ART

 

.

Άσπρη σαν το χιόνι

Συγγραφέας: Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Δεν ενθυμούμαι πλέον πώς μου το έλεγε η αείμνηστος η κυρούλα μου το ωραίον εκείνο παραμύθι. επρόκειτο δι ένα βασιλόπουλο, οπού δεν έστεργε ποτέ να πανδρευθή, ανίσως δεν εύρισκε μίαν βασιλοπούλα, την όμορφη του κόσμου, όπου να είναι άσπρη σαν το χιόνι, και κόκκινη σαν το αίμα. Και ύστερα νομίζω, το βασιλόπουλο επήγε να λαφοκυνηγήση εις τέτοιον καιρόν, τον οποίον έχομεν αυτήν την εβδομάδα, ακόμη και εις τας Αθήνας. Κι έρριξε μίαν τουφεκιάν επάνω στους χιονισμένους κάμπους και στα λιβάδια και στα πλάγια των βουνών κι εμάτιασε μίαν έλαφον. και το αίμα της ελάφου εχύθη επάνω στα χιόνια, κι εκεί, δεν ηξεύρω πώς, εγεννήθη μία βασιλοπούλα, κι εμεγάλωσε και ήταν άσπρη σαν το χιόνι και κόκκινη σαν το αίμα. Και το βασιλόπουλο ηύρε την νύμφην των ονείρων του, πλασμένην από χιόνι, όπως ο Πυγμαλίων την ηύρε από μάρμαρον. Όλοι αυτοί υπήρξαν ευτυχείς εναντίον προς τον στίχον του Ιταλού Ποιητού, και συμφωνότεροι προς τον ορισμόν του αρχαίου φιλοσόφου. ευτυχείς, διότι δεν υπήρξαν. Αλλ' έκαμον και άλλους προς καιρόν ευτυχείς. τόσα παιδιά που άκουσαν τας διηγήσεις των προμητόρων. Ενθυμήσθε τον στίχον του Σολωμού.

Ποια είναι κείνη πού κατεβαίνει ασπροντημένη απ' το βουνό.

Η χιών και το γάλα είναι αι δύο προχειρότεραι κοινοτοπίαι δια την λευκότητα νεαρός γυναικός. Μίαν φοράν έτυχε ν' αυτοσχεδιάσω εν δίστιχον, προς έπαινον μιας λευκής και λευκοφορεμένης. Μαζύ με ένα αγαπημένον, ευγενή φίλον μου, τον Γιαννάκην του κατετάν-Αργυρού, εβαδίζομεν εις του Αχειλά το ποτάμι, τον κατήφορον, το ρέμμα-ρέμμα. Παρά την βρύσιν, επέζευσεν εκείνος, εγώ επέμεινα πεζός να βαδίζω. Τότε μ' εβίασε φιλικώς να λάβω ονάριον, το οποίον εσταμάτησεν εις τον δρόμον. Ήτο μεγαλόσωμον, με κοκκινωπόν σποδοβάϊον τρίχωμα, όλως ασυνήθους χρώματος, το οποίον εγώ, με το ανακάτωμα αθηναϊκών αναμνήσεων, ωνόμασα κοκκινέλι. Παρά την βρύσιν μας έφερεν ο ψυχογιός του Γιαννάκη, ο αγωγιάτης καλάθιον με αχλάδια, αγγούρια και πράγματα. έβαλεν εις την πηγήν, δια να κρυολογήση, το παγούρι με το ρακί. παγούρι φυσικόν, από ποδάρι τεραστίας καβούρας, το οποίον ονομάζομεν, δεν ηξεύρω διατί, τον Καβουροπόλεως. Ελέγαμεν π.χ. φέρε τον Καβουροπόλεως, μας ήλθεν ο Καβουροπόλεως; και τα τοιαύτα. Αλλ' ιδού, ενθυμούμαι. Εις νεαρός μοναχός, αγαπών να αστεΐζεται, γενομένου ποτέ λόγου περί μητροπολιτών διαφόρων παροικιών, ληγουσών εις πόλεως, όταν έτυχε τότε να παρουσιασθή εις την μέσην και το παγούρι αυτό τούτο, ανέκραξεν αίφνης! — Να και ο Καβουροπόλεως! Εκεί λοιπόν, όταν το παγούρι αυτό έφερε τους συνήθεις γύρους, ανεκαλέσαμεν, με πάντα σεβασμόν, τα λόγια του προφήτου Ήλιού, εκ της Βασιλειών Γ΄, κι ελέγαμεν «Δευτερώσητε, και εδευτέρωσαν. τρισσεύσητε, και ετρίσσευσαν». Οπου ο καπετάν Γιαννάκης, μεγάλως φαιδρυνθείς, όταν ήκουσε τα εδάφια αυτά της Γραφής, αφελώς έλεγεν, αποτεινόμενος προς κληρικόν φίλον μας. — Τι δευτέρωσες, παπά; Του Γιαννάκη βεβαίως θα επήγαινεν ο νους του εις το δευτέρωμα των αμπέλων, το καλούμενον και δισκάφισμα.

Τέλος, ίππευσα κι εγώ εις το Κοκκινέλι, τον Πήγασόν μου, και ηρχίσαμε ν' ανερχώμεθα το βουνό. Επηγαίναμεν εις ένα πανηγύρι του Προδρόμου, της 24 Ιουνίου. Εκεί συνηντήσαμε την λαμπράν παρέαν του καπετάν-Κωνσταντή του Μυτιληνιού, όλην έφιππον. Αυτός, η συμβία του, τα 4 παιδιά του και δύο παραγυιοί του. Η καπετάνισσα, ωραία, τριακοντούτις γυνή, με λαμπράν περιβολή, και κόκκινα μεταξωτά υποκάμισσα, ίππευε μεγαλοπρεπώς επί ευρώστου ημιόνου. Ξαναμμένος, καθώς ήμουν εγώ, οχούμενος επάνω εις το Κοκκινέλι, μου ήλθε να είπω εις τον καπετάν Κωνσταντήν. — Μου δίνεις την άδειαν να πω ένα τραγούδι της κυρίας; — Ευχαρίστως. Και τότε απήγγειλα.

Ασπροκολοβούσα μου και άσπρη σαν το γάλα σένα σου πρέπει λεβεντιά, σου πρέπει και καβάλα.


Σημειώσατε, ότι η πρώτη λέξις του διστίχου άνευ δυσφημίας σημαίνει, εκεί εις τας νήσους, την φέρουσαν λευκόν κολόβιον, ή φουστάνι άνευ χειρίδων.

Και όλα μεν αυτά καλά ήσαν τότε, αλλά τώρα, όταν εγήρασέ τις, ούτε άσπρη σαν το χιόνι, ούτε κόκκινη σαν αίμα, τίποτε πλέον απ' όλα αυτά δεν βλέπει τις. αλλά καταντά να γίνεται αυτός: κρύος σαν το χιόνι... και να πάσχη αναιμίαν.

Κείμενα

Hellenica World - Scientific Library