ART

 

Γεγονότα, Hμερολόγιο


ζαρώνω
Ελληνικά
Ετυμολογία

ζαρώνω < μεσαιωνική ελληνική ζαρώνω (μικραίνω, πτυχώνομαι, τσαλακώνομαι) < οζαρώνω < ίσως από αρχαία ελληνική ὄζος (μεταξύ άλλων και το μάτι του φυτού), αλλά αβέβαιο

Ρήμα

ζαρώνω

(αμετάβατο) κάνω ζάρες

το πρόσωπό της ζάρωσε με τα χρόνια

(μεταβατικό) δημιουργώ ζάρες

μη μου ζαρώνεις τα μούτρα σου! (μη μορφάζεις)

μαζεύομαι, κουλουριάζομαι

είχε ζαρώσει σε μια γωνιά κι έτρεμε ακόμα από το φόβο της

ρυτιδιάζω αφυδατωμένος (ή αφυγραμένος[1])

τα πορτοκάλια ζάρωσαν τόσες μέρες αφάγωτα

παύει η στύση του πέους μου, μου πέφτει, ξεκαυλώνω ή απλά κρυώνει το μόριό μου

ζάρωσα μόλις μου είπε ότι δεν είχε ξυριστεί

Κλίση
Ενεργητική φωνή

Εξακολουθητικοί χρόνοι
πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. ζαρώνω ζάρωνα θα ζαρώνω να ζαρώνω ζαρώνοντας
β' ενικ. ζαρώνεις ζάρωνες θα ζαρώνεις να ζαρώνεις ζάρωνε
γ' ενικ. ζαρώνει ζάρωνε θα ζαρώνει να ζαρώνει
α' πληθ. ζαρώνουμε ζαρώναμε θα ζαρώνουμε να ζαρώνουμε
β' πληθ. ζαρώνετε ζαρώνατε θα ζαρώνετε να ζαρώνετε ζαρώνετε
γ' πληθ. ζαρώνουν(ε) ζάρωναν
ζαρώναν(ε)
θα ζαρώνουν(ε) να ζαρώνουν(ε)
Συνοπτικοί χρόνοι
πρόσωπα Αόριστος Συνοπτ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Απαρέμφατο
α' ενικ. ζάρωσα θα ζαρώσω να ζαρώσω ζαρώσει
β' ενικ. ζάρωσες θα ζαρώσεις να ζαρώσεις ζάρωσε
γ' ενικ. ζάρωσε θα ζαρώσει να ζαρώσει
α' πληθ. ζαρώσαμε θα ζαρώσουμε να ζαρώσουμε
β' πληθ. ζαρώσατε θα ζαρώσετε να ζαρώσετε ζαρώστε
γ' πληθ. ζάρωσαν
ζαρώσαν(ε)
θα ζαρώσουν(ε) να ζαρώσουν(ε)
Συντελεσμένοι χρόνοι
πρόσωπα Παρακείμενος Υπερσυντέλικος Συντελ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική
α' ενικ. έχω ζαρώσει είχα ζαρώσει θα έχω ζαρώσει να έχω ζαρώσει
β' ενικ. έχεις ζαρώσει είχες ζαρώσει θα έχεις ζαρώσει να έχεις ζαρώσει
γ' ενικ. έχει ζαρώσει είχε ζαρώσει θα έχει ζαρώσει να έχει ζαρώσει
α' πληθ. έχουμε ζαρώσει είχαμε ζαρώσει θα έχουμε ζαρώσει να έχουμε ζαρώσει
β' πληθ. έχετε ζαρώσει είχατε ζαρώσει θα έχετε ζαρώσει να έχετε ζαρώσει
γ' πληθ. έχουν ζαρώσει είχαν ζαρώσει θα έχουν ζαρώσει να έχουν ζαρώσει



Συγγενικές λέξεις

ζάρωμα
ζαρωματιά
ζαρωμένος

Μεταφράσεις
ζαρώνω

αγγλικά : shrivel (en)
γαλλικά : froncer (fr), plisser (fr), se recroqueviller (fr)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License