εκυρίευσαν το άστυ έρημον ευρόντες μόνον ολίγους τινάς
Αθηναίους διαχειριστάς του ιερού και πτωχούς ανθρώπους, οίτινες
φράξαντες διά σανίδων και ξύλων την ακρόπολιν, επερίμενον να
πολεμήσωσι τους επερχομένους, αφ' ενός μεν διότι ένεκα της
πενίας των δεν ηδυνήθησαν να υπάγωσιν εις την Σαλαμίνα, αφ'
ετέρου δε διότι ενόμισαν ότι αυτοί ενόησαν τον χρησμόν τον
οποίον είπεν η Πυθία, ότι το ξύλινον τείχος θα ήναι ανάλωτον,
και ότι κατά τον χρησμόν αυτό είναι το άσυλον και όχι τα πλοία.

52. Οι Πέρσαι εστρατοπεδεύσαντο εις τον απέναντι της ακροπόλεως
όχθον, τον οποίον οι Αθηναίοι καλούσιν ’ρειον πάγον, και
επολιόρκησαν τον ναόν κατά τον εξής τρόπον. Τυλίσσοντες με
στυπείον τα βέλη και ανάπτοντες αυτό, ετόξευον εις το φράγμα.
Οι δε πολιορκούμενοι Αθηναίοι, μολονότι έφθασαν εις τα έσχατα
δεινά και κατεστράφη το φράγμα, αντείχον όμως και δεν εδέχοντο
τους λόγους των Πεισιστρατιδών οίτινες τους προέτρεψαν να
συνθηκολογήσουν. Αμυνόμενοι δε και άλλα πολλά αντεμηχανώντο και
προσέτι ότε οι βάρβαροι επλησίαζον εις τας πύλας έρριπτον κατ'
αυτών μεγάλας πέτρας στρογγύλας· ώστε ο Ξέρξης επί πολύν χρόνον
ήτο εις απορίαν μη δυνάμενος να τους κυριεύση.

53. Τέλος οι βάρβαροι ανεκάλυψαν είσοδόν τινα ανελπίστως,
καθότι ήτο πεπρωμένον, κατά τον χρησμόν, όλη η εις την ήπειρον
Αττική να πέση υπό τους Πέρσας. Έμπροσθεν της ακροπόλεως
όπισθεν δε των πυλών και της ανόδου, πλησίον του ιερού της
Αγλαύρου, θυγατρός του Κέκροπος, εις το μέρος όπου ούτε
εφύλαττέ τις ούτε ηδύνατο να φαντασθή ότι εκείθεν δύναται ν'
αναβή άνθρωπος, καθότι ήτο πολύ απόκρημνον, βάρβαροί τινες
ανέβησαν. Οι Αθηναίοι ιδόντες αυτούς αναβάντας εις την
ακρόπολιν, άλλοι μεν εκρημνίσθησαν από του τείχους και
εφονεύθησαν, άλλοι δε κατέφυγον εντός του ναού της Αθήνας. Οι
δε αναβάντες Πέρσαι, πρώτον μεν έδραμον εις τας πύλας, και αφού
ήνοιξαν αυτάς εφόνευσαν τους ικέτας· και αφού τους έστρωσαν
όλους νεκρούς υπό τους πόδας των, εσύλησαν το ιερόν και
ενέπρησαν πάσαν την ακρόπολιν.

54. Κυριεύσας λοιπόν ο Ξέρξης κατά κράτος τας Αθήνας, έπεμψεν
εις τα Σούσα ιππέα αγγελιαφόρον διά να αναγγείλη εις τον
Αρτάβανον την μεγάλην ταύτην επιτυχίαν. Δύο δε ημέρας μετά την
αναχώρησιν του κήρυκος συγκαλέσας τους Αθηναίους όσοι
εξορισθέντες άλλοτε από την πόλιν ηκολούθουν τότε αυτόν, τοις
είπε να αναβώσιν εις την ακρόπολιν και να θυσιάσωσι κατά τον
ιδικόν των τρόπον. Παρήγγειλε δε ταύτα είτε διότι είδε φάσμα τι
εις τον ύπνον του, είτε διότι μετενόησε διά τον εμπρησμόν του
ιερού. Οι δι φυγάδες των Αθηναίων διετέλεσαν τα προσταχθέντα.

55. Τώρα θα είπω διά ποίον λόγον ανέφερον τούτο. Υπάρχει εις
την ακρόπολιν ταύτην ναός του Ερεχθέως, του λεγομένου γηγενούς,
εντός του οποίον ευρίσκονται ελαία και θάλασσα, τα οποία ως
λέγουσιν οι Αθηναίοι έθεσαν εκεί ο Ποσειδών και η Αθηνά εις
μαρτύριον της έριδός των περί της κατοχής της χώρας. Αύτη
λοιπόν η ελαία, ομού με το άλλο ιερόν, εκάη υπό των βαρβάρων.
Δύο δε ημέρας μετά τον εμπρησμόν, ότε ανέβησαν εις το ιερόν οι
υπό του βασιλέως προσταχθέντες Αθηναίοι να θυσιάσωσιν, είδον
βλαστόν περίπου πηχυαίον αναδεδραμηκότα εκ του στελέχους. Ούτοι
μεν ταύτα είπον.

56. Οι δε εν Σαλαμίνι Έλληνες, άμα ανηγγέλθησαν εις αυτούς τα
περί την ακρόπολιν των Αθηναίων διατρέξαντα, τοσούτον
εταράχθησαν ώστε τινές των στρατηγών ουδέ να κυρωθή περιέμεινον
το ζήτημα το οποίον είχον υπό συζήτησιν, αλλ' έδραμον εις τα
πλοία των και ανεπέτασαν τα ιστία διά να αποπλεύσωσιν· όσοι δε
έμειναν απεφάσισαν να ναυμαχήσωσι προ του Ισθμού. Εν τούτοις
εγένετο νυξ, και διαλυθέντες εκ του συνεδρίου εισήλθον εις τα
πλοία.

57. Τότε τον Θεμιστοκλέα ελθόντα εις το πλοίον ηρώτησεν ο
Αθηναίος Μνησίφιλος τι απεφασίσθη εις το συνέδριον· μαθών δε
παρ' αυτού ότι απεφασίσθη να φέρωσι τα πλοία εις τον Ισθμόν και
να ναυμαχήσωσι προ της Πελοποννήσου, είπεν· «Εάν απομακρύνωσι
τα πλοία από την Σαλαμίνα, δεν θα ναυμαχήσης πλέον περί μιας
πατρίδος, καθότι όλοι θα τραπώσιν εις τας πόλεις των και ούτε ο
Ευρυβιάδης ούτε άλλος τις άνθρωπος δεν θα δυνηθή να τους
κρατήση ώστε να μη διασκορπισθή ο στρατός· και τοιουτοτρόπως η
Ελλάς θα χαθή εκ της ανοησίας των αρχηγών της. Εάν υπάρχη ακόμη
μέσον τι, δράμε και προσπάθησον να ματαιώσης τα αποφασισθέντα,
πράξον ό,τι δυνηθής διά να πείσης τον Ευρυβιάδη ότι πρέπει να
μεταβάλη γνώμην και να μείνωσι αυτού.»

58. Η συμβουλή αύτη ήρεσε πολύ εις τον Θεμιστοκλέα και χωρίς να
αποκριθή τίποτε υπήγεν εις το πλοίον του Ευρυβιάδου· φθάσας
είπεν ότι ήθελε να τω ομιλήση περί κοινής τίνος υποθέσεως, ο δε
Ευρυβιάδης τω εμήνυσε να αναβή εις το πλοίον εάν ήθελε να τω
ομιλήση. Τότε ο Θεμιστοκλής καθεσθείς πλησίον του επανέλαβεν
όλα όσα ήκουσεν από τον Μνησίφιλον οικειοποιούμενος αυτά και
προστεθείς και άλλα πολλά μέχρις ου τον έπεισε να εξέλθη του
πλοίου και να συγκαλέση τους στρατηγούς εις το συνέδριον.

59. Συναχθέντων δε αυτών, πριν εκθέση ο Ευρυβιάδης τον λόγον
διά τον οποίον τους συνεκάλεσεν, ο Θεμιστοκλής είχεν ήδη
αρχίσει να λέγη πολλά όπως κατορθώση τον σκοπόν του. Ενώ δε
ωμίλει, ο Κορίνθιος στρατηγός Αδείμαντος του Ωκύτου είπεν· «Ω
Θεμιστόκλεις, οι παρεξανιστάμενοι εις τους αγώνας ραπίζονται.»
Ο δε Θεμιστοκλής απολογούμενος είπε· «Και οι εγκαταλειπόμενοι
δεν στεφανούνται.»

60. Και τότε μεν απήντησεν ηπίως προς τον Κορίνθιον, προς δε
τον Ευρυβιάδη δεν είπε πλέον τίποτε εξ εκείνων τα οποία τω είπε
προηγουμένως, ότι δηλαδή εάν αναχωρήσωσιν εκ της Σαλαμίνος θα
διασκορπισθώσιν εδώ και εκεί, καθότι ενόμισεν απρεπές να
κατηγορήση τους συμμάχους παρόντας. Μετεχειρίσθη λοιπόν άλλα
επιχειρήματα και είπεν. 1. «Εις σε τώρα απόκειται να σώσης την
Ελλάδα εάν πεισθής εις εμέ και ναυμαχήσης μένων εδώ, χωρίς να
ακούσης εκείνους οίτινες προτείνουσι να φέρωμεν τα πλοία εις
τον Ισθμόν. ’κουσον και παράβαλε τας δύο γνώμας. Ναυμαχών εις
τον Ισθμόν, θα ναυμαχήσης εν πελάγει αναπεπταμένω, όπερ ουδόλως
συμφέρει εις ημάς, διότι έχομεν πλοία βαρύτερα και ελάσσονα τον
αριθμόν. Διά τούτον δε, εάν κατά τα άλλα ευτυχήσωμεν, θα
χάσωμεν όμως την Σαλαμίνα, τα Μέγαρα και την Αίγιναν, καθότι ο
πεζός στρατός θέλει ακολουθήσει τον εχθρικόν στόλον.
Τοιουτοτρόπως θα τους σύρης εις την Πελοπόννησον και θα θέσης
εις κίνδυνον όλην την Ελλάδα. 2. Εάν εκτελέσης όσα λέγω, ιδού
ποίας ωφελείας θα εύρης εις αυτά· πρώτον μεν ναυμαχούντες εις
στενόν μέρος με ολίγα πλοία εναντίον πολλών, εάν ο πόλεμος λάβη
την εις τοιαύτας περιστάσεις συνήθη έκβασιν, ημείς θα
υπερισχύσωμεν πολύ· διότι να ναυμαχήσωμεν εις στενόν συμφέρει
εις ημάς, να ναυμαχήσωμεν όμως εις ευρυχωρίαν συμφέρει εις
εκείνους. Προς τούτοις αφ' ενός μεν σώζεται η Σαλαμίς, όπου
έχομεν τα τέκνα και τας γυναίκας ημών, αφ' ετέρου δε
επιτυγχάνεται εκείνο το οποίον τόσον επιθυμείτε· μένων εδώ θα
ναυμαχήσης υπέρ της Πελοποννήσου επίσης, ως και πλησίον του
Ισθμού, και δεν θα φέρης, αν φρονής ορθώς, τους βαρβάρους εις
την Πελοπόννησον. 3. Εάν δε γίνωσι και όσα εγώ ελπίζω, εάν
νικήσωμεν με τα πλοία, ούτε θα έλθωσιν εις τον Ισθμόν οι
βάρβαροι ούτε θα προχωρήσωσι μακρύτερον της Αττικής, αλλά θα
φύγωσιν εν αταξία και θα έχωμεν το κέρδος ότι θα σωθώσι τα
Μέγαρα, η Αίγινα και η Σαλαμίς, εις την οποίαν έχομεν και
χρησμόν ότι θα νικήσωμεν τους εχθρούς. Όταν οι άνθρωποι
βουλεύωνται καλώς, ως επί το πλείστον και η επιτυχία είναι
βεβαία, ενώ όταν δεν βουλεύωνται καλώς, ούτε ο θεός δεν θέλει
να τους βοηθή.»

61. Ταύτα λέγοντος του Θεμιστοκλέους, πάλιν ο Κορίνθιος
Αδείμαντος ανθίστατο λέγων να σιωπήση άνθρωπος μη έχων πατρίδα,
και δεν άφινε τον Ευρυβιάδην να θέση εις ψηφοφορίαν την
πρότασιν ανδρός απόλιδος. Προς δε τον Θεμιστοκλέα έλεγε να
δείξη πρώτον ποία ήτο η πόλις του και έπειτα να δίδη γνώμας εις
το κοινόν. Έλεγε δε ταύτα καθότι αι Αθήναι είχον αλωθή και
κατείχοντο υπό των βαρβάρων. Τότε ο Θεμιστοκλής δεν ηδυνήθη
πλέον να κρατηθή, αλλ' αφού ύβρισε πικρώς τους Κορινθίους και
τον Αδείμαντον, υπέδειξεν ότι ενόσω οι Αθηναίοι, είναι κύριοι
διακοσίων πλοίων με πληρώματα τέλεια, και πόλιν έχουσι και γην
μείζονα της ιδικής των, καθότι ουδείς των Ελλήνων θα δυνηθή να
αποκρούση την έφοδόν των.

62. Μετά τας εξηγήσεις ταύτας, έστρεψε πάλιν τον λόγον προς τον
Ευρυβιάδην και τω είπε με τόνον περισσότερον· «Εάν μείνης εδώ,
θα φανής ανήρ δίκαιος· ει δε μη, θα απολέσης την Ελλάδα, καθότι
η τύχη του πολέμου εξαρτάται από τα πλοία ταύτα. Αλλά πρόσεξον,
εάν δεν εκτελέσης ταύτα, ημείς μεν, ως έχομεν, λαμβάνοντες τα
τέκνα και τας γυναίκας μας, αναχωρούμεν εις την Σίριν της
Ιταλίας, ήτις είναι ημετέρα εκ παλαιού και οι χρησμοί λέγουσιν
ότι πρέπει να οικισθή από ημάς· υμείς δε μονωθέντες τοιούτων
συμμάχων, θα ενθυμηθήτε τους εμούς λόγους.»

63. Ταύτα ειπόντος του Θεμιστοκλέους, ο Ευρυβιάδης μετέβαλε
γνώμην, φοβηθείς, ως νομίζω, προ πάντων μήπως εάν φέρωσι τα
πλοία εις τον Ισθμόν τους αφήσωσιν οι Αθηναίοι και φύγωσι·
καθότι αν άφινον αυτούς οι Αθηναίοι, οι λοιποί δεν ήσαν πλέον
ικανοί ν' αντιταχθώσι κατά των πολεμίων. Όθεν επροτίμησε την
γνώμην να μείνωσιν αυτού και να ναυμαχήσωσιν.

64. Ούτω λοιπόν οι περί την Σαλαμίνα αφού ηκροβολίσθησαν διά
λόγων, ητοιμάζοντο να ναυμαχήσωσιν αυτού, επειδή το ενέκρινεν ο
Ευρυβιάδης. Εφάνη εν τούτοις η ημέρα, και άμα ανέτειλεν ο
ήλιος, εγένετο σεισμός εις την γην και εις την θάλασσαν.
Έκρινον λοιπόν εύλογον να προσευχηθώσιν εις τους θεούς και να
επικαλεσθώσι την βοήθειαν των Αιακιδών. ’μ' έπος, άμ' έργον.
Αφού δε προσευχήθησαν εις όλους τους θεούς, τον μεν Αίαντα και
τον Τελαμώνα επεκαλέσθησαν εκεί εις την Σαλαμίνα, τον δε Αιακόν
και τους άλλους Αιακίδας έπεμψαν πλοίον εις την Αίγιναν διά να
τους μεταφέρη.

65. Ο Αθηναίος Δίκαιος του Θεοκύδους, φυγάς και πολλήν υπόληψιν
απολαμβάνων παρά τοις Μήδοις, κατ' εκείνην την εποχήν, είπεν ότι
όταν η Αττική έρημος ούσα Αθηναίων κατεστρέφετο υπό του πεζού
στρατού του Ξέρξου, έτυχε τότε να ήναι αυτός ομού με τον
Λακεδαιμόνιον Δημάρατον εις το Θριάσιον πεδίον, και είδε
κονιορτόν ερχόμενον εκ της Ελευσίνος ως να ηγείρετο υπό
τριάκοντα τουλάχιστον χιλιάδων ανθρώπων. Ενώ δε εθαύμαζον αυτός
και ο Δημάρατος και ηρώτων καθ' εαυτούς ποίων αρά γε ανθρώπων
να ήτο ο κονιορτός· «Αίφνης, είπεν, ηκούσαμεν φωνήν και
ανεγνώρισα ότι η φωνή αύτη ήτο ο μυστικός ίακχος. Ο Δημάρατος
αδαής ων των Ελευσινίων μυστηρίων, ηθέλησε να μάθη τι ήτο τούτο
το φθεγγόμενον. Εγώ δε είπον· «Δημάρατε, αδύνατον είναι να μη
συμβή μεγάλη τις βλάβη εις τον στρατόν του βασιλέως· διότι,
αφού η Αττική είναι έρημος, δεν μένει αμφιβολία ότι το
φθεγγόμενον είναι θείον τι, και έρχεται εκ της Ελευσίνος προς
βοήθειαν των Αθηναίων και των συμμάχων. Εάν ο κονιορτός ούτος
επισκήψη εις την Πελοπόννησον, θα ήναι ο κίνδυνος εις αυτόν τον
βασιλέα και εις τον στρατόν της ξηράς· εάν δε εις τα πλοία τα
εν Σαλαμίνι, ο βασιλεύς θα κινδυνεύση να χάση τον ναυτικόν
στρατόν. Οι Αθηναίοι κατά παν έτος τελούσιν εορτήν προς τιμήν
της μητρός και της κόρης και μυείται εις αυτήν όστις θέλει εξ
αυτών και εκ των άλλων Ελλήνων· η δε φωνή την οποίαν ακούεις
είναι μυστική φωνή την οποίαν εκπέμπουσιν εις αυτήν την εορτήν
και ήτις καλείται ίακχος.» Προς ταύτα ο Δημάρατος επανέλαβε·
«Σιώπα, και μη είπης τούτο εις κανένα άλλον, διότι εάν οι
λόγοι ούτοι φθάσωσιν εις τα ώτα του βασιλέως, θα χάσης την
κεφαλήν σου· ούτε εγώ θα δυνηθώ να σε σώσω, ούτε άλλος κανείς
άνθρωπος. Μένε λοιπόν ήσυχος· όσον δ' αφορά τον στρατόν, ας
φροντίσωσι περί τούτου οι θεοί. Τοιαύτη ήτο η συμβουλή του
Δημαράτου· εν τούτοις η φωνή και το νέφος του κονιορτού εξ ου
αύτη εξήρχετο εφέροντο προς την Σαλαμίνα όπου ήτο ο ελληνικός
στόλος και τοιουτοτρόπως ενοήσαμεν ότι το ναυτικόν του Ξέρξου
έμελλε να καταστραφή.» Ταύτα μεν διηγήθη ο Δίκαιος του
Θεοκύδους, επικαλούμενος την μαρτυρίαν του Δημαράτου καί τινων
άλλων.

66. Ο δε ναυτικός στρατός του Ξέρξου, αφού εθεώρησε την θραύσιν
των Λακεδαιμονίων διέβη εκ της Τραχίνος εις την Ιστίαιαν·
μείνας εκεί τρεις ημέρας, έπλευσεν έπειτα διά του Ευρίπου και
εις τρεις άλλας ημέρας έφθασεν εις το Φάληρον. Ως εγώ νομίζω ο
αριθμός των διά ξηράς εισβαλόντων εις τας Αθήνας και των διά
θαλάσσης ελθόντων δεν ήτο ελάσσων εκείνων οίτινες ήλθον εις την
Σκηπιάδα και εις τας Θερμοπύλας. Διότι αντί εκείνων οίτινες
απώλοντο είτε εις τας Θερμοπύλας είτε εις τας ναυμαχίας του
Αρτεμισίου, καθιστώ τους εξής, οίτινες τότε ακόμη δεν
ηκολούθουν τον βασιλέα· τους Μαλιής, τους Δωριείς, τους Λοκρούς
και όλους τους Βοιωτούς πλην των Θεσπιέων και των Πλαταιέων·
προς τούτοις δε τους Καρυστίους τους Ανδρίους, τους Γοννίους
και τους λοιπούς νησιώτας όλους, πλην των πέντε πόλεων των
οποίων τα ονόματα εμνήσθην ανωτέρω διότι όσον περισσότερον
επροχώρει ο Πέρσης εις τα ενδότερα της Ελλάδος, τόσον
περισσότερα έθνη τον ηκολούθουν.

67. Όταν λοιπόν όλοι ούτοι πλην των Παρίων (οίτινες είχον
μείνει εις την Κύθνον και εκαραδόκουν πώς ήθελεν αποβή ο
πόλεμος) έφθασαν οι μεν εις τας Αθήνας οι δε εις το Φάληρον, ο
Ξέρξης κατέβη αυτοπροσώπως εις τα πλοία επιθυμών να ομιλήση με
τους ναυτικούς και να μάθη τας γνώμας αυτών. Αφού δε ελθών
εκάθισε, παρέστησαν προσκληθέντες οι των υπ' αυτόν εθνών
τύραννοι και ταξίαρχοι και εκάθισαν κατά τον βαθμόν με τον
οποίον είχε τιμήσει έκαστον ο βασιλεύς· πρώτος μεν ο Σιδώνιος
βασιλεύς, μετά τούτον ο Τύριος, και κατόπιν οι άλλοι. Αφού δε
εκάθησαν όλοι με τάξιν, έπεμψεν ο Ξέρξης τον Μαρδόνιον διά να
ερωτά και να εξετάζη την γνώμην εκάστου, εάν ενέκρινον να δοθή
ναυμαχία.

68. Επειδή δε ο Μαρδόνιος περιερχόμενος ήρχισεν από τον
Σιδώνιον και ηρώτα, οι μεν άλλοι έδιδον όλοι την αυτήν γνώμην,
παρακινούντες να γίνη ναυμαχία· η δε Αρτεμισία είπε τα εξής· 1.
«Ειπέ εκ μέρους μου εις τον βασιλέα, Μαρδόνιε, ότι εγώ ταύτα
λέγω· Δέσποτα, επειδή εις τας ναυμαχίας τας περί την Εύβοιαν
δεν εφάνην άνανδρος ούτε έπραξα ολιγώτερα των άλλων, είναι
δίκαιον να είπω την γνώμην την οποίαν έχω και ό,τι φρονώ
ωφελιμώτατον εις τα συμφέροντά σου. Όθεν ταύτα λέγω· Φείδου των
πλοίων και μη κάμνης ναυμαχίαν· καθότι οι άνθρωποι ούτοι εις
την θάλασσαν είναι τόσον κρείττονες των σων ανδρών, όσον άνδρες
γυναικών. Ποία η απόλυτος ανάγκη να κινδυνεύσης πάλιν ναυμαχών;
Δεν έχεις τας Αθήνας διά τας οποίας απεφάσισες να εκστρατεύσης;
δεν έχεις και την άλλην Ελλάδα; Ιδού, κανείς πλέον δεν ίσταται
ενώπιόν σου εμπόδιον, διότι όσοι αντέστησαν, ετιμωρήθησαν ως
τους έπρεπε. 2. Πώς δε θα αποβώσι τα πράγματα ταύτα εις τους
εχθρούς σου, θα σοι είπω αμέσως· εάν μεν δεν βιασθής να δώσης
ναυμαχίαν, αλλ' έχης εδώ τα πλοία μένων πλησίον της γης ή και
προβαίνων εις την Πελοπόννησον, ευκόλως, ω δέσποτα, θα επιτύχης
όσα κατά νουν έχων ήλθες, καθότι δεν δύνανται να αντέχωσιν επί
πολύ οι Έλληνες και θα τους αναγκάσης τοιουτοτρόπως να
διασκεδασθώσι και να φύγωσιν έκαστος εις την πόλιν του. Η νήσος
αύτη, ως έμαθον, δεν έχει αρκούσας τροφάς δι' αυτούς, και
ουδεμία πιθανότης υπάρχει, εάν φέρης τον πεζόν στρατόν εις την
Πελοπόννησον, ότι θα μείνωσιν εδώ ήσυχοι όσοι εξ αυτών ήλθον
εκείθεν, ούτε θα τους μέλη να ναυμαχήσωσιν υπέρ των Αθηνών. 3.
Εάν όμως βιασθής να ναυμαχήσης αμέσως, φοβούμαι μήπως βλαφθείς
ο ναυτικός στρατός βλάψη και τον πεζόν. Προς τούτοις, ω
βασιλεύ, σκέφθητι και τούτο ότι συνήθως οι καλοί άνθρωποι
έχουσι δούλους κακούς και οι κακοί καλούς· συ λοιπόν όστις
είσαι ο κάλλιστος των ανθρώπων, έχεις δούλους κακούς οίτινες
λέγονται σύμμαχοί σου, οι Αιγύπτιοι, οι Κύπριοι, οι Κίλικες, οι
Πάμφυλοι, παρά των οποίων μη περιμένης όφελος.»

69. Ότε η Αρτεμισία είπε ταύτα προς τον Μαρδόνιον, όσον μεν
ήσαν εύνοοι προς αυτήν εθεώρησαν τους λόγους τούτους ως
δυστύχημα και εφοβήθησαν μήπως πάθη κακόν από τον βασιλέα
εμποδίζουσα αυτόν να ναυμαχήση· όσοι δε την εμίσουν και την
εφθόνουν, καθότι μεταξύ των συμμάχων απελάμβανε τας πρώτας
τιμάς, έχαιρον δια την αντίστασίν της, ελπίζοντες ότι αύτη
ήθελε την απολέσει. Ότε όμως ανεφέρθησαν αι γνώμαι εις τον
Ξέρξην, πολύ ήρεσεν η γνώμη της Αρτεμισίας, και κρίνων ούτος
ότι η βασίλισσα αύτη ήτο έτι μάλλον αξία της υπολήψεώς του, την
επήνεσε τότε πολύ περισσότερον. Συγχρόνως όμως διέταξε ν'
ακολουθήσωσι την γνώμην των περισσοτέρων, και υποθέτων ότι εις
την Εύβοιαν εφέρθησαν χαλαρώς, διότι δεν ήτο
αυτός εκεί, ητοιμάσθη ο ίδιος να γίνη θεατής της ναυμαχίας.

70. Ότε εδόθη η διαταγή να κινήσωσιν, ανήγαγον τα πλοία και
ελθόντες εις την Σαλαμίνα παρετάχθησαν εκεί ησύχως. Τότε όμως
δεν τους έφθασεν η ημέρα διά να ναυμαχήσωσι, καθότι επήλθεν η
νυξ· όθεν ητοιμάσθησαν διά την ακόλουθον ημέραν. Εν τούτοις
φόβος και τρόμος κατέλαβε τους Έλληνας, προ πάντων τους εκ
Πελοποννήσου. Εφοβούντο δε, διότι μένοντες εις την Σαλαμίνα
έμελλον να ναυμαχήσωσιν υπέρ της χώρας των Αθηναίων, και ότι
εάν νικηθώσι θα πολιορκηθώσι περιωρισμένοι εις νήσον αφίνοντες
την ιδίαν εαυτών χώραν αφύλακτον.

71. Κατ' αυτήν την ιδίαν νύκτα ο πεζός στρατός των βαρβάρων
επορεύετο και ήρχετο εις την Πελοπόννησον, μολονότι όλα τα
μέτρα ελήφθησαν διά να μη εισέλθωσιν οι βάρβαροι εις αυτήν διά
ξηράς. Τωόντι, άμα έμαθον οι Πελοποννήσιοι τον θάνατον των μετά
του Λεωνίδου εις τας Θερμοπύλας, συνδραμόντες εκ των πόλεων,
εστρατοπεδεύσαντο εις τον Ισθμόν. Στρατηγός δε αυτών ήτο ο
Κλεόμβροτος του Αναξανδρίδου, αδελφός του Λεωνίδου.
Στρατοτεδευσάμενοι λοιπόν εις τον Ισθμόν, πρώτον μεν
περιχαράκωσαν την Σκιρωνίδα οδόν μετά ταύτα δε σκεφθέντες
απεφάσισαν και ήρχισαν να κτίζωσι τείχος εκ του ενός μέχρι του
άλλου άκρου του Ισθμού. Επειδή δε ήσαν πολλαί μυριάδες και όλοι
εν γένει ειργάζοντο, το έργον προώδευε ταχέως καθότι όλοι
έφερον άλλος λίθους, άλλος πλίνθους, άλλος ξύλα, άλλος κοφίνους
πλήρεις άμμου και δεν έπαυον εργαζόμενοι ούτε ημέραν ούτε
νύκτα.

72. Οι δε Έλληνες οι ελθόντες πανδημεί εις τον Ισθμόν ήσαν οι
εξής· όλοι οι Λακεδαιμόνιοι, οι Αρκάδες, οι Ηλείοι, οι
Κορίνθιοι, οι Σικυώνιοι, οι Επιδαύριοι, οι Φλιάσιοι, οι
Τροιζήνιοι και οι Ερμιονείς. Ούτοι ήσαν οι ελθόντες και
απόφασιν έχοντες να σώσωσι την Ελλάδα κινδυνεύουσαν, οι δε
άλλοι Πελοποννήσιοι ουδεμίαν φροντίδα έλαβον, μολονότι τα
Ολύμπια και τα Κάρνεια είχον ήδη παρέλθει.

73. Κατοικούσι δε την Πελοπόννησον έθνη επτά. Εκ τούτων τα μεν
δύο, οι Αρκάδες και οι Κυνούριοι, είναι αυτόχθονα και κατέχουσι
την αυτήν γην έκπαλαι· έν δε έθνος, το Αχαϊκόν, εκ μεν της
Πελοποννήσου δεν εξήλθεν, αφήκεν όμως την πάλαιάν χώραν του και
τώρα κατοικεί άλλην. Τα δε λοιπά τέσσαρα ήλθον έξωθεν, και
είναι Δωριείς, Αιτωλοί, Δρύοπες και Λήμνιοι. Και οι μεν Δωριείς
έχουσι πολλάς και αξιολόγους πόλεις· οι Αιτωλοί μίαν μόνην, την
Ήλιδα· οι Δρύοπες την Ερμιόνην και την Ασίνην ήτις είναι
πλησίον της Καρδαμύλης της Λακωνικής· οι δε Λήμνιοι όλοι την
γην των Παρωρεατών. Οι δε Κυνούριοι, αυτόχθονες όντες, μόνοι
φαίνοντες Ίωνες και ότι με τον καιρόν εγένοντο Δωριείς, καθό
κυβερνηθέντες υπό των Αργείων ότε εκαλούντο Ορνεάται και ήσαν
περίοικοι αυτών. Τούτων λοιπών των επτά εθνών αι λοιπαί πόλεις,
πλην εκείνων τας οποίας απηρίθμησα, έμενον ουδέτεραι, και εάν
μοι ήναι επιτετραμμένον να ομιλήσω ελευθέρως, μένουσαι
ουδέτεραι εμήδιζον.

74. Όσοι λοιπόν ήσαν εις τον Ισθμόν, τοιαύτας εργασίας είχον,
καθότι διέτρεχον κίνδυνον περί του παντός και δεν ήλπιζον να
κατορθώσωσι διά των πλοίων λαμπρόν τι έργον. Οι δε εν Σαλαμίνι
όντες μολονότι εμάνθανον αυτάς τας ετοιμασίας, πάλιν ανησύχουν,
φοβούμενοι ουχί τόσον περί εαυτών όσον περί της Πελοποννήσου.
Και επί τινα μεν χρόνον περιωρίζοντο αθορύβως να ανακοινώσι τας
σκέψεις των, συνομιλούντες ανήρ προς άνδρα και εκπληττόμενοι
διά την αφροσύνην του Ευρυβιάδου. Τέλος οι ψιθυρισμοί
εξερράγησαν και συνεκροτήθη συνέλευσις εις την οποίαν ελέχθησαν
πολλά περί των αυτών. Οι μεν έλεγον ότι έπρεπεν, αποπλεύσαντες
εις την Πελοπόννησον, να πολεμήσωσιν υπέρ αυτής, και όχι
μένοντες εις την Σαλαμίνα να πολεμήσωσιν υπέρ χώρας
κατακτηθείσης· οι δε Αθηναίοι, οι Αιγινήται και οι Μεγαρείς
έλεγον ότι έπρεπεν αυτού μένοντες να πολεμήσωσιν.

75. Τότε ο Θεμιστοκλής, επειδή υπερίσχυεν η γνώμη των
Πελοποννησίων, εξέρχεται κρυφίως εκ του συνεδρίου, και εξελθών
πέμπει άνθρωπον με πλοίον εις το στρατόπεδον των Μήδων εντείλας
αυτώ τι έπρεπε να είπη· ωνομάζετο δε ο άνθρωπος ούτος Σίκιννος
και ήτο οικέτης και παιδαγωγός των παίδων του Θεμιστοκλέους,
τον οποίον μετά τα γεγονότα ταύτα τον έκαμε Θεσπιέα (επειδή οι
Θεσπιείς εδέχοντο πολίτας) και τον υπερεπλούτισε. Τότε φθάσας
ούτος με πλοίον έλεγεν εις τους στρατηγούς των βαρβάρων τα
εξής· «Ο στρατηγός των Αθηναίων με έπεμψε λάθρα των άλλων
στρατηγών (καθότι ενδιαφέρεται υπέρ του βασιλέως και επιθυμεί
να υπερισχύσετε υμείς μάλλον ή οι Έλληνες) διά να σας είπω ότι
οι Έλληνες φοβηθέντες απεφάσισαν να φύγωσι. Τώρα είναι καιρός
να κατορθώσετε έργον λαμπρότατον πάντων, εάν δεν τους αφήσετε
να φύγωσι, καθότι ούτε ομοφρονούσι προς αλλήλους ούτε θα σας
αντισταθώσι πλέον, αλλά θα ιδήτε να ναυμαχώσι προς εαυτούς, οι
τα υμέτερα φρονούντες με τους εναντίους σας.» Ο μεν Σίκιννος
ταύτα αναγγείλας ανεχώρησεν.

76. Οι δε Πέρσαι, επειδή επίστευσαν εις τα αγγελθέντα, πρώτον
μεν απεβίβασαν πολλούς εις την νησίδα Ψυττάλειαν, ήτις είναι
μεταξύ της Σαλαμίνος και της ξηράς· έπειτα δε, ότε εγένετο
μεσονύκτιον, εξέτεινον το αριστερόν κέρας του στόλου και
εσχημάτισαν ημικύκλιον προς την Σαλαμίνα· συγχρόνως δε ανήγαγον
τα πλοία οι περί την Κέον και την Κυνόσουραν τεταγμένοι και
κατέλαβον όλον τον πορθμόν μέχρι της Μουνυχίας. Ο σκοπός δε διά
τον οποίαν παρέταξαν τοιουτοτρόπως τα πλοία ήτο ο εξής, να μη
αφήσωσιν έξοδον εις τους Έλληνας, αλλά να τους αποκλείσωσιν εις
την Σαλαμίνα και να τους τιμωρήσωσι δι' όσα έπαθον παρ' αυτών
εις το Αρτεμίσιον. Εις δε την νησίδα την καλουμένην Ψυττάλειαν
απεβίβασαν Πέρσας διά την εξής αιτίαν, ότι όταν γίνη ναυμαχία,
εκεί ήθελον παρασυρθή και οι άνδρες και τα ναυάγια, καθότι η
νήσος αύτη κείται εις το στενόν όπου έμελλε να γίνη η ναυμαχία·
ώστε τους μεν ιδικούς των να περιποιώνται, τους δε εχθρούς να
φονεύωσιν. Έκαμνον δε ταύτα εν σιγή διά να μη τους εννοήσωσιν
οι εναντίοι. Και ούτοι μεν, χωρίς να κοιμηθώσι δι' όλης της
νυκτός, ητοίμαζον ταύτα.

77. Όταν δε αποβλέπω εις αυτά τα γεγονότα, δεν δύναμαι να
κατηγορήσω τους χρησμούς ως ψευδείς, ούτε θέλω να πολεμήσω
αυτούς εκφραζομένους τοσούτον σαφώς, ως εξής·

_Αλλ' όταν με πλοία γεφυρώσωσι την ιεράν ακτήν της χρυσά όπλα
εχούσης Αρτέμιδος και την παραθαλασσίαν Κυνόσουραν,
πυρπολήσαντες μετά μαινομένης ελπίδος τας πλουσίας Αθήνας, τότε
η θεία Δίκη θα σβέση τον κρατερόν Κόρον, τον υιόν της Ύβρεως,
τον δεινώς μανιώδη και θέλοντα να υπακούωσιν εις αυτόν τα
πάντα. Ο χαλκός θα συγκρουσθή με τον χαλκόν, και ο ’ρης θα
κοκκινίση με αίμα την θάλασσαν. Τότε ο παντεπόπτης Ζευς και η
σεβασμία Νίκη θα φέρωσιν ημέραν ελευθερίας εις την Ελλάδα._

Εις τοιούτους λόγους τοσούτον σαφώς λεγομένους υπό του Βάκιδος
ούτε ο ίδιος τολμώ να αντιλέγω, ούτε παρ' άλλων ανέχομαι τούτο.

78. Οι δε εν Σαλαμίνι στρατηγοί εξηκολούθουν λογομαχούντες και
δεν ήξευρον ακόμη ότι τους είχον περικυκλώσει οι βάρβαροι με τα
πλοία, αλλ' όπως τους είδον τεταγμένους την ημέραν, ούτως
ενόμιζον ότι ίσταντο εις τας θέσεις των.

79. Ενώ δε οι στρατηγοί εφιλονείκουν ήλθεν εξ Αιγίνης ο
Αριστείδης του Λυσιμάχου, ανήρ Αθηναίος, εξωστρακισμένος υπό
του δήμου. Έμαθον ποία ήσαν τα ήθη αυτού και έκρινα ότι
εξωστρακίσθη διότι ήτο ο εναρετώτατος και δικαιότατος των
Αθηναίων. Ελθών ούτος εις το συνέδριον, εκάλεσεν έξω τον
Θεμιστοκλέα, μη όντα φίλον του, αλλά μάλιστα εχθρόν του· διά το
μέγεθος όμως των παρόντων δεινών, ελησμόνησεν όλας τας μεταξύ
των έριδας, και τον εκάλεσε διά να συνομιλήση μετ' αυτού,
καθότι είχεν ακούσει προλαβόντως ότι οι Πελοποννήσιοι έσπευδον
να μεταφέρωσι τα πλοία εις τον Ισθμόν. Εξελθόντος του
Θεμιστοκλέους, ο Αριστείδης τω είπε τα εξής· «Ας αναβάλωμεν τας
έριδάς μας δι' άλλον αρμοδιώτερον καιρόν· τώρα δε ας
αγωνισθώμεν τις των δύο να πράξη περισσότερα καλά εις την
πατρίδα. Σε λέγω λοιπόν ότι είτε ολίγον ομιλήσωσιν οι
Πελοποννήσιοι περί του εντεύθεν απόπλου των είτε πολύ, είναι έν
και το αυτό, διότι εγώ είδον ιδίοις όμμασι, και σε βεβαιώ ότι
οι Κορίνθιοι και ο Ευρυβιάδης είτε θέλωσιν είτε δεν θέλωσι, δεν
θα δυνηθώσι να εκπλεύσωσι. Περιεκυκλώθημεν υπό των εχθρών.
Είσελθον λοιπόν και ανάγγελον αυτοίς ταύτα.»

80. Ο δε Θεμιστοκλής απεκρίθη· «Αι συμβουλαί σου είναι ωφέλιμοι
και αι ειδήσεις σου κάλλισται, καθότι με βεβαιοίς ότι είδες
εκείνο το οποίον επιθύμουν να γίνη. Ήξευρε ότι εγώ συνήργησα να
πράξωσι τούτο οι Μήδοι, καθότι αφού δεν ήθελον εκόντες οι
Έλληνες να πολεμήσωσιν, έπρεπεν άκοντας να τους αναγκάση τις
εις τούτο. Συ δε, επειδή ήλθες με καλάς ειδήσεις, είσελθον και
ειπέ τας εις αυτούς ο ίδιος· καθότι αν τας είπω εγώ θα
υπολάβωσιν ότι τας έπλασα και δεν θα τους πείσω, νομίζοντας ότι
οι βάρβαροι δεν έκαμον τίποτε. Είσελθον λοιπόν και είπε εις
αυτούς το πράγμα πώς έχει. Αφού δε τους ειδοποιήσης, εάν μεν
πεισθώσιν, έχει καλώς· εάν δε δεν το πιστεύσωσιν, εις ημάς
είναι το αυτό, καθότι δεν θα δυνηθώσι πλέον να φύγωσιν αφού ως
λέγεις είμεθα περικυκλωμένοι πανταχόθεν.»

