ART

 

Γεγονότα, Hμερολόγιο


υστερόχρονος

Ελληνικά

πτώση ενικός
ονομαστική υστερόχρονος υστερόχρονη υστερόχρονο
γενική υστερόχρονου υστερόχρονης υστερόχρονου
αιτιατική υστερόχρονο υστερόχρονη υστερόχρονο
κλητική υστερόχρονε υστερόχρονη υστερόχρονο
πτώση πληθυντικός
ονομαστική υστερόχρονοι υστερόχρονες υστερόχρονα
γενική υστερόχρονων υστερόχρονων υστερόχρονων
αιτιατική υστερόχρονους υστερόχρονες υστερόχρονα
κλητική υστερόχρονοι υστερόχρονες υστερόχρονα

Ετυμολογία

υστερόχρονος < ελληνιστική κοινή ὑστερόχρονος

Επίθετο

υστερόχρονος, -η, -ο

που εμφανίζεται ή γίνεται ύστερα από κάτι άλλο, σε μεταγενέστερο χρόνο
(ουσιαστικοποιημένο) υστερόχρονο

Αντώνυμα

προτερόχρονος

Συγγενικές λέξεις

→ δείτε τις λέξεις ύστερος, ύστερα και χρόνος

Μεταφράσεις
υστερόχρονος

ελληνιστική κοινή : ὑστερόχρονος
αγγλικά : later (en)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License