81. Εισελθών ο Αριστείδης διηγήθη ότι ήλθεν εξ Αιγίνης και ότι
διήλθε χωρίς να τον ίδωσι τα εχθρικά πλοία, καθότι όλος ο
Ελληνικός στόλος ήτο περικυκλωμένος υπό των πλοίων του Ξέρξου·
τους συνεβούλευσε δε να ετοιμασθώσι προς υπεράσπισιν. Και ο μεν
Αριστείδης ταύτα ειπών ανεχώρησεν· εκείνοι δε πάλιν ήσαν εις
αμφισβητήσεις, καθότι οι περισσότεροι των στρατηγών δεν
επίστευον εις την είδησιν.

82. Ενώ δε ούτοι ηπίστουν εις τα αγγελθέντα, ήλθον Τήνιοι τινες
αυτόμολοι μετά τριήρεως, αρχηγός των οποίων ήτο ο Παναίτιος του
Σωσιμένους, και αυτοί έφερον όλην την αλήθειαν. Χάριν της
εκδουλεύσεως ταύτης το όνομα των Τηνίων ενεγράφη εις τον εν
Δελφοίς αφιερωθέντα τρίποδα, μεταξύ των καταστρεψάντων τον
βάρβαρον. Με το πλοίον τούτο το αυτομολήσαν εις την Σαλαμίνα,
και το Λήμνιον το αυτομολήσαν προλαβόντως εις το Αρτεμίσιον,
συνεπληρώθη ο αριθμός του Ελληνικού στόλου εις τριακόσια
ογδοήκοντα πλοία, καθότι προ τούτων δύο μόνον έλειπον όπως
συμπληρωθή ο αριθμός ούτος.

83. Επειδή λοιπόν οι λόγοι των Τηνίων εγένοντο πιστευτοί εις
τους Έλληνας, ητοιμάσθησαν ούτοι να ναυμαχήσωσιν. Η ηώς εν
τούτοις ήρχισε να διαφαίνη και όταν συνηθροίσθησαν οι
στρατιώται, ο Θεμιστοκλής κάλλιον παντός άλλου ωμίλησε προς
αυτούς ενθουσιωδώς. Ο λόγος του ήτο σύγκρισις των καλών με τα
κακά. Αφού δε τους συνεβούλευσε να εκλέγωσι τα καλλίτερα εξ
εκείνων άτινα εξήρτηνται εκ της φύσεως και της καταστάσεως του
ανθρώπου, κατέληξε τον λόγον συμβουλεύσας αυτούς να εισέλθωσιν
εις τα πλοία. Και ούτοι μεν εισήλθον· επέστρεψε δε κατ' εκείνην
την στιγμήν εκ της Αιγίνης η τριήρης ήτις είχε σταλή διά τους
Αιακίδας. Τότε οι Έλληνες ανήγαγον όλα τα πλοία.

84. ’μα δε εξήλθον εις το πέλαγος, επέπεσον κατ' αυτών οι
βάρβαροι. Και οι μεν άλλοι Έλληνες, πρύμνην ανακρούοντες,
επλησίαζον τα πλοία των προς την γην· ο δε Αμεινίας ο
Παλληνεύς, ανήρ Αθηναίος, πλέων εκτός της γραμμής, προσέκρουσεν
εις πλοίον εχθρικόν. Επειδή δε τα δύο πλοία περιεπλέχθησαν και
δεν ηδύναντο να χωρισθώσι, τότε δραμόντες και οι άλλοι εις
βοήθειαν του Αμεινίου, συνεπλάκησαν. Οι μεν Αθηναίοι ούτω
λέγουσιν ότι εγένετο η αρχή της ναυμαχίας, οι δε Αιγινήται
λέγουσιν ότι το πλοίον το οποίον εστάλη εις την Αίγιναν διά
τους Αιακίδας, τούτο ήρχισε την ναυμαχίαν. Λέγονται προσέτι και
τα εξής, ότι εφάνη εις τους Έλληνας φάσμα γυναικός και ότι η
γυνή αύτη τους παρώτρυνε διά φωνής τοσούτον βροντώδους ώστε
ηκούσθη παρ' όλου του στρατού των Ελλήνων, ονειδίζουσα αυτούς
διά των εξής λέξεων: «Ω ανδρείοι μου, έως πότε θα
οπισθοδρομείτε με την πρύμνην;»

85. Απέναντι μεν των Αθηναίων ετάχθησαν οι Φοίνικες (καθότι
είχον το προς την Ελευσίνα και προς δυσμάς κέρας), απέναντι δε
των Λακεδαιμονίων οι Ίωνες, οίτινες είχον το προς ανατολάς και
προς τον Πειραιά κέρας. Τινές όμως τούτων εφέροντο νωθρώς κατά
την παραγγελίαν του Θεμιστοκλέους, οι δε περισσότεροι έπραττον
το εναντίον. Και δύναμαι μεν να απαριθμήσω τα ονόματα πολλών
τριηράρχων οίτινες εκυρίευσαν Ελληνικά πλοία, δεν αναφέρω όμως
ειμή δύο Σαμίων, του Θεομήστορος, υιού του Ανδροδάμαντος και
του Φυλάκου υιού του Ιστιαίου. Αναφέρω δε τούτους μόνον, καθότι
ο μεν Θεομήστωρ διά τούτο το έργον ετυράννευσε της Σάμου
διορισθείς υπό των Περσών ο δε Φύλακος, αναγραφείς ευεργέτης
του βασιλέως, έλαβε πολλήν χώραν. Οι δε ευεργέται του βασιλέως
καλούνται Περσιστί οροσάγγαι. Ταύτα όσον αφορά τους δύο
Σαμίους.

86. Τα δε πλειότερα πλοία των βαρβάρων κατεστράφησαν εις την
Σαλαμίνα, άλλα μεν υπό των Αθηναίων, άλλα δε υπό των Αιγινητών·
καθότι, επειδή οι μεν Έλληνες επολέμουν με τάξιν, οι δε
βάρβαροι μη έχοντες ακόμη τότε ουδεμίαν τακτικήν δεν έκαμνον
τίποτε με σκέψιν, έπρεπεν αναγκαίως να συμβή ό,τι συνέβη,
μολονότι κατ' εκείνην την ημέραν εφάνησαν πολύ ανδρειότεροι
παρ' όσον εφάνησαν εις την Εύβοιαν, προθυμούμενοι και
φοβούμενοι τον Ξέρξην· καθότι έκαστος ενόμιζεν ότι τον έβλεπεν
ο βασιλεύς.

87. Δεν δύναμαι να είπω ακριβώς ποίαι υπήρξαν κατά την
ναυμαχίαν ταύτην αι πράξεις ενός εκάστου των βαρβάρων ή των
Ελλήνων, ιδού όμως το γνωρίζω περί της Αρτεμισίας και τι
κατέστησεν αυτήν αξίαν μεγαλειτέρας υπολήψεως παρά τω βασιλεί.
Καθ' ην στιγμήν περιήλθον εις αταξίαν πολλήν αι δυνάμεις του
βασιλέως, το πλοίον της Αρτεμισίας κατεδιώχθη υπό πλοίου
Αττικού· μη δυναμένη δε η Αρτεμισία να διαφύγη, καθότι
έμπροσθέν της ήσαν άλλα φίλια πλοία και το ιδικόν της ήτο από
το μέρος όθεν ήρχοντο οι εχθροί, κατέφυγεν εις το εξής
στρατήγημα όπερ και επέτυχεν. Ενώ η Αττική τριήρης την
κατεδίωκεν, αυτή ορμά και επιπίπτει καθ' ενός πλοίου των
Καλυνδών, εντός του οποίου ήτο και αυτός ο βασιλεύς των
Καλυνδών Δαμασίθυμος. Αγνοώ εάν είχε προηγουμένην τινά έριδα
μετ' αυτού ότε ήσαν ακόμη εις τον Ελλήσποντον, ή εάν έπραξε
τούτο εσκεμμένος, ή εάν κατά τύχην ευρέθη ενώπιόν της το πλοίον
των Καλυνδών. Όπως και αν έχη το πράγμα, κτυπήσασα και βυθίσασα
το πλοίον κατ' ευτυχίαν, ωφελήθη διττώς. Πρώτον μεν ο του
Αττικού πλοίου τριήραρχος, ιδών αυτήν βυθίζουσαν βαρβαρικόν
πλοίον, ενόμισεν ότι το πλοίον της Αρτεμισίας ήτο Ελληνικόν ή
ότι ηυτομόλησεν εκ του Περσικού στόλου και ήλθε προς βοήθειαν
των Ελλήνων, και στραφείς ήρχισε να καταδιώκη άλλα πλοία.

88. Τούτο ήτο το πρώτον καλόν το οποίον εγένετο εις αυτήν, να
διαφύγη και να μη απολεσθή· δεύτερον δε συνέβη ώστε πράξασα
κακόν να συστηθή τούτου ένεκα μεγάλως παρά τω Ξέρξη. Καθότι
λέγουσιν ότι ο Ξέρξης ακολουθών αυτήν διά του βλέμματος την
είδε βυθίζουσαν πλοίον, και είς των παρόντων είπε· «Βλέπεις, ω
δέσποτα, πώς η Αρτεμισία αγωνίζεται ανδρείως και εβύθισε πλοίον
των πολεμίων;» Ο δε βασιλεύς ηρώτησεν εάν αληθώς το έργον είναι
της Αρτεμισίας. Τότε εκείνοι τον εβεβαίωσαν περί τούτου
λέγοντες ότι εγνώριζον καλώς τα σημεία του πλοίου της και ότι
το βυθισθέν πλοίον ήτο εχθρικόν. ’λλως τε, επαναλαμβάνω, η τύχη
την ηυνόησε και ουδείς των Καλυνδών του πλοίου εσώθη διά να την
κατηγορήση. Ο δε Ξέρξης ακούσας ταύτα λέγεται ότι είπεν· «Οι
άνδρες μου εγένοντο γυναίκες, και αι γυναίκες μου άνδρες.»
Ταύτα λέγουσιν ότι είπεν ο Ξέρξης.

89. Εις την μάχην ταύτην εφονεύθη ο στρατηγός Αριαβίγνης, υιός
του Δαρείου και αδελφός του Ξέρξου, απέθανον δε και πολλοί
άλλοι ονομαστοί από τους Πέρσας, τους Μήδους και τους άλλους
συμμάχους· απέθανον δε και ολίγοι τινές από τους Έλληνας. Εκ
τούτων εκείνοι των οποίων τα μεν πλοία εβυθίζοντο αλλ' οι ίδιοι
δεν εφονεύοντο υπό χειρός εχθρικής, εξήρχοντο κολυμβώντες εις
την Σαλαμίνα. Εκ των βαρβάρων όμως πάμπολλα εχάθησαν εις την
θάλασσαν, μη ηξεύροντες να κολυμβώσιν. Ότε τα πρώτα πλοία
ετράπησαν εις φυγήν, τότε αι απώλειαι υπήρξαν μέγισται· καθότι
οι όπισθεν τεταγμένοι, θέλοντες να περάσωσιν εμπρός διά να
δείξωσιν εις τον βασιλέα ότι κατώρθωσάν τι, έπιπτον επί των
ιδικών των πλοίων τα οποία εζήτουν να φύγωσιν.

90. Εγένετο δε και τούτο μεταξύ του θορύβου. Τινές των
Φοινίκων, των οποίων τα πλοία είχον διαφθαρή, ελθόντες εις τον
βασιλέα, κατηγόρουν τους Ίωνας ότι προδοτικώς τους κατέστρεψαν.
Έτυχεν όμως το ακόλουθον συμβεβηκός, ώστε και οι στρατηγοί των
Ιώνων να μη καταδικασθώσι, και οι κατηγορήσαντες αυτούς
Φοίνικες να λάβωσι την εξής τιμωρίαν. Ενώ ούτοι ωμίλουν ακόμη,
πλοίον Σαμοθρακικόν εκτύπησε πλοίον Αττικόν· το Αττικόν
εβυθίσθη, και άλλο πλοίον Αιγινητικόν ορμήσαν εβύθισε το
Σαμοθρακικόν. Αλλ' οι Σαμοθράκες ήταν ακοντισταί και κτυπώντες
από του βυθιζομένου πλοίου των τους επιβάτας του εχθρικού
πλοίου, τους εφόνευσαν και εκυρίευσαν το πλοίον των. Τούτο το
κατόρθωμα έσωσε τους Ίωνας· καθότι άμα είδεν ο Ξέρξης ότι
έκαμον τόσον μέγα έργον, εστράφη προς τους Φοίνικας, όλος
αγανακτών, και αιτιώμενος πάντας διέταξε να κόψωσι τας κεφαλάς
των Φοινίκων διά να μη διαβάλλωσι τους καλλιτέρους των ενώ
αυτοί εφάνησαν άνανδροι. Ο Ξέρξης διά να βλέπη τους ιδικούς του
και τα κατορθώματά των, εκάθητο εις τους πρόποδας του αντικρύ
της Σαλαμίνος όρους, όπερ καλείται Αιγάλεως· εζήτει πληροφορίας
περί αυτών και οι γραμματείς εσημείουν τους τριηράρχους διά του
ονόματος του πατρός και της πόλεώς των. Προσέτι και ο Πέρσης
Αριαράμνης, φίλος των Ιώνων, ευρεθείς εκεί, συνήργησεν εις την
καταδίκην των Φοινίκων.

91. Τοιουτοτρόπως η οργή του βασιλέως έπεσεν επί των Φοινίκων·
εν τούτοις οι βάρβαροι έφευγον και εζήτουν καταφύγιον εις το
Φάληρον, οι δε Αιγινήται στάντες εις τον πορθμόν έπραξαν έργα
αξιοσημείωτα. Καθότι οι μεν Αθηναίοι εν τω μέσω του θορύβου
κατέστρεφον όσα πλοία ή ανθίσταντο ή έφευγον, οι δε Αιγινήται
εκτύπων τα πλοία όσα εμακρύνοντο από το μέρος της μάχης.
Τοιουτοτρόπως όσα πλοία διέφευγον τους Αθηναίους, ήρχοντο και
έπιπτον εις τους Αιγινήτας.

92. Τότε συνέπεσε να συναντηθώσι δύο πλοία. Το μεν, επί του
οποίου ήτο ο Θεμιστοκλής, διώκον άλλο εχθρικόν· το δε, επί του
οποίου ήτο ο Αιγινήτης Κρίος του Πολυκρίτου, όπερ προ ολίγου
είχε καταβυθίσει το Σιδώνιον πλοίον, εκείνο το οποίον είχε
συλλάβει το Αιγινητικόν το φυλάττον προ της Σκιάθου τον Πυθέα
του Ισχενόου τον οποίον οι Πέρσαι θαυμάζοντες την ανδρείαν του
έλαβον πλήρη πληγών. Τούτον έχον το Σιδώνιον πλοίον ομού με
τους Πέρσας συνελήφθη· ώστε τοιουτοτρόπως ο Πυθέας σωθείς ήλθεν
εις την Αίγιναν. ’μα ο Πολύκριτος είδε το Αττικόν πλοίον,
ανεγνώρισεν αυτό εκ των σημείων της ναυαρχίδος, και φωνάξας
προς τον Θεμιστοκλέα, είπε προς αυτόν χλευαστικώς να ιδή τον
μηδισμόν των Αιγινητών. Τούτον τον σαρκασμόν επέρριψε κατά του
Θεμιστοκλέους ο Πολύκριτος καθ' ην στιγμήν επέπιπτε κατά του
εχθρικού πλοίου. Όσα δε πλοία των βαρβάρων εσώθησαν, κατέφυγον
εις το Φάληρον υπό την προστασίαν του πεζού στρατού.

93. Εις ταύτην την ναυμαχίαν εδοξάσθησαν υπέρ πάντας τους
Έλληνας οι Αιγινήται· και μετ' αυτούς οι Αθηναίοι. Ατομικώς δε
εκ των ανδρών επηνέθησαν ο Αιγινήτης Πολύκριτος, οι Αθηναίοι
Ευμένης και Αναγυράσιος, και ο Παλληνεύς Αμεινίας, όστις και
κατεδίωξε την Αρτεμισίαν. Και εάν ήξευρεν ότι εις εκείνο το
πλοίον έπλεεν η Αρτεμισία, δεν ήθελε παύσει πριν ή εκείνην
συλλάβη ή αυτός συλληφθή· καθότι είχε δοθή διαταγή εις τους
τριηράρχους των Αθηναίων, επί υποσχέσει αμοιβής δέκα χιλιάδων
δραχμών, να συλλάβωσιν αυτήν ζώσαν. Ζωηροτάτην αγανάκτησιν
ησθάνοντο να βλέπωσι γυναίκα πολεμούσαν τους Αθηναίους. Αλλ' η
μεν Αρτεμισία, ως είπον προηγουμένως, διέφυγε και ήτο εις το
Φάληρον μετά των άλλων όσων τα πλοία εσώθησαν.

94. Οι δε Αθηναίοι λέγουσιν ότι ο στρατηγός των Κορινθίων
Αδείμαντος, φοβηθείς άμα τη ενάρξει της συμπλοκής, ανεπέτασε τα
ιστία και έφυγεν. Ιδόντες δε οι Κορίνθιοι την στρατηγίδα
φεύγουσαν, έφυγον και αυτοί. Ότε δε φεύγοντες έφθασαν πλησίον
του εν Σαλαμίνι ιερού της Σκιράδος Αθηνάς, συνήντησαν πλοιάριον
σταλέν θεόθεν. Τούτο χωρίς να φανή τις ότι το έστειλεν,
επλησίασε τους Κορινθίους οίτινες δεν εγνώριζον τίποτε εκ των
συμβαινόντων εις τον στόλον. Εκ τούτου λοιπόν ενόησαν ότι το
πράγμα ήτο θείον. Ότε δε επλησίασεν εις τα πλοία, οι από του
πλοιαρίου είπον τα εξής· «Αδείμαντε, συ μεν έστρεψες τα πλοία
και ετράπης εις φυγήν καταπροδίδων τους Έλληνας· ούτοι όμως
πάλιν νικώσι και κατά την επιθυμίαν των υπερίσχυσαν των
εχθρών.» Τούτα είπον και επειδή ο Αδείμαντος δεν τους
επίστευεν, είπον προσέτι ότι προσεφέροντο ως όμηροι· και ότι αν
ίδωσιν ότι οι Έλληνες δεν νικώσι, να τους θανατώσωσιν. Ούτω
λοιπόν στρέψαντες τα πλοία ο Αδείμαντος και οι άλλοι, ήλθον εις
τον στόλον ότε πλέον το πράγμα είχε τελειώσει. Τοιαύτη φήμη
επικρατεί περί αυτών μεταξύ των Αθηναίων. Οι Κορίνθιοι όμως δεν
το δέχονται, αλλά βεβαιούσιν ότι έλαβον μέρος εις την ναυμαχίαν
εν τοις πρώτοις. Μαρτυρεί δε τούτο υπέρ αυτών και η άλλη Ελλάς.

95. Ο δε Αθηναίος Αριστείδης ο Λυσιμάχου τον οποίον ολίγον
ανωτέρω ανέφερα ως άνδρα άριστον, ούτος εν τω περί την Σαλαμίνα
γενομένω τούτω θορύβω έπραξε τα εξής. Παραλαβών πολλούς των
οπλιτών τους οποίους είχον παρατάξει εις την ακτήν της
Σαλαμινίας χώρας, και οίτινες ήσαν όλοι Αθηναίοι, τους
απεβίβασεν εις την νήσον Ψυττάλειαν, και κατεφόνευσαν όλους
τους εν τη νησίδι ταύτη Πέρσας.

96. Αφού δε διελύθη η ναυμαχία, σύραντες οι Έλληνες εις την
Σαλαμίνα όσα ναυάγια επέπλεον ακόμη, ήσαν έτοιμοι να
συγκροτήσωσι και άλλην ναυμαχίαν, νομίζοντες ότι ο βασιλεύς θα
κάμη ακόμη κανέν τόλμημα με τα περισωθέντα πλοία. Εν τούτοις
φυσήσας ο ζέφυρος έφερε πολλά των ναυαγίων εις την
παραθαλασσίαν της Αττικής την καλουμένην Κωλιάδα. Ώστε
εξεπληρώθηοαν και όλοι οι άλλοι χρησμοί όσους είπον ο Βάκις και
ο Μουσαίος περί της ναυμαχίας ταύτης και προσέτι ο εξής όστις
προ πολλών ετών περί των ναυαγίων και του μέρους όπου έμελλον
να ριφθώσιν εδόθη υπό του Αθηναίου Λυσιστράτου, ερμηνευτού των
χρησμών. Αλλ' η έννοια του χρησμού τούτου ελάνθανεν όλους τους
Έλληνας.

_Αι Κωλιάδες γυναίκες θα ψήσωσι με ξύλα κωπίων·_ Όπερ και
συνέβη μετά την αναχώρησιν του βασιλέως.

97. Ο δε Ξέρξης, άμα είδε την γενομένην καταστροφήν, φοβηθείς
μη τις των Ιώνων συμβουλεύση τους Έλληνας, ή αυτοί αφ' εαυτών
νοήσωσι να πλεύσωσιν εις τον Ελλήσποντον και λύσωσι τας
γεφύρας, και ούτω περικλεισθείς εις την Ευρώπην κινδυνεύση και
απολεσθή, απεφάσισε να φύγη. Θέλων όμως να μη εννοήσωσι τούτο
μήτε οι Έλληνες μήτε οι ιδικοί του, επειράθη να ρίψη γέφυραν
μέχρι της Σαλαμίνος και προς τούτο συνέδεσε φορτηγά πλοιάρια
Φοινικικά, διά να χρησιμεύσωσιν ως γέφυρα και τείχος· συγχρόνως
δε έκαμνον ετοιμασίας πολεμικάς, ως να ήθελον να συγκροτήσωσι
και άλλην ναυμαχίαν. Βλέποντες αυτόν πράττοντα ταύτα, πάντες
μεν οι άλλοι ήσαν πεπεισμένοι ότι τωόντι είχε κατά νουν να
μείνη εις την Αττικήν και να εξακολουθήση τον πόλεμον· τον
Μαρδόνιον όμως ουδέν τούτων ελάνθανε, καθότι ήτο λίαν έμπειρος
των διανοημάτων αυτού. Ταύτα πράττων ο Ξέρξης έπεμπε συγχρόνως
εις την Περσίαν ταχυδρόμον διά να αναγγείλη την παρούσαν
συμφοράν.

98. Ουδέν ταχύτερον των ταχυδρόμων τούτων. Ιδού δε πώς η
υπηρεσία των είναι ωργανωμένη· όσαι ημέραι πορείας είναι, εις
τόσα μέρη ίστανται ίπποι και άνθρωποι απέχοντες αλλήλων κατά
ημερήσια διαστήματα. Τούτους ούτε χιών, ούτε βροχή, ούτε καύμα,
ούτε νυξ εμποδίζει να διατρέξωσι τάχιστα το ωρισμένον διάστημα.
Αφού διανύσας ο πρώτος τον δρόμον του, δίδει την εντολήν εις
τον δεύτερον, ο δεύτερος εις τον τρίτον, και ούτως ακολούθως
παραδιδομένη η εντολή διέρχεται από του ενός εις τον άλλον, ως
η λαμπαδηφορία παρά τοις Έλλησι κατά την εορτήν του Ηφαίστου.
Καλούσι δε οι Πέρσαι το δράμημα τούτο των ίππων αγγαρείαν.

99. Η μεν πρώτη είδησις, ότι ο Ξέρξης εκυρίευσε τας Αθήνας,
φθάσασα εις τα Σούσα τόσην χαράν επροξένησεν εις τους μείναντας
εκεί Πέρσας, ώστε έστρωσαν όλας τας οδούς με μυρσίνας, έκαιον
θυμιάματα, έκαμνον θυσίας και εώρταζον· η δε δευτέρα είδησις,
φθάσασα κατόπιν, τοσούτον συνετάραξεν αυτούς, ώστε έσχισαν όλοι
τα φορέματά των και παρεδόθησαν εις απλέτους θρήνους και
οδυρμούς, κατακρίνοντες τον Μαρδόνιον. Έπραττον δε ούτω οι
Πέρσαι ουχί τόσον διότι ελυπούντο διά τα πλοία, όσον διότι
εφοβούντο διά την ζωήν αυτού του Ξέρξου.

100. Το πένθος τούτο των Περσών εξηκολούθησε καθ' όλον τον
μεταξύ χρόνον, μέχρις ου φθάσας ο Ξέρξης ησύχασεν αυτούς. Ο δε
Μαρδόνιος, βλέπων τον Ξέρξην λυπούμενον πολύ διά την
καταστροφήν του στόλου του και υποπτεύων ότι είχε σκοπόν να
φύγη εκ των Αθηνών, εσκέφθη καθ' εαυτόν ότι θα τιμωρηθή διότι
έπεισε τον βασιλέα να εκστρατεύση κατά της Ελλάδος, και
επομένως ότι ήτο προτιμότερον αναδεχόμενος δεύτερον κίνδυνον ή
να καθυποτάξη την Ελλάδα, ή να τελευτήση καλώς τον βίον
επιχειρών μεγάλα έργα· περισσότερον όμως ήλπιζεν ότι θα υποτάξη
την Ελλάδα. Ταύτα, λοιπόν σκεφθείς, είπε προς τον βασιλέα· «Μη
λυπείσαι, δέσποτα, μήτε νόμιζε αυτό το οποίον συνέβη ως μεγάλην
συμφοράν, καθότι ο αγών εις τον οποίον περιεπλέχθημεν δεν
εξαρτάται ολόκληρος εκ των ξύλων των πλοίων, αλλ' εκ των ανδρών
και των ίππων. Ουδείς θα τολμήση να σε εναντιωθή, ούτε εξ
εκείνων οίτινες νομίζουσιν ότι κατώρθωσαν τα παν και οίτινες
δεν θα εξέλθωσιν από τα πλοία των, ούτε κανείς κάτοικος της
ηπείρου ταύτης. Όσοι ηντιώθησαν εις ημάς, ετιμωρήθησαν. Εάν
λοιπόν εγκρίνης, ας επιχειρήσωμεν κατά της Πελοποννήσου αμέσως·
εάν δε κρίνης να αναβάλωμεν, και τούτο δυνάμεθα να πράξωμεν. Μη
δυσθύμει όμως, διότι δεν είναι δυνατόν να μη δώσωσιν οι Έλληνες
λόγον δι' όσα έπραξαν τώρα και πρότερον, και να μη γίνωσι
δούλοι σου. Λέγω λοιπόν τούτο να πράξωμεν προ παντός άλλου· εάν
όμως θέλης να λάβης τον στρατόν και να αναχωρήσης, τότε έχω
άλλην γνώμην να προβάλλω. Ω βασιλεύ, μη κάμης τους Πέρσας να
γίνωσι καταγέλαστοι εις τους Έλληνας, καθότι δεν εβλάφθησαν εξ
αιτίας των τα πράγματα, ούτε δύνασαι να είπης πού εφάνησαν
άνανδροι. Εάν δε οι Φοίνικες ή οι Αιγύπτιοι, ή οι Κύπριοι, ή οι
Κίλικες εφάνησαν δειλοί, οι Πέρσαι όμως δεν είναι υπεύθυνοι διά
το δυστύχημα τούτο. Όθεν, επειδή οι Πέρσαι ουδόλως έπταισαν,
άκουσον τούτο το οποίον θα σε είπω. Εάν απεφάσισες να μη
παραμείνης εδώ, επίστρεψον εις τα βασίλειά σου λαβών το
περισσότερον μέρος του στρατού· εγώ δε εκλέξας εξ όλου του
στρατού τριακοσίας χιλιάδας ανδρών, θα σοι προσφέρω την Ελλάδα
δεδουλωμένην.»

101. Ο Ξέρξης ακούσας τούτο εχάρη και κατεθέλχθη, ως ήτο
επόμενον ύστερον από τόσην καταστροφήν την οποίαν έπαθεν· είπε
λοιπόν εις τον Μαρδόνιον ότι θα σκεφθή και θα τω ανακοινώση
ποίαν εκ των δύο τούτων προτάσεων θα παραδεχθή. Ενώ δε
συνεσκέπτετο μετά των Περσών τους οποίους συνεκάλεσεν, ενόμισεν
εύλογον να προσκαλέση επίσης εις το συνέδριον τούτο την
Αρτεμισίαν, ήτις τω εφαίνετο ότι εις τα προλαβόντα είχε δώσει
φρονίμους συμβουλάς τι έπρεπε να πράξωσιν. ’μα λοιπόν ήλθεν η
Αρτεμισία, διατάξας τους συμβούλους Πέρσας και τους δορυφόρους
να αποχωρήσωσιν, είπε προς αυτήν τα εξής· «Ο Μαρδόνιος με
παρακινεί να μείνω εδώ και να επιχειρήσω κατά της Πελοποννήσου,
λέγων ότι οι Πέρσαι και ο πεζός στρατός δεν είναι αίτιοι της
συμφοράς και ότι είναι πρόθυμοι να αποδείξωσι τούτο. Με
παρακινεί λοιπόν ή τούτο να πράξω, ή να τον αφήσω να εκλέξη
τριακοσίας χιλιάδας άνδρας και υπόσχεται να μοι παραδώση την
Ελλάδα δεδουλωμένην, εγώ δε μετά του επιλοίπου στρατού να
επιστρέψω εις τα βασίλειά μου. Συ λοιπόν ήτις σοφώς είχες
προΐδει την έκβασιν της ναυμαχίας και με είχες συμβουλεύσει να
μη την κάμω, συμβούλευσόν με και τώρα ποίον εκ των δύο είναι
ωφελιμώτερον να πράξω.» Ο μεν Ξέρξης ταύτα συνεβουλεύετο.

102. Η δε Αρτεμισία απεκρίθη τα εξής· «Δύσκολον είναι, ω
βασιλεύ, να επιτύχω την καλλιτέραν γνώμην εις ταύτα τα οποία με
ερωτάς· εν τούτοις, ως ήλθον τα πράγματα, νομίζω συμφέρον συ
μεν να επιστρέψης οπίσω, τον δε Μαρδόνιον, εάν θέλη και
υπόσχεται να πράξη ταύτα, να αφήσης εδώ με αυτούς τους οποίους
ζητεί. Καθότι εάν μεν υποτάξη αυτοίς τους οποίους θέλει να
υποτάξη και ευδοκιμήσωσιν οι σκοποί του, το έργον τούτο θα
αποδοθή εις σε, ω βασιλεύ, διότι οι δούλοι σου θα κατορθώσωσιν
αυτό· εάν δε τα πράγματα αποβώσιν άλλως ή όπως ελπίζει ο
Μαρδόνιος, ουδεμία μεγάλη συμφορά γίνεται σού σωζομένου και του
οίκου σου μη καταστρεφομένου, διότι ενόσω υπάρχεις συ και ο
οίκος σου, πολλάκις πολλούς αγώνας θα διατρέξωσιν οι Έλληνες
περί της σωτηρίας των. Όσον δ' αφορά τον Μαρδόνιον, εάν ούτος
πάθη τι, ουδείς λόγος θα γίνη, καθότι οι Έλληνες δεν θα
δοξασθώσι πολύ καταστρέφοντες ένα δούλον σου. Συ δε, αφού
εξεπλήρωσες τον σκοπόν της εκστρατείες σου καύσας τας Αθήνας,
δύνασαι να επιστρέψης.»

103. Η συμβουλή αύτη ήρεσεν εις τον Ξέρξην, καθότι η Αρτεμισία
επέτυχε να τω είπη ακριβώς όσα διενοήτο. Τωόντι, αν όλοι οι
άνδρες και όλαι αι γυναίκες συνεβούλευον αυτόν να μείνη, νομίζω
ότι δεν θα έμενε· τόσος φόβος τον είχε κυριεύσει. Όθεν
επαινέσας την Αρτεμισίαν, την απέπεμψε και την επεφόρτισε να
φέρη τους παίδας του εις την Έφεσον, καθότι τον ηκολούθουν
νόθοι τινές παίδες του.

104. Μετά των παίδων δε τούτων συνέπεμψε φύλακα τον Πηδασέα
Ερμότιμον, όστις παρά τω βασιλεί κατείχε την πρώτην τάξιν
μεταξύ των ευνούχων. Κατοικούσι δε οι Πηδασείς υπέρ την
Αλικαρνασόν. Ιδού τι συμβαίνει εις τούτους τους Πηδασείς· όταν
εις αυτούς η εις τους περί την πόλιν ταύτην κατοικούντας μέλλη
εντός ολίγου να συμβή τι κακόν, τότε η αυτόθι ιέρεια της Αθηνάς
καταβιβάζει μεγάλην γενειάδα. Τούτο δε συνέβη εις αυτούς δις
ήδη.

105. Εκ τούτων λοιπόν των Πηδασέων ήτο ο Ερμότιμος, όστις
αδικηθείς υπό τινος εξεδικήθη σκληρότατα. Τούτον
αιχμαλωτισθέντα υπό πολεμίων και πωληθέντα ηγόρασεν ο Χίος
Πανιώνιος, όστις έζη πράττων ανοσιώτατα έργα. Οσάκις ηγόραζε
παίδας ευειδείς, ευνούχιζεν αυτούς και τους επώλει αντί πολλών
χρημάτων εις τας Σάρδεις και εις την Έφεσον, καθότι παρά τοις
βαρβάροις οι ευνούχοι διά την πίστιν των είναι πολυτιμότεροι
των μη ευνούχων. Όθεν και άλλους πολλούς ευνούχισεν ο Πανιώνιος
διότι εκ τούτου έζη, και προσέτι τον Ερμότιμον. Αλλ' ο
Ερμότιμος δεν υπήρξε καθ' όλα ατυχής· οι Σάρδιοι τον έπεμψαν
μετ' άλλων δώρων εις τον βασιλέα και προϊόντος του χρόνου
ετιμήθη υπό του Ξέρξου πλειότερον όλων των ευνούχων.

106. Ότε δε ο βασιλεύς ων εις τας Σάρδεις εκίνει το Περσικόν
στράτευμα κατά των Αθηνών, τότε ο Ερμότιμος, καταβάς δι'
υπόθεσίν τινα εις την πόλιν της Μυσίας την οποίαν νέμονται οι
Χίοι και ήτις καλείται Αταρνεύς, ευρίσκει εκεί τον Πανιώνιον.
Γνωρίσας αυτόν, τω είπε πολλούς και φιλικούς λόγους· και πρώτον
τω απηρίθμησε τα αγαθά τα οποία χάρις εις αυτόν απελάμβανεν,
έπειτα δε τω υπεσχέθη αντί τούτων να τον τιμήση με άπειρα
αγαθά, εάν έστεργε να έλθει μεθ' όλης της οικογενείας του εις
τας Σάρδεις. Αφού δε ο Ερμότιμος τον έβαλεν εις χείρας πανοικί,
τω είπεν· «Ω κάκιστε άνθρωπε, όστις ζης δι' έργων ανοσιωτάτων,
τι κακόν σοι έκαμα εγώ ή των εμών τις, εις σε ή είς τινα των
σων, ώστε αντί ανδρός με έκαμες να ήμαι μηδέν; Ενόμιζες ότι το
έγκλημά σου ήθελε λανθάσει τους θεούς, οίτινες διά τας ανοσίας
πράξεις σου δικαίως σ' έφεραν εις τας χείρας μου, ώστε δεν θα
παραπονεθής λαμβάνων παρ' εμού την πρέπουσαν τιμωρίαν.» Αφού δε
τον ωνείδισε τοιουτοτρόπως, έφερε τους παίδας του ενώπιόν του
και ηνάγκασε τον Πανιώνιον να αποκόψη τα αιδοία των τεσσάρων
παίδων του· ακολούθως οι παίδες ηναγκάσθησαν να αποκόψωσι τα
αιδοία του πατρός των. Τοιουτοτρόπως ετιμώρησε τον Πανιώνιον ο
Ερμότιμος.

107. Ο δε Ξέρξης αφού ενεπιστεύθη τους παίδας του εις την
Αρτεμισίαν να τους φέρη εις την Έφεσον, καλέσας τον Μαρδόνιον
διέταξεν αυτόν να εκλέξη εκ του στρατού όσους ήθελε και να
προσπαθήση να πραγματοποιήση τας υποσχέσεις του. Ταύτην μεν την
ημέραν τόσον μόνον έγινε· την δε νύκτα, κατά διαταγήν του
βασιλέως, οι στρατηγοί απήγαγον οπίσω τα πλοία εκ του Φαλήρου
εις τον Ελλήσποντον όσον ηδύνατο ταχύτερον έκαστος διά να
φυλάξωσι την διά πλοίων γέφυραν όθεν έμελλε να διέλθη ο
βασιλεύς. Όταν οι βάρβαροι πλέοντες έφθασαν πλησίον του
Ζωστήρος όπου μικραί τινες άκραι συνεχόμεναι με την ξηράν
εξέχουσιν από την θαλασσαν, εξέλαβον αυτάς ως πλοία και έφυγον
μακράν· μαθόντες δε τέλος ότι δεν ήσαν πλοία, αλλά βράχοι,
ηνώθησαν πάλιν και εξακολούθησαν τον πλουν των.

108. ’μα εγένετο ημέρα, βλέποντες οι Έλληνες τον πεζόν στρατόν
ότι ίστατο εις τας θέσεις του, ήλπιζον ότι και τα πλοία ήσαν
εις το Φάληρον, και νομίζοντες ότι θα ναυμαχήσωσιν, ητοιμάζοντο
προς άμυναν. Μαθόντες όμως ότι ανεχώρησαν, αμέσως απεφάσισαν να
τα καταδιώξωσιν· αλλά δεν απήντησαν αυτά, μολονότι έπλευσαν
μέχρι της ’νδρου. Εκεί δε φθάσαντες συνεκρότησαν συμβούλιον.
Και ο μεν Θεμιστοκλής έδιδε γνώμην να πλεύσωσι διά των νήσων,
και διώκοντες τα πλοία να έλθωσι κατ' ευθείαν εις τον
Ελλήσποντον διά να λύσωσι τας γεφύρας· ο δε Ευρυβιάδης υπέβαλε
γνώμην εναντίαν ταύτης, λέγων ότι εάν λύσωσι τας γεφύρας, τούτο
ήθελεν είσθαι το μέγιστον αδίκημα το οποίον οι ίδιοι ηδύναντο
να πράξωσιν εις την Ελλάδα. Διότι εάν ο Πέρσης αποκλεισθείς
αναγκασθή να μένη εις την Ευρώπην, βεβαίως δεν θα κάθηται
ήσυχος, καθότι η απραξία ήθελε καταστρέψει τας υποθέσεις του,
ήθελε τω αφαιρέσει την ελπίδα της επιστροφής και ήθελε
διαφθείρει τον στρατόν του εκ της πείνης. Θα κινήται λοιπόν,
και είναι ακόμη αρκετά ισχυρός, ώστε να υποτάξη την Ευρώπην
όλην, πόλιν προς πόλιν, έθνος προς έθνος, είτε κυριεύων αυτάς,
είτε συμβιβαζόμενος μετ' αυτών. Τότε δε θα έχη και τροφήν τον
ετήσιον καρπόν των Ελλήνων. Τώρα όμως επειδή ενικήθη εις την
ναυμαχίαν, βεβαίως δεν θα μείνη εις την Ευρώπην, και πρέπει να
τον αφήσωσι να φύγη, μέχρις ου φεύγων φθάση εις το βασίλειόν
του. Διά να επιτύχωσι δε το αποτέλεσμα τούτο τους συνεβούλευε
ν' αφιερώσωσιν όλους των τους αγώνας. Ταύτην την γνώμην του
Ευρυβιάδου ενέκρινον και οι στρατηγοί των άλλων Πελοποννησίων.

109. Όταν ο Θεμιστοκλής είδεν ότι δεν θα πείση τουλάχιστον τους
περισσοτέρους να πλεύσωσιν εις τον Ελλήσποντον, μετέβαλε
σχέδιον και απέτεινε τον ακόλουθον λόγον προς τους Αθηναίους
οίτινες ηγανάκτουν επί τη ιδέα να αφήσωσι τον εχθρόν να
διαφύγη, και οίτινες ήσαν έτοιμοι να πλεύσωσιν εις τον
Ελλήσποντον, χωριζόμενοι από τους άλλους, αν δεν ήθελον να τους
ακολουθήσωσι. «Και εκ πείρας γνωρίζω και πολλάκις ήκουσα να
λέγωσιν ότι άνθρωποι περιελθόντες εις απελπισίαν, αφού
ενικήθησαν, επολέμησαν εκ δευτέρου και ηνώρθωσαν την
προλαβούσαν ζημίαν. Όθεν και ημείς, αφού κατ' ευτυχίαν
ανέλπιστον εσώσαμεν ημάς αυτούς και την Ελλάδα, απωθήσαντες
τόσον νέφος ανθρώπων, ας μη καταδιώξωμεν ανθρώπους φεύγοντας.
Δεν κατωρθώσαμεν ημείς ταύτα, αλλ' οι θεοί και οι ήρωες,
οίτινες εφθόνησαν διότι είς άνθρωπος ηθέλησε να βασιλεύση επί
της Ασίας και της Ευρώπης, άνθρωπος ανόσιος και σκληρός, όστις
δεν κάμνει διάκρισιν μεταξύ των ιερών πραγμάτων και των
ιδιωτικών, καίων και κρημνίζων τα αγάλματα των θεών, μαστιγών
την θάλασσαν και ρίπτων εις αυτήν πέδας. Τώρα λοιπόν ότε τα
πράγματά μας εβελτιώθησαν, ας μείνωμεν εις την Ελλάδα, ας
φροντίσωμεν περί ημών και των οικογενειών μας, ας κτίσωμεν
πάλιν τας οικίας μας, ας σπείρωμεν τους αγρούς μας, αφού
απεδιώξαμεν ολοτελώς τον βάρβαρον. ’μα δε τω έαρι ας πλεύσωμεν
εις τον Ελλήσποντον και εις την Ιωνίαν.» Έλεγε δε ταύτα θέλων
να αποταμιεύση υποχρέωσιν εις τον Πέρσην, ώστε εάν ποτέ τω
συμβή τι εκ μέρους των Αθηναίων, να εύρη καταφύγιον· όπερ και
εγένετο.

110. Και ο μεν Θεμιστοκλής ταύτα λέγων ηπάτα τους Αθηναίους·
εκείνοι όμως επείσθησαν· καθότι, επειδή και πρότερον
νομιζόμενος σοφός άνθρωπος, εφάνη τωόντι με νουν και εύβουλος,
ανυπόπτως ήσαν πρόθυμοι να πείθωνται εις όσα έλεγεν. ’μα δε
εβεβαιώθη ότι επείσθησαν, εξέπεμψε με πλοιάριον ανθρώπους προς
ους είχε πάσαν πίστιν, έστω και αν υποβληθώσιν εις τας
σκληροτέρας βασάνους, ότι θα φυλάξωσι μυστικά όσα τοις
παρήγγειλε να είπωσιν εις τον βασιλέα· μετ' αυτών δε ήτο πάλιν
και ο δούλος του Σίκινος. Φθάσαντες ούτοι εις την Αττικήν
έμειναν εις το πλοιάριον, πλην του Σικίννου, όστις αναβάς προς
τον Ξέρξην είπε τα εξής· «Ο Θεμιστοκλής του Νεοκλέους,
στρατηγός των Αθηναίων, και εκ των συμμάχων όλων ο ανδρειότατος
και σοφώτατος, με πέμπει να σε είπω ότι, επιθυμών να σοι φανή
χρήσιμος, εμπόδισε τους Έλληνας, οίτινες ήθελον να καταδιώξωσι
τα πλοία σου και να λύσωσι τας γεφύρας του Ελλησπόντου. Τώρα
λοιπόν αναχώρησον με την ησυχίαν σου.» Οι μεν απεσταλμένοι
ταύτα ειπόντες, απέπλευσαν οπίσω.

111. Οι δε Έλληνες αφού απεφάσισαν μήτε να καταδιώξωσι
περισσότερον τα πλοία μήτε να πλεύσωσιν εις τον Ελλήσποντον διά
να λύσωσι τας γεφύρας, επολιόρκησαν την ’νδρον θέλοντες να την
κυριεύσωσι καθότι πρώτοι εκ των νησιωτών οι ’νδριοι, ζητήσαντος
χρήματα του Θεμιστοκλέους, δεν έδοσαν. «Οι Αθηναίοι, είπεν ο
Θεμιστοκλής, ήλθον έχοντες μεθ' εαυτών δύο μεγάλας θεάς, την
Πειθώ και την Ανάγκην· πρέπει λοιπόν αφεύκτως να τοις δώσετε
χρήματα.» Οι ’νδριοι απεκρίθησαν εις ταύτα λέγοντες· «Μετά
λόγου αι Αθήναι είναι μεγάλαι και ευδαίμονες αφού τοιαύται
καλαί θεαί κατοικούσιν εις αυτάς. Εξ εναντίας οι ’νδριοι έχουσι
γην πτωχοτάτην, και δύο άχρηστοι θεαί δεν αφίνουσι την νήσον
των ποτέ, αλλά θέλουν να κατοικώσι πάντοτε εκεί, η Πενία και η
Αμηχανία. Τοιαύτας έχοντες θεάς δεν δίδομεν τίποτε, διότι
ουδέποτε η δύναμις των Αθηναίων θα γίνη ανωτέρα της ημετέρας
αδυναμίας.» Ούτοι λοιπόν ταύτα αποκριθέντες και μη δόντες
χρήματα επολιορκούντο.

112. Ο δε Θεμιστοκλής (όστις δεν έπαυε πλεονεκτών) πέμπων εις
τας άλλας νήσους λόγους απειλητικούς εζήτει χρήματα,
επαναλαμβάνων διά των μηνυτών τους αυτούς λόγους τους οποίους
μετεχειρίσθη προς τους Ανδρίους και λέγων ότι αν δεν δώσωσιν
ό,τι ζητεί, θα κινήση κατ' αυτών τον Ελληνικόν στρατόν και θα
τους κυριεύση διά πολιορκίας. Ταύτα λοιπόν λέγων συνέλεγε
χρήματα πολλά παρά των Καρυστίων και των Παρίων, οίτινες
ακούοντες ότι η ’νδρος επολιορκείτο διότι εμήδισε και ο
Θεμιστοκλής απελάμβανεν υπόληψιν μεγαλειτέραν από όλους τους
στρατηγούς, ταύτα φοβηθέντες έπεμπον χρήματα. Εάν έδοσαν
χρήματα και άλλοι νησιώται, δεν δύναμαι να το βεβαιώσω· αλλά
νομίζω ότι και άλλοι έδοσαν, και όχι μόνον αυτοί. Και όμως οι
Καρύστιοι δεν απέφυγον τας συμφοράς· οι δε Πάριοι, εξιλεώσαντες
τον Θεμιστοκλέα διά χρημάτων, απέφυγον να έλθη ο Ελληνικός
στόλος εις την νήσον των. Ο Θεμιστοκλής λοιπόν διαμένων εις την
’νδρον συνέλεγε χρήματα παρά των νησιωτών, εν αγνοία των άλλων
στρατηγών.

113. Ο δε Ξέρξης μετά του στρατού, περιμείνας ολίγας ημέρας
μετά την ναυμαχίαν, επέστρεψεν εις την Βοιωτίαν διά της αυτού
οδού. Τον ηκολούθησε δε και ο Μαρδόνιος, κρίνας άμα μεν ότι
ώφειλε να προπέμψη τον βασιλέα, άμα δε ότι η ώρα του έτους δεν
ήτο πλέον αρμοδία διά να πολεμήση. Απεφάσισε λοιπόν να
διαχειμάση εις την Θεσσαλίαν και έπειτα άμα τω έαρι να
στρατεύση κατά της Πελοποννήσου. Όταν έφθασαν εις την
Θεσσαλίαν, εκεί εξελέξατο ο Μαρδόνιος εκ των Περσών πρώτον μεν
όλους τους καλουμένους αθανάτους, πλην του στρατηγού αυτών
Υδάρνους, καθότι ούτος είπεν ότι δεν ήθελε να αφήση τον
βασιλέα· έπειτα τους θωρακοφόρους και τους χιλίους ιππείς·
προσέτι δε τους Μήδους, τους Σάκας, τους Βακτηρίους, τους
Ινδούς, πεζόν και ιππικόν. Ταύτα μεν τα έθνη έλαβεν ολόκληρα·
εκ δε των άλλων συμμάχων έλαβεν ολίγους, εκλέξας τους έχοντας
ανάστημα καλόν και όσους ήξευρεν ότι διεκρίθησαν διά τινος
κατορθώματος. Την πρώτην τάξιν κατείχον οι πλείστοι των Περσών,
όσοι εφόρουν περιδέραια και ψέλια· μετά τούτους ήσαν οι Μήδοι.
Ούτοι κατά μεν το πλήθος, δεν ήσαν ολιγώτεροι των Περσών, κατά
δε την ανδρίαν ήσαν κατώτεροι· ώστε σύμπαντες, μετά των ιππέων,
εγένοντο τριάκοντα μυριάδες.

114. Καθ' ον χρόνον ο Μαρδόνιος εχώριζε τον στρατόν και ο
Ξέρξης ήτο ακόμη εις την Θεσσαλίαν, ήλθεν εις τους
Λακεδαιμονίους χρησμός εκ Δελφών, να ζητήσωσιν ικανοποίησιν από
τον Ξέρξην διά τον φόνον του Λεωνίδου και να δεχθώσιν ό,τι
ήθελε τοις δώσει. Πέμπουσι λοιπόν άνευ αναβολής κήρυκα οι
Σπαρτιάται, όστις προφθάσας όλον τον στρατόν όντα ακόμη εις την
Θεσσαλίαν, παρουσιάσθη εις τον Ξέρξην και είπε τα εξής·
«Βασιλεύ των Μήδων, οι Λακεδαιμόνιοι και οι Ηρακλείδαι της
Σπάρτης ζητούσι παρά σου ικανοποίησιν ενός φόνου, διότι
απέκτεινας τον βασιλέα των πολεμούντα υπέρ της Ελλάδος.» Ο δε
Ξέρξης γελάσας και μετά τινα χρόνον δείξας τον Μαρδόνιον (όστις
έτυχε να ίσταται πλησίον του) είπεν· «Ο Μαρδόνιος λοιπόν ούτος
θα δώση ικανοποίησιν τοιαύτην οία πρέπει εις τους
Λακεδαιμονίους.» Ο μεν κήρυξ δεχθείς το ρηθέν ανεχώρησεν.

115. Ο δε Ξέρξης, αφήσας τον Μαρδόνιον εις την Θεσσαλίαν,
διευθύνθη ταχέως εις τον Ελλήσποντον, και έφθασεν εις το στενόν
της διαβάσεως εις τεσσαράκοντα πέντε ημέρας, μη φέρων οπίσω,
ούτως ειπείν, ουδέν μέρος του στρατού· καθότι πανταχού όθεν
διέβαινον και εις οιονδήποτε έθνος έφθανον οδοιπορούντες οι
Πέρσαι, έζων αρπάζοντες τους καρπούς. Εάν δεν εύρισκον καρπούς,
έτρωγον την χλόην της γης, τον φλοιόν και τα φύλλα των ημέρων
και των αγρίων δένδρων, και δεν άφινον τίποτε. Ταύτα δε
έπραττον ένεκα του λιμού· συγχρόνως ενέσκηψεν εις τον στρατόν
λοιμός και δυσεντερία και διέφθειρον αυτόν καθ' οδόν. Ο
βασιλεύς άφινεν οπίσω τους νοσούντας, διατάσσων τας πόλεις διά
των οποίων διήρχετο να επιμελώνται και να τρέφωσιν αυτούς.
’φησε δε τινάς μεν εις την Θεσσαλίαν, άλλους δε εις την Σίριν
της Παιονίας και άλλους εις την Μακεδονίαν, όπου δεν εύρε πλέον
το ιερόν άρμα του Διός το οποίον είχεν αφήσει εκεί καθ' ην
στιγμήν έμελλε να εισβάλη εις την Ελλάδα, καθότι οι Παίονες το
είχον δώσει εις τους Θράκας· ότε δε το εζήτησεν ο Ξέρξης,
απεκρίθησαν ότι οι άνω Θράκες, οι κατοικούντες περί τας πηγάς
του Στρυμόνος, ήρπασαν τας ίππους ενώ έβοσκον.

116. Τότε και ο βασιλεύς των Βισαλτών και της Κρηστωνικής γης,
Θραξ τα γένος, έπραξεν έργον υπέρ φύσιν. Ούτος ου μόνον είχε
δηλώσει ότι εκουσίως ποτέ δεν θα γίνη δούλος του Ξέρξου και
έφυγεν επάνω εις το όρος Ροδόπην, αλλά και τους υιούς του
διέταξε να μη στρατεύσωσι κατά της Ελλάδος. Ούτοι όμως είτε
αψηφήσαντες τους λόγους του, είτε απλώς επιθυμούντες να γίνωσι
θεαταί του πολέμου, συνεξεστράτευσαν μετά του Πέρσου. Ότε δε
επέστρεψαν όλοι αβλαβείς, έξ όντες, ο πατήρ εξώρυξε τους
οφθαλμούς των διά την αιτίαν ταύτην. Και ούτοι μεν τούτον τον
μισθόν έλαβον.

117. Οι δε Πέρσαι, ότε κινήσαντες από την Θράκην έφθασαν εις
τον Ελλήσποντον, διέβησαν ταχέως μετά των πλοίων εις την
’βυδον· καθότι αι γέφυραι δεν υπήρχον πλέον, διαλυθείσαι υπό
της τρικυμίας. Εκεί κρατούμενοι εύρισκον τροφάς περισσοτέρας ή
καθ' οδόν· τρώγοντες δε αμέτρως και πίνοντες άλλα ύδατα,
απέθνησκον πολλοί εκ του εναπομείναντος στρατού. Οι λοιποί,
μετά του Ξέρξου, έφθασαν εις τας Σάρδεις.

118. Λέγεται προς τούτοις, και το εξής. Ότε ο Ξέρξης αναχωρήσας
εξ Αθηνών έφθασεν εις την Ηιόνα την παρά τας όχθας του
Στρυμόνος, εκείθεν πλέον δεν επορεύετο διά ξηράς, αλλά τον μεν
στρατόν παρέδωκεν εις τον Υδάρνη διά να τον φέρη εις τον
Ελλήσποντον, αυτός δε επιβάς επί πλοίου Φοινικικού εκομίζετο
εις την Ασίαν. Ενώ δε έπλεε, κατέλαβεν αυτόν άνεμος Στρυμωνίας
σφοδρός και κυματίας· επειδή δε το πλοίον ήτο υπερβεβαρημένον
και επί του καταστρώματος ήσαν πολλοί Πέρσαι μετά του Ξέρξου
κομιζόμενοι, η δε τρικυμία εγίνετο βιαιοτέρα, τότε ο βασιλεύς
φοβηθείς εβόησε και ηρώτησε τον κυβερνήτην εάν υπάρχη μέσον τι
σωτηρίας. Εκείνος δε απεκρίθη· «Δέσποτα, δεν υπάρχει κανέν,
εκτός εάν γίνη ελάφρωσις εκ των πολλών τούτων επιβατών.» Ο
Ξέρξης άκουσας ταύτα λέγεται ότι είπεν· «Ω Πέρσαι, ας δείξη
τώρα έκαστος υμών ότι αγαπά τον βασιλέα· καθότι φαίνεται ότι η
σωτηρία μου εξαρτάται από υμάς.» Και ούτος μεν ταύτα είπεν, οι
δε Πέρσαι προσκυνούντες έπιπτον εις την θάλασσαν και
τοιουτοτρόπως ανακουφισθέν το πλοίον, εσώθη και έφθασεν εις την
Ασίαν. ’μα δε απέβη ο Ξέρξης εις την ξηράν, έπραξε το εξής·
επειδή ο κυβερνήτης έσωσε την ζωήν του βασιλέως, τον εβράβευσε
με χρυσούν στέφανον· επειδή δε απώλεσε πολλούς των Περσών,
διέταξε να κόψωσι την κεφαλήν του.

119. Ο λόγος ούτος περί της επιστροφής του Ξέρξου ουδόλως
φαίνεται εις εμέ πιστευτός, ούτε ως προς τα άλλα ούτε ως προς
το πάθημα των Περσών. Τωόντι, αν ο κυβερνήτης είπε ταύτα προς
τον Ξέρξην, πάλιν δύναταί τις να στοιχηματίση μύρια προς έν ότι
ο βασιλεύς δεν ήθελε πράξει αυτό το οποίον λέγουσιν ότι
έπραξεν, αλλά θα διέταττε τους όντας επί του καταστρώματος να
καταβώσιν εις το κοίλωμα του πλοίου. Οι άνδρες ούτοι ήσαν
Πέρσαι και εκ των πρώτων μάλιστα. Ηδύνατο λοιπόν να λάβη εκ των
κωπηλατών, οίτινες ήσαν όλοι Φοίνικες, και να ρίψη εις την
θάλασσαν τόσους όσοι ήσαν οι ριφθέντες Πέρσαι. Αλλ' ο βασιλεύς,
ως είπον ανωτέρω, ηκολούθησε την αυτήν οδόν μετά του λοιπού
στρατού και επέστρεψεν εις την Ασίαν.

120. Μαρτύριον δε τούτου μέγα είναι και το εξής. Γνωστόν ότι
κατά την επιστροφήν του ο Ξέρξης ήλθεν εις τα ’βδηρα και
συνέδεσε μετά των Αβδηριτών ξενίαν, χαρίσας εις αυτούς ακινάκην
χρυσούν και τιάραν χρυσόπαστον. Ως λέγουσι δε αυτοί οι
Αβδηρίται, όπερ όμως εγώ ουδόλως πιστεύω, εκεί πρώτον από της
εξ Αθηνών αναχωρήσεώς του έλυσε την ζώνην του, ως ων πλέον
εκτός κινδύνου. Τα δε ’βδηρα κείνται μάλλον προς τον
Ελλήσποντον ή προς τον Στρυμόνα και την Ηιόνα, όθεν οι άλλοι
αξιούσιν ότι εισήλθεν εις το πλοίον.

121. Οι δε Έλληνες, επειδή δεν ηδυνήθησαν να κυριεύσωσι την
’νδρον, τραπέντες προς την Κάρυστον και δηώσαντες την χώραν
αυτή, επέστρεψαν εις την Σαλαμίνα. Εκεί πρώτον μεν έθεσαν κατά
μέρος διά τους θεούς, πλην των άλλων ακροθινίων, τρεις τριήρεις
Φοινίσσας· την μεν διά να αφιερωθή εις τον Ισθμόν, ήτις και
μέχρι των ημερών μου υπάρχει, την άλλην εις το Σούνιον, και την
άλλην εκεί εις την Σαλαμίνα προς τιμήν του Αίαντος. Μετά ταύτα
εμοίρασαν τα λάφυρα και έπεμψαν εις τους Δελφούς τα ακροθίνια,
εξ ων κατεσκευάσθη δωδεκάπηχυς ανδριάς κρατών εις την χείρα το
έμπροσθεν μέρος πρώρας πλοίου. Είναι δε εστημένος ο ανδριάς
ούτος πλησίον του χρυσού ανδριάντος του Μακεδόνος Αλεξάνδρου.

122. Πέμψαντες δε οι Έλληνες ακροθίνια εις τους Δελφούς, ηρώτων
κοινώς όλοι τον θεόν εάν έλαβε πλήρη και αρεστά ακροθίνια. Ο δε
θεός απεκρίθη ότι από μεν τους άλλους Έλληνας έλαβεν, από δε
τους Αιγινήτας όχι, και εζήτη παρ' αυτών ιδιαίτερα ακροθίνια
διά τα αριστεία της εν Σαλαμίνι ναυμαχίας. Οι Αιγινήται
ακούσαντες τούτο αφιέρωσαν τρεις αστέρας χρυσούς οίτινες εισίν
εστημένοι επί χαλκίνου ιστού, εις την γωνίαν όπου πολύ πλησίον
είναι ο κρατήρ του Κροίσου.

123. Μετά την διανομήν των λαφύρων οι Έλληνες έπλευσαν εις τον
Ισθμόν διά να δώσωσιν αριστεία εις εκείνον όστις εκ των Ελλήνων
εφάνη αξιώτατος εις τον πόλεμον εκείνον. ’μα έφθασαν εκεί
εμοιράσθησαν οι στρατηγοί τας ψήφους επί του βωμού του
Ποσειδώνος, διά να υποδείξωσι ποίον εξ όλων κρίνουσι πρώτον και
ποίον δεύτερον. Τότε έκαστος αυτών έδωκε την πρώτην ψήφον εις
εαυτόν, κρίνων ότι αυτός εφάνη άριστος· διά δε τα δευτερεία οι
περισσότεροι συνεφώνησαν κρίναντες ότι ανήκουσιν εις τον
Θεμιστοκλέα. Ώστε οι μεν άλλοι είχον μίαν ψήφον έκαστος υπέρ
εαυτού, ο δε Θεμιστοκλής εις τα δευτερεία υπερέβαινε πολύ.

124. Μολονότι δε οι Έλληνες εκ φθόνου δεν ηθέλησαν να λύσωσι το
περί πρωτείων ζήτημα, αλλ' επέστρεψαν εις τας πατρίδας των
χωρίς να το κρίνωσιν, ο Θεμιστοκλής όμως εφημίσθη ανά πάσαν την
Ελλάδα και εδοξάσθη ως άνθρωπος σοφώτατος πάντων των Ελλήνων.
Επειδή δε εκείνοι οίτινες εναυμάχησαν μετ' αυτού εις την
Σαλαμίνα ηρνήθησαν να τον τιμήσωσι μετά την νίκην, μετέβη
αμέσως εις την Λακεδαίμονα θέλων να τιμηθή. Οι δε Λακεδαιμόνιοι
τον υπεδέχθησαν καλώς και τον ετίμησαν πολύ. Προσέτι έδοσαν εις
μεν τον Ευρυβιάδην το βραβείον της ανδρίας, στέφανον ελαίας·
εις δε τον Θεμιστοκλέα το βραβείον της σοφίας και της
δεξιότητος, ομοίως στέφανον ελαίας. Τω εδώρησαν δε και άρμα, το
κάλλιστον των εν Σπάρτη υπαρχόντων. Επαινέσαντες δε αυτόν πολύ,
τον προέπεμψαν αναχωρούντα, τριακόσιοι λογάδες Σπαρτιάται,
οίτινες καλούνται ιππείς, μέχρι των Τενεατικών ορίων. Εις αυτόν
μόνον, από όσους άνθρωπους ημείς ηξεύρομεν, οι Σπαρτιάται έκαμον
τοιαύτην πομπήν.

125. Όταν εκ της Λακεδαίμονος επέστρεψεν εις τας Αθήνας, ο
Αφιδναίος Τιμόδημος, είς μεν των εχθρών του Θεμιστοκλέους, ουχί
όμως εκ των επιφανών ανδρών, έξω φρενών υπό φθόνου, κατηγόρησε
τον Θεμιστοκλέα μεμφόμενος αυτόν διά την εις Λακεδαίμονα
μετάβασίν του και λέγων ότι αι τιμαί τας οποίας έλαβεν εδόθησαν
διά τας Αθήνας και όχι διά την ατομικήν του αξίαν. Ο δε
Θεμιστοκλής, επειδή δεν έπαυε να λέγη ταύτα ο Τιμόδημος, είπεν·
«Ούτως έχει το πράγμα· ούτε εγώ αν ήμην Βελβινίτης ήθελον
τιμηθή τόσον υπό των Σπαρτιατών, ούτε συ, ω άνθρωπε, αν ήσο
Αθηναίος.» Και αύτη μεν η έρις μέχρι τούτου του σημείου
εσταμάτησεν.

126. Ο δε Αρτάβαζος του Φαρνάκους, όστις και πρότερον ήτο
επιφανής μεταξύ των Περσών, από δε της εν Πλαταιαίς μάχης
εγένετο έτι μάλλον διάσημος, προέπεμψε τον βασιλέα μέχρι του
Ελλησπόντου, έχων εξήκοντα χιλιάδας εκ του στρατού τον οποίον
είχεν εκλέξει ο Μαρδόνιος. Αφού ο βασιλεύς διέβη εις την Ασίαν,
ο Αρτάβαζος επέστρεψεν οπίσω· διερχόμενος δε πλησίον της
Παλλήνης εσκέφθη ότι επειδή ο Μαρδόνιος διεχείμαζεν εις την
Θεσσαλίαν και την Μακεδονίαν, δεν ήτο καμμία βία να φθάση αυτός
ταχέως εις το άλλο στρατόπεδον και εθεώρησεν ανάξιον εαυτού να
μη ωφεληθή εκ της γειτνιάσεως διά να εξανδραποδίση τους
αποστατήσαντας Ποτιδαιάτας· καθότι οι Ποτιδαιάται, άμα ο
βασιλεύς διέβη εκείθεν και ο ναυτικός στρατός των Περσών
ενικήθη και έφυγεν εκ της Σαλαμίνος, απεστάτησαν αναφανδόν από
τους βαρβάρους· μετ' αυτούς δε απεστάτησαν και οι άλλοι
κάτοικοι της Παλλήνης.

127. Ο Αρτάβαζος λοιπόν επολιόρκησε την Ποτίδαιαν. Υποπτεύσας
δε και τους Ολυνθίους ότι ήθελον ν' αποστατήσωσιν από τον
βασιλέα, επολιόρκησε και τούτους. Είχον δε την Όλυνθον οι εκ
του Θερμαίου κόλπου εκδιωχθέντες υπό των Μακεδόνων Βοττιαίοι.
Αφού δε τους εκυρίευσε πολιορκών, τους μεν κατοίκους εξαγαγών
κατέσφαξεν εις λίμνην τινα, την δε πόλιν παρέδωκεν εις τους
Χαλκιδείς, ονομάσας επίτροπον αυτής τον Τορωναίον Κριτόβουλον.
Τοιουτοτρόπως την Όλυνθον κατέλαβον Χαλκιδείς.

128. Μετά την άλωσιν της πόλεως ταύτης ο Αρτάβαζος έστρεψε τας
δυνάμεις του προς την Ποτίδαιαν· ενώ δε επολιόρκει αυτήν
στενώς, ο στρατηγός των Σκιωναίων Τιμόξενος συνεφώνησε μετ'
αυτού να τω την παραδώση. Πώς ήρχισεν η συνεννόησις αύτη, δεν
ηξεύρω να είπω, διότι δεν αναφέρεται τίποτε, το τέλος όμως της
συνεννοήσεως ήτο τοιούτο. Ότε ο Τιμόξενος ήθελε να ειδοποιήση
περί τινος τον Αρτάβαζον, ή ο Αρτάβαζος τον Τιμόξενον,
γράφοντες ετύλισσον την επιστολήν περί τας γλυφίδας βέλους, και
έπειτα θέτοντες πτερόν, ετόξευον εις ωρισμένον μέρος.
Ανεκαλύφθη δε ο Τιμόξενος ότι επρόδιδε την Ποτίδαιαν ούτω.
Τοξεύσας ο Αράβαζος ημέραν τινά εις το συμπεφωνημένο μέρος,
απέτυχε του σκοπού και το βέλος εκτύπησεν εις τον ώμον
Ποτιδαιάτην τινά· τούτον κτυπηθέντα περιεκύκλωσαν πολλοί, ως
γίνεται τούτο συνήθως εις τον πόλεμον, οίτινες εξαγαγόντες το
βέλος και ευρόντες το γράμμα, έφερον αυτό εις τους στρατηγούς,
μετά των οποίων ευρίσκετο κατ' εκείνην την στιγμήν επικουρία εξ
άλλων Παλληναίων. Οι δε στρατηγοί αναγνώσαντες το γράμμα έμαθον
τον αίτιον της προδοσίας, πλην δεν έκρινον καλόν να ενάξωσι
τον Τιμόξενον ως προδότην, χαριζόμενοι εις την πόλιν Σκιώνην,
μήπως εις τον μετέπειτα χρόνον νομίζονται οι κάτοικοι αυτής
πάντοτε προδόται. Και ούτος μεν τοιουτοτρόπως εφανερώθη.

129. Τρεις μήνες δε είχον παρέλθει αφότου ο Αρτάβαζος
επολιόρκει την Ποτίδαιαν, και μεγάλη άμπωτις εγένετο της
θαλάσσης ήτις διήρκεσε πολύν χρόνον. Ιδόντες δε οι βάρβαροι ότι
το πέραμα ήτο διαβατόν, εκίνησαν διά την Παλλήνην. Είχον δε
διανύσει τα δύο πέμπτα της οδοιπορίας και έμενον ακόμη τρία διά
να εισέλθωσιν εις την πόλιν, όταν επλημμύρησε πάλιν η θάλασσα
τόσον, όσον ουδέποτε κατά το λέγειν των επιχωρίων, μολονότι
πολλάκις εγένοντο τοιαύται πλημμύραι. Όσοι λοιπόν εκ των
βαρβάρων δεν ήξευρον να κολυμβώσιν, επνίγησαν· εκείνοι δε
οίτινες ήξευραν εφονεύθησαν υπό των Ποτιδαιατών, οίτινες
ήρχοντο με πλοιάρια και τους εφόνευον. Λέγουσι δε οι
Ποτιδαιάται ότι αιτία της αμπώτιδος, της πλημμυρίδος και της
φθοράς των Περσών ήτο η εξής· ότι αυτοί οίτινες επνίγησαν είχον
βεβηλώσει εις το προάστειον της πόλεως ταύτης τον ναόν και το
άγαλμα του Ποσειδώνος. Αποδίδοντες εις το γεγονός τούτο
τοιαύτην αιτίαν, με φαίνεται ότι λέγουσιν ορθώς. Τους δε
περισωθέντας έλαβεν ο Αρτάβαζος και τους έφερεν εις την
Θεσσαλίαν προς τον Μαρδόνιον. Τοιαύτη υπήρξεν η τύχη των
προπεμψάντων τον βασιλέα.

130. Ο δε περισωθείς στόλος του Ξέρξου, αφού έφθασεν εις την
Ασίαν φυγών εκ της Σαλαμίνος, και διεπόρθμευσε τον Βασιλέα και
τον στρατόν εκ της Χερσονήσου εις την ’βυδον, διεχείμασεν εις
την Κύμην. ’μα δε τη επανόδω του έαρος, συνηθροίσθη εις την
Σάμον, όπου μάλιστα πλοία τινά, είχον διαχειμάσει. Εις ταύτα οι
πλειότεροι πολεμισταί ήσαν Πέρσαι και Μήδοι· και στρατηγοί
διωρίσθησαν ο Μαρδόνιος του Βαγαίου και ο Αρταΰντης του
Αρταχαίου, έχοντες συνάρχοντα και τον Ιθαμίτρην ανεψιόν του
Αρταΰντου, τον οποίον αυτός ο ίδιος προσέλαβεν. Επειδή δε είχον
πάθει καιρίως, δεν επροχώρησαν περισσότερον προς δυσμάς, αλλά
μένοντας εις την Σάμον με τριακόσια πλοία, συμπεριλαμβανομένων
και των Ιωνικών, εφύλαττον την Ιωνίαν μήπως αποστατήσει. Ποτέ
δεν ήλπιζον ότι οι Έλληνες θα έλθωσιν εις την Ιωνίαν, αλλ' ότι
θα αρκεσθώσι να φυλάττωσι τα μέρη των, εικάζοντες τούτο ότι
φεύγοντας εκ της Σαλαμίνος δεν κατεδίωξαν αυτούς, αλλ' άσμενοι
ανεχώρησαν και αυτοί. Κατά θάλασσαν λοιπόν οι  βάρβαροι
εθεώρουν εαυτούς ηττημένους· κατά ξηρά όμως δεν είχον
αμφιβολίαν ότι ο Μαρδόνιος ήθελεν υπερισχύσει κατά πολύ.
Μένοντες δε εις την Σάμον, αφ' ενός μεν εβουλεύοντο, ίσως
δυνηθώσι να βλάψωσι τους πολεμίους, αφ' ετέρου δε επρόσεχον να
μάθωσι ποίαν έκβασιν θα λάβη η εκστρατεία του Μαρδονίου.

131. Η επάνοδος του έαρος και η εις την Θεσσαλίαν παρουσία του
Μαρδονίου ήγειρον πάλιν τους Έλληνας. Και ο μεν πεζός στρατός
δεν είχεν εισέτι συναθροισθή, ο δε στόλος ήλθεν εις την
Αίγιναν, πλοία εκατόν δέκα τον αριθμόν. Στρατηγός και ναύαρχος
ήτο ο Λεωτυχίδης του Μενάρεως, του Αγησιλάου, του Ιπποκρατίδου,
του Λεωτυχίδου, του Αναξιλάου, του Αρχιδάμου, του Αναξανδρίδου,
του Θεοπόμπου, του Νικάνδρου, του Χαρίλλου, του Ευνόμου, του
Πολυδέκτους, του Πρυτάνεως, του Ευρυφώντος, του Προκλέους, του
Αριστοδήμου, του Αριστομάχου, του Κλεοδαίου, του Ύλλου, του
Ηρακλέους ων εκ της άλλης βασιλικής οικογενείας. Όλοι ούτοι
τους οποίους απηρίθμησα υπήρξαν βασιλείς της Σπάρτης, πλην των
δύο πρώτων μετά τον Λεωτυχίδην. Των δε Αθηναίων εστρατήγει ο
Ξάνθιππος του Αρίφρονος.

132. Αφού έφθασαν όλα τα πλοία εις την Αίγιναν, ήλθον πρέσβεις
των Ιώνων εις το στρατόπεδον των Ελλήνων. Ούτοι, μεταξύ των
οποίων ήτο και ο Ηρόδοτος του Βασιλείδου, ολίγον πρότερον
μεταβάντες εις την Σπάρτην παρεκάλουν τους Λακεδαιμονίους να
ελευθερώσωσι την Ιωνίαν. Κατ' αρχάς ήσαν επτά και είχον
συνομόσει να φονεύσωσι τον Στράττιν, τύραννον της Χίου· επειδή
όμως είς των συνωμοτών απεκάλυψε την συνωμοσίαν, οι άλλοι έξ
έφυγον εκ της Χίου και ήλθον πρώτον εις την Σπάρτην και έπειτα
εις την Αίγιναν, παρακαλούντες τους Έλληνας να πλεύσωσιν εις
την Ιωνίαν. Μόλις όμως τους έπεισαν να έλθωσι μέχρι της Δήλου·
καθότι εφοβούντο να προχωρήσωσι περισσότερον οι Έλληνες, μη
γνωρίζοντες καλώς τα μέρη και νομίζοντες ότι όλα ήσαν πλήρη
στρατευμάτων· η δε Σάμος ενομίζετο ότι απείχεν όσον αι
Ηράκλειαι στήλαι. Συνέπιπτε δε ώστε οι μεν βάρβαροι
καταφοβημένοι να μη τολμώσι να πλεύσωσι προς δυσμάς ανωτέρω της
Σάμου, οι δε Έλληνες προς ανατολάς κατωτέρω της Δήλου, με όλας
τας παρακλήσεις των Χίων. Τοιουτοτρόπως ο φόβος εφύλαττε το
μεταξύ αυτών διάστημα.

133. Οι μεν Έλληνες λοιπόν έπλεον εις την Δήλον, ο δε Μαρδόνιος
διεχείμαζεν ακόμη εις την Θεσσαλίαν. Πριν δε κινήση εκείθεν
έπεμψεν εις τα χρηστήρια άνδρα τινά, Ευρωπέα το γένος, ου το
όνομα ήτο Μυς, παραγγείλας αυτώ να μεταβή και ζητήση χρησμούς
από όλα τα μαντεία όσα ηδύνατο να συμβουλευθή. Τι θέλων να μάθη
από τα χρηστήρια έδιδε τας διαταγάς ταύτας, αγνοώ, καθότι δεν
αναφέρεται· νομίζω όμως ότι έπεμψε να ερωτήση περί των παρόντων
πραγμάτων και ουχί περί άλλου τινός.

134. Ούτος ο Μυς είναι γνωστόν ότι ήλθε και εις Λεβάδειαν και
έπεισε διά χρημάτων άνδρα τινά επιχώριον να καταβή εις το
άντρον του Τροφωνίου· ήλθε και εις το χρηστήριον το εις τας
’βας των Φωκέων, και προσέτι εις τας Θήβας όπου άμα έφθασε
πρώτον μεν εζήτησε χρησμόν παρά του Ισμηνίου Απόλλωνος
(λαμβάνουσι δε εκεί χρησμούς, ως και εις την Ολυμπίαν, διά του
καπνού των θυμάτων·) έπειτα δε έπεισε διά χρημάτων ξένον τινά
και όχι Θηβαίον και τον εκοίμισεν εις τον ναόν του Αμφιαράου·
καθότι εις ουδένα Θηβαίον είναι επιτετραμμένον να ζητήση εκεί
χρησμόν, διά την εξής αιτίαν. Ο Αμφιάραος χρησμοδοτών ηρώτησεν
αυτούς τι εκ των δύο ήθελον να εκλέξωσιν, ως μάντιν να τον
έχωσιν ή ως σύμμαχον, παραιτούμενοι των μαντειών· εκείνοι δε
επροτίμησαν να τον έχωσι σύμμαχον. Και τούτου ένεκα δεν είναι
επιτετραμμένον εις κανένα Θηβαίον να κοιμηθή εις τον ναόν του.

135. Οι Θηβαίοι αναφέρουσι γεγονός το οποίον εις εμέ φαίνεται
καταπληκτικώτατον. Ο Ευρωπεύς ούτος Μυς, περιερχόμενος όλα τα
χρηστήρια, έφθασεν εις το τέμενος του Πτώου Απόλλωνος. Τούτο δε
το ιερόν, καλούμενον Πτώον, είναι των Θηβαίων και κείται υπέρ
την Κωπαΐδα λίμνην, παρά τους πρόποδας όρους και πλησίον της
πόλεως Ακραιφίας. Εις τούτο το ιερόν ότε εισήλθεν ο καλούμενος
Μυς, τον ηκολούθουν τρεις άνδρες εκλεχθέντες από του κοινού διά
να γράψωσιν ό,τι έμελλε να χρησμοδοτήση ο θεός. Αίφνης όμως ο
πρόμαντις απήγγειλε χρησμούς εις γλώσσαν βαρβαρικήν. Και οι μεν
ακολουθούντες Θηβαίοι ήσαν εις απορίαν ακούοντες γλώσσαν
βάρβαρον αντί Ελληνικής, και δεν ήξευρον τι να πράξωσιν· ο δε
Ευρωπεύς Μυς, αρπάσας από τας χείρας αυτών την πινακίδα την
οποίαν εκράτουν, έγραψεν εις αυτήν τα λεγόμενα υπό του
προφήτου, ειπών ότι η γλώσσα εκείνη ήτο Καρική. Γράψας δε όλα
ανεχώρησε και επέστρεψεν εις την Θεσσαλίαν.

136. Ο δε Μαρδόνιος, αφού ανέγνωσε τους διαφόρους χρησμούς,
έπεμψε μετά ταύτα εις τας Αθήνας κήρυκα, τον Μακεδόνα
Αλέξανδρον του Αμύντου. Έπεμψε δε τον Αμύνταν άμα μεν διά τους
συγγενικούς δεσμούς τους οποίους είχεν ούτος μετά των Περσών
(καθότι την αδελφήν του Αλεξάνδρου Γυγαίαν, θυγατέρα δε του
Αμύντου, είχε λάβει γυναίκα ο Πέρσης Βουβάρης, και εκ ταύτης
εγεννήθη ο εν τη Ασία Αμύντας, όστις είχε το όνομα του προς
μητρός πάππου του και όστις έλαβε παρά του βασιλέως την μεγάλην
πόλιν της Φρυγίας Αλάβανδα διά να την νέμεται), άμα δε διότι
ήξευρεν ότι ούτος ήτο πρόξενος και ευεργέτης των Αθηναίων.
Ήλπιζε δε πολύ να προσελκύση δι' αυτού τους Αθηναίους, περί των
οποίων ήκουεν ότι ήτο λαός πολυάριθμος και ισχυρός προσέτι δε
ήξευρεν ότι όσα κακά τοις συνέβησαν κατά θάλασσαν, οι Αθηναίοι
υπέρ πάντας τους άλλους τα επροξένησαν. Όθεν εάν ούτοι ηνούντο
μετ' αυτού, μεγάλας είχεν ελπίδας ότι ευκόλως ήθελε
θαλασσοκρατήσει, όπερ και ήτο δυνατόν. Εις την ξηράν δε
ενόμιζεν ότι αι δυνάμεις του ήταν πολύ ανώτεραι των ελληνικών.
Ίσως δε και οι χρησμοί τούτο τω προείπον, συμβουλεύοντες να
κάμη τους Αθηναίους συμμάχους, και ες τούτο πειθόμενος έπεμψε
κήρυκα.

137. Του δε Αλεξάνδρου τούτου ο έβδομος πρόγονος ήτο ο
Περδίκκας όστις έλαβε την τυραννίδα των Μακεδόνων κατά τον
ακόλουθον τρόπον. Τρεις αδελφοί εκ των απογόνων του Τημένου,
Γαυάνης, Αέροπος και Περδίκκας, έφυγον εξ ’ργους και ήλθον εις
τους Ιλλυριούς. Εκ δε των Ιλλυριών, διελθόντες διά των ορέων
εις την άνω Μακεδονίαν έφθασαν εις την πόλιν Λεβαίαν, και εκεί
ειργάζοντο επί μισθώ παρά τω βασιλεί, ο μεν νέμων ίππους, ο δε
βόας, ο δε νεώτατος αυτών Περδίκκας μικρά ζώα. Κατά τους
αρχαίους τούτους χρόνους, ου μόνον ο λαός, αλλά και οι βασιλείς
ήσαν πτωχοί, η δε γυνή του βασιλέως αυτή κατεσκεύαζε τους
άρτους. Οσάκις δε εψήνετο ο άρτος του μισθωτού παιδός, πάντοτε
εγίνετο διπλάσιος παρ' ό,τι ήτο· και επειδή πάντοτε συνέβαινε
το αυτό, η γυνή διηγήθη το πράγμα εις τον άνδρα της. Ούτος δε
ακούσας ενόησεν αμέσως ότι ήτο θαύμα και ότι προεμήνυε μέγα τι
συμβησόμενον· όθεν προσκαλέσας τους μισθωτούς είπεν εις αυτούς
να αναχωρήσωσιν εκ της χώρας του. Εκείνοι δε απεκρίθησαν ότι
τοις ωφείλετο μισθός και ότι άμα ελάμβανον αυτόν θα ανεχώρουν.
Τότε ο βασιλεύς ακούσας περί του μισθού, ως να τον εμώρανε θεός
τις, είπε προς αυτούς· «Μισθόν πρέποντα εις υμάς τούτον σας
δίδω», και έδειξε τον ήλιον όστις έτυχε να εισέρχεται εις την
οικίαν εκ της καπνοδόχης. Και οι μεν πρεσβύτεροι αδελφοί
Γαυάνης και Αέροπος, ακούσαντες ταύτα, ίσταντο απορούντες· ο δε
νεώτατος, όστις έτυχε να έχη μάχαιραν, είπε ταύτα· «Δεχόμεθα, ω
βασιλεύ, αυτά τα οποία δίδεις·» και περιέγραψε διά της μαχαίρας
επί του εδάφους της οικίας το υπό του ηλίου φωτιζόμενον
διάστημα. Αφού δε περιέγραψεν αυτό, έλαβε τρεις φοράς από τον
ήλιον και έθεσεν εις τον κόλπον του· έπειτα εξήλθε της οικίας
μετά των αδελφών του. Τοιουτοτρόπως αυτοί μεν ανεχώρησαν.

138. Είς δε των παρόντων εξήγησεν εις τον βασιλέα τι εσήμαινεν
εκείνο το οποίον έκαμεν ο παις, ειπών ότι ο νεώτατος των
αδελφών δεν εδέχθη ασκόπως ό,τι τοις εδόθη. Ακούσας ταύτα ο
βασιλεύς και ταραχθείς, έπεμψε κατόπιν των ιππείς διά να τους
θανατώσωσιν. Υπάρχει δε εις την χώραν ταύτην ποταμός εις τον
οποίον ως εις σωτήρα θυσιάζουσιν οι απόγονοι των Αργείων
τούτων· καθότι ο ποταμός ούτος, αφού διέβησαν οι Τημενίδαι,
κατέβη τόσον ορμητικός, ώστε οι ιππείς δεν ηδυνήθησαν να τον
διαβώσι και αυτοί. Οι Τημενίδαι λοιπόν, φθάσαντες εις άλλην γην
της Μακεδονίας, κατώκησαν πλησίον των κήπων οίτινες λέγονται
ότι είναι του Μίδου, υιού του Γορδίου. Εις τούτους τους κήπους
φύονται ρόδα αυτόματα, ων έκαστον έχει εξήκοντα φύλλα, και
υπερβαίνουσι κατά την ευωδίαν όλα τα άλλα ρόδα. Εις τούτους
επίσης τους κήπους συνέλαβαν τον Σιληνόν, ως λέγουσιν οι
Μακεδόνες. Ανωτέρω τούτων των κήπων υπάρχει όρος, Βέρμιον
καλούμενον, άβατον ένεκα του εκεί επικρατούντος αδιακόπου
χειμώνος. Οι τρεις αδελφοί γενόμενοι κύριοι του μέρους τούτον,
ωρμώντο εκείθεν και καθυπέτασσον την άλλην Μακεδονίαν.

139. Εκ τούτου του Περδίκκου κατήγετο ο Αλέξανδρος. Ο
Αλέξανδρος ήτο υιός του Αμύντου, ο Αμύντας υιός του Αλκέτα, ο
Αλκέτας είχε πατέρα τον Αέροπον, ο Αέροπος τον Φίλιππον, ο
Φίλιππος τον Αργαίον και ο Αργαίος τον Περδίκκαν όστις πρώτος
εκτήσατο την αρχήν. Τοιαύτη ήτο η γενεαλογία του Αλεξάνδρου,
υιού του Αμύντου.

140. Ότε δε έφθασεν εις τας Αθήνας, πεμφθείς υπό του Μαρδονίου,
είπε τα εξής· 1. «’νδρες Αθηναίοι, ο Μαρδόνιος τάδε λέγει· Με
ήλθεν αγγελία από τον βασιλέα λέγουσα ούτω. Συγχωρώ τους
Αθηναίους δι' όσα μοι έπταισαν, και πράξον, Μαρδόνιε, τα εξής.
Πρώτον απόδος την γην των, δεύτερον όντες αυτόνομοι ας εκλέξωσιν
εκτός αυτής και άλλην γην, οίαν θέλουσι· προσέτι ανοικοδόμησον
τα ιερά των όσα εγώ έκαυσα, αν θέλωσι να συνθηκολογήσωσι με
εμέ. Επειδή τοιαύται με ήλθον διαταγαί, λέγει ο Μαρδόνιος,
είναι ανάγκη να τας εκτελέσω, εάν εκ μέρους σας δεν εύρω
αντίστασιν. Σας λέγω δε οίκοθεν τούτο· διατί μαίνεσθε
πολεμούντες εναντίον του βασιλέως, αφού ούτε να υπερισχύσετε θα
δυνηθήτε ούτε να ανθέξετε είσθε ικανοί; Είδατε το πλήθος των
στρατευμάτων του Ξέρξου και τι έπραξεν· ηξεύρετε πόσας δυνάμεις
έχω ακόμη περί εμέ. Εάν υπερισχύσετε και μας νικήσετε, το
οποίον δεν πρέπει να ελπίζετε εάν σκέπτεσθε ορθώς, πάλιν θα
έλθη άλλος στρατός πολλαπλάσιος. Μη θέλετε λοιπόν, ζητούντες να
εξισωθήτε με τον βασιλέα, να στερηθήτε της χώρας σας και να
διακινδυνεύετε πάντοτε την ύπαρξίν σας, αλλά παύσατε τον
πόλεμον· Τώρα είναι καιρός να παύσετε αυτόν εντίμως, καθότι
πρώτος ο βασιλεύς προτείνει τούτο. Έστε ελεύθεροι, ποιούντες
συμμαχίαν μεθ' ημών άνευ δόλου και απάτης.» 2. Ταύτα με
διέταξεν ο Μαρδόνιος, ω Αθηναίοι, να είπω προς υμάς. Εγώ δε
περί μεν της προς υμάς ευνοίας μου ουδέν λέγω, διότι δεν θα την
μάθετε τώρα κατά πρώτον. Σας παρακαλώ δε εκ μέρους μου να
ενδώσετε εις τον Μαρδόνιον, καθότι προβλέπω ότι δεν θα δυνηθήτε
να πολεμήτε πάντοτε τον Ξέρξην. Εάν έβλεπα ότι έχετε τοιαύτην
δύναμιν, δεν θα ηρχόμην ποτέ θα σας είπω τούτους τους λόγους.
Σκεφθήτε ότι η δύναμις του βασιλέως είναι υπέρ άνθρωπον και ότι
η χειρ του εκτείνεται μακράν. Εάν δεν δεχθήτε τον συμβιβασμόν
αμέσως τώρα, ότε αι Πέρσαι σας υπόσχονται μεγάλα και είναι
πρόθυμοι να συμβιβασθώσι με τοιούτους όρους, φοβούμαι δι υμάς
οίτινες είσθε εις τον δρόμον πλειότερον των άλλων συμμάχων και
πάντοτε καταστρέφεσθε μόνοι, καθότι η γη σας είναι κατ' εξοχήν
το μεταίχμιον του πολέμου. Όθεν πεισθήτε· δεν είναι αρκούσα
δόξα δι' υμάς ότι ο βασιλεύς εις υμάς μόνους εξ όλων των
Ελλήνων συγχωρεί τα αμαρτήματά σας και θέλει να γίνη φίλος
σας;» Ο μεν Αλέξανδρος ταύτα είπεν.

141. Οι δε Λακεδαιμόνιοι μαθόντες ότι ο Αλέξανδρος μετέβη εις
τας Αθήνας διά να συμβιβάση τους Αθηναίους με τους βαρβάρους,
ανεμνήσθησαν του χρησμού κατά τον οποίον αυτοί και οι άλλοι
Δωριείς έμελλον να διωχθώσιν εκ της Πελοποννήσου υπό των Μήδων
και των Αθηναίων· φοβούμενοι λοιπόν μήπως οι Αθηναίοι
συμφωνήσωσι με τον Πέρσην, απεφάσισαν να πέμψωσιν αμέσως
πρέσβεις εις τας Αθήνας. Συνέπεσε δε να παρουσιασθώσιν οι
πρέσβεις ούτοι εις τον δήμον συγχρόνως με τον Αλέξανδρον,
καθότι οι Αθηναίοι ηργοπόρουν και επερίμενον, όντες βέβαιοι ότι
οι Λακεδαιμόνιοι θα μάθωσιν, ότι απεσταλμένος επέμφθη παρά των
βαρβάρων εις τας Αθήνας προς συμβιβασμόν, και ότι μανθάνοντες
τούτο θα σπεύσωσι να πέμψωσι και αυτοί πρέσβεις. Επίτηδες
λοιπόν έκαμνον τούτο, θέλοντες να δείξωσι την γνώμην των εις
τους Λακεδαιμονίους.

142. Αφού δε έπαυσε λέγων ο Αλέξανδρος, διεδέχθησαν αυτόν οι εκ
της Σπάρτης ελθόντες πρέσβεις και είπον τα εξής· «Εμάς δε
έπεμψαν οι Λακεδαιμόνιοι διά να σας παρακαλέσωμεν, μήτε
νεωτερισμόν τινα να κάμετε εις την Ελλάδα, μήτε να δεχθήτε τους
λόγους του βαρβάρου, διότι τούτο δεν είναι δίκαιον κατ' ουδένα
τρόπον· ουδείς Έλλην θα το έπραττεν άνευ ατιμίας, και πολύ
ολιγώτερον υμείς διά πολλάς αιτίας. Υμείς υπεκινήσητε τον
πόλεμον τούτον χωρίς να θέλωμεν ημείς, και ο αγών ήτο πρώτον
διά την χώραν σας· τώρα δε εγένετο κοινός δι' όλην την Ελλάδα.
Έπειτα, ότε τα πράγματα ήλθον εις αυτήν την κατάστασιν, σεις οι
Αθηναίοι να γίνετε αίτιοι της δουλείας των Ελλήνων, τούτο θα
ήτο ανυπόφορον· σεις οίτινες πάντοτε και εκ παλαιών χρόνων
εφάνητε ελευθερωταί πολλών λαών. Λυπούμεθα δι' όσα δεινά σας
πιέζουσι· καθότι επί δύο έτη εστερήθητε των καρπών σας και αι
οικίαι σας είναι κατεστραμμέναι. Διά να σας αποζημιώσωσιν όμως
οι Λακεδαιμόνιοι και οι σύμμαχοι σας υπόσχονται, εφ' όσον
διαρκέση ο πόλεμος ούτος, να τρέφωσι τας γυναίκας σας και όσους
άλλους οικέτας έχετε μη δυναμένους να σας ήναι χρήσιμοι εις τον
πόλεμον. Ας μη σας μεταπείση ο Μακεδών Αλέξανδρος λεαίνων τους
λόγους του Μαρδονίου. Ούτος πράττει ό,τι οφείλει να πράξη,
καθότι τύραννος ων συμπράττει με τύραννον. Υμείς όμως δεν
πρέπει να μιμηθήτε το παράδειγμά του, εάν φρονήτε ορθώς,
ηξεύροντες ότι παρά τοις βαρβάροις ούτε πίστις υπάρχει, ούτε
αλήθεια.» Ταύτα είπον οι πρέσβεις.

143. Οι δε Αθηναίοι προς μεν τον Αλέξανδρον απεκρίθησαν τα
εξής· «Και ημείς ηξεύρομεν ότι η δύναμις του Μήδου είναι
ανωτέρα της ιδικής μας, ώστε είναι περιττόν να μας ονειδίζης
διά την έλλειψίν μας ταύτην Αλλ' όμως αγαπώντες πολύ την
ελευθερίαν θα υπερασπίσωμεν αυτήν όπως αν δυνηθώμεν. Μη
πειράσαι λοιπόν να μας συμβιβάσης με τον βάρβαρον, διότι δεν θα
πεισθώμεν. Ύπαγε τώρα και ειπέ εις τον Μαρδόνιον ότι οι
Αθηναίοι λέγουσιν, ενόσω ο ήλιος ακολουθεί την αυτήν οδόν την
οποίαν πορεύεται σήμερον, ποτέ δεν θα συμβιβασθώμεν με τον
Ξέρξην, αλλ' έχοντες τας ελπίδας μας εις την συμμαχίαν των θεών
και των ηρώων, των οποίων εκείνος ασεβώς ενέπρησε τους ναούς
και τα αγάλματα, θα τον πολεμήσωμεν εκδικούμενοι. Συ δε
πρόσεξον μη εμφανισθής άλλοτε ενώπιον ημών με τοιαύτας
προτάσεις, και υπό το φαινόμενον ότι μας προσφέρεις
εκδούλευσιν, μη μας συμβουλεύσης να πράξωμεν έργα παράνομα·
καθότι δεν θέλομεν να πάθης τι δυσάρεστον υπό των Αθηναίων,
πρόξενος ων και φίλος αυτών.»

144. Προς μεν τον Αλέξανδρον ταύτα απεκρίθησαν, προς δε τους εκ
Σπάρτης πρέσβεις είπον τα εξής· «Το να φοβώνται οι
Λακεδαιμόνιοι μήπως συμβιβασθώμεν με τον βάρβαρον, τούτο
έγκειται εις την ανθρωπίνην φύσιν· εφάνητε όμως πολύ
μικροπρεπείς φοβηθέντες τόσον, καθότι ηξεύρετε καλώς το φρόνημα
των Αθηναίων, ότι ούτε χρυσός τοσούτος υπάρχει ουδαμού της γης,
ούτε χώρα τόσον ωραία και τόσον εύφορος, των οποίων η προσφορά
να μας πείση να μηδίσωμεν και να συνεργασθώμεν εις την
υποδούλωσιν της Ελλάδος. Είναι πολλά και μεγάλα τα αίτια τα
οποία, και αν θελήσωμεν, πάλιν μας εμποδίζουσι να πράξωμεν
τούτο. Πρώτον μεν και μέγιστον τα αγάλματα και τα οικήματα των
θεών εμπεπρησμένα και συγκεχωσμένα, τα οποία καθήκον έχομεν να
εκδικήσωμεν μάλλον ή να συμμαχήσωμεν με τον πράξαντα τας
καταστροφάς ταύτας· δεύτερον δε οι Έλληνες όλοι έχουσι το αυτό
αίμα, την αυτήν γλώσσαν τα ιδρύματα των θεών είναι κοινά εις
αυτούς, ομοίως και αι θυσίαι, και τα ήθη ομοιότροπα· τούτων
προδόται να γίνωσιν οι Αθηναίοι, δεν είναι ορθόν. Μάθετε λοιπόν
τούτο, εάν πρότερον δεν το ηξεύρατε, ότι ενόσω και είς των
Αθηναίων μένη ζων, ουδεμία συνθηκολογία θα υπάρξη μεταξύ Αθηνών
και Ξέρξου. Επαινούμεν πολύ την φροντίδα σας διά την
καταστροφήν των υπαρχόντων μας και την απόφασιν ην σας
ενέπνευσεν αύτη να θέλετε να θρέψετε τας οικογενείας μας. Εκ
μέρους σας η χάρις είναι τελεία· ημείς όμως απεφασίσαμεν να
μείνωμεν ως έχομεν και να μη γίνωμεν βάρος εις υμάς. Τώρα δε,
ούτως εχόντων των πραγμάτων, εκπέμψατε όσον τάχιστα στρατόν,
καθότι ως εικάζομεν, όχι μετά πολύ, αλλ' άμα λάβη την είδησιν
ότι απορρίπτομεν τας προτάσεις του, ο βάρβαρος θα εισβάλη εις
την χώραν μας. Πριν λοιπόν εκείνος εισέλθη εις την Αττικήν,
πρέπει ημείς να εκστρατεύσωμεν εις την Βοιωτίαν.» Μετά την
απόκρισιν ταύτην των Αθηναίων, οι πρέσβεις επέστρεψαν εις την
Σπάρτην.




ΒΙΒΛΙΟΝ ΕΝΝΑΤΟΝ




ΚΑΛΛΙΟΠΗ



1. Ο δε Μαρδόνιος, αφού ο Αλεξάνδρος επιστρέψας τω ανεκοίνωσε
τας αποκρίσεις των Αθηναίων, κινήσας εκ της Θεσσαλίας έφερε
μετά σπουδής τον στρατόν κατά των Αθηνών, παραλαμβάνων εξ όλων
των μερών δι' ων διήρχετο πάντας τους δυναμένους να φέρωσιν
όπλα. Οι δε στρατηγοί των Θεσσαλών ου μόνον δεν μετενόησαν διά
τας προλαβούσας πράξεις των, αλλά πολύ περισσότερον εξώτρυνον
τον Πέρσην· και ο Θώραξ ο Λαρισσαίος ου μόνον συμπροέπεμψε τον
Ξέρξην φεύγοντα, αλλά και τότε αναφανδόν ευκόλυνε την είσοδον
του Μαρδονίου εις την Ελλάδα.

2. Αφού δε πορευόμενος ο στρατός έφθασεν εις την Βοιωτίαν, οι
Θηβαίοι προσεπάθησαν να κρατήσωσι τον Μαρδόνιον εκεί και τον
συνεβούλευσαν να στήση το στρατόπεδόν του εις την χώραν των,
αρμοδιωτάτην προς τούτο κατ' αυτούς. «Μη προχωρής περισσότερον,
τω είπον, και πράξον ούτως ώστε εντεύθεν, χωρίς να πολεμήσης,
υποτάξης όλην την Ελλάδα. Σκέφθητι ότι εάν οι Έλληνες ήναι
ηνωμένοι ως ήσαν και πρότερον, θα ήναι δύσκολον να τους
νικήσωσιν, έστω και αν όλοι οι άνθρωποι έλθωσιν εναντίον των.
Εάν δε παραδεχθής το σχέδιον το οποίον θα σε συμβουλεύσωμεν,
απόνως θα γίνης κύριος όλων των αποφάσεών των. Πέμψον χρήματα
εις τους μάλλον ισχυρούς των πόλεων, και διά των δώρων τούτων
θα διαιρέσης την Ελλάδα. Έπειτα δε με τους ομοφρονούντας σου,
ευκόλως θα καταστρέψης τους αντιφρονούντας.»

3. Οι μεν Θηβαίοι ταύτα συνεβουλεύον· αλλ' ο Μαρδόνιος δεν
επείθετο και είχε μεγάλην επιθυμίαν να κυριεύση τας Αθήνας εκ
δευτέρου, άμα μεν υπό αφροσύνης, άμα δε ίνα διά πυρσών από
νήσου εις νήσον αναπτομένων αναγγείλη εις τον βασιλέα όντα έτι
εις τας Σάρδεις ότι έχει τας Αθήνας. Ελθών όμως εις την
Αττικήν, ούτε τότε δεν εύρε τους Αθηναίους· αλλ έμαθεν ότι οι
πλειότεροι ήσαν εις την Σαλαμίνα και εις τα πλοία, και
εκυρίευσε την πόλιν έρημον. Από της πρώτης δε υπό του βασιλέως
αλώσεως μέχρι της δευτέρας της υπό του Μαρδονίου γενομένης
παρήλθον μήνες δέκα.

4. Αφού δε έφθασεν εις τας Αθήνας ο Μαρδόνιος, έπεμψεν εις την
Σαλαμίνα τον Ελλησπόντιον Μουρυχίδην, φέροντα τους αυτούς
λόγους τους οποίους και ο Μακεδών Αλέξανδρος διεπόρθμευσεν εις
τους Αθηναίους. Τους εμήνυσε δε ταύτα εκ δευτέρου ο Μαρδόνιος
ουχί διότι έλαβε φιλικάς αποκρίσεις την πρώτην φοράν, αλλά
διότι ήλπιζεν ότι ήθελε μετριασθή το πείσμα των, αφού έβλεπον
ότι όλη η Αττική ήτο πλέον δορυάλωτος και υπό την εξουσίαν του.
Τούτων ένεκα έπεμψε τον Μουρυχίδην εις την Σαλαμίνα.

5. Ούτος δε παρουσιασθείς εις το συμβούλιον είπε τα παρά του
Μαρδονίου εντεταλμένα, και ο Λυκίδης, των του συμβουλίου, έδωσε
γνώμην ότι ενόμιζε συμφέρον να δεχθώσι τας προτάσεις τας οποίας
έφερεν ο Ελλησπόντιος και να τας αναφέρωσιν εις τον δήμον. Ο
μεν Λυκίδης ταύτην την γνώμην απεφάνθη, είτε δεχθείς χρήματα
από τον Μαρδόνιον, είτε ευρίσκων τωόντι τούτο καλόν. Οι δε
Αθηναίοι, και οι εν τω συμβουλίω και οι έξωθεν ελθόντες, άμα το
ήκουσαν τοσούτον ωργίσθησαν ώστε περικυκλώσαντες τον Λυκίδην
τον εφόνευσαν με λίθους· τον δε Ελλησπόντιον Μουρυχίδην
απέπεμψαν αβλαβή. Θορύβου δε γενομένου εις την Σαλαμίνα περί
του Λυκίδου, έμαθον το πράγμα αι γυναίκες των Αθηναίων και
παροτρύνουσαι η μία την άλλην όρμησαν αυθορμήτως εις την οικίαν
του Λυκίδου και κατελιθοβόλησαν την γυναίκα του και τα τέκνα
του.

6. Εις δε την Σαλαμίνα διέβησαν οι Αθηναίοι διά την εξής
αιτίαν. Ενόσω μεν επρόσμενον να έλθη στρατός εκ της
Πελοποννήσου προς βοήθειάν των, έμενον εις την Αττικήν· επειδή
δε οι μεν Πελοποννήσιοι εβράδυνον πολύ, ο δε Μαρδόνιος
εισερχόμενος ηκούετο ότι ήτο εις την Βοιωτίαν, τότε έλαβον τα
πράγματά των και διέβησαν εις την Σαλαμίνα. Εις δε την
Λακεδαίμονα έπεμψαν απεσταλμένους, άμα μεν διά να μεμφθώσι τους
Λακεδαιμονίους ότι άφησαν τον βάρβαρον να εισβάλη εις την
Αττικήν και δεν εξήλθον μετ' αυτών να τον απαντήσωσιν εις την
Βοιωτίαν, άμα δε διά να τοις υπομνήσωσιν όσα ο Πέρσης υπεσχέθη
να τοις δώση εάν εγίνοντο με το μέρος του· προς τούτοις διά να
τοις είπωσιν ότι εάν δεν βοηθήσωσι τους Αθηναίους οι Αθηναίοι
μόνοι των θα φροντίσωσι περί της σωτηρίας των.

7. Κατ' εκείνας τας ημέρας οι Λακεδαιμόνιοι εώρταζον τα
Υακίνθια και πολύ περισσότερον εφρόντιζον να τιμήσωσι τον θεόν
τούτον. Συγχρόνως όμως έκτιζον και το τείχος εις τον Ισθμόν το
οποίον είχεν ήδη υψωθή μέχρι των επάλξεων. Ότε δε οι
απεσταλμένοι των Αθηναίων και συν αυτοίς οι των Μεγάρων και των
Πλαταιών έφθασαν εις την Λακεδαίμονα, παρουσιάσθησαν εις τους
εφόρους και είπον τα εξής· 1. «Έπεμψαν ημάς οι Αθηναίοι
λέγοντες ότι ο βασιλεύς των Μήδων πρώτον μεν αποδίδει εις ημάς
την χώραν μας και δεύτερον θέλει να μας κάμη συμμάχους του επί
ίσοις και ομοίοις δικαιώμασιν άνευ δόλου και απάτης· πλην δε
της Αττικής, προσφέρει να μας δώση και άλλην χώραν την οποίαν
να εκλέξωμεν ημείς. Αλλ' ημείς αιδούμενοι τον Ελλήνιον Δία και
μη  ανεχόμενοι να παραδώσωμεν την Ελλάδα, δεν εδέχθημεν, και
απερρίψαμεν τας προτάσεις του, καίπερ αδικούμενοι υπό των
Ελλήνων και καταπροδιδόμενοι και ηξεύροντες καλώς ότι θα ήτο
συμφερώτερον δι' ημάς να συμφωνήσωμεν με τον Πέρσην μάλλον ή να
πολεμώμεν αυτόν. Εκουσίως όμως ουδέποτε θα ειρηνεύσωμεν μετ'
αυτού. Και ημείς μεν ειλικρινώς υπηρετούμεν την Ελλάδα. 2. Σεις
δε, ενώ τότε κατεφοβήθητε μήπως συμβιβασθώμεν με τον Πέρσην,
τώρα επειδή εμάθετε σαφώς τα φρονήματα ημών ότι ουδαμώς θα
προδώσωμεν την Ελλάδα, και επειδή το τείχος το οποίον κτίζετε
εις τον Ισθμόν είναι περί το τέλος του, αδιαφορείτε εντελώς
περί των Αθηναίων, και ενώ εσυμφωνήσατε με ημάς να απαντήσωμεν
τον Πέρσην εις την Βοιωτίαν, μας επροδώσατε και αφήσατε τον
βάρβαρον να εισβάλη εις την Αττικήν. Σήμερον λοιπόν οι Αθηναίοι
είναι ωργισμένοι καθ' υμών, διότι δεν εφέρθητε ως έπρεπε, και
σας λέγουσι τώρα να πέμψητε τον στρατόν σας συγχρόνως με ημάς
διά να αντισταθώμεν τουλάχιστον κατά του βαρβάρου εις την
Αττικήν αφού δεν τον επροφθάσαμεν εις την Βοιωτίαν. Εν τη
ημετέρα χώρα το Θριάσιον πεδίον είναι επιτηδειότατον προς
μάχην.»

8. Ακούσαντες ταύτα οι έφοροι, ανέβαλον την απόκρισιν διά την
ακόλουθον ημέραν, και την ακόλουθον διά την ακόλουθον, και
τούτο έπραττον επί δέκα ημέρας, αναβάλλοντες από ημέρας εις
ημέραν. Εν τούτω δε τω χρόνω όλος οι Πελοποννήσιοι ετείχιζον
τον Ισθμόν μετά πολλής σπουδής, και ήτο πλέον το τείχος περί το
τέλος. Διατί οι Πελοποννήσιοι, ότε μεν ήλθεν ο Μακεδών
Αλέξανδρος εις τας Αθήνας, εφοβήθησαν τόσον μη μηδίσωσιν οι
Αθηναίοι, τότε δε ουδόλως εφρόντιζον περί αυτών, αιτίαν τούτου
δεν ημπορώ να είπω άλλην ειμή ότι όντος του Ισθμού
τετειχισμένου, ενόμιζον ότι δεν είχον πλέον την ανάγκην των.
Ότε όμως ο Αλέξανδρος μετέβη εις την Αττικήν, το τείχος δεν
είχε τελειώσει, και ειργάζοντο μετά σπουδής διά τον φόβον των
Περσών.

9. Επί τέλους η απόκρισις και η εκστρατεία των Σπαρτιατών
εγένοντο τοιουτοτρόπως. Την προτεραίαν της ημέρας καθ ην έμελλε
να γίνη η τελευταία παρουσίασις των απεσταλμένων, ο Τεγεάτης
Χίλεος όστις εις την Λακεδαίμονα είχε μεγαλειτέραν επιρροήν από
όλους τους ξένους, έμαθεν από τους εφόρους όσα είπον οι
Αθηναίοι. Μαθών δε ταύτα τοις είπε τα εξής· «Ω έφοροι, τοιαύτη
είναι η κατάστασις των πραγμάτων μας, ώστε εάν οι Αθηναίοι δεν
ήναι ηνωμένοι με ημάς και συμμαχήσωσι με τον βάρβαρον, όσον
δυνατόν και αν ήναι το τείχος το οποίον εκτίσατε εις τον
Ισθμόν, μεγάλαι θύραι είναι αναπεπταμέναι εις την Πελοπόννησον
διά τον Πέρσην. Ακούσατε λοιπόν τους Αθηναίους πριν
αποφασίσωσιν άλλο τι, το οποίον ήθελεν επιφέρει την πτώσιν της
Ελλάδος.»

10. Ο μεν Χίλεος ταύτα συνεβούλευσεν, οι δε έφοροι σκεφθέντες
καλώς τους λόγους του, αμέσως, χωρίς να είπωσι τίποτε εις τους
απεσταλμένους των πόλεων, προ του τέλους της νυκτός, εξέπεμψαν
υπό την στρατηγίαν του Παυσανίου, υιού του Κλεομβρότου,
πεντακισχιλίους Σπαρτιάτας, δόντες εις έκαστον επτά είλωτας. Η
στρατηγία αύτη ανήκε μεν δικαιωματικώς εις τον Πλείσταρχον του
Λεωνίδου, αλλ' ούτος ήτο εισέτι παιδίον, και ο Παυσανίας ήτο
επίτροπος του και εξάδελφος. Καθότι ο Κλεόμβροτος, ο πατήρ του
Λεωνίδου και υιός του Αναξανδρίδου, δεν έζη πλέον· αλλ' αφού
επανέφερεν εκ του Ισθμού τον στρατόν όστις έκτισε το τείχος,
μετ' ολίγον απέθανεν. Επανέφερε δε ο Κλεόμβροτος τον στρατόν εκ
του Ισθμού διά την εξής αιτίαν. Ενώ εθυσίαζε κατά του Πέρσου, ο
ήλιος εσκοτίσθη εν τω ουρανώ. Ο Παυσανίας προσέλαβε συνάρχοντα
τον Ευρυάνακτα του Δωριέως, όντα εκ της αυτής οικογενείας. Και
ο μεν στρατός, μετά του Παυσανίου, εξήλθε της Σπάρτης.

11. Οι δε πρέσβεις, άμα εγένετο ημέρα, μη ηξεύροντες τίποτε
περί της εξόδου, παρουσιάσθησαν εις τους εφόρους, έχοντες κατά
νουν να αναχωρήσωσι και αυτοί, έκαστος εις τα ίδια.
Παρουσιασθέντες δε είπον τα εξής· «Υμείς μεν, ω Λακεδαιμόνιοι,
μένοντες εδώ πανηγυρίζετε Υακίνθια και παίζετε, καταπροδίδοντες
τους συμμάχους· οι δε Αθηναίοι, ως αδικούμενοι παρ' υμών, θα
ειρηνεύσωσι με τον Πέρσην όπως δυνηθώσι δι' έλλειψιν συμμάχων.
Ειρηνεύοντες δε είναι φανερόν ότι γινόμεθα σύμμαχοι του
βασιλέως και θα εκστρατεύωμεν μετά των Περσών όπου ήθελον μας
οδηγεί. Τότε θα εννοήσετε τι δύναται να σας συμβή εκ τούτου.»
Ταύτα ειπόντων των απεσταλμένων, οι έφοροι εβεβαίωσαν μεθ'
όρκου ότι οι κατά των ξένων εκπεμφθέντες θα ήσαν πλέον εις το
Ορέστιον· ξένους δε εκάλουν τους βαρβάρους. Οι δε απεσταλμένοι
μη ηξεύροντες τίποτε ηρώτησαν εκ δευτέρου τι εσήμαινον τα
λεγόμενα, και ερωτήσαντες έμαθον ακριβώς όλην την αλήθειαν·
ώστε θαυμάσαντες ανεχώρησαν τάχιστα διά να τους φθάσωσι. Συν
αυτοίς δε ανεχώρησαν και πεντακισχίλιοι λογάδες οπλίται εκ των
περιοίκων Λακεδαιμονίων.

12. Ούτοι μεν έσπευδον να φθάσωσι εις τον Ισθμόν οι δε Αργείοι,
οίτινες είχον υποσχεθή πρότερον εις τον Μαρδόνιον να εμποδίσωσι
τους Σπαρτιάτας από του να εκστρατεύσωσιν, άμα έμαθον ότι ο
στρατός του Παυσανίου εξήλθε της Σπάρτης, έπεμψαν εις την
Αττικήν κήρυκα, τον καλλίτερον ημεροδρόμον τον οποίον
ηδυνήθησαν να εύρωσι. Φθάσας ούτος εις τας Αθήνας, είπε τα
εξής· «Μαρδόνιε, με έπεμψαν οι Αργείοι διά να σε είπω ότι η
νεολαία εξήλθε της Λακεδαίμονος και ότι δεν ηδυνήθησαν να την
εμποδίσωσιν. Ήξευρε λοιπόν τούτο και πράξον ό,τι νομίσης
καλόν.» Ο μεν κήρυξ ταύτα ειπών ανεχώρησε.

13. Ο δε Μαρδόνιος, ως ήκουσε ταύτα, δεν ηθέλησε πλέον να
μείνη, εις την Αττικήν· και πρότερον μάλιστα, δεν έμενεν εκεί
ειμή διότι ήθελε να μάθη τι ήθελαν αποφασίσει οι Αθηναίοι· και
ούτε έβλαπτε τίποτε ούτε έφθειρε την Αττικήν, ελπίζων πάντοτε
ότι οι Αθηναίοι ήθελον συνθηκολογήσει μετ' αυτού. Ότε όμως
είδεν ότι δεν τους έπειθε και έμαθε τα συμβαίνοντα, πριν
φθάσωσιν οι μετά του Παυσανίου εις τον Ισθμόν, εξήλθε της
Αττικής αφού προηγουμένως ενέπρησε τας Αθήνας και κατεκρήμνισε
παν ό,τι ίστατο ακόμη ορθόν εκ των τειχών ή των οικημάτων ή των
ναών. Έφυγε δε εκείθεν διά την εξής αιτίαν. Η Αττική δεν ήτο
χώρα κατάλληλος εις ιππικούς ελιγμούς, και εάν ενικάτο εις
μάχην δεν είχεν άλλην έξοδον ειμή από στενόν τι μέρος, όπου και
ολίγοι άνθρωποι ηδύναντο να εμποδίσωσι τον στρατόν του.
Εσκόπευε λοιπόν να επιστρέψη εις τας Θήβας, διά να πολεμήση
πλησίον πόλεως φιλικής και χώρας επιτηδείας εις το ιππικόν.

14. Ενώ ο Μαρδόνιος ανεχώρει εκ της Αττικής, συνήντησε καθ'
οδόν ταχυδρόμον όστις τον ειδοποίησεν ότι άλλος στρατός εκ
χιλίων Λακεδαιμονίων ήτο εις τα Μέγαρα. Ακούσας τούτο εσκέφθη
να κυριεύση πρώτον τούτους· όθεν στρέψας προς αριστερά, έλαβε
την προς τα Μέγαρα οδόν, το δε ιππικόν προπορευόμενον κατεπάτει
την χώραν της Μεγαρίδος. Τούτο είναι το δυτικώτατον της Ευρώπης
μέρος εις το οποίον έφθασεν ο Περσικός ούτος στρατός.

15. Μετά ταύτα ήλθεν εις τον Μαρδόνιον αγγελία ότι οι Έλληνες
όλοι ήσαν συνηθροισμένοι εις τον Ισθμόν· και ούτω πάλιν
επέστρεφεν οπίσω διά της Δεκελείας, καθότι οι βοιωτάρχαι είχον
πέμψει ως οδηγούς τους πλησιοχώρους των Ασωπίων, και ούτοι τον
έφερον εις τους Σφενδαλείς και εκείθεν εις την Τάναγραν.
Διατρίψας δε εις την Τάναγραν μίαν νύκτα, την ακόλουθον ημέραν
ετράπη προς την Σκώλον και εισήλθεν εις την γην των Θηβαίων.
Εκεί, μολονότι οι Θηβαίοι εμήδιζον, εδενδροτόμησε την χώραν,
ουχί ένεκα έχθρας προς αυτούς, αλλ' ευρεθείς εις μεγάλην
ανάγκην· καθότι ήθελε να οχυρώση το στρατόπεδον και ητοίμαζε
καταφύγιον εν περιπτώσει καθ' ην η έκβασις του πολέμου
απέβαινεν εναντία προς τας επιθυμίας τους. Το στρατόπεδον
τούτο, τεταγμένον εις τας όχθας του Ασωπού ποταμού, ήρχιζεν από
τας πλησίον των Υσιών Ερυθράς και εξετείνετο μέχρι της
Πλαταιίδος γης. Δεν ήγειρον όμως οι βάρβαροι τόσον εκτεταμένον
τείχος, αλλ' έν τετράγωνον του οποίου έκαστον μέτωπον είχε δέκα
σταδίους. Ενώ δε οι βάρβαροι ειργάζοντο εις τούτο, ο Θηβαίος
Ατταγίνος του Φρύνωνος έκαμε μεγάλας ετοιμασίας και
προσεκάλεσεν εις φιλοξενίαν τον Μαρδόνιον και πεντήκοντα εκ των
μάλλον εγκρίτων Περσών. Κληθέντες δε ούτοι εδέχθησαν, και το
δείπνον εγένετο εις τας Θήβας.

16. Τα δε επίλοιπα, όσα θα είπω τώρα, ήκουσα από τον Ορχομένιον
Θέρσανδρον,  άνδρα επιφανή και εκ των πρώτων του Ορχομενού. Με
είπε δε ο Θέρσανδρος ότι και αυτός προσεκλήθη υπό του Ατταγίνου
εις το δείπνον τούτο ομού με πεντήκοντα άλλους Θηβαίους· προς
τούτοις ότι ο Ατταγίνας δεν κατέκλινε περί την τράπεζαν χωριστά
τους Πέρσας από τους Έλληνας, αλλ' εις εκάστην κλίνην έθεσεν
ένα Πέρσην και ένα Θηβαίον. Μετά το δείπνον ήρχισαν να πίνωσι
και ο ομόκλινός του Πέρσης, ομιλών Ελληνιστί, τον ηρώτησε πόθεν
ήτο· ο Θέρσανδρος απεκρίθη ότι ήτο Ορχομένιος. Τότε ο Πέρσης
είπεν· «Επειδή τώρα έγινες ομοτράπεζος και ομόσπονδός μου, θέλω
να σε αφήσω ανάμνησιν της σκέψεως την οποίαν έχω, διά να
προηξεύρης και συ, και να δύνασαι να φροντίσης περί των
συμφερόντων σου. Βλέπεις τους Πέρσας τους συμποσιάζοντας εδώ
και τον στρατόν τον οποίον αφήσαμεν εστρατοπεδευμένον παρά τον
ποταμόν; Δεν θα παρέλθη πολύς χρόνος και εξ όλων τούτων ολίγους
μόνον θα ίδης να σωθώσι.» Ταύτα είπεν ο Πέρσης και αίφνης έχυσε
πολλά δάκρυα. Ο δε Θέρσανδρος εκπλαγείς διά τους λόγους τούτους
είπε· «Λοιπόν πρέπει να είπης ταύτα εις τον Μαρδόνιον και τους
μετ' εκείνον εγκρίτους Πέρσας.» Ο δε Πέρσης είπε μετά ταύτα·
«Φίλε, ό,τι είναι πεπρωμένον να συμβή εκ θείας βουλήσεως, οι
άνθρωποι δεν δύνανται να το εμποδίσωσι, διότι κανείς δεν θέλει
να πιστεύση εκείνους οίτινες ομιλούσι φρονίμως. Μολονότι πολλοί
εξ ημών ηξεύρομεν ταύτα, ακολουθούμεν όμως δεδεμένοι υπό της
ανάγκης. Η πικροτέρα οδύνη την οποίαν δύναται να υποστή
άνθρωπος, είναι να εννοή πολλά πράγματα και να μη δύναται να
πράξη τίποτε.» Ταύτα ήκουσα να λέγη ο Ορχομένιος Θέρσανδρος και
προς τούτοις ότι τα είπεν αμέσως εις πολλούς ανθρώπους πριν
γίνη η εν Πλαταιαίς μάχη.

17. Ότε δε ο Μαρδόνιος ήτο εστρατοπεδευμένος εις την Βοιωτίαν,
οι μεν άλλοι (όσοι εκ των εις εκείνα τα μέρη κατοικούντων
Ελλήνων εμήδιζον) όλοι έδοσαν στρατόν και συνεισέβαλον εις τας
Αθήνας· μόνοι δε οι Φωκείς δεν συνεισέβαλον, καθότι εμήδιζον
μεν και ούτοι σφόδρα, αλλ' ακουσίως και εξ ανάγκης. Ολίγας δε
ημέρας μετά την άφιξιν του Μαρδονίου εις τας Θήβας, ήλθον και
εκ των Φωκέων χίλιοι οπλίται, των οποίων αρχηγός ήτο ο
Αρμοκύδης, ο μάλλον επιφανής των πολιτών. Μόλις δε έφθασαν εις
τας Θήβας, έπεμψεν ο Μαρδόνιος προς αυτούς ιππείς και τους
διέταξε να στρατοπεδεύσωσι χωριστά εις την πεδιάδα. Αφού
έπραξαν τούτο, αμέσως έδραμεν εκεί όλον το ιππικόν. Μετά ταύτα
δε διεδόθη φήμη μεταξύ των Ελλήνων των όντων με τους Μήδους ότι
ο Μαρδόνιος είχε σκοπόν να κατακοντίση τους Φωκείς. Τότε ο
στρατηγός αυτών Αρμοκύδης τους ενεθάρρυνε διά των λόγων τούτων·
«Ω Φωκείς, είναι πρόδηλον ότι οι άνθρωποι ούτοι θέλουσιν εκ
προμελέτης να μας θανατώσωσι, διότι ως εικάζω μας διέβαλον οι
Θεσσαλοί. Τώρα λοιπόν πρέπει έκαστος υμών να φανή γενναίος·
διότι προτιμότερον να τελευτήσωμεν τον βίον πράττοντές τι και
αμυνόμενοι, ή αφεθέντες ν' απολεσθώμεν με ατιμότατον θάνατον.
Ας μάθωσιν οι άνθρωποι ούτοι ότι ατιμωρητί δεν δύνανται
βάρβαροι να σκευωρήσωσι τον θάνατον ανδρών Ελλήνων.»

18. Ο μεν Αρμοκύδης τοιαύτα συνεβούλευσεν. Οι δε ιππείς, αφού
περικύκλωσαν τους Φωκείς, ώρμησαν εναντίον των δεικνύοντες ότι
είχον σκοπόν να τους θανατώσωσι, και έτεινον και τα τόξα διά να
ρίψωσι, τινές δε μάλιστα έρριψαν· οι δε Φωκείς, στρεφόμενοι
προς όλα τα μέρη και πεπυκνωμένοι, ανθίσταντο. Τότε οι ιππείς
υπέστρεψαν και ανεχώρησαν οπίσω. Δεν δύναμαι να είπω μετά
βεβαιότητος ούτε εάν τωόντι, κατ' αίτησιν των Θεσσαλών, ήλθον
να θανατώσωσι τους Φωκείς, και έπειτα, επειδή τους είδον
λαβόντας αμυντικήν θέσιν και εφοβήθησαν μήπως φονευθώσι και εκ
των ιδίων των στρατιωτών, τους άφησαν και ανεχώρησαν (καθότι
τοιαύτη ήτο η διαταγή του Μαρδονίου), ούτε εάν ηθέλησεν ο
Μαρδόνιος να τους δοκιμάση εάν ήναι γενναίοι. Αφού δε
επέστρεψαν οι ιππείς, πέμψας κήρυκα ο Μαρδόνιος είπε τα εξής·
«Θαρρείτε, ω Φωκείς· διότι εφάνητε ότι είσθε άνδρες γενναίοι
και όχι ως ήκουον εγώ. Τώρα λοιπόν δείξατε την προθυμίαν σας
εις τον πόλεμον τούτον, και δεν θα υπερβηθήτε εις τας
ευεργεσίας. ούτε εμέ ούτε τον βασιλέα». Ταύτα συνέβησαν εις
τους Φωκείς.

19. Οι δε Λακεδαιμόνιοι ελθόντας εις τον Ισθμόν
εστρατοπεδεύσαντο εκεί. Μαθόντες δε τούτο οι λοιποί
Πελοποννήσιοι, οίτινες είχον ασπασθή την πατριωτικήν μερίδα,
και βλέποντες ότι εξεστράτευσαν οι Λακεδαιμόνιοι, δεν ενέκρινον
να αφήσωσιν αυτούς μόνους. Εκ του Ισθμού λοιπόν, αφού
συνεβουλεύθησαν τα θύματα και είδον ότι ήσαν καλά, εκίνησαν
όλοι και έφθασαν εις την Ελευσίνα. Αφού δε έκαμον και εκεί
θυσίας αίτινες απέβησαν επίσης καλαί, επορεύθησαν επί τα πρόσω·
συν αυτοίς δε και οι Αθηναίοι οίτινες ήλθον εκ της Σαλαμίνος
και ηνώθησαν μετ' αυτών εις την Ελευσίνα. Ότε δε έφθασαν εις
τας Ερυθράς της Βοιωτίας και έμαθον ότι οι βάρβαροι ήσαν
εστρατοπεδευμένοι εις τον Ασωπόν, απεφάσισαν και αυτοί να
αντιστρατοπεδευθώσιν εις τας υπωρείας του Κιθαιρώνος.

20. Ο δε Μαρδόνιος, επειδή οι Έλληνες δεν κατέβαινον εις την
πεδιάδα, έπεμψε κατ' αυτών όλον το ιππικόν, του οποίου ίππαρχος
ήτο ο Μασίστιος, ανήρ μεγάλην φήμην χαίρων παρά τοις Πέρσαις,
τον οποίον οι Έλληνες καλούσι Μακίστιον. Ούτος είχεν ίππον
Νισαίον χρυσοχάλινον και καθ' όλα τα άλλα κεκοσμημένον καλώς.
Εκεί πλησιάσαντες οι ιππείς και εις τάγματα διαιρεθέντες,
προσέβαλον τους Έλληνας, επροξένησαν εις αυτούς μεγάλην βλάβην
και τους απεκάλεσαν γυναίκας.

21. Κατά συντυχίαν δε οι Μεγαρείς έτυχον να ώσι παρατεταγμένοι
εις την μάλλον ευπρόσβλητον όλων των θέσεων, και εκεί ώρμα το
ιππικόν περισσότερον. Πιεζόμενοι λοιπόν οι Μεγαρείς υπό των
ιππέων, έπεμψαν προς τους στρατηγούς των Ελλήνων κήρυκα. Ελθών
δε ο κήρυξ είπε προς αυτούς τα εξής· «Οι Μεγαρείς λέγουσιν: Ω
σύμμαχοι, ημείς δεν είμεθα ικανοί να αντιστώμεν μόνοι κατά του
ιππικού των Περσών, έχοντες την θέσιν εις ην ετάχθημεν εξ
αρχής· αλλά και έως τώρα αντέχομεν καρτερικώς και ανδρείως,
καίπερ πιεζόμενοι. Τώρα δε εάν δεν στείλετε άλλους να μας
αντικαταστήσωσι, μάθετε ότι θα αφήσωμεν την θέσιν.» Ο μεν κήρυξ
ταύτα απήγγειλεν, ο δε Παυσανίας προσεκάλεσε τους Έλληνας και
εζήτησεν εθελοντάς διά να υπάγωσιν εις εκείνο το μέρος και
διαδεχθώσι τους Μεγαρείς. Μη θελόντων δε των άλλων, εδέχθησαν
οι Αθηναίοι, και εκ των Αθηναίων οι τριακόσιοι επίλεκτοι των
οποίων λοχαγός ήτο ο Ολυμπιόδωρος του Λάμπωνος.

22. Ούτοι ήσαν οι δεχθέντες και οι προ των άλλων Ελλήνων, όσοι
ήσαν εις τας Ερυθράς, ταχθέντες μετά των τοξοτών. Εμάχοντο δε
επί αρκετήν ώραν και το τέλος της μάχης εγένετο τοιούτο. Ότε
ώρμησε το ιππικόν κατά τάγματα, ο ίππος του Μασιστίου προέχων
των άλλων, εβλήθη υπό βέλους εις τα πλευρά· αλγήσας δε, έστη
ορθός και ετίναξε τον Μασίστιον. Τούτου πεσόντος, πρόσδραμον οι
Αθηναίοι. Τότε και τον ίππον αυτού έλαβον και αυτόν αμυνόμενον
εφόνευσαν, ουχί άνευ δυσκολίας καθότι ήτο ωπλισμένος ως εξής.
Έσωθεν είχε χρυσόν θώρακα, λεπιδωτόν και άνωθεν του θώρακος
εφόρει χιτώνα φοινικούν. Όθεν τύπτοντες εις τον θώρακα δεν
έκαμνον τίποτε, μέχρις ου νοήσας τις το πράγμα εκτύπησεν αυτόν
εις τον οφθαλμόν και τοιουτοτρόπως έπεσε και απέθανε. Ταύτα
πάντα πραττόμενα διέλαθον τους άλλους ιππείς, καθότι ούτε
πεσόντα από του ίππου τον είδον, ούτε αποθνήσκοντα. Δεν είδον
δε τα γενόμενα καθότι κατ' εκείνην την ώραν είχον στρέψει τους
χαλινούς και ανεχώρουν. Ότε όμως εστάθησαν, αμέσως τον
εζήτησαν, μη έχοντες πλέον κανένα διά να τους οδηγήση· μαθόντες
δε το γεγονός και εξοτρύναντες αλλήλους, επανέλαβον την
επίθεσιν διά να λάβωσι τον νεκρόν.

23. Ιδόντες δε οι Αθηναίοι ότι οι ιππείς επήρχοντο ουχί κατά
τάγματα αλλ' όλοι ομού, εζήτησαν την συνδρομήν του άλλου
στρατού. Ενώ δε ο πεζός στρατός ήρχετο εις βοήθειαν, μάχη βιαία
εγένετο περί τον νεκρόν. Και ενόσω μεν ήσαν οι τριακόσιοι
μόνοι, υπενέδιδον και εμακρύνοντο από τον νεκρόν· ότε δε
έφθασεν εις βοήθειάν των το πλήθος, τότε πλέον οι ιππείς δεν
ηδυνήθησαν να ανθέξωσιν ούτε κατώρθωσαν να λάβωσι τον νεκρόν,
αλλά πλην εκείνου προσαπώλεσαν και άλλους εκ των ιππέων.
Μακρυθέντες δε δύο περίπου στάδια συνεσκέφθησαν τι έπρεπε να
πράξωσι· δι' έλλειψιν δε αρχηγού απεφάσισαν να επιστρέψωσι προς
τον Μαρδόνιον.

24. Ότε το ιππικόν έφθασεν εις το στρατόπεδον, όλος ο στρατός
και προ πάντων ο Μαρδόνιος επένθησαν τον Μασίστιον, κείραντες
εαυτούς και τους ίππους και τα υποζύγια και αφέντες θρήνον
μέγαν. Εις όλην δε την Βοιωτίαν αντήχησεν ότι απώλετο ανήρ τα
μέγιστα τιμώμενος μετά τον Μαρδόνιον υπό των Περσών και του
βασιλέως. Και οι μεν βάρβαροι κατά τα έθιμα των ετίμησαν τον
Μαστίστιον αποθανόντα.

25. Οι δε Έλληνες επειδή εδέχθησαν την επίθεσιν του ιππικού και
απώθησαν αυτά, έλαβον θάρρος πολύ περισσότερον, και πρώτον
θέσαντες τον νεκρόν εις άμαξαν περιέφερον αυτόν εις τας τάξεις.
Ο δε νεκρός ήτο άξιος θαυμασμού διά το μέγα του ανάστημα και το
κάλλος· εκείνο δε το οποίον τους ηνάγκασε να τον περιφέρωσιν
εις τας τάξεις ήτο διά να μη εγκαταλείπωσιν αυτάς οι στρατιώται
και έρχωνται να τον βλέπωσι. Μετά ταύτα απεφάσισαν να καταβώσιν
εις τας Πλαταιάς, διότι ο Πλαταιικός χώρος τοις εφαίνετο
επιτηδειότερος του Ερυθραίου προς στρατοπέδευσιν, και διότι το
ύδωρ εκεί ήτο καλλίτερον. Εις τούτον λοιπόν τον χώρον και
πλησίον της εν τω χώρω τούτω ούσης Γαργαφίας κρήνης έκρινον ότι
έπρεπε να έλθωσι και να στρατοπεδευθώσι. Αναλαβόντες λοιπόν τα
όπλα διήλθον πλησίον των Υσιών διά της υπωρείας του Κιθαιρώνος
και έφθασαν εις την Πλαταιίδα γην. Φθάσαντες εκεί ετάχθησαν
κατά έθνη πλησίον της Γαργαφίας κρήνης και του τεμένους του
ήρωος Ανδροκράτους, οι μεν εις όχθους όχι υψηλούς οι δε εις
μέρος επίπεδον.

26. Τότε κατά την διάταξιν εγένετο πολλή λογομαχία μεταξύ
Τεγεατών και Αθηναίων. Αμφότερα τα έθνη ηξίουν να έχωσι το έν
κέρας, προβάλλοντες εις υποστήριξιν των δικαιωμάτων των παλαιά
και νέα κατορθώματα. Αφ' ενός μεν οι Τεγεάται έλεγον· «Ημείς
πάντοτε εις όσας εκστρατείας κοινάς έκαμον οι Πελοποννήσιοι
παλαιάς και νέας, εκρίθημεν άξιοι της τιμής ταύτης παρ' όλων
των συμμάχων. Από της εποχής δε καθ' ην οι Ηρακλείδαι μετά τον
θάνατον του Ευρυσθέως επειράθησαν να καταβώσιν εις την
Πελοπόννησον, ελάβομεν το δικαίωμα τούτο διά την εξής αιτίαν.
Ότε μετά των Αχαιών και των Ιώνων, των κατοικούντων τότε εις
την Πελοπόννησον, εξεστρατεύσαμεν εις τον Ισθμόν διά να
αντιταχθώμεν κατά των θελόντων να καταβώσιν εις την
Πελοπόννησον Ηρακλειδών· τότε λέγουσιν ότι επειδή ο Ύλλος είπεν
ότι δεν έπρεπε να συμπλακώσιν οι δύο στρατοί, αλλ' όστις ήθελε
κριθή μάλλον άξιος εκ του Πελοποννησιακού στρατού, αυτός να
μονομαχήση μετά του Ύλλου επί συμπεφωνημένοις όροις, ενέκριναν
οι Πελοποννήσιοι να πράξωσι τούτο και θυσιάσαντες ωρκίσθησαν τα
εξής· εάν μεν ο Ύλλος νικήση τον ηγεμόνα των Πελοποννησίων, να
καταβώσιν οι Ηρακλείδαι εις τα πατρώα· εάν δε εξ εναντίας
νικηθή, να αναχωρήσωσιν εκείθεν οι Ηρακλείδαι και να απαγάγωσι
τον στρατόν, επί εκατόν δε έτη να μη ζητήσωσι κάθοδον εις την
Πελοπόννησον. Ο βασιλεύς ημών και στρατηγός Έχεμος, υιός του
Φηγέως Αερόπου, προσεφέρθη εκουσίως και όλοι οι σύμμαχοι
εδέχθησαν· μονομαχήσας δε εφόνευσε τον Ύλλον. Εκ του έργου
τούτου, ημείς ελάβομεν τότε μεταξύ των Πελοποννησίων και άλλα
μεγάλα προνόμια τα οποία διετηρήσαμεν μέχρι σήμερον, και
προσέτι να διοικώμεν πάντοτε έν κέρας οσάκις γίνεται κοινή
εκστρατεία. Εις υμάς μεν, ω Λακεδαιμόνιοι, δεν εναντιούμεθα·
σας αφίνομεν να εκλέξετε το κέρας το οποίον θέλετε, και εκ των
προτέρων δίδομεν την συγκατάθεσίν μας· το άλλο όμως λέγομεν ότι
εις ημάς ανήκει να έχωμεν ως πάντοτε. Πλην δε του έργου τούτου
το οποίον ανεφέραμεν, ημείς είμεθα μάλλον άξιοι των Αθηναίων να
έχωμεν αυτήν την τάξιν, καθότι πολλάκις επολεμήσαμεν ανδρείως
και καθ' υμών, ω Σπαρτιάται, και κατ' άλλων Ελλήνων. Ούτω
λοιπόν είναι δίκαιον ημείς να έχωμεν το έν κέρας και όχι οι
Αθηναίοι, καθότι ουδέποτε έπραξαν τόσα κατορθώματα όσα ημείς,
ούτε παλαιά ούτε νέα.»  Οι μεν Τεγεάται ταύτα είπον.

27. Οι δε Αθηναίοι ακούσαντες ταύτα απεκρίθησαν ως εξής·
«Ενομίζομεν ότι συνήχθημεν εδώ ουχί διά να λογομαχήσωμεν, αλλά
διά να πολεμήσωμεν τον βάρβαρον· επειδή όμως ο Τεγεάτης έδωκε
το παράδειγμα να διηγηθή παλαιά και νέα κατορθώματα όσα έπραξεν
έκαστος εν παντί χρόνω, ευρισκόμεθα εις την ανάγκην να
δηλώσωμεν εις υμάς ότι παρ' ημίν, πλειότερον ή παρά τοις
Αρκάσιν, είναι πατροπαράδοτον να αφοσιούμεθα υπέρ της σωτηρίας
όλων και να πολεμώμεν εις την πρώτην τάξιν. Τους Ηρακλείδας,
των οποίων τον ηγεμόνα λέγουσιν ούτοι ότι εφόνευσαν, τούτους
προ της περιστάσεως ταύτης διωκομένους υπό πάντων των Ελλήνων
προς ους ήρχοντο φεύγοντες την δουλείαν των Μυκηναίων, μόνοι
ημείς εδέχθημεν, και εταπεινώσαμεν την θρασύτητα του Ευρυσθέως,
μετ' εκείνων πολεμήσαντες και νικήσαντες τους έχοντες τότε την
Πελοπόννησον. Έπειτα, ότε οι Αργείοι ήλασαν μετά του
Πολυνείκους κατά των Θηβών και φονευθέντες έκειντο άταφοι,
ημείς εκστρατεύσαντες κατά των Καδμείων, ελάβομεν τους νεκρούς
και εθάψαμεν αυτούς εις την Ελευσίνα της ημετέρας χώρας. Επίσης
ένδοξον είναι το κατόρθωμά μας εναντίον των Αμαζόνων, αίτινες,
ελθούσαι ποτε από του Θερμώδοντος ποταμού, εισέβαλον εις την
Αττικήν· προσέτι και εις τον Τρωικόν πόλεμον δεν εφάνημεν
κατώτεροι ουδενός άλλου έθνους. Πλην η ανάμνησις αυτών,
ουδεμίαν δίδει υπεροχήν· καθόσον οι αυτοί άνθρωποι οίτινες τότε
ήσαν γενναίοι, τώρα δυνατόν να ήναι ασθενέστεροι, και οι όντες
τότε ασθενείς, να ήναι τώρα γενναίοι· όθεν ας αφήσωμεν τα
παλαιά έργα. Ημείς, και τίποτε άλλο αν δεν επράξαμεν, μολονότι
επράξαμεν πολλά και λαμπρά και ουχί κατώτερα των άλλων Ελλήνων,
πάλιν μόνον διά το έργον του Μαραθώνος είμεθα άξιοι να λάβωμεν
τούτο το γέρας και άλλα πλην τούτου. Κατ' εκείνην την ημέραν
μόνοι των Ελλήνων επολεμήσαμεν κατά του Πέρσου, και
επιχειρήσαντες τοιούτο έργον υπερισχύσαμεν και ενικήσαμεν
τεσσαράκοντα έξ έθνη. Δεν είναι λοιπόν δίκαιον, δι' αυτό και
μόνον το κατόρθωμα να έχωμεν την τάξιν ταύτην; Αλλ' εις την
παρούσαν περίστασιν δεν αρμόζει να ερίζωμεν περί τάξεως· είμεθα
έτοιμοι να σας υπακούσωμεν, ω Λακεδαιμόνιοι· θα λάβωμεν την
θέσιν την οποίαν θέλετε κρίνει κατάλληλον να μας υποδείξετε και
εναντίον οιωνδήποτε αντιπάλων. Όπου όμως και αν ταχθώμεν, θα
προσπαθήσωμεν να πολεμήσωμεν ανδρείως. Διατάξατε και
υπακούομεν.»

28. Οι μεν Αθηναίοι ταύτα απεκρίθησαν, όλος δε ο στρατός των
Λακεδαιμονίων ανεβόησεν ότι οι Αθηναίοι μάλλον άξιοι να έχωσι
το έν κέρας ή οι Αρκάδες. Τοιουτοτρόπως λοιπόν το έλαβον οι
Αθηναίοι και επροτιμήθησαν των Τεγεατών. Μετά ταύτα δε
ετάχθησαν ως ακολούθως όσοι Έλληνες ήλθον ύστερον και όσοι
είχον έλθει εξ αρχής. Το μεν δεξιόν κέρας έχον δεκακισχίλιοι
Λακεδαιμόνιοι, εξ ων οι πεντακισχίλιοι ήσαν Σπαρτιάται και
είχον ως βοηθούς τριάκοντα πέντε χιλιάδας ψιλούς είλωτας, επτά
έκαστος. Πλησίον των οι Σπαρτιάται έταζαν τους Τεγεάτας τιμής
ένεκεν και αρετής· ούτοι δε ήσαν χίλιοι και πεντακόσιοι
οπλίται. Μετ' αυτούς ίσταντο πεντακισχίλιοι Κορίνθιοι και
πλησίον αυτών έλαβον την άδειαν να σταθώσι τριακόσιοι
Ποτιδαιάται ελθόντες εκ της Παλλήνης. Αμέσως μετ' αυτούς
ίσταντο Αρκάδες Ορχομένιοι εξακόσιοι, έπειτα τρισχίλιοι
Σικυώνιοι, έπειτα οκτακόσιοι Επιδαύριοι. Πλησίον αυτών ήσαν
τεταγμένοι χίλιοι Τροιζήνιοι, έπειτα διακόσιοι Λεπρεάται,
έπειτα τετρακόσιοι Μυκηναίοι και Κορίνθιοι. Μετ' αυτούς χίλιοι
Φλιάσιοι και πλησίον αυτών τριακόσιοι Ερμιονείς. Μετά τους
Ερμιονείς ίσταντο εξακόσιοι Ερετριείς και Στυρείς, έπειτα
τετρακόσιοι Χαλκιδείς, έπειτα πεντακόσιοι Αμπρακιώται. Μετά
τους Αμπρακιώτας ετάχθησαν οκτακόσιοι Λευκάδιοι και Ανακτόριοι
μετ' αυτούς διακόσιοι Παλείς εκ της Κεφαλληνίας, μετ' αυτούς
πεντακόσιοι Αιγινήται, έπειτα τρισχίλιοι Μεγαρείς, κατόπιν
εξακόσιοι Πλαταιείς. Τελευταίοι δε και πρώτοι ετάχθησαν
οκτακισχίλιοι Αθηναίοι έχοντες το ευώνυμον κέρας· εστρατήγει δε
αυτών Αριστείδης ο Λυσιμάχου.

29. Ούτοι δε, πλην των επτά ειλώτων των τεταγμένων περί έκαστον
Σπαρτιάτην, ήσαν οπλίται και όλοι ομού τριάκοντα οκτώ χιλιάδες
τον αριθμόν. Όλοι λοιπόν οι οπλίται οι συλλεγέντες κατά του
βαρβάρου ήσαν τοσούτοι· των ψιλών δε το πλήθος ήτο το εξής.
Τριάκοντα πέντε μεν χιλιάδες εκ του Σπαρτιατικού τάγματος·
καθότι επτά ήσαν περί έκαστον Σπαρτιάτην, όλοι παρεσκευασμένοι
ως εις πόλεμον. Οι δε ψιλοί των λοιπών Λακεδαιμονίων και
Ελλήνων ήσαν τριάκοντα τέσσαρες χιλιάδες και πεντακόσιοι, ως να
ήτο είς ψιλός πλησίον ενός οπλίτου. Ώστε όλοι οι μάχιμοι ψιλοί
ήσαν εξήκοντα εννέα χιλιάδες και πεντακόσιοι.

30. Όλος δε ομού ο Ελληνικός στρατός ο συνελθών εις τας
Πλαταιάς, οπλίται και ψιλοί μάχιμοι, ήτο ένδεκα μυριάδες μείον
χιλίων οκτακοσίων (26)· μετά των ελθόντων δε έπειτα Θεσπιέων
συνεπληρώθησαν αι ένδεκα μυριάδες· καθότι ήλθον εις το
στρατόπεδον όσοι διεσώθησαν Θεσπιείς, χίλιοι οκτακόσιοι τον
αριθμόν, αλλ' ούτε αυτοί δεν είχον όπλα. Ούτω διατεταγμένοι οι
Έλληνες εστρατοπεδεύοντο εις τας όχθας του Ασωπού.

31. Οι δε βάρβαροι και ο Μαρδόνιος, αφού απεκήδευσαν τον
Μασίστιον μαθόντες ότι οι Έλληνες ήσαν εις τας Πλαταιάς, ήλθον
και αυτοί προς εκείνο το μέρος του Ασωπού· ελθόντες δε
αντετάχθησαν υπό του Μαρδονίου ως ακολούθως. Απέναντι μεν των
Λακεδαιμονίων έστησε τους Πέρσας· και επειδή οι Πέρσαι ήσαν
περισσότεροι κατά το πλήθος τους εσχημάτισεν εις πολλάς τάξεις
τας οποίας εξέτεινε μέχρι του μετώπου των Τεγεατών· και τους
μεν δυνατωτάτους των Περσών εκλέξας έστησεν εναντίον των
Λακεδαιμονίων, τους δε ασθενεστέρους παρέταξεν εναντίον των
Τεγεατών. Ταύτα έπραξε κατά συμβουλήν των Θηβαίων. Αμέσως δε
μετά τους Πέρσας έταξε τους Μήδους απέναντι των Κορινθίων, των
Ποτιδαιατών, των Ορχομενίων και των Σικυωνίων. Μετά τους Μήδους
έταξε τους Βακτρίους απέναντι των Επιδαυρίων, των Τροιζηνίων,
των Λεπρεατών, των Τιρυνθίων, των Μυκηναίων και των Φλιασίων.
Μετά τους Βακτρίους έστησε τους Ινδούς απέναντι των Ερμιονέων,
των Ερεριέων, των Στυρών και των Χαλκιδέων. Μετά τους Ινδούς
έταξε τους Σάκας εναντίον των Αμπρακιωτών, των Ανακτορίων, των
Λευκαδίων, των Παλέων και των Αιγινητών. Τελευταίον δε κατά των
Αθηναίων και των συμμάχων των Πλαταιέων και Μεγαρέων έταξε τους
Βοιωτούς, τους Λοκρούς, τους Μαλιείς, τους Θεσσαλούς και τους
χιλίους Φωκείς, διότι όλοι οι Φωκείς δεν εμήδισαν, αλλά τινές
εξ αυτών καταφυγόντες εις τον Παρνασσόν εβοήθουν τους Έλληνας
και εκείθεν ορμώμενοι έβλαπτον τον στρατόν του Μαρδονίου και
τους μεταυτού όντας Έλληνας. Έταξε προσέτι εναντίον των
Αθηναίων και τους περί την Θεσσαλίαν κατοικούντας.

32. Ταύτα μεν είναι τα ονόματα των μεγίστων εθνών όσα παρέταξεν
ο Μαρδόνιος, και ήσαν τα επιφανέστατα και πλείστου λόγου άξια.
Ευρίσκοντο δε μεταξύ αυτών και άλλων εθνών άνδρες
αναμεμιγμένοι, Φρυγών, Θρακών, Μυσών, Παιόνων και άλλων·
προσέτι και εκ των Αιθιόπων και Αιγυπτίων οι καλούμενοι
Ερμοτύβιες και Καλασίριες, μαχαιροφόροι, οίτινες είναι οι μόνοι
μάχιμοι εκ των Αιγυπτίων. Τούτους έτι ων εν Φαλήρω ο Μαρδόνιος
είχεν αποβιβάσει εκ των πλοίων, διότι ήσαν μεταξύ των
πληρωμάτων και διότι εις τον πεζόν στρατόν τον οποίον έφερεν ο
Ξέρξης εις τας Αθήνας δεν υπήρχον Αιγύπτιοι. Οι μεν βάρβαροι
λοιπόν ήσαν τριακόσιαι χιλιάδες, ως και πρότερον εκδήλωσα· των
δε Ελλήνων των συμμάχων του Μαρδονίου ουδείς γνωρίζει τον
αριθμόν· καθότι δεν ηριθμήθησαν· εικάζω όμως ότι προσήλθον έως
πεντήκοντα χιλιάδες. Ούτοι ήσαν οι παραταχθέντες πεζοί· το δε
ιππικόν ήτο τεταγμένον κατά μέρος.

33. Αφού όλοι ούτοι διετάχθησαν κατά έθνη και κατά τάγματα, την
δευτέραν ημέραν εγένοντο θυσίαι εις αμφότερα τα μέρη. Και εις
μεν τους Έλληνας ο θύων ήτο ο Τισαμενός του Αντιόχου, διότι
ούτος ηκολούθει το στράτευμα τούτο ως μάντις· όντα δε εκ της
Ήλιδος και κατά το γένος Κλυτιάδην εξ Ιμιδών, οι Λακεδαιμόνιοι
έκαμον πολίτην των. Ότε ο Τισαμενός ήλθεν εις τους Δελφούς διά
να ζητήση χρησμόν περί τέκνων, η Πυθία τω είπεν ότι θα νικήση
πέντε μεγίστους αγώνας. Ούτος δε παρεξηγήσας τον χρησμόν,
επεδίδετο εις γυμνικάς ασκήσεις, νομίζων ότι έμελλε να νικήση
γυμνικούς αγώνας. Όθεν ασκηθείς εις το πένταθλον, ολίγον έλειψε
να νικήση εις μίαν ολυμπιάδα· αλλ' ο εξ ’νδρου Ιερώνυμος τον
ενίκησεν εις την πάλην. Οι δε Λακεδαιμόνιοι εννοήσαντες ότι ο
περί του Τισαμενού χρησμός δεν απέβλεπεν εις γενικούς αγώνας
αλλ' εις πολεμικούς, επειρώντο να πείσωσιν αυτόν επί μισθώ να
γίνη αρχηγός των πολέμων ομού με τους βασιλείς των Ηρακλείδας.
Βλέπων δε ο Τισαμενός ότι οι Σπαρτιάται περί πολλοί εποιούτο να
κάμωσιν αυτόν φίλον, ηύξησε τας αξιώσεις του, προβάλλων ότι,
εάν τον δεχθώσιν ως πολίτην των και παρέξωσιν εις αυτόν όλα τα
προνόμια, θα πράξη ό,τι επεθύμουν· επ' ουδενί όμως άλλω μισθώ.
Οι Σπαρτιάται κατ' αρχάς μεν ακούσαντες τούτο δυσηρεστήθησαν
και αδιαφόρησαν περί του χρησμού· επί τέλους όμως,
επικρεμασθέντος του μεγάλου φόβου της Περσικής ταύτης
εκστρατείας, εδέχθησαν τας αιτήσεις του και τον προσεκάλεσαν.
Τότε ο Τισαμενός, ιδών αυτούς μεταβαλόντας γνώμην, είπεν ότι
πλέον ούτε με ταύτα μόνα ηρκείτο, αλλ' ότι έπρεπε προσέτι να
γίνη Σπαρτιάτης και ο αδελφός του Ηγίας, με τα αυτά δικαιώματα
με τα οποία γίνεται και αυτός.

34. Ταύτα λέγων ο Τισαμενός εμιμείτο τον Μελάμποδα, εάν δύναταί
τις να παραβάλη την βασιλείαν με την πολιτογράφησιν. Διότι και
ο Μελάμπους, ότε εμάνησαν αι γυναίκες του ’ργους, επειδή τον
εζήτησαν οι Αργείοι να έλθη από την Πύλον επί μισθώ διά να
θεραπεύση τας γυναίκας των, εζήτησεν ως μισθόν το ήμισυ της
βασιλείας· και επειδή οι Αργείοι δεν ηδυνήθησαν να ανεχθώσι
τοιαύτην αξίωσιν και ανεχώρησαν, αι δε γυναίκες των εμαίνοντο
πολύ περισσότεραι, τότε αποφασίσαντες να δεχθώσι τας προτάσεις
του Μελάμποδος, επέστρεψαν προς αυτόν και τω παρεχώρησαν ό,τι
εζήτει. Ο Μελάμπους όμως, ιδών τους Αργείους μεταβληθέντας,
εζήτησε περισσότερα λέγων ότι δεν θα κάμη όσα  θέλουσιν, εάν
δεν μεταδώσωσι και εις τον αδελφόν του Βίαντα τα τριτημόριον
της βασιλείας. Οι δε Αχρείοι, ευρισκόμενοι εις τα στενά,
εδέχθησαν και τούτο.

35. Ούτω και οι Σπαρτιάται, επειδή είχον μεγάλην ανάγκην του
Τισαμενού, έδοσαν ό,τι εζήτησεν. Αφού δε τω παρεχώρησαν ταύτα,
τότε ο πλείος Τισαμενός, εγένετο μάντις των εις πέντε μεγάλας
μάχας και εθριάμβευσαν ομού. Μόνοι δε ούτοι εξ όλων των
ανθρώπων εγένοντο πολίται Σπαρτιάται. Αι δε πέντε μάχαι εισίν
αι εξής· πρώτη αύτη η εν Πλαταιαίς έπειτα η εν Τεγέα προς τους
Τεγεάτας και τους Αργείους, έπειτα η εν Διπαία προς όλους τους
Αρκάδας πλην των Μαντινέων, έπειτα η εν Ιθώμη προς τους
Μεσσηνίους, και τελευταίον η εν Τανάγρα προς τους Αθηναίους και
τους Αργείους. Αύτη είναι η τελευταία των πέντε μαχών.

36. Ούτος λοιπόν ο Τισαμενός τον οποίον είχον μεθ' εαυτών οι
Σπαρτιάται, ήτο ο μάντις των Ελλήνων εις τας Πλαταιάς. Εις δε
τους Έλληνας προεμήνυον μεν νίκην τα θύματα εάν μείνωσιν εις
αμυντικήν θέσιν, ουχί όμως και εάν διαβάντες τον Ασωπόν
αρχίσωσι πρώτοι την μάχην.

37. Ομοίως και εις τον Μαρδόνιον προθυμούμενον να αρχίση την
μάχην τα θύματα δεν εφαίνοντο καλά, εκτός εάν πολεμήση αφού τον
προσβάλωσι πρώτοι οι εναντίοι· καθότι και ούτος μετεχειρίζετο
ελληνικάς μαντείας, έχων μάντιν τον Ηλείον Ηγησίστρατον, τον
επιφανέστατον των Τελλιαδών τον οποίον προ του πολέμου τούτου
συλλαβόντες οι Σπαρτιάται έρριψαν εις τα δεσμά διά να τον
θανατώσωσιν, ως παθόντες υπ' αυτού πολλά και απρεπή. Εις
τοιαύτην κατάστασιν ευρισκόμενος ο Ηγησίστρατος και τρέχων
κίνδυνον περί της ζωής του, και προσέτι μέλλων προ του θάνατον
να υποστή πολλά και δεινά, έπραξεν έργον μείζον παντός λόγου.
Ενώ ήτο δεδεμένος εις ξύλον σιδηρόδετον, έλαβε μάχαιραν την
οποίαν βεβαίως τω έφερέ τις εντός της φυλακής και αμέσως
εμηχανήθη έργον ανδρειότατον από όσα ημείς ηξεύρομεν. Αφού
εμέτρησεν ακριβώς πόσον μέρος του ποδός ηδύνατο να εξέλθη της
ποδοκάκης, έκοψε τον ταρσόν. Τούτου γενομένου, όπως λάθη τους
φύλακας, διετρύπησε τον τοίχον και απέδρα εις την Τεγέαν, τας
μεν νύκτας πορευόμενος, τας δε ημέρας κρυπτόμενος εις δάση και
διημερεύων εκεί· ώστε με όλας τας αναζητήσεις τας οποίας
έκαμνον όλοι οι Λακεδαιμόνιοι, αυτός την τρίτην νύκτα ήτο εις
την Τεγέαν. Οι δε Σπαρτιάται εθαύμαζον μεγάλως διά την τόλμην
του, και βλέποντες κείμενον χαμαί το ήμισυ του ποδός, εκείνον
δεν ηδύναντο να εύρωσι. Και τότε μεν ούτω διαφυγών τους
Λακεδαιμονίους εύρεν άσυλον εις τους Τεγεάτας, οίτινες κατ'
εκείνην την εποχήν δεν ήσαν φίλοι των Λακεδαιμονίων. Ιαθείς δε
και κατασκευάσας ξύλινον πόδα, εγένετο φανερός εχθρός των
Λακεδαιμονίων· πλην η έχθρα αύτη την οποίαν συνέλαβε κατά των
Λακεδαιμονίων δεν τον ωφέλησε μέχρι τέλους, καθότι μετεσχόμενος
την μαντικήν εις την Ζάκυνθον, συνελήφθη παρ' αυτών και
εφονεύθη.

38. Αλλ' ο μεν θάνατος του Ηγησιστράτου συνέβη μετά τα
Πλαταιικά· τότε δε εις τον Ασωπόν, μεμισθωμένος υπό του
Μαρδονίου αντί μεγάλης ποσότητος, εθυσίαζε και ήτο πρόθυμος
υπέρ αυτού τόσον διά την προς τους Λακεδαιμονίους έχθραν του,
όσον και χάριν κέρδους. Επειδή δε τα θύματα δεν επέτρεπον την
έναρξιν του πολέμου ούτε εις τους Πέρσας ούτε εις τους μετ'
αυτών όντας Έλληνας (καθότι και ούτοι είχαν ωσαύτως ιδικόν των
μάντιν, τον Λευκάδιον Ιππόμαχον) και επειδή συνέτρεχον
πανταχόθεν οι Έλληνες και ηύξανεν ο αριθμός αυτών, ο Θηβαίος
Τιμηγενίδης του Έρπυος συνεβούλευσε τον Μαρδόνιον να φυλάξη τας
διόδους του Κιθαιρώνος, λέγων ότι ανά πάσαν ημέραν συρρέουσιν
εκείθεν οι Έλληνες και ήτο ελπίς να συλλάβη πολλούς.

39. Ότε ο Μαρδόνιος έλαβε την συμβουλήν ταύτην είχον παρέλθει
οκτώ ημέραι αφότου οι δύο στρατοί ήσαν εστρατοπεδευμένοι
απέναντι αλλήλων. Ευρών δε ο Μαρδόνιος την συμβουλήν ταύτην
καλήν άμα ενύκτωσεν, έπεμψε το ιππικόν εις τας διόδους του
Κιθαιρώνος αίτινες απολήγουσιν εις τας Πλαταιάς. Ταύτας οι μεν
Βοιωτοί καλούσι Τρεις κεφαλάς, αι δε Αθηναίοι Δρυός κεφαλάς.
Πεμφθέντες οι ιππείς εκεί, δεν ήλθον ματαίως· καθότι συνέλαβον
πεντακόσια υποζύγια, τα οποία εισήρχοντο εις την πεδιάδα
φέροντα τροφάς εκ Πελοποννήσου εις το στρατόπεδον, και
ανθρώπους οίτινες ηκολούθουν τα ζεύγη ταύτα. Οι Πέρσαι,
γενόμενοι κύριοι τούτων, εφόνευον αφειδώς, μη φειδόμενοι ούτε
υποζυγίου ουδενός ούτε ανθρώπου. Αφού δε εκορέσθησαν
φονεύοντες, έβαλον εμπρός τα λοιπά και τα ήλαυνον προς τον
Μαρδόνιον και εις το στρατόπεδον.

40. Μετά το έργον τούτο ετέρας δύο ημέρας δέτριψαν μη θέλοντες
μήτε οι μεν μήτε οι δε ν' αρχίσωσι πρώτοι τον πόλεμον. Οι
βάρβαροι επροχώρουν μόνον μέχρι του Ασωπού διά να προκαλέσωσι
τους Έλληνας· δεν διέβαινον όμως τον ποταμόν ούτε αυτοί ούτε οι
Έλληνες. Εν τούτοις το ιππικόν του Μαρδονίου δεν έπαυεν
επιτιθέμενον και βλάπτον τους Έλληνας· καθότι οι Θηβαίοι
μηδίζοντες μεγάλως, προθύμως διήγειρον τον πόλεμον και έδιδον
αίτιον να αρχίση, έπειτα δε διεδέχοντο την μάχην οι Πέρσαι και
οι Μήδοι και ούτοι ήσαν οι πράττοντες ανδραγαθίας.

41. Μέχρι μεν των δέκα ημερών ουδέν περισσότερον τούτων
εγένετο· ήτο δε η ενδεκάτη ημέρα αφ' ης ήσαν
αντιστρατοπεδευμένοι εις τας Πλαταιάς, και οι μεν Έλληνες είχον
λάβει πολλάς επικουρίας, ο δε Μαρδόνιος ηγανάκτει απρακτών.
Τότε συνωμίλησαν ο Μαρδόνιος του Γωβρύου και ο Αρτάβαζος του
Φαρνάκους όστις έχαιρε παρά τω Ξέρξη υπόληψιν όσην ολίγοι
Πέρσαι. Κατά την διάσκεψιν ταύτην, αι γνώμαι των υπήρξαν
διάφοροι· ο μεν Αρτάβαζος εγνωμοδότησεν ότι έπρεπε να σηκώσωσι
τάχιστα όλον τον στρατόν και να εισέλθωσιν εις τα τείχη των
Θηβαίων όπου είχον αποθηκεύσει πολλάς τροφάς και χόρτον διά τα
υποζύγια· εκεί δε καθήμενοι ήσυχοι να τελειώσωσι τον πόλεμον
διά του ακολούθου τρόπου. Επειδή είχον πολύν χρυσόν εις
νομίσματα, πολύν άργυρον και ποτήρια, μη φειδόμενοι ουδενός
τούτων να πέμπωσιν, εις τους Έλληνας, και μάλιστα εις τους
προεστώτας των πόλεων, οίτινες δεν θα βραδύνωσι να παραδώσωσι
την ελευθερίαν των διά να αποφύγωσι τους κινδύνους νέας μάχης.
Η γνώμη αύτη συνεφώνει με την των Θηβαίων, και ο Αρτάβαζος ήτο
προνοητικώτερος του Μαρδονίου, του οποίου η γνώμη ήτο
βιαιοτέρα, αποφασιστικωτέρα και ουδεμιάς διαπραγματεύσεως
επιδεκτική. Ο Μαρδόνιος έλεγεν, ότι ο στρατός των ήτο
πολυαριθμότερος του Ελληνικού και ότι έπρεπε να πολεμήσωσιν
όσον τάχιον και όχι να παρορώσι τους Έλληνας εισχυομένους
ολοέν· προσέτι να αδιαφορήσωσι διά τα σφάγια του Ηγησιστράτου,
και μη παραβαίνοντες τα Περσικά έθιμα να επιτεθώσι φυλάττοντες
αυτά.

42. Τούτου ταύτην την γνώμην εξενεγκόντος, ουδείς ετόλμησε να
αντείπη, και τοιουτοτρόπως υπερίσχυσε, καθότι εις αυτόν και
ουχί εις τον Αρτάβαζον είχεν αναθέσει ο βασιλεύς την αρχηγίαν
του στρατεύματος. Όθεν καλέσας τους ταξιάρχους των ταγμάτων και
τους στρατηγούς των ακολουθούντων αυτόν Ελλήνων, ηρώτα εάν
εγνώριζον χρησμόν τινα προλέγοντα ότι οι Πέρσαι έμελλον να
απολεσθώσιν εις την Ελλάδα. Επειδή δε οι προσκληθέντες εσιώπων
άλλοι μεν διότι δεν ήξευρον τους χρησμούς, άλλοι δε διότι τους
ήξευρον μεν, δεν είχον όμως την τόλμην να τους είπωσι, τότε ο
Μαρδόνιος είπεν· «Αφού λοιπόν ή δεν ηξεύρεις τίποτε ή δεν
τολμάτε να ειπήτε τίποτε, εγώ θα σας είπω εκείνο περί του
οποίου είμαι βέβαιος. Υπάρχει χρησμός ότι είναι πεπρωμένον οι
Πέρσαι ελθόντες εις την Ελλάδα να διαρπάσωσι τον ναόν των
Δελφών, και μετά την διαρπαγήν να απολεσθώσιν όλοι. Ημείς
λοιπόν γνωρίζοντες τούτο ούτε εις τον ναόν τούτον θα υπάγωμεν,
ούτε θα επιχειρήσωμεν να τον διαρπάσωμεν· επομένως διά την
αιτίαν ταύτην δεν θα απολεσθώμεν. Ώστε όσοι εξ υμών τυγχάνετε
ευνοϊκώς διατεθειμένοι υπέρ των Περσών, χαρήτε διά τούτο, καθότι
είμεθα προωρισμένοι να νικήσωμεν τους Έλληνας.» Αφού είπε
ταύτα, διέταξεν έπειτα να ετοιμασθώσι και να θέσωσι τα πάντα
εις τάξιν, λέγων ότι άμα τη πρωία της επομένης ημέρας έμελλε να
γίνη η συμπλοκή.

43. Εκείνος δε ο χρησμός τον οποίον ο Μαρδόνιος είπεν ότι εδόθη
εις τους Πέρσας, ενώ ηξεύρω ότι ανεφέρετο εις τους Ιλλυριούς
και τον στρατόν των Εγχελέων και όχι εις τους Πέρσας.
Υπάρχουσιν όμως οι εξής στίχοι του Βάκιδος αναφερόμενοι εις
ταύτην την μάχην.

_Επί του Θερμώδοντος και των χλοηφόρων οχθών του Ασωπού
γενήσεται συνάθροισις Ελλήνων και βοή βαρβαρόφωνος. Εκεί, όταν
φθάση η διωρισμένη ημέρα, πολλοί τοξοφόροι Μήδοι θα φονευθώσι
παρακαίρως και πριν αποφασίσωσι, τούτο αι Μοίραι._

Ταύτα και άλλα παραπλήσια τούτων γνωρίζω αναφερόμενα εις τους
Πέρσας. Ο δε Θερμώδων ποταμός ρέει μεταξύ Τανάγρας και
Γλίσαντος.

44. Μετά τας περί των χρησμών ερωτήσεις ταύτας και την
παρακίνησιν του Μαρδονίου, επήλθεν η νυξ και ετοποθετήθησαν αι
φυλακαί. Ότε δε επροχώρησεν η νυξ και εφαίνετο ότι ήτο ησυχία
εις τα στρατόπεδα και οι άνθρωποι εκοιμώντο, τότε πλησιάσας
έφιππος εις τας φυλακάς των Αθηναίων ο Αλέξανδρος του Αμύντου,
όστις ήτο στρατηγός και βασιλεύς των Μακεδόνων, εζήτει να
ομιλήση εις τους στρατηγούς. Οι μεν πλειότεροι φύλακες έμειναν
εις τας θέσεις των τινές δε έδραμον προς τους στρατηγούς·
ελθόντες δε είπον ότι έφθασεν άνθρωπος έφιππος εκ του
στρατοπέδου των Μήδων, όστις τίποτε άλλο δεν εδήλου, ειμή μόνον
αναφέρων τα ονόματα των στρατηγών έλεγεν ότι επεθύμει να
ομιλήση εις αυτούς.

45. Οι δε στρατηγοί, άμα ήκουσαν ταύτα, αμέσως μετέβησαν εις
τας φύλακας· ότε δε έφθασαν, τοις είπεν ο Αλέξανδρος τα εξής·
«’νδρες Αθηναίοι, σας εμπιστεύομαι τους λόγους τούτους και σας
παρακαλώ να τους φυλάξετε μυστικούς, χωρίς να τους ειπήτε εις
άλλον τινά ειμή εις τον Παυσανίαν, εκτός εάν θέλετε να με
θανατώσετε. Δεν θα τους έλεγον δε εάν δεν εκηδόμην μεγάλως περί
απάσης της Ελλάδος· καθότι είμαι Έλλην την καταγωγήν και δεν
θέλω να βλέπω την Ελλάδα δεδουλωμένην αντί ελευθέρας. Σας λέγω
λοιπόν ότι τα θύματα δεν ηδυνήθησαν να αποβώσιν αίσια προς τον
Μαρδόνιον και τον στρατόν· άλλως προ πολλού ηθέλετε πολεμήσει.
Τώρα όμως απεφάσισε να μη δώση προσοχήν εις τα θύματα και να
προσβάλη άμα τη ημέρα υποφωσκούση, καθότι ως εικάζω φοβείται
μήπως συναχθήτε περισσότεροι. Ηξεύρετε λοιπόν τούτο και
ετοιμάζεσθε. Εάν δε τυχόν ο Μαρδόνιος αναβάλη την επίθεσιν και
δεν επιχειρήση· αυτήν, εγκαρτερείτε προσμένοντες, καθότι μόνον
δι' ολίγας ημέρας έχει τροφάς. Και εάν ο πόλεμος ούτος τελειώση
κατ' ευχήν, ας ενθυμηθή έκαστος υμών και περί της ελευθερώσεως
εμού όστις χάριν των Ελλήνων έπραξα υπό ζήλου τόσον επικίνδυνον
έργον, θέλων να σας φανερώσω τους σκοπούς του Μαρδονίου διά να
μη επιπέσωσιν οι βάρβαροι εξαίφνης καθ' υμών χωρίς ακόμη να
τους περιμένετε. Ειμί δε Αλέξανδρος ο Μακεδών.»

Ούτος μεν ταύτα ειπών, έστρεψε τον ίππον και επανήλθεν εις το
στρατόπεδον και εις την τάξιν του.

46. Οι δε στρατηγοί των Αθηναίων ελθόντες εις το δεξιόν κέρας
είπον εις τον Παυσανίαν όσα ήκουσαν παρά του Αλεξάνδρου. Ο
Παυσανίας ακούσας τούτο και φοβηθείς τους Πέρσας είπε τα εξής·
«Επειδή λοιπόν η μάχη θα αρχίση από πρωίας, πρέπει υμείς μεν οι
Αθηναίοι να σταθήτε απέναντι των Περσών, ημείς δε απέναντι των
Βοιωτών και των λοιπών Ελλήνων οίτινες είναι παρατεταγμένοι
απέναντί σας, διά την εξής αιτίαν. Υμείς πολεμήσαντες εις τον
Μαραθώνα, γνωρίζετε τους Μήδους και την μάχην αυτών, ημείς δε
είμεθα άπειροι και αδαείς των ανδρών τούτων, καθότι ουδείς
Σπαρτιάτης εδοκίμασε τους Μήδους· εξ εναντίας δε είμεθα
έμπειροι των Βοιωτών και των Θεσσαλών. Όθεν πρέπει αναλαβόντες
τι όπλα υμείς μεν να έλθετε εις τούτο το κέρας, ημείς δε εις το
ευώνυμον.» Προς ταύτα οι Αθηναίοι απεκρίθησαν τα εξής· «Εξ
αρχής, ότε είδομεν τους Πέρσας παραταχθέντας απέναντί σας,
διενοήθημεν να είπωμεν τούτο το οποίον επρολάβετε και
επροτείνετε· αλλ' εφοβούμεθα μήπως δεν σας αρέση η πρότασις.
Αφού λοιπόν υμείς αυτοί το εσκέφθητε και ημείς το ακούομεν με
πολλήν ευχαρίστησιν, είμεθα έτοιμοι να το πράξωμεν.»

47. Αφού δε εδέχθησαν τούτο προθύμως αμφότεροι, ήρχισε να
διαφαίνη η ηώς και αυτοί ήλλαξαν τας τάξεις μεταξύ των.
Εννοήσαντες δε το πράγμα οι Βοιωτοί, ανέφερον τούτο εις τον
Μαρδόνιον. Ούτος δε ακούσας, διέταξεν αμέσως ομοίαν μεταβολήν
και έφερε τους Πέρσας απέναντι των Λακεδαιμονίων. Τότε ο
Παυσανίας ιδών ότι ανεκαλύφθη το σχέδιόν του, επανήλθε μετά των
Σπαρτιατών εις το δεξιόν κέρας και ο Μαρδόνιος επανέφερε τους
Πέρσας εις το αριστερόν.

48. Αφού δε επανέλαβον τας πρώτας θέσεις των, πέμψας ο
Μαρδόνιος κήρυκα εις τους Σπαρτιάτας έλεγε τα εξής· «Ω
Λακεδαιμόνιοι, οι άνθρωποι των μερών τούτων λέγουσιν ότι είσθε
ανδρειότατοι, και σας θαυμάζουσιν ότι ούτε φεύγετε από τον
πόλεμον ούτε αφίνετε τας τάξεις σας, αλλά μένοντες ή φονεύετε
τους εναντίους ή φονεύεσθε· αλλ ουδέν τούτων είνε αληθές,
καθότι πριν ακόμη πλησιάσωμεν και έλθωμεν εις χείρας, σας
είπομεν εγκαταλείποντας τας τάξεις σας, αφίνοντας εις τους
Αθηναίους να κάμωσι την πρώτην απόπειραν, και τασσομένους
απέναντι των ημετέρων δούλων. Ταύτα ουδόλως είναι έργα ανδρών
γενναίων και βλέπομεν ότι πολύ εψεύσθημεν εις την ιδέαν την
οποίαν είχομεν δι' υμάς. Τωόντι, ένεκα της φήμης σας,
περιεμένομεν να πέμψετε κήρυκα εις ημάς προκαλούντες και
θέλοντες να πολεμήσετε με μόνους τους Πέρσας· ενώ δε
περιεμένομεν να δεχθώμεν τούτο, υμείς ουδέν τοιούτο είπετε,
αλλ' εξ εναντίας σας εύρομεν τρέμοντας. Όθεν, επειδή δεν
επροτείνατε πρώτοι τον λόγον τούτον, τον προτείνομεν ημείς.
Διατί αφού φημίζεσθε ως ανδρειότατοι μεταξύ των Ελλήνων, ως και
ημείς μεταξύ των βαρβάρων, διατί να μη πολεμήσωμεν ίσοι προς
ίσους τον αριθμόν; Έπειτα δε, εάν μεν φανή εύλογον να
πολεμήσωσι και οι άλλοι ας πολεμήσωσιν ύστερον εάν δε δεν φανή
εύλογον, και μόνη η ιδική μας μάχη αρκή, ας πολεμήσωμεν ημείς,
και εκείνοι εξ ημών οίτινες νικήσωσιν, αυτοί να θεωρούνται ότι
ενίκησαν δι' όλον τον στρατόν.»

49. Ο μεν κήρυξ ταύτα ειπών, περιέμεινεν ολίγας στιγμάς, αλλ'
ουδείς τω απεκρίθη και επέστρεψεν οπίσω· επιστρέψας δε ανέφερεν
εις τον Μαρδόνιον τα διατρέξαντα. Ούτος δε περιχαρής γενόμενος
και επαρθείς διά την ασήμαντον ταύτην νίκην, έπεμψε το ιππικόν
κατά των Ελλήνων. Ορμήσαντες λοιπόν οι ιππείς έβλαπτον όλον τον
Ελληνικόν στρατόν ακοντίζοντες και τοξεύοντες εις αυτόν, καθότι
ήσαν ιπποτοξόται και δεν ηδύναντο οι Έλληνες να τους πλησιάσωσι
και να τους κτυπήσωσι. Συνετάραξαν επίσης και συνέχωσαν την
Γαργαφίαν κρήνην εξ ης υδρεύετο όλον το Ελληνικόν στράτευμα.
Πλησίον της κρήνης ταύτης ήσαν παρατεταγμένοι μόνοι οι
Λακεδαιμόνιοι· εις δε τους άλλους Έλληνας, αναλόγως εκάστης
τάξεως, η μεν κρήνη ήτο απωτέρω, ο δε Ασωπός πλησιέστερον
οσάκις όμως εμποδίζοντο να υδρεύσωσιν εκ του ποταμού τούτου,
ήρχοντο εις την κρήνην. Κατ' εκείνην δε την στιγμήν οι ιππείς
και τα τοξεύματα δεν τους άφινον να λάβωσιν τον Ασωπόν.

50. Τούτων ούτως εχόντων, οι στρατηγοί των Ελλήνων βλέποντες
ότι ο στρατός εστερήτο ύδατος και εταράσσετο υπό του ιππικού,
συνηθροίσθησαν περί τον Παυσανίαν εις το δεξιόν κέρας όπως
συσκεφθώσι περί τούτου και περί άλλων πραγμάτων. Τωόντι είχον
ακόμη και άλλας σπουδαιοτέρας φροντίδας· τα τρόφιμα είχον
εκλείψει, οι δε υπηρέται τους οποίους είχον πέμψει εις την
Πελοπόννησον διά να φέρωσι τροφάς, απεκλείσθησαν υπό του
ιππικού και δεν ηδύναντο να έλθωσιν εις το στρατόπεδον.

51. Συσκεφθέντες λοιπόν οι στρατηγοί απεφάσισαν, εάν διέλθωσιν
εκείνην την ημέραν οι Πέρσαι χωρίς να πολεμήσωσι, να υπάγωσιν
αυτοί εις την νήσον την κειμένην απέναντι των Πλαταιών, δέκα
στάδια μακράν του Ασωπού και της κρήνης Γαργαφίας, όπου κατ'
εκείνην την στιγμήν ήσαν εστρατοπεδευμένοι. Ιδού δε πώς
ευρίσκεται νήσος εν μέσω της ηπείρου· σχιζόμενος ο ποταμός
άνωθεν εκ του Κιθαιρώνος, ρέει κάτω εις την πεδιάδα, τα δε
ρεύματα απέχουσιν αλλήλων περίπου τρία στάδια, και έπειτα
ενούνται πάλιν επί το αυτό. Όνομα δε της νήσου είναι Ωερόη, και
λέγουσιν οι επιχώριοι ότι αύτη είναι θυγάτηρ του Ασωπού. Εις
τούτο λοιπόν το μέρος ήθελον οι Έλληνες να μεταβώσι, διά να
έχωσιν ύδωρ άφθονον και να μη ενοχλώνται υπό του ιππικού, ως
συνέβαινε τότε ότε είχον αυτό απέναντί των. Συνεφώνησαν δε να
μετακινηθώσι περί την δευτέραν φυλακήν της νυκτός, διά να μη
τους ίδωσιν οι Πέρσαι αναχωρούντας και τους ταράττωσιν οι
ιππείς ερχόμενοι κατόπιν των. Το σχέδιόν των επίσης ήτο, άμα
φθάσωσιν εις το μέρος εκείνο όπου σχίζεται ο ποταμός ρέων εκ
του Κιθαιρώνος και σχηματίζει την Ασωπίδα Ωερόην, να στείλωσι
τους ημίσεις του στρατού προς τον Κιθαιρώνα διά να απαλλάξωσι
τους υπηρέτας οίτινες είχον αναχωρήσει διά τροφάς και οίτινες
ήσαν εκεί αποκεκλεισμένοι.

52. Αφού απεφάσισαν ταύτα, όλην μεν εκείνην την ημέραν ένεκα
των αδιακόπων επιθέσεων του ιππικού υπέφερον πολύ. Ότε δε
έληξεν η ημέρα, οι ιππείς έπαυσαν· γενομένης δε νυκτός και
ελθούσης της ώρας καθ' ην είχον συμφωνήσει να αναχωρήσωσι, τότε
εγερθέντες οι περισσότεροι έφυγον χωρίς να έχωσι παντάπασι κατά
νουν να υπάγωσιν εις το συμπεφωνημένον μέρος· καθότι άμα
εκινήθησαν, έφευγον ευχαρίστως από το ιππικόν, διευθυνόμενοι
προς την πόλιν των Πλαταιέων. Φεύγοντες δε έφθασαν εις το
Ηραίον. Είναι δε το Ηραίον απέναντι των Πλαταιών και απέχει
είκοσι στάδια από της κρήνης Γαργαφίας. Εκεί φθάσαντες
κατέθεσαν τα όπλα προ του ιερού.

53. Και ούτοι μεν εστρατοπεδεύσαντο περί το Ηραίον· ο δε
Παυσανίας, βλέπων αυτούς αναχωρούντας εκ του στρατοπέδου,
παρήγγειλεν εις τους Λακεδαιμονίους να αναλάβωσι τα όπλα και να
ακολουθήσωσι τους προπορευομένους, νομίσας ότι μεταβαίνουσιν
εις το συμφωνηθέν μέρος. Αμέσως οι μεν άλλοι ταξίαρχοι
ητοιμάσθησαν να υπακούσωσιν εις τον Παυσανίαν, αλλ' ο
Αμομφάρετος του Πολιάδου, διοικών τον λόχον των Πιτανατών,
είπεν ότι ποτέ δεν θα φύγη τους ξένους, ούτε εκών θα καταισχύνη
την Σπάρτην· μη παρευρεθείς εις την προλαβούσαν συνομιλίαν,
εξεπλήττετο διά τα πραττόμενα. Ο δε Παυσανίας και ο Ευρυάναξ
εστοχάζοντο μεν άτοπον την απείθειάν του, εστοχάζοντο όμως έτι
μάλλον άτοπον, αφού εκείνος έκαμε τοιαύτην απόφασιν και δεν
ήθελε να τους ακολουθήση, να αφήσωσι τον λόχον των Πιτανατών,
φοβούμενοι μήπως, εάν τον αφήσωσι πράττοντες όσα είχον
συμφωνήσει με τους άλλους Έλληνας, απολεσθώσι και ο Αμομφάρετος
και οι μετ' αυτού, μείναντες μόνοι. Ταύτα αναλογιζόμενοι,
εσταμάτησαν την αναχώρησι του Λακωνικού στρατοπέδου και
επειρώντο να πείσωσιν αυτόν ότι δεν ήτο φρόνιμον αυτό το οποίον
έπραττε.

54. Και ούτοι μεν συνεβούλευον τον Αμομφάρετον, όστις μόνος εκ
των Λακεδαιμονίων και των Τεγεατών είχε μείνει. Οι δε Αθηναίοι
έπραξαν τα εξής. Έμενον ήσυχοι εις τας τάξεις των, γνωρίζοντες
τα φρονήματα των Λακεδαιμονίων ως άλλα φρονούντων και άλλα
λεγόντων. Ότε δε εκινήθη ο στρατός, έπεμψαν ένα ιππέα των διά
να ίδη εάν οι Σπαρτιάται ήρχισαν να κινώνται ή εάν εσκόπευον να
μη μεταβάλωσι θέσιν, και εν πάση περιπτώσει να ζητήσωσι
διαταγάς παρά του Παυσανίου.

55. Ότε δε έφθασεν ο κήρυξ εις τους Λακεδαιμονίους, τους εύρε
τεταγμένους εις τας θέσεις των, τους δε πρώτους αυτών
φιλονεικούντας καθότι ο Ευρυάναξ και ο Παυσανίας συνεβούλευον
τον Αμομφάρετον να μη εκθέση τον λόχον του εις κίνδυνον
αναπόφευκτον μένων εκεί μόνος εκ των Λακεδαιμονίων, και δεν
ηδύναντο να τον πείσωσιν. Εξηκολούθει λοιπόν η φιλονεικία, ότε
ήλθεν ο κήρυξ των Αθηναίων. Τότε ο Αμομφάρετος, φιλονεικών,
λαμβάνει λίθον δι' αμφοτέρων των χειρών και ρίψας αυτόν προ των
ποδών του Παυσανίου· «Διά ταύτης της ψήφου, είπε, ψηφίζω να μη
φεύγωμεν τους ξένους.» Ξένους δε ενόει τους βαρβάρους. Ο δε
Παυσανίας αποκαλών αυτόν μαινόμενον και παράφρονα, εστράφη προς
τον κήρυκα και απεκρίνετο εις εκείνα τα οποία τον είχον
επιφορτίσει οι Αθηναίοι να ερωτήση. Ο Παυσανίας τω παρήγγειλε
να αναφέρη εις τους Αθηναίους τα διατρέχοντα και να τους
παρακαλέση να πλησιάσωσι τους Λακεδαιμονίους διά να συμφωνώσι
τα κινήματά των.

56. Και ο μεν κήρυξ επέστρεψεν εις τους Αθηναίους, τους
Λακεδαιμονίους κατέλαβεν η ηώς εισέτι λογομαχούντας. Ο
Παυσανίας μείνας αναποφάσιστος μέχρις εκείνης της ώρας εσκέφθη
τέλος ότι εάν κινήσωσιν οι άλλοι Λακεδαιμόνιοι δε δυνηθή να
μείνη μόνος ο Αμομφάρετος· είπε και εγένετο. Δους λοιπόν το
σημείον της αναχωρήσεως, απήγαγεν όλους τους λοιπούς διά των
λόφων. Οι Τεγεάται τον ηκολούθησαν, και οι Αθηναίοι εν τάξει
έλαβον εναντίον διεύθυνσιν της των Λακεδαιμονίων· καθότι οι μεν
Λακεδαιμόνιοι, φοβούμενοι το ιππικόν, δεν εμακρύνοντο από τους
λόφους και τας υπωρείας του Κιθαιρώνος, οι δε Αθηναίοι
ετράπησαν προς την πεδιάδα.

57. Ο δε Αμομφάρατος, νομίσας κατ' αρχάς ότι ο Παυσανίας δεν
ήθελε τολμήση και να τους εγκαταλείψη επέμενε να μείνωσιν αυτού
και να μη αφήσωσι τας τάξεις των· όταν όμως είδε τον Παυσανίαν
και τους μετ' αυτού μακρυνομένους, πεισθείς πλέον ότι τον
άφινον άνευ προσποιήσεως διέταξε τον λόχον του να αναλάβη τα
όπλα και τον ωδήγησε βραδέως επί τα βήματα των άλλων
Σπαρτιατών. Ούτοι είχον διανύσει ήδη δέκα στάδια, και σταθέντες
περί τον ποταμόν Μολόεντα εις τόπον τινα καλούμενον Αρμόπιον,
όπου ευρίσκεται και ιερόν της Ελευσινίας Δήμητρος, περιέμενον
τον λόχον του Αμομφαράτου. Τον περιέμενον δε δια την εξής
αιτίαν· εάν ο Αμομφάρετος και ο λόχος του δεν αφήσωσι την θέσιν
εις ην είχον εξ αρχής ταχθή, αλλά μείνωσιν αυτό, να επιτρέψωσιν
οπίσω εις βοήθειάν των. Μόλις δε ο Αμομφάρετος και οι μετ'
αυτού έφθασαν, αμέσως εφάνη όλον το ιππικόν των βαρβάρων·
καθότι οι ιππείς ήρχισαν πάλιν να κάμνωσιν εκείνην την ημέραν
ό,τι συνείθιζον να πράττωσι κατά τας προλαβούσας. Ιδόντες δε
κενόν τον χώρον όπου κατά τας προηγουμένας ημέρας ήσαν
τεταγμένοι οι Έλληνες, ήλασαν τους ίππους επί τα πρόσω, και
φθάσαντες τον ’μομφάρετον κατεδίωκον αυτόν.

58. ’μα ο Μαρδόνιος έμαθεν ότι οι Έλληνες απεχώρησαν κατά την
νύκτα και είδε τον χώρον έρημον, καλέσας τον Λαρισσαίον Θώρακα
και τους αδελφούς αυτού Ευρύπυλον και Θρασυδαίον, τοις είπε τα
εξής· «Ω παίδες του Αλεύου, τι θα ειπήτε ακόμη βλέποντες το
μέρος τούτο έρημον; Υμείς οι πλησιόχωροι ελέγετε ότι οι
Λακεδαιμόνιοι δεν φεύγουσιν εις τας μάχας, αλλ' είναι πρώτοι
άνδρες εις τα πολεμικά. Είδετε αυτούς πρότερον μετακινηθέντας
από τας θέσεις των, και τώρα βλέπομεν όλοι ότι κατά την
παρελθούσαν νύκτα έφυγον. Καθ' ην στιγμήν έπρεπε ν' αντιταχθώσι
προς ανθρώπους αληθώς ανδρειοτάτους, έδειξαν φανερά ότι είναι
μηδέν και ότι επεδεικνύοντο εις τους Έλληνας, ανθρώπους όντας
ομοίως μηδέν. Και υμάς μεν, επειδή δεν εδοκιμάσατε τους Πέρσας,
συγχωρώ εάν επαινήτε τους ανθρώπους τούτους των οποίων είδετε
ποτέ πράξεις τινάς· εκπλήττομαι όμως πως ο Αρτάβαζος εφοβείτο
τους Λακεδαιμονίους, και φοβούμενος αυτούς έδιδε συμβουλήν
δειλοτάτην, να εγείρωμεν το στρατόπεδον και να υπάγωμεν εις την
πόλιν των Θηβαίων να πολιορκηθώμεν. Αυτήν την συμβουλήν του θα
αναφέρω και εις τον βασιλέα. Αλλά περί μεν τούτων και άλλοτε θα
συνομιλήσωμεν. Τώρα δε δεν πρέπει να αφήσωμεν τους Έλληνας
φεύγοντας, αλλ' ας τους καταδιώξωμεν μέχρις ού τους φθάσωμεν
και τους τιμωρήσωμεν δι' όσα κακά έκαμον εις τους Πέρσας.»

59. Ταύτα ειπών διέβη τον Ασωπόν (27) με τους Πέρσας τους
οποίους ήγεν επί τα ίχνη των Ελλήνων, καθότι ενόμιζεν ότι
έφευγον· διευθύνθη δε μόνον εναντίον των Λακεδαιμονίων και των
Τεγεατών, καθότι ένεκα των όχθων δεν έβλεπε τους Αθηναίους
καταβάντας εις την πεδιάδα. Οι λοιποί αρχηγοί των βαρβάρων,
βλέποντες τους Πέρσας διώκοντας ζωηρώς τους Έλληνας, ύψωσαν
όλοι τα σημεία και ήρχισαν να καταδιώκωσιν όσον ταχύτερον
ηδύνατο έκαστος, άνευ τάξεως, άνευ κοσμιότητος. Και ούτοι μεν
ώρμησαν μετά βοής και θορύβου, νομίζοντες ότι θα αναρπάσωσι
τους Έλληνας.

60. Ο δε Παυσανίας, επειδή επιέζετο υπό του ιππικού, έπεμψε
προς τους Αθηναίους ιππέα και τοις είπεν «’νδρες Αθηναίοι,
αγώνος μεγίστου προκειμένου, ή να μείνη ελευθέρα ή να δουλωθή η
Ελλάς, ημείς οι Λακεδαιμόνιοι και υμείς οι Αθηναίοι επροδόθημεν
υπό των συμμάχων φυγόντων κατά την προλαβούσαν νύκτα. Νομίζομεν
λοιπόν ότι εις το εξής τούτο πρέπει να κάμωμεν αμυνόμενοι όσον
δυνάμεθα καλλίτερον, ας υποστηρίζωμεν αλλήλους. Και επειδή, εάν
το ιππικόν ώρμα πρώτον εναντίον σας, έπρεπε να σας βοηθήσωμεν
ημείς και οι μεθ' ημών μη προδώσαντες την Ελλάδα Τεγεάται·
τώρα, επειδή όλον το ιππικόν επέπεσεν εναντίον ημών, είναι
δίκαιον υμείς να έλθετε προς υπεράσπισιν της βαρέως πιεζομένης
μοίρας. Εάν δε ευρίσκεσθε εις ανάγκην και σας είναι αδύνατον να
έλθετε εις βοήθειάν μας, κάμετέ μας την χάριν να μας πέμψετε
τους τοξότας σας. Εκ των διαφόρων συμβάντων του παρόντος
πολέμου εγνωρίσαμεν ότι είσθε προθυμότατοι, ώστε να εισακούσετε
και την παράκλησιν ταύτην.»

61. ’μα ήκουσαν ταύτα οι Αθηναίοι απεφάσισαν αμέσως να υπάγωσι
και να βοηθήσωσι τους Λακεδαιμονίους πάση δυνάμει. Ενώ όμως
επορεύοντο, επετέθησαν κατ' αυτών οι μηδίζοντες Έλληνες όσοι
ήσαν αντιτεταγμένοι εναντίον των και τους ημπόδισαν να
βοηθήσωσι τους Λακεδαιμονίους· καθότι οι ενάντιοι ακολουθούντες
έβλαπτον αυτούς. Τοιουτοτρόπως μονωθέντες οι Λακεδαιμόνιοι και
οι Τεγεάται, όντες οι μεν πρώτοι ομού με τους ψιλούς πεντήκοντα
χιλιάδες, οι δε δεύτεροι, οίτινες δεν απεχωρίζοντο από τους
Λακεδαιμονίους, τρισχίλιοι, έκαμνον θυσίας δια να συμπλακώσι με
τον Μαρδόνιον και τον στρατόν αυτού. Αλλά τα θύματα δεν
απέβαινον αίσια δι' αυτούς, και εφονεύοντο πολλοί και
ετραυματίζοντο πολύ περισσότεροι· καθότι Πέρσαι σχηματίζοντες
ως φράκτην έμπροσθέν των τας ασπίδας, έρριπτον τόσον άφθονα
τοξεύματα ώστε ο Παυσανίας, βλέπων τας απωλείας των Σπαρτιατών
και τους κακούς οιωνούς των θυμάτων, έστρεψε τα βλέμματα προς
το Ηραίον των Πλαταιών κα επεκαλέσατο την θεάν, ικετεύων αυτήν
να μη ψευσθώσιν οι Έλληνες εις τας ελπίδας των.

62. Ενώ ακόμη ο Παυσανίας επικαλείτο την θεάν, πρώτοι, οι
Τεγεάται αναστάντες εχώρησαν κατά των βαρβάρων· αμέσως δε μετά
την ευχήν του Παυσανίου εφάνησαν και τα θύματα αίσια εις τους
Λακεδαιμονίους. Αφού δε τέλος εγένοντο αίσια, εχώρησαν και
ούτοι κατά των Περσών, οίτινες διά να αντισταθώσιν απέθεσαν τα
τόξα. Εγένετο δε κατά πρώτον η μάχη περί το πρόφραγμα των
ασπίδων· αφού δε τούτο ανετράπη, εξηκολούθησεν ισχυρά και επί
πολλήν ώραν περί τον ναόν της Δήμητρος, μέχρις ου συνεπλάκησαν
τέλος σώμα προς σώμα· καθότι οι βάρβαροι δράττοντες τα δόρατα
τα έθραυον, και δεν ήσαν οι Πέρσαι κατώτεροι των Ελλήνων κατά
το θάρρος και την δύναμιν· δεν είχον όμως αμυντικά όπλα, δεν
εγνώριζον τον τρόπον του πολεμείν των Ελλήνων, και ήσαν
ολιγώτερον επιτήδειοι των αντιπάλων των. Χωριζόμενοι ανά είς ή
ανά δέκα, και γινόμενοι σώματα μάλλον ή ήττον πολυάριθμα,
έπιπτον ατάκτως εις τας τάξεις των Σπαρτιατών και εφονεύοντο.

63. Εις το μέρος δε όπου ευρίσκετο αυτός ο Μαρδόνιος και
εμάχετο επί ίππου λευκού έχων περί εαυτόν χιλίους λογάδας
Πέρσας τους αρίστους, εκεί προ πάντων επίεσαν τα μάλιστα τους
εναντίους. Ενόσω έζη ο Μαρδόνιος, αντείχον και αμυνόμενοι
κατέβαλλον πολλούς των Λακεδαιμονίων. ’μα όμως εφονεύθη ο
Μαρδόνιος και έπεσαν οι περί αυτόν τεταγμένοι οίτινες ήσαν
ισχυρότατοι πάντων, τότε και οι άλλοι έστρεψαν τα νώτα
παραχωρήσαντες την νίκην εις τους Λακεδαιμονίους. Πάμπολυ δε
τους έβλαπτεν η ενδυμασία των, καθότι δεν είχον ισχυρούς
θώρακας, αλλ' όντες γυμνήται ηγωνίζοντο εναντίον οπλιτών.

64. Τότε εδόθη ικανοποίησις διά τον φόνον του Λεωνίδου, την
οποίαν κατά τον χρησμόν ώφειλε να δώση ο Μαρδόνιος εις τους
Σπαρτιάτας, και ο Παυσανίας του Κλεομβρότου του Αναξανδρίδου
εκέρδισε την αρίστην των νικών από όσας ημείς ηξεύρομεν.
Είπομεν ανωτέρω τα ονόματα των προγόνων του Λεωνίδου· είναι τα
αυτά εις αμφοτέρους. Ο δε Μαρδόνιος εφονεύθη υπό του
Αειμνήστου, πολίτου επιφανούς της Σπάρτης, όστις ύστερον, μετά
τον Μηδικόν πόλεμον, έχων τριακοσίους άνδρας, επολέμησε με
όλους τους Μεσσηνίους εις το Στενύκληρον, όπου απέθανε και
αυτός και οι τριακόσιοι.

65. Οι δε Πέρσαι, άμα ενικήθησαν υπό των Λακεδαιμονίων εις τας
Πλαταιάς, έφυγον ατάκτως εις το στρατόπεδόν των και εκλείσθησαν
εις το ξύλινον τείχος το οποίον είχον κατασκευάσει εις μέρος τι
της Θηβαΐδος. Θαυμάζω δε πώς, ενώ εγίνετο ο πόλεμος πλησίον του
άλσους της Δήμητρος, δεν εφάνη κανείς Πέρσης, ούτε να εισέλθη
εις το τέμενος, ούτε να φονευθή εντός αυτού· αλλ' οι
περισσότεροι έπεσον περί το ιερόν, επί εδάφους βεβήλου. Εικάζω
λοιπόν (εάν ήναι επιτετραμμένον να εκφράζη τις εικασίας επί
πραγμάτων θείων) ότι αύτη ης θεά δεν τους εδέχθη, ως
εμπρήσαντας τον εν Ελευσίνι σεβαστόν ναόν της. Τοιαύτη υπήρξεν
η μεγάλη αύτη μάχη.

66. Ο δε Αρτάβαζος του Φαρνάκους, όστις και εξ αρχής είχεν
αποδοκιμάσει την απόφασιν την οποίαν έλαβεν ο βασιλεύς να αφήση
τον Μαρδόνιον εις την Ελλάδα, και βραδύτερον πολλάκις ζητήσας
να μεταπείση τον Μαρδόνιον από το να δώση μάχην δεν κατώρθωσε
τίποτε, ούτος λοιπόν μη αρεσκόμενος εις τας πράξεις του
Μαρδονίου, έπραξε τα εξής· άμα ήρχισεν η μάχη, ο Αρτάβαζος
ηξεύρων το αποβησόμενον, έθεσεν εις τάξιν τους υπό την
στρατηγίαν του (είχε δε όχι ολίγην δύναμιν, αλλά
τετρακισμυρίους περίπου άνδρας περί εαυτόν) εβάδιζε παραγγείλας
να τον ακολουθήσωσιν όλοι όπου ήθελον τον ίδει διευθυνόμενον
ταχέως. Ταύτα παραγγείλας εκίνησεν, ως να τους ωδήγει τάχα εις
την μάχην προπορευόμενος δε είδε τους Πέρσας φεύγοντας. Τότε
πλέον δεν εβάδισε με την αυτήν ευταξίαν, αλλ' ήρχισε να τροχάζη
τάχιστα φεύγων ουχί εις το ξύλινον τείχος ούτε εις το τείχος
των Θηβαίων, αλλ' εις τους Φωκείς, θέλων εκείθεν να φθάση
τάχιστα εις τον Ελλήσποντον. Και ούτοι μεν ταύτην την οδόν
ετράπησαν.

67. Εκ δε των Ελλήνων όσοι ήσαν με τον βασιλέα, οι μεν άλλοι
εδεικνύοντο εκουσίως νωθροί, μόνοι δε οι Βοιωτοί επολέμησαν
αρκετήν ώραν με τους Αθηναίους· καθότι οι μηδίζοντες εκ των
Θηβαίων εδείκνυον υπερβάλλοντα ζήλον και δεν εφαίνοντο
άνανδροι, τόσον ώστε τριακόσιοι εξ αυτών οι πρώτοι και
ανδρειότατοι εφονεύθησαν εκεί υπό των Αθηναίων. Ότε δε
ηττήθησαν και ούτοι, έφυγον εις τας Θήβας, και ουχί εις το αυτό
μέρος όπου κατέφυγον οι Πέρσαι και όλον το πλήθος των άλλων
συμμάχων, οίτινες ούτε επολέμησαν μετ' ουδενός ούτε έπραξαν
λαμπρόν τι έργον.

68. Ότι δε η επιτυχία ή η αποτυχία των βαρβάρων εξηρτάτο από
τους Πέρσας, το βλέπω και εκ τούτου, ότι τότε ούτοι, χωρίς να
έλθωσιν εις χείρας με τους πολεμίους, ετράπησαν εις φυγήν
βλέποντες τους Πέρσας φεύγοντας. Τοιουτοτρόπως δε έφυγον όλοι
πλην του ιππικού, τόσον του άλλου όσον και του Βοιωτικού. Τούτο
μάλιστα μεγάλην ωφέλειαν παρέσχε, καθότι ακολουθούν τους
πολεμίους εκ του σύνεγγυς εβοήθει τους φίλους του φεύγοντας από
τους Έλληνας. Οι Έλληνες λοιπόν νικώντες δεν έπαυον διώκοντες
και φονεύοντες τους ηττηθέντας.

69. Διαρκούντος δε του διωγμού τούτου, αγγέλλεται εις τους
Έλληνας τους τεταγμένους περί το Ηραίον και αποχωρήσαντας της
μάχης, ότι οι μείναντες μετά του Παυσανίου εμάχοντο και ενίκων.
Ταύτα ακούσαντες χωρίς να τεθώσιν εις καμμίαν τάξιν, οι μεν
Κορίνθιοι ετράπησαν διά της υπωρείας και των λόφων κατ' ευθείαν
προς το ιερόν της Δήμητρος· οι Μεγαρείς και οι Φλιάσιοι έλαβον
διά της πεδιάδος την λειοτάτην των οδών· αλλ' όταν ούτοι
επλησίαζον τους μαχομένους, οι ιππείς των Θηβαίων· των οποίων
ίππαρχος ήτο ο Ασωπόδωρος του Τιμάνδρου, ιδόντες αυτούς ότι
ήρχοντο με βίαν και χωρίς τάξιν, απέλυσαν εναντίον των τους
ίππους, και επιπεσόντες κατ' αυτών εξακόσιους μεν εφόνευσαν,
τους δε λοιπούς διώκοντες απέκλεισαν εις τον Κιθαιρώνα. Και
ούτοι μεν απώλοντο αδόξως.

70. Οι δε Πέρσαι και το άλλο πλήθος των βαρβάρων, άμα κατέφυγον
εις το ξύλινον τείχος, επρόφθασαν και ανέβησαν εις τους πύργους
πριν έλθωσιν οι Λακεδαιμόνιοι· αναβάντες δε ησφάλισαν το τείχος
όσον ηδύναντο καλλίτερον. Ότε επλησίασαν οι Λακεδαιμόνιοι,
συνεκροτήθη τειχομαχία με πολλήν επιμονήν. Ενόσω οι Αθηναίοι
έλειπον, οι βάρβαροι ημύνοντο και υπερίσχυον των Λακεδαιμονίων,
οίτινες δεν ήξευρον να τειχομαχώσιν· ότε όμως προσήλθον οι
Αθηναίοι, τότε ήρχισε τειχομαχία ισχυρά ήτις διήρκεσε πολλήν
ώραν. Τέλος οι Αθηναίοι, ανδρείως και επιμόνως, πολεμήσαντες,
ανέβησαν εις το τείχος και το εκρήμνισαν. Πρώτοι εισήλθον οι
Τεγεάται, και ούτοι ήσαν οι διαρπάσαντες την σκηνήν του
Μαρδονίου, όπου μεταξύ άλλων ήτο και η φάτνη των ίππων, όλη
χαλκίνη και θαυμασμού αξία. Ταύτην την φάτνην του Μαρδονίου
αφιέρωσαν οι Τεγεάται εις τον ναόν της Αλέας Αθηνάς, τα δε άλλα
έφερον αμέσως εις το μέρος όπου οι άλλοι Έλληνες απέθετον τα
λάφυρα. Πεσόντος του τείχους, οι βάρβαροι δεν συνεκρότησαν
πλέον σώμα διά να αντισταθή, ούτε τις αυτών εφρόντιζε να φανή,
ανδρείος, αλλά περιέπεσαν εις φόβον πολύν, ως συμβαίνει όταν
περιορισθώσιν εις τόπον ολίγον πολλαί μυριάδες ανθρώπων. Ο
Έλληνες λοιπόν δεν είχον ή να φονεύωσιν, εις τρόπον ώστε εκ
τριάκοντα μυριάδων στρατού, πλην των τεσσάρων τας οποίας έλαβεν
ο Αρτάβαζος και έφυγεν, εκ των λοιπών δεν εσώθησαν μήτε τρεις
χιλιάδες. Εκ των εκ Σπάρτης Λακεδαιμονίων απέθανον εις την
μάχην ταύτην όλοι εννενήκοντα και είς, εκ των Τεγεατών δεκαέξ
και εκ των Αθηναίων πεντήκοντα δύο.

71. Ηρίστευσε εκ των βαρβάρων το πεζόν των Περσών και το
ιππικόν των Σακών, εκ των ανδρών δε ιδιαιτέρως ο Μαρδόνιος. Εκ
των Ελλήνων μολονότι οι Τεγεάται και οι Αθηναίοι εφάνησαν
ανδρείοι, υπερέβησαν όμως όλους οι Λακεδαιμόνιοι κατά την
ανδρίαν. Λέγω δε τούτο ουχί δι' άλλο τι, καθότι όλοι ενίκων
εκείνους εναντίον των οποίων ετάχθησαν αλλά διότι οι
Λακεδαιμόνιοι εκτυπήθησαν με το ισχυρότατον μέρος του εχθρικού
στρατού και το ενίκησαν. Κατά την γνώμην μου, ο Αριστόδημος, ο
μόνος εκ των τριακοσίων όστις εσώθη εις τας Θερμοπύλας και
ένεκα τούτου είχεν όνειδος και ατιμίαν, εφάνη ανδρειότατος.
Μετά τούτον ηρίστευσαν ο Ποσειδώνιος, ο Φιλοκύων και ο
Σπαρτιάτης Αμομφάρετος. Εν τούτοις εις την συνδιάλεξιν ήτις
εγένετο διά να γνωσθή τις εφάνη όλων ανδρειότατος, οι
παρευρεθέντες Σπαρτιάται έκρινον ότι ο μεν Αριστόδημος θέλων
αναμφιβόλως να αποθάνη διά να εκπλύνη το αρχαίον στίγμα, διά
τούτο ως λυσσών αφήσας την τάξιν του έπραξεν έργα μεγάλα· ο δε
Ποσειδώνιος, χωρίς να θέλη να αποθάνη, εφάνη ανδρείος, και διά
τούτο αυτός έπρεπε να προτιμηθή. Ίσως όμως είπον ταύτα εκ
φθόνου. Εκ των αποθανόντων λοιπόν εις την μάχην ταύτην,
ετιμήθησαν ούτοι τους οποίους απηρίθμησα, πλην του Αριστοδήμου.
Δεν ετιμήθη δε ο Αριστόδημος, καθότι ήθελε να αποθάνη διά την
προειρημένην αιτίαν.

72. Ούτοι ήσαν οι ονομαστότατοι των εν Πλαταιαίς πεσόντων·
καθότι ο Καλλικράτης εφονεύθη έξω της μάχης. Ήτο ούτος ο
ωραιότατος άνθρωπος του στρατού, ου μόνον μεταξύ των
Λακεδαιμονίων, αλλά και μεταξύ όλων των Ελλήνων. Ούτος ότε
έσφαζε τα θύματα ο Παυσανίας, καθήμενος εις την τάξιν του,
ετραυματίσθη υπό βέλους εις τα πλευρά. Και οι μεν άλλοι
εμάχοντο, αυτός δε εκκομισθείς απέθνησκε λυπημένος, και έλεγε
προς Πλαταιέα Αρίμνηστον ότι δεν τον έμελε διότι απέθνησκεν
υπέρ της Ελλάδος, αλλά διότι δεν μεταχειρίσθη τον βραχίονά του,
ούτε έπραξέ τι άξιον εαυτού και της προθυμίας ην είχε να πράξη.

73. Εκ δε των Αθηναίων λέγουσιν ότι ευδοκίμησεν ο Σωφάνης του
Ευτυχίδου εκ του δήμου της Δεκελείας. Οι δε Δεκελείς, ως
λέγουσιν αυτοί οι Αθηναίοι, έπραξαν έργον διά παντός ωφέλιμον
εις εαυτούς. Ότε το πάλαι οι Τυνδαρίδαι ζητούντες την Ελένην
εισέβαλον εις την Αττικήν μετά στρατού πολυαρίθμου και
ανεστάτονον τους δήμους μη ηξεύροντες πού ήτο κεκρυμμένη, τότε
λέγεται ότι ο δήμος της Δεκελείας, ή κατ' άλλους αυτός ο
Δέκελος, αγανακτών διά την θρασύτητα του Θησέως και φοβούμενος
δι' όλην την χώραν των Αθηναίων, απεκάλυψεν όλην την υπόθεσιν
εις τους Τυνδαρίδας και τους ωδήγησεν εξ τας Αφίδνας τας οποίας
τοις παρέδωκεν είς των αυτοχθόνων ο Τιτακός. Από της εποχής
ταύτης οι Δεκελείς εν Σπάρτη εισίν απηλλαγμένοι φόρου και
έχουσι θέσιν τιμής· το δε προνόμιον τούτο διατηρείται μέχρι
σήμερον, ούτως ώστε κατά τον πόλεμον όστις εγένετο πολλά έτη
ύστερον μεταξύ Αθηναίων και Πελοποννησίων, οι Λακεδαιμόνιοι,
δηώσαντες όλην την Αττικήν, εφείσθησαν της Δεκελείας.

74. Εκ τούτου του δήμου ήτο ο Σωφάνης όστις ηρίστευσε τότε
μεταξύ των Αθηναίων. Διηγούνται δε την αρίστευσιν του κατά δύο
τρόπους· οι μεν είπον ότι εκ του ζωστήρος του θώρακος είχε
δεδεμένην άγκυραν σιδηράν με άλυσιν χαλκίνην· ταύτην δε, ότε
ερχόμενος επλησίαζε τους πολεμίους, έρριπτε και εστήριζεν εις
την γην, διά να μη δύνανται οι εναντίοι εις τας εφόδους των να
τον μετακινώσιν εκ της τάξεως· ότε δε εγίνετο φυγή των πολεμίων
και ήθελεν ο ίδιος, εσήκονε την άγκυραν και ούτω τους
κατεδίωκεν. Ούτος λέγουσιν ότι ήτο ο είς τρόπος· ο δε άλλος
διέφερεν από τον πρότερον λεχθέντα. Λέγουσιν ότι δεν είχεν
άγκυραν σιδηράν δεδεμένην εκ του θώρακος, αλλ' έμβλημα αγκύρας
επί της ασπίδος του την οποίαν περιέστρεφε πανταχού και δεν
άφινεν ουδ' επί στιγμήν ακίνητον.

75. Ο Σωφάνης ούτος έχει πράξει και έτερον έργον. Ότε οι
Αθηναίοι επολιόρκουν την Αίγιναν, εφόνευσεν εις μονομαχίαν τον
Αργείον Ευρυβάτην, νικητήν πεντάθλου. Αυτός ούτος ο Σωφάνης
όστις εφάνη τόσον γενναίος, εφονεύθη βραδύτερον υπό των Ηδωνών
εις την Δάτον, ότε διοικών τους Αθηναίους μετά του Λεάγρου του
Γλαύκωνος, εμάχετο περί των χρυσών μεταλλείων.

76. Ότε οι βάρβαροι κατετροπώθησαν εις τας Πλαταιάς υπό των
Ελλήνων, ήλθεν εκεί αυτόμολος εις τους τελευταίους τούτους γυνή
τις, ήτις ούσα παλλακή του Πέρσου Φαρανδάτου του Τεάσπιος, άμα
έμαθεν ότι κατεστράφησαν οι Πέρσαι και ενίκησαν οι Έλληνες,
κοσμηθείσα διά πολλών χρυσών κοσμημάτων και φορέσασα τα
κάλλιστα ενδύματά της, αύτη και αι θεράπαιναί της, κατέβη εκ
της αρμαμάξης και ήλθεν εις τους Λακεδαιμονίους, εισέτι
ασχολουμένους να φονεύωσιν. Είδεν ότι ο Παυσανίας διεύθυνεν
εκεί τα πάντα και εκ τούτου, τον ανεγνώρισεν, ηξεύρουσα
προηγουμένως το όνομά του και την πατρίδα του, καθό ακούσασα
πολλάκις να γίνεται λόγος περί αυτών εναγκαλισθείσα λοιπόν τα
γόνατά του, τω είπε· «Βασιλεύ της Σπάρτης, λύτρωσον την ικέτιδά
σου εκ της δουλείας της αιχμαλωσίας· με ωφέλησας ήδη μεγάλως
καταστρέψας τους ανθρώπους τούτους οίτινες δεν εσέβοντο ούτε
δαίμονας ούτε θεούς. Εγεννήθην εις την Κω και είμαι θυγάτηρ του
Ηγητορίδου υιού του Ανταγόρου· με ήρπασε δε βιαίως ο Πέρσης εκ
της πατρίδος μου και με είχεν.» Ο δε Παυσανίας απεκρίθη ούτω·
«Γύναι, μη φοβού, πρώτον μεν ως ικέτις, και προς τούτοις, εάν
ήναι, αληθή όσα λέγεις, ως θυγάτηρ του Κώου Ηγητορίδου, όστις
εξ όλων των εις την νήσον ταύτην κατοικούντων είναι ο
προσφιλέστατος ξένος μου.» Ταύτα ειπών, τότε μεν την παρέδωκεν
εις τους ευρισκομένους εις το στρατόπεδον εφόρους, ύστερον δε
την απέπεμψεν εις την Αίγιναν όπου αυτή ήθελε να μεταβή.

77. Αμέσως μετά την άφιξιν της γυναικός έφθασαν οι Μαντινείς,
αφού τα πάντα είχον τελειώσει. Μαθόντες δε ότι ήλθον μετά την
μάχην, ελυπήθησαν πολύ και είπον ότι είναι άξιοι τιμωρίας·
έπειτα δε ακούσαντες ότι έφυγεν ο Αρτάβαζος με τους Μήδους,
κατεδίωξαν αυτούς μέχρι Θεσσαλίας, μολονότι οι Λακεδαιμόνιοι
απαγόρευσαν την καταδίωξιν των φευγόντων. Επιστρέψαντες εις την
χώραν των, κατεδίκασαν τους στρατηγούς των εις εξορίαν. Μετά
τους Μαντινείς δε ήλθον οι Ηλείοι, οίτινες ωσαύτως ανεχώρησαν
λυπηθέντες, και επιστρέψαντες εις την πατρίδα των εξώρισαν τους
στρατηγούς των. Ταύτα τα κατά τους Μαντινείς και τους Ηλείους.

78. Εις δε το εν Πλαταιαίς στρατόπεδον των Αιγινητών ήτο ο
Λάμπων του Πύθου, εις των προκρίτων της Αιγίνης, όστις συλλαβών
σκέψεων ανοσιωτάτην, ηθέλησε να ομιλήση προς τον Παυσανίαν
πλησιάσας λοιπόν εύρον μετά σπουδής τω είπεν· «Ω παι του
Κλεομβρότου, κατωρθώσας έργον υπερφυές διά το μέγεθος και το
κάλλος· θεός τις βεβαίως ηθέλησε να λυτρώσης την Ελλάδα και να
αφήσης την λαμπροτέραν φήμην από όσας ημείς ηξεύρομεν. Αλλ' εις
τα γενόμενα πρόσθες και τούτο όπερ μένει να πράξης, διά να
προσκτήσης φήμην μεγαλειτέραν και να μη τολμά εις το εξής
κανείς βάρβαρος να πράττη κατά των Ελλήνων έργα ανόσια.
Αποθανόντος του Λεωνίδου εις τας Θερμοπύλας, ο Μαρδόνιος και ο
Ξέρξης αποκόψαντες την κεφαλήν του ανήρτησαν αυτήν εις
πάσσαλον. Αποδίδων λοιπόν συ τα ίσα εις τον Μαρδόνιον, θα
επαινεθής πρώτον μεν υπό πάντων των Σπαρτιατών, έπειτα δε και
υπό των άλλων Ελλήνων· καθότι εάν ανασκολοπίσης τον Μαρδόνιον,
εκδικείσαι τον θείον σου Λεωνίδαν.» Ο μεν Λάμπων ταύτα έλεγε,
νομίζων ότι ευαρεστεί τον Παυσανίαν.

79. Αλλ' ο Παυσανίας απεκρίθη ως εξής· «Ω ξένε μου Αιγινήτα,
επαινώ μεν την ένδοιαν και την πρόβλεψίν σου, η συμβουλή σου
όμως δε είναι αγαθή τωόντι, αφού ανύψωσας και εμέ και την
πατρίδα και το έργον, με ρίπτεις έπειτα εις το μηδέν, παραινών
με να ατιμάσω νεκρόν, και λέγων ότι εάν πράξω τούτο θα επαινεθώ
περισσότερον. Τοιαύται όμως πράξεις αρμόζουσι μάλλον εις τους
βαρβάρους ή εις τους Έλληνας, και πάλιν τους μεμφόμεθα όταν τας
πράττωσι. Ποτέ να μη αξιωθώ να φανώ ευάρεστος διά τοιούτων
ανοσιοτήτων εις τους Αιγινήτας και εις τους αρεσκομένους εις
ταύτας· με αρκεί να ευαρεστώ εις τους Σπαρτιάτας, όσια πράττων
και όσια λέγων. Ο δε Λεωνίδας τον οποίον με παραινείς να
εκδικήσω, ούτος εξεδικήθη λαμπρώς· αυτός και οι μετ' αυτού εν
Θερμοπύλαις τελευτήσαντες εξεδικήθησαν διά του θανάτου απείρου
πλήθους βαρβάρων. Συ δε εάν έχης τοιαύτας συμβουλάς, μη
πλησιάσης άλλοτε εις εμέ, και γνώριζε χάριν ότι δεν
ετιμωρήθης.»

80. Και ούτος μεν ταύτα ακούσας ανεχώρησεν· ο δε Παυσανίας
εκήρυξε να μη εγγίσωσι τα λάφυρα, και διέταξε τους είλωτας να
συγκομίσωσιν όλα τα πράγματα εις έν μέρος. Ούτοι δε
περιερχόμενοι εις το στρατόπεδον εύρισκον σκηνάς χρυσάς και
αργυράς, κλίνας επιχρύσους και επαργύρους, κρατήρας χρυσούς,
φιάλας, και άλλα ποτήρια· προσέτι εύρισκον επί αμαξών σάκκους
εντός των οποίων εφαίνοντο ότι ήσαν λέβητες χρυσοί και αργυροί,
και εκ των φονευμένων ανθρώπων ελάμβανον ψέλια, περιδέραια και
ακινάκας χρυσούς, καθότι διά τα πεποικιλμένα ενδύματα ουδείς
εφρόντιζε. Τότε οι είλωτες κλέπτοντες πολλά επώλουν ταύτα εις
τους Αιγινήτας, όσα δε δεν ηδύναντο να κρύψωσι τα εφανέρονον.
Ώστε τα μεγάλα πλούτη των Αιγινητών ταύτην την αρχήν έχουσιν,
επειδή ηγόραζον από τους είλωτας τον χρυσόν ως αν ήτο χαλκός.

81. Αφού λοιπόν εσύναξαν όλα τα πολύτιμα πράγματα και εχώρισαν
την δεκάτης διά τον εν Δελφοίς θεόν, εξ ης κατεσκευάσθη ο
χρυσούς τρίπους όστις εστήθη πλησίον του βωμού, επί του
τρικεφάλου χαλκίνου όφεως· αφού εχώρισαν την δεκάτην διά τον εν
Ολυμπία θεόν, εξ ης κατεσκευάσθη ο δεκάπηχυς χάλκινος Ζευς·
αφού εχώρισαν και άλλην δεκάτην διά τον εν τω Ισθμώ θεόν, εξ ης
κατεσκευάσθη χάλκινος Ποσειδών επτάπηχυς· αφού εχώρισαν ταύτας
τας δεκάτας, εμοιράσθησαν όλα τα λοιπά, τας παλλακάς των
Περσών, τον χρυσόν, τον άργυρον, τούς άλλους θησαυρούς και τα
υποζύγια και έκαστος έλαβε το μερίδιον του οποίου εκρίθη άξιος.
Ουδείς αναφέρει πόσα κατ' εξαίρεσιν εδόθησαν εις ους
αριστεύσαντας εν τη μάχη ταύτη των Πλαταιών· εικάζω όμως ότι
εδόθησαν. Εις δε τον Παυσανίαν εδόθησαν δέκα εξ όλων γυναίκες,
ίπποι, κάμηλοι, τάλαντα και άλλα πράγματα.

82. Λέγουσι δε ότι εγένετο και το εξής· ότι ο Ξέρξης, φεύγων εκ
της Ελλάδος, άφησεν εις τον Μαρδόνιον, όλην την αποσκευήν του,
συγκειμένην εκ χρυσού, αργύρου και παραπετασμάτων ποικίλων.
Ιδών τα πλούτη ταύτα ο Παυσανίας διέταξε τους αρτοκόπους και
τους οψοποιούς να τω ετοιμάσωσι δείπνον απαραλλάκτως ως το
ητοίμαζον διά τον Μαρδόνιον. Αφού ούτοι υπήκουσαν, ο Παυσανίας
ιδών κλίνας χρυσάς και αργυράς καλώς εστρωμένας, και τραπέζας
χρυσάς και αργυράς, και την ετοιμασίαν δείπνου μεγαλοπρεπούς,
κατεπλάγη δι' όσα έβλεπε προ των οφθαλμών του, και γελάσας
διέταξε τους υπηρέτας του να τω ετοιμάσωσι δείπνον Λακωνικόν.
Αφού ητοιμάσθη το δείπνον, επειδή η μεταξύ των δύο διαφορά ήτο
μεγάλη, ο Παυσανίας γελών πάντοτε προσεκάλεσε τους στρατηγούς
των Ελλήνων. Συνελθόντων δε τούτων, είπε δεικνύων αυτοίς τα δύο
ετοιμασθέντα δείπνα· «’νδρες, Έλληνες, σας συνήγαγον θέλων να
σας δείξω την αφροσύνην του Μήδου, όστις τοιαύτην δίαιταν έχων,
ήλθε να μας αφαιρέση ταύτην την ευτελή τροφήν. Ταύτα λέγουσιν
ότι είπεν ο Παυσανίας εις τους στρατηγούς των Ελλήνων.

83. Πολύν χρόνον μετά ταύτα διάφοροι Πλαταιείς εύρον θήκας
πλήρεις χρυσού, αργύρου και άλλων πολυτίμων πραγμάτων.
Παρετηρήθη δε και τούτο ύστερον από τας ανακαλύψεις ταύτα, αφού
διελύθησαν αι σάρκες των νεκρών και έμειναν τα οστέα γυμνά, οι
Πλαταιείς εσύναξαν αυτά εις έν μέρος· μεταξύ τούτων, λοιπόν
ευρέθη κεφαλή ουδεμίαν έχουσα ραφήν, αλλ' ούσα εξ ενός μόνου
οστού· ευρέθη προσέτι γνάθος, και το άνω μέρος της γνάθου,
έχουσα οδόντας μονοφυείς, ήτοι όλους εξ ενός οστού, και τους
εμπροσθίους και τους γομφίους. Εφάνησαν και τα οστά ανδρός
πενταπήχεως.

84. Την δευτέραν ημέραν το σώμα του Μαρδονίου εγένετο άφαντον.
Ποίος το ήρπασε, δεν ηξεύρω να είπω ακριβώς· ήκουσα όμως παρά
πολλών και διαφόρων εθνών ανθρώπων ότι έθαψαν τον Μαρδόνιον,
και ηξεύρω ότι πολλοί έλαβον μεγάλα δώρα παρά του Αρτόντου,
υιού του Μαρδονίου, διά τούτο το έργον. Δεν ηδυνήθην όμως να
εξακριβώσω τις εξ αυτών έκλεψε τωόντι και έθαψε τον νεκρόν του
Μαρδονίου. Επικρατεί εν τούτοις φήμη τις ότι ήτο ο Εφέσιος
Διονυσοφάνης. Οπωσδήποτε ο μεν Μαρδόνιος τοιουτοτρόπως ετάφη.

85. Οι δε Έλληνες αφού εμοιράσθησαν τα λάφυρα εις τας Πλαταιάς
έθαψαν τους αυτών νεκρούς, ιδιαιτέρως έκαστον έθνος. Και οι μεν
Λακεδαιμόνιοι έκαμον τρεις τάφους· εις τον ένα έθαψαν τους
ιρένας (28), εκ των οποίων ήσαν ο Ποσειδώνιος, ο Αμομφάρετος, ο
Φιλοκύων και ο Καλλικράτης. Εις τον ένα λοιπόν ετέθησαν οι
ιρένες· εις τον δεύτερον οι λοιποί Σπαρτιάται, και εις τον
τρίτον οι είλωτες. Ούτοι μεν ούτως ετάφησαν· οι δε Τεγεάται
έθαψαν τους δικούς των όλους ομού, ομοίως οι Αθηναίοι, και
ομοίως οι Μεγαρείς και οι Φλιάσιοι τους φονευθέντας υπό του
ιππικού. Και τούτων δεν όλων οι τάφοι ήσαν πλήρεις· όσοι δε
τάφοι των άλλων Ελλήνων φαίνονται εις τας Πλαταιάς, ούτοι ως
μανθάνω είναι κενοτάφια τα οποία αισχυνόμενοί τινες διά την εκ
της μάχης απουσίαν των έκαμον διά να απατώσι τους
μεταγενεστέρους, μεταξύ άλλων υπάρχει και τάφος καλούμενος των
Αιγινητών, περί του οποίου ήκουσα ότι δέκα έτη μετά την μάχην
ταύτην, κατά παράκλησιν των Αιγινητών, έκαμεν ο Πλαταιεύς
Κλεάδης του Αυτοδίκου, ων πρόξενος αυτών.

86. Αφού λοιπόν έθαψαν οι Έλληνες τους νεκρούς εις τας
Πλαταιάς, αμέσως έκαμον συμβούλιον εις το οποίον απεφάσισαν να
στρατεύσωσι κατά των Θηβαίων και να απαιτήσωσι τους μηδίσαντας
εξ αυτών, ιδίως τον Τιμαγενίδην και τον Ατταγίνον, οίτινες ήσαν
οι αρχηγοί του κόμματος· εάν δε δεν τους δώσωσι, να μη λύσωσι
την πολιορκίαν πριν κυριεύσωσι την πόλιν. Αφού απεφάσισαν
ταύτα, την ενδεκάτην ημέραν μετά την μάχην έφθασαν και
επολιόρκησαν τους Θηβαίους, ζητούντες να τοις παραδώσωσι τους
ανθρώπους τούτους· επειδή δε οι Θηβαίοι δεν ήθελον να τους
παραδώσωσιν, εδήουν την χώραν των και επετίθεντο κατά του
τείχους.

87. Την δε εικοστήν ημέραν, επειδή οι Έλληνες δεν έπαυον
βλάπτοντες τους πολιορκουμένους, ο Τιμαγενίδης είπεν εις τους
Θηβαίους τα εξής·  «’νδρες Θηβαίοι, επειδή οι Έλληνες έκαμον
τοιαύτην απόφασιν, να μη λύσωσι την πολιορκίαν πριν ή τας Θήβας
κυριεύσωσιν ή ημάς παραδώσετε εις αυτούς, ας μη πάθη πλειότερα
ένεκα ημών η Βοιωτία γη. Εάν χρησιμεύωμεν πρόφασις, εάν κυρίως
θέλωσι χρήματα, ας τοις δώσωμεν χρήματα εκ του κοινού, καθότι
μετά του κοινού εμηδίσαμεν και ουχί μόνοι· εάν δε τωόντι
ζητούσιν ημάς τότε ημείς υπάγομεν προς αυτούς διά να
απολογηθώμεν.» Ορθότατοι και έγκαιροι εφάνησαν οι λόγοι των.
Όθεν αμέσως οι Θηβαίοι έπεμψαν κήρυκα εις τον Παυσανίαν διά να
τω είπωσιν ότι ήσαν έτοιμοι να τω παραδώσωσι τους ανθρώπους.

88. Αφού έκαμαν συνθήκας επί τούτω τω όρω, ο μεν Ατταγίνος
απέδρα εκ της πόλεως· αντ' αυτού δε συνέλαβον τα τέκνα του και
τα έφερον εις τον Παυσανίαν, όστις τα απέλυσεν ειπών ότι τα
τέκνα δεν είναι ένοχα μηδισμού. Οι δε άλλοι όσους παρέδοσαν οι
Θηβαίοι, ούτοι μεν ενόμιζον ότι θα λάβωσι την άδειαν να
απολογηθώσι και ήλπιζαν να σωθώσι διά χρημάτων· ο Παυσανίας
όμως, άμα τους παρέλαβεν, υποπτεύσας ταύτα, διέλυσεν όλον τον
στρατόν των συμμάχων, τους δε αιχμαλώτους έφερεν εις την
Κόρινθον και τους εθανάτωσε. Ταύτα τα εν Πλαταιαίς και εν
Θήβαις γενόμενα.

89. Ο δε Αρτάβαζος του Φαρνάκους, φυγών εκ των Πλαταιών, είχεν
ήδη προχωρήσει πολύ· ότε δε έφθασεν εις την Θεσσαλίαν,
προσεκάλεσαν αυτόν εις φιλοξενίαν οι Θεσσαλοί και τον ηρώτησαν
περί του άλλου στρατού, μη ηξεύροντες τι συνέβη εις τας
Πλαταιάς. Ο Αρταβάζος ενόησεν ότι εάν τοις έλεγεν όλην την
αλήθειαν περί της μάχης, και αυτός θα κινδυνεύση να απολεσθή
και το μετ' αυτού στράτευμα, καθότι ουδεμία αμφιβολία υπήρχεν
ότι έκαστος ήθελε σπεύσει να κινηθή εναντίον των. Ταύτα
σκεπτόμενος ούτε προς τους Φωκείς εμαρτύρησέ τι, και προς τους
Θεσσαλούς είπε τα εξής· «Εγώ μεν, ω άνδρες Θεσσαλοί, τρέχω ως
βλέπετε να φθάσω όσον τάχιστα εις την Θράκην, και σπεύδω
σταλείς εκ του στρατοπέδου μετά των στρατιωτών τούτων δι'
υπόθεσιν σπουδαίαν. Αυτός δε ο Μαρδόνιος και ο στρατός αυτού
ερχόμενος κατόπιν μου θέλουν φθάσει εντός ολίγου. Τούτον
ξενίσατε· και εις αυτόν φανήτε πρόθυμοι, καθότι τούτο
πράττοντες δεν θα μεταμεληθήτε εις το μέλλον.» Ταύτα ειπών
έλαβε τον στρατόν και ανεχώρησε ταχέως διά της Θεσσαλίας και
της Μακεδονίας κατ' ευθείαν εις την Θράκην· σπεύδων δε άφινε
τας μεγάλας οδούς και διήρχετο διά των αγρών. Έφθασε δε
τοιουτοτρόπως εις το Βυζάντιον, αφού υπέστη πολλάς απωλείας·
καθότι άλλοι μεν εκ των στρατιωτών του κατεκόπησαν υπό των
Θρακών, άλλοι δε απέθανον υπό του λιμού και του καμάτου. Εκ του
Βυζαντίου δε διέβη με πλοιάρια. Ούτος μεν τοιουτοτρόπως
επέστρεψεν εις την Ασίαν.

90. Την αυτήν δε ημέραν καθ' ην εγένετο η μάχη των Πλαταιών
συνέπεσε να γίνη και εν τη Μυκάλη της Ιωνίας. Ενώ οι Έλληνες
ήταν εις την Δήλον με τα πλοία τα υπό την αρχηγίαν του
Λακεδαιμονίου Λεωτυχίδου, ήλθον προς αυτούς πρέσβεις εκ της
Σάμου, ο Λάμπων του Θρασυκλέους, ο Αθηναγόρας του Αρχεστρατίδου
και ο Ηγησίστρατος του Αρισταγόρου πεμφθέντες υπό των Σαμίων εν
αγνοία των Περσών και του Θεομήστορος, υιού του Ανδρομάδαντος,
τον οποίον οι Πέρσαι είχον καταστήσει τύραννον της Σάμου. Αφού
παρουσιάσθησαν ούτοι εις τους στρατηγούς, είπεν ο Ηγησίστρατος
πολλά και διάφορα ότι αν τους ίδωσι μόνοι οι Ίωνες, θα
αποστατήσωσιν από τους Πέρσας, ότι οι βάρβαροι δεν θα ηδύναντο
να αντισταθώσι, και ότι εάν επιμείνωσι, καλλιτέραν άλλην άγραν
δεν είναι δυνατόν να εύρωσιν οι Έλληνες. Αναφέρων δε τα ονόματα
των κοινών θεών, προέτρεπεν αυτούς να λυτρώσωσιν εκ της
δουλείας άνδρας Έλληνας και να διώξωσι τον βάρβαρον. Είπε δε
ότι το εύκολον να γίνωσι ταύτα, καθότι τα πλοία των βαρβάρων
και κακώς πλέουσι και δεν είναι αξιόμαχα με τα των Ελλήνων, και
ότι αυτοί είναι έτοιμοι να μείνωσιν εις τα πλοία των ως όμηροι
εάν υποπτεύωσιν οι Έλληνες ότι ζητούσι διά δόλου να τους
ελκύσωσιν εις εκείνα μέρη.

91. Επειδή δε ο ξένος Σάμιος επέμενε παρακαλών, ο Λεωτυχίδης,
είτε θέλων ν' ακούση, μάντευμά τι εκ των λέξεων του Σαμίου,
είτε κατά θείαν έμπνευσιν, τον ηρώτησεν· «Ω ξένε Σάμιε, ποίον
είναι το όνομά σου;» Εκείνος, δε απεκρίθη· «Ηγησίστρατος.» Τότε
ο Λεωτυχίδης, φοβηθείς μήπως προσθέση περισσότερα, τον διέκοψε
και είπεν «Ηγησίστρατος (29)! δέχομαι τον οιωνόν, ω ξένε Σάμιε.
Πριν όμως συ και οι μετά σου αναχωρήσετε, δώσατέ μας τα πιστά
ότι οι Σάμιοι θα γίνωσι πρόθυμοι σύμμαχοί μας.»

92. Η πράξις παρακολούθησε τον λόγον· καθότι αμέσως οι Σάμιοι
έδωκαν τα πιστά και ωρκίσθησαν συμμαχίαν με τους Έλληνας.
Τούτων γενομένων οι μεν άλλοι απέπλευσαν, ο δε Λεωτυχίδης
εκράτησε τον Ηγησίστρατον διά να πλεύση μετ' αυτού, έχων το
όνομά του ως καλόν οιωνόν. Οι δε Έλληνες μείναντες ήσυχοι την
ημέραν εκείνην, συνεβουλεύθησαν την ακόλουθον ημέραν τα θύματα
τα οποία ήσαν καλά· μάντις δε αυτών ήτο ο Απολλωνιάτης Δηίφονος
του Ευηνίου, εκ της εν τω Ιονίω κόλπω Απολλωνίας, εις του
οποίου τον πατέρα Ευήνιον ηκολούθησε το εξής.

93. Εις την Απολλωνίαν ταύτην υπάρχουσι πρόβατα ιερά του ηλίου,
τα οποία την μεν ημέραν βόσκουσι παρά τον ποταμόν όστις εκ του
όρους Λάκμωνος ρέει διά της Απολλωνίας χώρας εις την θάλασσαν
πλούσιον του λιμένος Ωρίκου, την δε νύκτα άνδρες εκλελεγμένοι
μεταξύ των πολιτών, οι σημαντικώτατοι κατά τον πλούτον και το
γένος, ούτοι τα φυλάττουσιν επί ένα εν αυτόν έκαστος· καθότι
ένεκα χρησμού τινος, οι Απολλωνιάται πολύ επιμελούνται τα
πρόβατα ταύτα, τα οποία κλείουσι την νύκτα εις άντρον τι μακράν
της πόλεως, όπου ο Ευήνιος ούτος εκλεχθείς τότε τα εφύλαττεν.
Αποκοιμηθείς όμως νύκτα τινά ημέλησε την φυλακήν και
εισελθόντες λύκοι εις το άντρον διέφθειρον περί τα εξήκοντα
πρόβατα. Όταν ο Ευήνιος είδε τούτο, εσιώπησε και δεν είπε
τίποτε εις κανένα, έχων κατά νουν να τα αντικαταστήση δι' άλλων
τα οποία ήθελεν αγοράσει. Αλλά το γενόμενον δεν διέλαθε τους
Απολλωνιάτας, οίτινες άμα το έμαθον ενήγαγον τον άνθρωπον εις
δίκην και τον κατεδίκασαν, διότι εκοιμήθη και ημέλησε την
φυλακήν, να στερηθή της δράσεως. Μόλις όμως εξετύφλωσαν τον
Ευήνιον, αμέσως μετά ταύτα ούτε τα ποίμνιά των εγέννων, ούτε η
γη των έδιδε καρπόν ως πρότερον. Τότε οι πολίται έπεμψαν εις
την Δωδώνην και εις τους Δελφούς διά να μάθωσι την αιτίαν της
παρούσης συμφοράς· τα δε μαντεία είπον εις αυτούς ότι αδίκως
εστέρησαν της οράσεως τον φύλακα των ιερών προβάτων Ευήνιον,
ότι αυτοί οι θεοί είχον πέμψει τους λύκους, και ότι δεν θα
παύσωσιν εκδικούντες αυτόν ενόσω οι Απολλωνιάται δεν δώσωσι διά
την πράξιν των ταύτην ικανοποίησιν, οίαν ο Ευήνιος ήθελε κρίνει
δικαίαν· εάν γίνη τούτο, τότε και οι θεοί θα δώσωσιν εις τον
Ευήνιον δώρον διά το οποίον θα τον μακαρίζωσι πολλοί άνθρωποι.

94. Τοιούτοι χρησμοί εδόθησαν εις τους Απολλωνιάτας. Ούτοι δε
φυλάξαντες αυτούς μυστικούς, επεφόρτισαν πολίτας τινάς να
τελειώσωσι την υπόθεσιν, οίτινες και ετελείωσαν αυτήν ως εξής.
Καθημένου του Ευηνίου επί έδρας μακράς, ήλθον ούτοι και
καθήσαντες πλησίον του ωμίλουν περί διαφόρων άλλων
αντικειμένων, μέχρις ου κατέληξαν συλλυπούμενοι αυτόν διά το
πάθημά του. Αφού λοιπόν η συνομιλία ήλθεν εις τούτο το
αντικείμενον, τον ηρώτησαν ποίαν ικανοποίησιν ήθελε ζητήσει εν
περιπτώσει καθ' ην οι Απολλωνιάται ήθελον τω προτείνει δι' όσα
τον έκαμον. Ο Ευήνιος, μη γνωρίζων τας αποκρίσεις των θεών,
εξελέξατο και είπεν ότι εάν τω εδίδοντο αγροί (και είπε τα
ονόματα των πολιτών τους οποίους ήξευρεν ότι είχον δύο κλήρους
γης τους καλλίστους εις την Απολλωνίαν) και οίκος τις τον
οποίον εγνώριζεν ότι ήτο ο κάλλιστος εν τη πόλει, ταύτα είπεν
εάν τω εδίδοντο δεν θα εμνησικάκει του λοιπού και αύτη η
ικανοποίησις τω ήρκει, αν εγίνετο. Και ούτος μεν ταύτα είπεν,
οι δε παρακαθήμενοι απεκρίθησαν· «Ευήνιε, οι Απολλωνιάται, κατά
τον δοθέντα αυτοίς χρησμόν, σοι δίδουσι ταύτα προς ικανοποίησιν
της εκτυφλώσεως.» Τότε ο μεν Ευήνιος, εννοήσας εκ των ολίγων
τούτων λέξεων όλην την υπόθεσιν, ανεγνώρισεν ότι ηπατήθη και
ελυπήθη πολύ· οι δε Απολλωνιάται αγοράσαντες από τους
ιδιοκτήτας τω έδοσαν τα κτήματα τα οποία εξελέξατο. Αμέσως δε
μετά ταύτα τω εχάρισαν οι θεοί μαντικήν δύναμιν τοιαύτην ώστε
εγένετο ονομαστές.

95. Τούτου λοιπόν του Ευηνίου ο υιός Δηίφονος προσελήφθη υπό
των Κορινθίων και ήτο μάντις εις τον στρατόν. Ήκουσα όμως και
τούτο, ότι οικειοποιούμενος τον τίτλον υιού του Ευηνίου χωρίς
να ήναι τοιούτος, περιήρχετο την Ελλάδα και παρείχε τας
υπηρεσίας του επί μισθώ.

96. Επειδή λοιπόν τα σημεία εκηρύχθησαν ευνοϊκά εις τους
Έλληνας, οι στρατηγοί ανήγαγον τα πλοία εκ της Δήλου εις την
Σάμον. Ότε δε έφθασαν εις τους Καλάμους της Σάμου, ούτοι μεν
προσωρμίσθησαν πλησίον του Ηραίου το οποίον είναι εις εκείνα τα
μέρη και παρεσκευάζοντο εις ναυμαχίαν· οι δε Πέρσαι μαθόντες
ότι επλησίαζον οι Έλληνες, έπλευσαν προς την ξηράν μεθ' όλων
των πλοίων, πλην των Φοινικικών εις τα οποία επέτρεψαν να
αποπλεύσωσι. Νομίζοντες ότι αι δυνάμεις των δεν ήσαν αξιόμαχοι,
απεφάσισαν να μη δώσωσι ναυμαχίαν, αλλά να πλησιάσωσιν εις την
ήπειρον διά να ώσιν υπό την σκέπην του πεζού στρατού όστις
κατείχε την Μυκάλην και όστις τη διαταγή του Ξέρξου είχεν
αποσπασθή από τον άλλον στρατόν διά να φυλάττη την Ιωνίαν. Το
απόσπασμα τούτο ανέβαινεν εις εξήκοντα χιλιάδας άνδρα, και
αρχηγός ήτο ο Τιγράνης όστις υπερέβαινε τους Πέρσας κατά το
κάλλος και το μέγεθος. Υπό την σκέπην λοιπόν του στρατού τούτου
απεφάσισαν οι στρατηγοί του ναυτικού να καταφύγωσι και
ανελκύσαντες εις την γην τα πλοία, να τα περικλείσωσι διά
περιφράγματος το οποίον να χρησιμεύση ως οχύρωμα εις τα πλοία
και καταφύγιον εις αυτούς.

97. Ταύτα αποφασίσαντες εν συμβουλίω, ανήχθησαν εις το πέλαγος
και διήλθον προ του ναού των Σεβαστών (30) όστις είναι επί της
παραλίας της Μυκάλης. Έφθασαν δε ούτω εις τας εκβολάς του
Γαίσωνος και του Σκολοπόεντος όπου υπάρχει ναός της Ελευσινίας
Δήμητρος, τον οποίον ίδρυσεν ο Φίλιστος του Πασικλέους όταν
μετά του Νηλέως του Κόδρου μετέβαινε να κτίση την Μίλητον. Εκεί
είλκυσαν τα πλοία εις την ξηράν και περιεκύκλωσαν αυτά με
περίφραγμα εκ λίθων και ξύλων, κόψαντες προς τούτο δένδρα
ήμερα· έμπροσθεν δε του περιφράγματος ενέπηξαν πασσάλους και
ήσαν έτοιμοι να πολιορκηθώσι και να νικήσωσι, καθότι είχον
προΐδει αμφότερα ταύτα, και κατά συνέπειαν ητοιμάσθηοαν.

98. Οι δε Έλληνες, ως έμαθον ότι οι βάρβαροι απεχώρησαν εις την
ήπειρον, ελυπήθησαν διότι διέφυγον και εδίσταζον τι να πράξωσι
να επιστρέψωσιν, ή να πλεύσωσι μέχρι του Ελλησπόντου; Τέλος
απεφάσισαν να μη πράξωσι μήτε το έν μήτε το άλλο, αλλά να
πλεύσωσι κατ' ευθείαν εις την ήπειρον. Ετοιμάσαντες λοιπόν όσα
ήσαν αναγκαία προς ναυμαχίαν, και αποβάθρας και τα άλλα
απαιτούμενα, έπλευσαν εις την Μυκάλην. Ότε δε επλησίασαν εις το
εχθρικόν στρατόπεδον και είδον ότι κανείς δεν εξήρχετο προς
απάντησιν των αλλά μόνον πλοία ανειλκυσμένα εις την ξηράν,
προασπιζόμενα υπό προφράγματος, και πολύ πεζικόν παρατεταγένον
εις το παραθαλάσσιον, τότε πρώτον μεν ο Λεωτυχίδης πλησιάσας με
το πλοίον του όσον ηδυνήθη περισσότερον, παρήγγειλε διά κήρυκος
εις τους Ίωνας τα εξής· «’νδρες της Ιωνίας, όσοι δύνασθε να με
ακούσετε, προσέξατε εις όσα λέγω, καθότι οι Πέρσαι δεν θα
εννοήσωσι βεβαίως τίποτε εξ όσων σας παραγγέλλω. Όταν
συμπλακώμεν, πρέπει προ πάντων έκαστος υμών να ενθυμηθή περί
της ελευθερίας όλων και ακολούθως το σύνθημα Ήβη (31). Όστις δε
εξ υμών δεν είναι παρών διά να με ακούση, ας μάθη ταύτα παρά
του ακούσαντος.» Εις την περίστασιν ταύτην ο σκοπός του
Λεωτυχίδου ήτο ο αυτός ον έσχεν ο Θεμιστοκλής εις το
Αρτεμίσιον, ή να προσελκύσωσι τους Ίωνας διά των ακαταλήπτων
τούτων εις τον βάρβαρον λέξεων, ή να καταστήσωσιν αυτούς
υπόπτους εν περιπτώσει καθ' ην ήθελον ανακοινωθή εις τους
βαρβάρους.

99. Αφού ο Λεωτυχίδης εκήρυξε ταύτα, οι Έλληνες έπραξαν έπειτα
τα εξής. Πλησιάσαντες τα πλοία εις την ξηράν απέβησαν εις τον
αιγιαλόν. Και ούτοι μεν παρετάσσοντο εις μάχην, οι δε Πέρσαι,
άμα είδον τους Έλληνας παρασκευαζομένους εις μάχην και
ομιλήσαντας προς τους Ίωνας, πρώτον μεν υποπτεύσαντες τους
Σαμίους ότι ευνοούσι τους Έλληνας, τους αφώπλισαν· καθότι όλους
τους Αθηναίους τους οποίους μείναντας εις την Αττικήν έλαβον
αιχμαλώτους τα στρατεύματα του Ξέρξου και έφερον εις τα πλοία,
τούτους λυτρώσαντες οι Σάμιοι και εφοδιάσαντες απέπεμψαν εις
τας Αθήνας· ώστε ελευθερώσαντες πεντακοσίας κεφαλάς εκ των
εχθρών του Ξέρξου, ήσαν διά τούτο έτι μάλλον ύποπτοι. Δεύτερον
δε, επί προφάσει ότι οι Μιλήσιοι εγνώριζον την χώραν, διέταξαν
αυτούς να φυλάττωσι τας διόδους τας φερούσας εις τα όρη της
Μυκάλης. Έλαβον δε το μέτρον τούτο διά να απομακρύνωσι τους
Μιλησίους εκ του πεδίου της μάχης. Με τοιούτους λοιπόν τρόπους
προεφυλάσσοντο οι Πέρσαι από τους Ίωνας όσους υπώπτευον ότι
παρουσιαζομένης ευκαιρίας ηδύναντο να κάμωσι νεωτερισμόν τινα.
Αυτοί δε συνεσώρευσσαν τας ασπίδας των διά να τας έχωσιν ως
περίφραγμα.

100. Ότε δε ητοιμάσθησαν οι Έλληνες καθ' όλα, εβάδισαν κατά των
βαρβάρων· ενώ δε επλησίαζον, φήμη διεδόθη εις όλον το
στρατόπεδον και εφάνη κείμενον επί της παραλίας κηρύκειον. Η
απροσδοκήτως ελθούσα αύτη φήμη ήτο η εξής· ότι οι Έλληνες,
μαχόμενοι εις την Βοιωτίαν, ενίκησαν τον Μαρδόνιον. Είναι
φανερόν, και πολλαί υπάρχουσιν αποδείξεις, ότι εν τω συμβάντι
τούτω ενεφιλοχώρησε θεία ενέργεια, αφού η είδησις της
καταστροφής των Περσών εν Πλαταιαίς έφθασε την ιδίαν ημέραν εις
Μυκάλην, όπου έμελλον να υποστώσι και άλλην ήτταν, διά να
εγκαρδιώση περισσότερον τον ελληνικόν στρατόν και να καταστήση
αυτόν προθυμότερον εις τον πόλεμον.

101. Παρετηρήθη προσέτι και η εξής σύμπτωσις· αμφότεραι αι
μάχαι εγένοντο εις μέρη όπου έτυχον να ευρίσκωνται τεμένη της
Ελευσινίας Δήμητρος. Τωόντι εις τας Πλαταιάς, ως είπον ανωτέρω,
συνεπλάκησαν πλησίον του ναού της Δήμητρος, το αυτό δε έμελλε
να συμβή και εις την Μυκάλην. Η δε διαδοθείσα φήμη περί της
νίκης των μετά του Παυσανίου Ελλήνων συνεβιβάζετο με τον χρόνον
καθ' ον εγένοντο τα πράγματα· καθότι εις τας Πλαταιάς
επολέμησαν περί την πρωίαν, και εις την Μυκάλην προς το
εσπέρας. Ότι δε συνέπεσε να γίνωσι ταύτα την αυτήν ημέραν και
τον αυτόν μήνα, το έμαθον μετ' ολίγον εξετάζοντες τα πράγματα.
Πριν έλθη η φήμη αύτη, ο στρατός ήτο εις μέγαν φόβον ουχί τόσον
περί εαυτού όσον περί της Ελλάδος, μήπως πάθη τι αύτη υπό του
Μαρδονίου. ’μα όμως διεδόθη εις τας τάξεις η φήμη αύτη, ώρμησαν
κατά των εχθρών μετά περισσοτέρας ταχύτητος. Οι Έλληνες λοιπόν
και οι βάρβαροι συνεπλάκησαν μετά της αυτής προθυμίας, καθότι
άθλα της μάχης ήσαν ο Ελλήσποντος και αι νήσοι.

102. Οι μεν Αθηναίοι και οι πλησίον αυτών τεταγμένοι, το ήμισυ
περίπου του στρατού, επροχώρουν διά του αιγιαλού και εδάφους
ομαλού· οι δε Λακεδαιμόνιοι και οι μετ' αυτούς τεταγμένοι
επροχώρουν διά χαράδρας τινός και των ορέων, ούτως ώστε μέχρις
ου οι Λακεδαιμόνιοι κάμνωσι τον κύκλον, οι εις στο έτερον κέρας
ήρχισαν ήδη τον πόλεμον. Και ενόσω μεν αι ασπίδες των Περσών
ήσαν όρθιαι, οι βάρβαροι ημύνοντο και δεν ήσαν κατώτεροι εις
την μάχην· ότε όμως οι Αθηναίοι και οι μετ' αυτών, επιθυμούντες
να ανήκη το κατόρθωμα εις αυτούς και όχι εις τους
Λακεδαιμονίους, παρακέλευσαν αλλήλους και ώρμησαν προθυμότερον,
τότε το πράγμα ήλλαξε φάσιν· καθότι ανατρέψαντες τας ασπίδας
επέπεσαν συμπεπυκνωμένοι κατά των Περσών οίτινες εδέχθησαν μεν
την επίθεσιν και υπέμειναν επί αρκετήν ώραν αμυνόμενοι, τέλος
όμως διεσπάσθησαν και έφυγον εις το τείχος. Οι Αθηναίοι και οι
κατόπιν αυτών τεταγμένοι Κορίνθιοι, Σικυώνιοι και Τροιζήνιοι,
ηκολούθησαν τους φεύγοντας και προσέβαλον το τείχος. Αφού δε
εκυριεύθη και το τείχος, οι βάρβαροι ουδεμίαν πλέον έδειξαν
αντίστασιν, αλλ' όλοι οι άλλοι, πλην των Περσών· ετράπησαν εις
φυγήν· ούτοι δε μόνοι, μολονότι έμειναν ολίγοι, δεν έπαυσαν
πολεμούντες προς τους αδιακόπως εισπίπτοντας εις το τείχος
Έλληνας. Εκ των στρατηγών των δύο μεν εσώθησαν, δύο δε
εφονεύθησαν· ο Αρταΰντης και ο Ιθαμίτρης, στρατηγοί του
ναυτικού, εσώθησαν· ο Μαρδόνιος και ο του πεζού στρατηγός
Τιγράνης μαχόμενοι ετελεύτησαν.

103. Εμάχοντο δε εισέτι οι Πέρσας ότε οι Λακεδαιμόνιοι και οι
μετ' αυτών επρόφθασαν και απετελείωσαν τα λοιπά. Πολλοί των
Ελλήνων έπεσον κατ' αυτήν την ημέραν, ιδίως όλοι οι Σικυώνιοι
και ο στρατηγός αυτών Περίλαος. Όσοι δε εκ των Σαμίων, ήσαν εις
το Μηδικόν στρατόπεδον και από τους οποίους είχον αφαιρέσει τα
όπλα, άμα είδον ότι η μάχη εξ αρχής έκλινε προς το μέρος των
Ελλήνων, έπραξαν ό,τι ηδυνήθησαν θέλοντες να ωφελήσωσι και
αυτοί τους Έλληνας. Ιδόντες δε οι άλλοι Ίωνες ότι πρώτος οι
Σάμιοι έκαμον αρχήν, τότε αποστατήσαντες και αυτοί από τους
Πέρσας επετέθησαν κατά των βαρβάρων.

104. Οι δε Μιλήσιοι διετάχθησαν μεν υπό των Περσών να φυλάττωσι
τας διόδους χάριν της ιδίας εαυτών σωτηρίας, ίνα εν περιπτώσει
καθ' ην ήθελε συμβή ό,τι και συνέβη έχοντες οδηγούς σωθώσι
φεύγοντες εις τα όρη της Μυκάλης· επί τω σκοπώ λοιπόν τούτω
ετάχθησαν οι Μιλήσιοι εις την θέσιν ταύτην, και προσέτι διά να
μη ευρίσκωνται εις το στρατόπεδον και επιχειρήσωσι νεωτερισμόν
τινα. Ούτοι όμως έπραξαν παν το εναντίον του προστεταγμένου,
καθότι εδείκνυον εις τους βαρβάρους άλλας οδούς αίτινες έφερον
αυτούς εις τους πολεμίους, και τέλος πάντων εγένοντο
σκληρότατοι εχθροί των φονεύοντες αυτούς. Τοιουτοτρόπως εκ
δευτέρου απεστάτησεν η Ιωνία από τους Πέρσας.

105. Εις ταύτην την μάχην μεταξύ των Ελλήνων ηρίστευσαν οι
Αθηναίοι, και πάλιν μεταξύ των Αθηναίων ο Ερμόλυκος του
Ευθύνου, ανήρ εξασκηθείς εις την πυγμήν και την πάλην. Ούτος ο
Ερμόλυκος μετά ταύτα, ότε οι Αθηναίοι είχον πόλεμον με τους
Καρυστίους, συνέβη να αποθάνη μαχόμενος εις την Κύρνον της
Καρυστίας χώρας και να ταφή εις την Γεραισσόν. Μετά δε τους
Αθηναίους ηρίστευσαν οι Κορίνθιοι, οι Τροιζήνιοι και οι
Σικυώνιοι.

106. Αφού οι Έλληνες εφόνευσαν τους περισσοτέρους βαρβάρους,
άλλους μεν μαχομένους, άλλους δε φεύγοντας, ενέπρησαν τα πλοία
και όλον το περίφραγμα, αφού πρώτον εσώρευσαν τα λάφυρα εις τον
αιγιαλόν, Επιβιβάσαντες δε τους θησαυρούς και καύσαντες τα
πλοία και το στρατόπεδον των εχθρών ανεχώρησαν. Επιστρέψαντες
δε εις την Σάμον συνεσκέφθησαν περί της επαναστάσεως των Ιώνων
και εάν ήτο κατεπείγον  να μετοικίσωσιν αυτούς εις μέρος τι της
Ελλάδος, του οποίου κύριοι να ήσαν αυτοί και να αφήσωσι την
Ιωνίαν εις τους βαρβάρους· καθότι τους εφαίνετο αδύνατον να
κάθηνται πάντοτε και να φρουρώσι τους Ίωνας, άνευ του οποίου
καμμίαν ελπίδα δεν είχον οι Ίωνες να απαλλαγώσιν από τον ζυγόν
των Περσών. Τεθέντος του ζητήματος τούτου, οι μεν Πελοποννήσιοι
αρχηγοί εγνωμάτευσαν ότι έπρεπε να εκδιώξωσιν από τους
ελληνικούς λιμένας τους Έλληνας όσοι εμήδισαν και να δώσωσι τα
κτήματά των εις τους Ίωνας· οι Αθηναίοι όμως ουδόλως ενέκρινον
να μετοικισθώσιν οι Ίωνες, ούτε συνεχώρουν εις τους
Πελοποννησίους να δίδωσι γνώμην περί ιδικών των αποικιών.
Αντιτειθάντων λοιπόν των Αθηναίων, προθύμως υπεχώρησαν οι
Πελοποννήσιοι. Τοιουτοτρόπως οι Σάμιοι, οι Χίοι, οι Λέσβιοι και
οι άλλοι νησιώται έκαμον μετ' αυτών συνθήκην συμμαχίας δόντες
πίστεις και όρκους ότι δεν ήθελον μεταναστεύσει. Αφού δε έγιναν
οι όρκοι ούτοι, ο στόλος απέπλευσε διά να καταστρέψη τας
γεφύρας τας οποίας ενόμιζεν εισέτι σώας. Και ούτοι μεν έπλεον
εις τον Ελλήσποντον.

107. Όσοι δε εκ των βαρβάρων είχον καταφύγει εις τα όρη της
Μυκάλης, οίτινες δεν ήσαν πολλοί, ούτοι εκομίσθησαν εις τας
Σάρδεις. Ενώ δε επορεύοντο, ο Μασίστης του Δαρείου, όστις
παρευρέθη εις την καταστροφήν του στρατού, έλεγε καθ' οδόν εις
τον Αρταΰντην πολλά και κακά, και προς τοις άλλοις ότι κατά την
στρατηγίαν εκείνην εφάνη και γυναικός ανανδρότερος και ότι ήτο
άξιος παύσης τιμωρίας ως βλάψας τον οίκον του βασιλέως. Παρά
τοις Πέρσαις να είπης τινά ανανδρότερον γυναικός, ήναι ύβρις
μεγίστη. Όθεν ο Αρταΰντης, ακούσας τούτο και αγανακτήσας, έσυρε
τον ακινάκην και ηθέλησε να φονεύση τον Μασίστην· αλλ' ο
Αλικαρνασσεύς Ξεναγόρας του Πραξίλου, όστις ίστατο όπισθεν του
Αρταΰντου, ιδών αυτόν ορμήσαντα, τον αρπάζει από την μέσην και
υψώσας τον ρίπτει κατά γης· συγχρόνως δε έφθασαν οι δορυφόροι
του Μασίστου και ετέθησαν έμπροσθέν του. Έπραξε δε ταύτα ο
Ξενοκράτης θέλων να κάμη χάριν και εις αυτόν τον Μασίστην και
εις τον Ξέρξην, σώζων τον αδελφόν του, και διά τούτο το έργον ο
Ξενοκράτης εγένετο άρχων όλης της Κιλικίας, την οποίαν έδοσεν
εις αυτόν ο βασιλεύς. Πλην δε τούτου ουδέν άλλο συνέβη καθ'
οδόν, αλλ' έφθασαν εις τας Σάρδεις όπου ήτο ο βασιλεύς αφότου
νικηθείς εις την ναυμαχίαν έφυγεν από τας Αθήνας και έφθασεν
εκεί.

108. Διαμένων δε εις τας Σάρδεις ηράσθη της γυναικός του
Μασίστου ήτις και αυτή ήτο εκεί. Με όλα όμως τα μέσα τα οποία
μετεχειρίσθη, δεν κατώρθωσε τίποτε, δεν ήθελε δε αφ' ετέρου να
μεταχειρισθή βίαν σεβόμενος τον αδελφόν του Μασίστην. Η αυτή
ιδέα εκράτει και την γυναίκα. Καθότι ήτο βεβαία ότι βίαν δεν
ήθελε μεταχειρισθή κατ' αυτής. Αλλ' ο Ξέρξης παραιτήσας όλα τα
άλλα, ενύμφευσε τον υιόν του Δαρείον μετά της θυγατρός της
γυναικός ταύτης και του Μασίστου, νομίσας ότι διά του μέσου
τούτου ευκολώτερον θα δυνηθή να κατορθώση τον σκοπόν του.
Συνάψας λοιπόν τον γάμον τούτον και τελέσας τα νόμιμα,
ανεχώρησεν εις τα Σούσα. Ότε δε έφθασεν εκεί και εισήγαγεν εις
την οικίαν την γυναίκα του Μασίστου έπαυσεν, έτρεψε δε τον
έρωτά του προς την γυναίκα του Δαρείου και θυγατέρα του
Μασίστου ήτις και ευχαρίστει τας επιθυμίας του· το όνομα δε της
γυναικός ταύτης ήτο Αρταΰντη.

109. Επί τέλους το πράγμα εγένετο γνωστόν κατά τον ακόλουθον
τρόπον. Η γυνή του Ξέρξου ’μηστρις, υφάνασα επανωφόριον ευρύ,
πολυποίκιλον και αξιοθαύμαστον, προσέφερεν αυτό εις τον Ξέρξην.
Ούτος δε, επειδή το ήρεσε πολύ, το εφόρεσε και ήλθεν εις την
Αρταΰντην. Ευχαριστηθείς και από αυτήν, τη είπε να τω ζητήση
ό,τι θέλει να τη δώση προς αμοιβήν της ευχαριστήσεως την οποίαν
τω παρείχε, και την εβεβαίωσεν ότι ήθελεν επιτύχει ό,τι ήθελε
ζητήσει. Η δε Αρταΰντη, (επειδή ήτο πεπρωμένον να βλαφθή όλη η
οικογένεια αυτής) απεκρίθη προς τον Ξέρξην «Θα με δώσης αρά γε
ό,τι ζητήσω;» Εκείνος δε περιμένων να ακούση παν άλλο ή εκείνο
το οποίον εζήτησε, τη υπεσχέθη και ώμοσεν. Η δε Αταΰντη, αφού
ώμοσεν ο Ξέρξης αφόβως πλέον εζήτησε το επανωφόριον. Ο Ξέρξης
πάντα τρόπον μετεχειρίσθη, μη θέλων να το δώση, ουχί δι' άλλο
τι, ειμή φοβούμενος την ’μηστριν μήπως τον ανακαλύψη, καθότι
και πρότερον αύτη είχε συλλάβει υπονοίας περί των διατρεχόντων.
Προσέφερε λοιπόν πόλεις και χρυσόν άφθονον και στρατόν τον
οποίον αυτή μόνον να άρχη· συνηθίζεται δε εις την Περσίαν να
δίδεται δώρον στρατός. Αλλ' επειδή δεν την έπειθε, τη έδωκε το
επανωφόριον. Περιχαρής γενομένη, η Αρταΰντη διά το δώρον, το
εφόρεσε και ηγάλλετο.

110. Η ’μηστρις έμαθεν ότι το είχεν αυτή, και μολονότι ενόησε
τα συμβαίνοντα, κατ' αυτής μεν της γυναικός καμμίαν οργήν δεν
ησθάνθη, νομίζουσα όμως ότι η μήτηρ της ήτο αιτία, και ότι
εκείνη ενήργει ταύτα, εμελέτα πώς να την εξολοθρεύση. Φυλάξασα
λοιπόν την ημέραν καθ' ην ο Ξέρξης έδιδε δείπνον βασιλικόν
(τούτο δε το δείπνον παρασκευάζεται άπαξ του ενιαυτού, καθ' ην
ημέραν εγεννήθη ο βασιλεύς, και ονομάζεται Περσιστί μεν Τυκτά,
Ελληνιστί δε Τέλειον· τότε μόνον ο βασιλεύς έχει μυρωμένην την
κεφαλήν και δίδει δώρα εις τους Πέρσας), ταύτην λοιπόν την
ημέραν φυλάξασα η ’μηστρις, εζήτησε παρά του Ξέρξου να τη δοθή
η γυνή του Μασίστου. Ο Ξέρξης ζωηράν ησθάνθη θλίψιν να την
παραδώση, αφ' ενός μεν διότι ήτο γυνή του αδελφού του, αφ'
ετέρου δε διότι ήξευρεν ότι δεν ήτο ένοχος εις το πράγμα τούτο·
καθότι ενόησε διατί εζήτησεν αυτήν.

111. Τέλος όμως, επειδή εκείνη μεν επέμενεν ο δε Ξέρξης
εβιάζετο από τον νόμον (καθότι δεν είναι δυνατόν, όταν δίδεται
δείπνον βασιλικόν, να αποτύχη όστις ήθελε ζητήσει τι),
κατένευσεν όλως παρά την θέλησίν του και αφού παρέδωκε την
γυναίκα του Μασίστου εις την ’μηστριν, έπραξε τα εξής. Εις
εκείνην μεν έδωκε την άδειαν να πράξη ό,τι ήθελεν, αυτός δε
προσκαλέσας τον αδελφόν του είπε τα εξής· «Μασίστα, συ είσαι
υιός του Δαρείου και εμός αδελφός, προς τούτοις ανήρ αγαθός.
Απόπεμψον την γυναίκα μεθ' ης συνοικείς και αντ' αυτής σοι δίδω
την εμήν θυγατέρα μεθ' ης να συνοικής· μη έχης δε πλέον γυναίκα
αυτήν την οποίαν έχεις τώρα, επειδή ούτω θέλω εγώ. Ο Μασίστης
δ' εκπλαγείς επί τοις λόγοις τούτοις, απεκρίθη· «Ω δέσποτα,
πόθεν προέρχεται ο άχρηστος ούτος λόγος; διατί με διατάττεις να
αποπέμψω γυναίκα κατά την καρδίαν μου, μητέρα τριών υιών
νεανιών και θυγατέρων, εξ ων την μίαν κατά την θέλησίν σου
έλαβεν ο υιός σου; διατί θέλεις να αποπέμψω αυτήν και να
νυμφευθώ την θυγατέρα σου; Εγώ, ω βασιλεύ, μεγάλην τιμήν θεωρώ
να γίνω σύζυγός της θυγατρός σου, πλην δεν ειμπορώ να πράξω
ούτε το έν ούτε το άλλο, ώστε μη με βιάζης ζητών με τοιούτο
πράγμα. Αλλά και διά την θυγατέρα σου θα ευρεθή άλλος ουχί
κατώτερός μου και εμέ άφες να έχω την γυναίκα μου.» Ο μεν
Μασίστης ταύτα απεκρίθη, ο δε Ξέρξης θυμωθείς επανέλαβεν· «Ούτω
φέρεσαι, Μασίστα! Λοιπόν, ούτε την θυγατέρα μου θα σε δώσω εις
γυναίκα, ούτε θα συνοικήσης πλειότερον χρόνον μετ' εκείνης την
οποίαν έχεις, διά να μάθης να δέχεσαι τα δώρα μου.» Ο δε
Μασίστης ταύτα ακούσας εξήλθε τούτο μόνον ειπών· «Δέσποτα,
ακόμη δεν με εθανάτωσες.»

112. Εν τούτω δε τω διά μέσου χρόνω, εν τω οποίω ο Ξέρξης
συνδιελέγετο μετά του αδελφού του, η ’μηστρις καλέσασα τους
δορυφόρους του Ξέρξου ηκρωτηρίαζε την γυναίκα του Μασίστου·
κόψασα τους μαστούς της, έρριψεν αυτούς εις τους κύνας ομοίως
κόψασα την ρίνα, τα ώτα, τα χείλη και την γλώσσαν, την
απέπεμψεν ούτως ηκρωτηριασμένην.

113. Ο δε Μασίστης τίποτε εκ τούτων δεν είχεν ακούσει ακόμη·
υποπτεύων όμως ότι ήθελε τω συμβή κακόν τι, έσπευσεν εις την
οικίαν του· ιδών δε την γυναίκα του εις τοιαύτην οικτράν
κατάστασιν, αμέσως συνεβουλεύθη τους υιούς του και εκίνησε διά
τα Βάκτρα μετ' αυτών και μετά τινων άλλων επί τω σκοπώ να
επαναστατήση τον Βάκτριον νομόν και να βλάψη τον βασιλέα όσον
το δυνατόν περισσότερον· όπερ και ηδύνατο να γίνη, ως νομίζω,
εάν επρόφθανε να αναβή εις τους Βακτρίους και τους Σάκας,
καθότι ήτο ύπαρχος των Βακτρίων και  τον ηγάπων. Ο Ξέρξης όμως
μαθών τα διενεργούμενα, έπεμψε κατ' αυτού στρατόν και εφόνευσεν
αυτόν, τους υιούς του και την συνοδίαν του. Τοιούτος ο έρως του
Ξέρξου και ο θάνατος του Μασίστου.

114. Οι δε Έλληνες, ελθόντες εκ της Μυκάλης εις τον
Ελλήσποντον, πρώτον μεν καταληφθέντες υπό τρικυμίας
ηγκυροβόλησαν εις το Λεκτόν· εκείθεν δε ήλθον εις την ’βυδον,
όπου εύρον τας γεφύρας διαλελυμίας, τας οποίας ενόμιζον ότι θα
εύρωσιν ακόμη σώας και διά τούτο ήλθον εις τον Ελλήσποντον.
Τότε ο μεν Λεωτυχίδης και οι Πελοποννήσιοι απεφάσισαν να
αποπλεύσωσιν εις την Ελλάδα· ο δε Ξάνθιππος και οι Αθηναίοι,
μείναντες αυτού, να κάμωσιν απόπειραν κατά της Χερσονήσου. Και
ούτως οι μεν απέπλευσαν· οι δε διαβάντες εκ της Αβύδου εις την
Χερσόνησον, επολιόρκησαν την Σηστόν.

115. Εις ταύτην δε την Σηστόν, ήτις ήτο η ισχυροτάτη πόλις της
χώρας ταύτης, άμα ήκουσαν ότι οι Έλληνες έφθασαν εις τον
Ελλήσποντον, συνήλθον πολλοί εκ των πέριξ πόλεων, και ιδίως ο
Πέρσης Οιόβαζος εκ της Καρδίας, όπου είχε μεταφέρει το υλικόν
των γεφυρών, εφύλαττον δε την Σηστόν επιχώριοι Αιολέες, μεθ' ων
ήσαν αναμεμιγμένοι και Πέρσαι και πολλοί εκ των άλλων συμμάχων.

116. Ετυράννευε δε του νομού τούτου ο ύπαρχος του Ξέρξου
Αρταΰκτης, ανήρ μεν Πέρσης, σκληρός δε και ασεβής, όστις και
αυτόν τον βασιλέα εξηπάτησε στρατεύοντα κατά των Αθηνών, και
υπεξήρεσεν εκ της Ελαιούντος τους θησαυρούς του Πρωτεσιλάου
υιού του Υφίκλου· καθότι εις την Ελαιούντα της Χερσονήσου
υπάρχει τάφος του Πρωτεσιλάου, και περί τον τάφον τέμενος, όπου
ήσαν πολλά αντικείμενα πολύτιμα, φιάλαι χρυσαί και αργυραί, και
χαλκός, και εσθήτες και άλλα διάφορα αναθήματα τα οποία
εσύλησεν ο Αρταΰκτης με την άδειαν του βασιλέως. Ηπάτησε δε τον
βασιλέα λέγων τοιαύτα· «Δέσποτα, είναι εδώ οίκος Έλληνός τινος,
όστις στρατεύσας κατά της χώρας ήτις σοι ανήκει, ετιμωρήθη
δικαίως και απέθανε. Τούτου τον οίκον δος μοι, διά να μάθη και
πας τις άλλος να μη στρατεύη κατά της ιδικής σου γης.» Ταύτα
λέγων ευκόλως έμελλε να πείση τον Ξέρξην να τω δώση τον οίκον
ενός ανθρώπου, καθότι ο βασιλεύς ποτέ δεν ηδύνατο να υποπτεύση
τον υποκεκρυμμένον σκοπόν. Έλεγε δε ο Αρταΰκτης ότι ο
Πρωτεσίλαος εστράτευσε κατά της γης του βασιλέως, εννοών, κατά
την δόξαν των Περσών, ότι όλη η Ασία ανήκει εις αυτούς και εις
τον κατά καιρόν βασιλεύοντα. Αφού λοιπόν τω εδόθησαν οι
θησαυροί, μετέφερεν αυτούς εκ της Ελαιούντος εις τον Σηστόν,
έσπειρε δε και ενέμετο το τέμενος, και οσάκις ήρχετο εις την
Ελαιούντα, ηνούτο με γυναίκας εντός του αδύτου. Ο άνθρωπος
ούτος επολιορκήθη τότε από τους Αθηναίους χωρίς να ήναι
προητοιμασμένος εις πολιορκίαν, ούτε προσμένων τους Έλληνας,
οίτινες επέπεσον κατ' αυτού απροσδοκήτως.

117. Επειδή δε έφθασε το φθινόπωρον και αυτοί ακόμη
επολιορκούντο, αγανακτούντες οι Αθηναίοι διά την τοσούτον
μακροχρόνιον εκ της πατρίδος των αποδημίαν και μη δυνάμενοι να
κυριεύσωσι το τείχος, εζήτησαν από τους στρατηγούς να τους
επαναφέρωσιν οπίσω. Αλλ' οι στρατηγοί είπον ότι δεν
επιστρέφουσι πριν ή την Σηστόν κυριεύσωσιν ή το κοινόν των
Αθηναίων τους ανακαλέση. Ούτω λοιπόν υπέμενον τους παρόντας
κόπους.

118. Οι δε πολιορκούμενοι εις το τείχος είχον περιέλθει εις
τοιαύτας στερήσεις ώστε έβραζον τα λωρία των κλινών και τα
έτρωγον. Ότε όμως εξήντλησαν και την τελευταίαν ταύτην τροφήν,
τότε ωφεληθέντες εκ του σκότους της νυκτός οι Πέρσαι, ο
Αρταΰκης και ο Οιόβαζος, κατέβησαν εκ του όπισθεν μέρους του
τείχους και έφυγον. ’μα δε εφάνη η ημέρα, οι Χερσονησίται
ανήγγειλαν από τους πύργους εις τους Αθηναίους το γεγονός και
ήνοιξαν τας πύλας. Τότε οι μεν περισσότεροι των Αθηναίων
ώρμησαν προς καταδίωξιν των βαρβάρων, οι δε άλλοι έλαβον την
πόλιν υπό την κατοχήν των.

119. Τον δε Οιόβαζον, όστις φυγών ήλθεν εις την Θράκην,
συλλαβόντες οι Αψίνθιοι Θράκες, εθυσίασαν κατά τον ιδικόν των
τρόπον εις τον επιχώριον θεόν Πλείστωρον· τους δε μετ' αυτού
εφόνευσαν κατ' άλλον τρόπον. Ο δε Αρταΰκτης και οι μετ' αυτού
εξελθόντες τελευταίοι διά να φύγωσι, καταληφθέντες υπό των
Αθηναίων ολίγον υπεράνω των Αιγός Ποταμών και αντισταθέντες επί
αρκετήν ώραν άλλοι μεν εφονεύθησαν, άλλοι δε συνελήφθησαν
ζώντες. Δέσαντες αυτούς οι Έλληνες έφερον εις την Σηστόν, μετ'
αυτών δε και τον Αρταΰκτην δεδεμένον, αυτόν και τον υιόν του.

120. Λέγουσι δε οι Χερσονησίται ότι ενώ είς των φυλάκων έψηνεν
ιχθύας ταριχευτούς, εγένετο το εξής θαύμα. Οι επί του πυρός
ιχθύες επήδων και ήσπαιρον ως ιχθύες νεωστί αλιευθέντες. Και οι
μεν φύλακες συναθροισθέντες εθαύμαζον, ο δε Αρταΰκτης ως είδε
το θαύμα εκάλεσε τον φύλακα και τω είπεν· «Ω ξένε Αθηναίε μη
φοβείσαι ποσώς το θαύμα τούτο, καθότι δεν εφάνη διά σε αλλά
δείκνυε εις εμέ ότι ο εις την Ελαιούντα Πρωτεσίλαος, και νεκρός
και τεταριχευμένος ων, έχει την δύναμιν από τους θεούς να
τιμωρή εκείνον όστις τον ηδίκησε. Τώρα λοιπόν θέλω να εξαγοράσω
την αδικίαν την οποίαν έπραξα και δίδω εκατόν μεν τάλαντα εις
τον θεόν δι' όσα έλαβον εκ του τεμένους του, διακόσια δε
τάλαντα εις τους Αθηναίους προς εξαγόρασιν της ζωή, εμού και
του υιού μου, εάν θελήσωσι να μοι χαρίσωσι την ζωήν». Ταύτα
υποσχόμενος δεν έπειθε τον στρατηγόν Ξάνθιππον· καθότι οι
Ελαιούντιοι, εκδικούντες τον Πρωτεσίλαον εζήτουν να φονευθή ο
Αρταΰκτης· προσέτι δε και αυτού του στρατηγού η γνώμη έκλινεν
εις τούτο: Όθεν απαγαγόντες αυτόν εις την ακτήν όπου ο Ξέρξης
έζευξε τον πόρον, κατ' άλλους δε εις τον λόφον τον υπέρ την
πόλιν Μάδυτον, τον εκάρφωσαν εις σανίδα και τον ανεκρέμασαν,
τον δε υιόν ελιθοβόλησαν προ των οφθαλμών του Αρταΰκτου.

121. Ταύτα πράξαντες απέπλευσαν εις την Ελλάδα φέροντες μετά
των άλλων θησαυρών και τα υλικά των γεφυρών, διά να αφιερώσωσιν
αυτά εις διαφόρους ναούς. Και κατά το έτος τούτο ουδέν πλέον
τούτων εγένετο.

122. Τούτου δε του ανακρεμασθέντος Αρταΰκτου ο προπάτωρ
Αρτεμβάρης είπεν εις τους Πέρσας λόγον τον οποίον ούτοι
δεχθέντες ανέφερον εις τον Κύρον· ήτο δε ο λόγος τοιούτος·
«Επειδή ο Ζευς δίδει την ηγεμονίαν εις τους Πέρσας, και εκ των
Περσών εις σε, ω Κύρε, ήτις κατέστρεψες τον Αστυάγη, και
επειδή, ημείς έχομεν γην ολίγην και τραχείαν, ας αφήσωμεν αυτήν
και ας αποκατασταθώμεν εις άλλην καλλιτέραν. Υπάρχουσι πολλαί
και καλαί γαίαι πλησίον μας, πολλαί δε και απωτέρω· μίαν εκ
τούτων εάν λάβωμεν, θα μας θαυμάζωσι περισσότερον, ως αρμόζει
εις εκείνους οίτινες είναι άξιοι να άρχωσι. Πότε άλλοτε θα
εύρωμεν καλλιτέραν ευκαιρίαν ή τώρα ότε άρχομεν πολλών ανθρώπων
και όλης της Ασίας;» Ο δε Κύρος ακούσας, μολονότι δεν ενέκρινε
τον λόγον, τοις επέτρεψεν όμως να πράξωσιν ό,τι ήθελον και τοις
προείπεν ενταυτώ να ετοιμασθώσιν όχι να άρχωσι πλέον, αλλά να
άρχωνται· καθότι εκ των μαλακών χωρών συνήθεις γίνονται άνδρες
μαλακοί, και δεν είναι ίδιον μιας και της αυτής γης να δίδη
καρπούς θαυμαστούς και άνδρας φιλοπολέμους. Εννοήσαντες τούτο
οι Πέρσαι εμακρύνθησαν πεισθέντες υπό του Κύρου· επροτίμησαν δε
μάλλον έχοντες άγονον γην να άρχωσιν, ή σπείροντες πεδιάδα να
δουλεύωσιν άλλους.



Τ Ε Λ Ο Σ

1) Τω 1132 π. Χ.

2) Η ισότης εν τη αγορά ή η ελευθερία της συζητήσεως.

3) Τα αγάλματα των επί του Αιακού καταγομένων ηρώων.

4) Της Δήμητρος και της Περσεφόνης.

5) Βιβλίον Ι' § 50.

6) Κατά τον μύθον ήτο υιός του Διός και της αγάμου Δανάης.

7) Ο Ηρακλής ήτο μεν υιός του Διός και της Αλκμήνης, αλλ' η
Αλκμήνη είχεν άνδρα τον Αφιτρύωνα.

8) Οι Αιγύπτιοι ιερείς οι μνημονευόμενοι παρά του Ηροδότου εις
Βιβλ Β' § 91.

9) Σπαρτιάται επιφορτισμένοι να φιλοξενώσι τους πρέσβεις των
πόλεων.

10) Του εφεστίου Διός του οποίου βωμός ήτο εστημένος εις την
αυλήν πάσης μεγάλης οικίας.

11) Εννοείται ότι ενταύθα επρόκειτο περί σεληνιακών μηνών, δέκα
δε σεληνιακοί μήνες αντιστοιχούσι με εννέα τριακονθημέρους και
τινας ημέρας.

12) Τον ψευδή όρκον

13) Ο Απόλλων και η ’ρτεμις.

14) Τω 485 π. Χ.

15) Δεν είναι αληθές τούτο, καθότι τω 480 δεν εγένετο έκλειψις
ηλίου κατά το έαρ αλλά κατά τον οκτώβριον.

16) Ίδε βιβλίον Γ. § 106.

17) Το όνομα τούτο δεν υπάρχει εν τω κειμένω, αλλά προκύπτει εκ
της § 23 του βιβλίου Α.

18) Ίδε § 91.

19) Σαρίκια.

20) Βιβλ. Α § 171.

21) Κατά το δεύτερον έτος του Πελοποννησιακού πολέμου, 430 π.
Χ.

22) Οι έχοντες δηλαδή μοίραν γης. Κατήγοντο ούτοι από τους εκ
Κορίνθου Δωριείς κατακτητάς και είχον ως δούλους τους αρχαίους
κυρίους τους οποίους εκάλουν ειρωνικώς Κυλλυρίους ή Καλικυρίους
(καλούς κυρίους).

23) Ο Μινεσθεύς.

24) Ή δεν ετήρησε την υπόσχεσίν του ο Ηρόδοτος, ή το μέρος
τούτο του έργου του απώλετο.

25) Ερμηνευτού των αυτοσχεδίων στίχων της Πυθίας.

26) Ήτοι 108,200 άνδρες.

27) Η μάχη των Πλαταιών εγένετο τον ιούλιον ή τον αύγουστον του
479 έτους π. Χ. έν έτος περίπου μετά την εν Θερμοπύλαις μάχην.

28) Νέοι εικοσαετείς οίτινες παρετάσσοντο προ των άλλων
συστρατιωτών των.

29) Οδηγός στρατού.

30) Δήμητρος και Περσεφόνης.

31) Σύνθημα φανταστικόν λεγόμενον διά να κάμη τους Πέρσας να
πιστεύσωσιν ότι υπήρχον τωόντι συνεννοήσεις μεταξύ Ελλήνων και
Ιώνων.


				

Κείμενα

Hellenica World - Scientific Library