ART

 

Γεγονότα, Hμερολόγιο


ξυλίζω

Ελληνικά
Ετυμολογία

ξυλίζω < ξύλο

Ρήμα

ξυλίζω

δέρνω, χτυπώ κάποιον (με ή χωρίς ξύλο

Δείτε επίσης

ξυλιάζω

Κλίση
Ενεργητική φωνή

Εξακολουθητικοί χρόνοι
πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. ξυλίζω ξύλιζα θα ξυλίζω να ξυλίζω ξυλίζοντας
β' ενικ. ξυλίζεις ξύλιζες θα ξυλίζεις να ξυλίζεις ξύλιζε
γ' ενικ. ξυλίζει ξύλιζε θα ξυλίζει να ξυλίζει
α' πληθ. ξυλίζουμε ξυλίζαμε θα ξυλίζουμε να ξυλίζουμε
β' πληθ. ξυλίζετε ξυλίζατε θα ξυλίζετε να ξυλίζετε ξυλίζετε
γ' πληθ. ξυλίζουν(ε) ξύλιζαν
ξυλίζαν(ε)
θα ξυλίζουν(ε) να ξυλίζουν(ε)
Συνοπτικοί χρόνοι
πρόσωπα Αόριστος Συνοπτ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Απαρέμφατο
α' ενικ. ξύλισα θα ξυλίσω να ξυλίσω ξυλίσει
β' ενικ. ξύλισες θα ξυλίσεις να ξυλίσεις ξύλισε
γ' ενικ. ξύλισε θα ξυλίσει να ξυλίσει
α' πληθ. ξυλίσαμε θα ξυλίσουμε να ξυλίσουμε
β' πληθ. ξυλίσατε θα ξυλίσετε να ξυλίσετε ξυλίστε
γ' πληθ. ξύλισαν
ξυλίσαν(ε)
θα ξυλίσουν(ε) να ξυλίσουν(ε)
Συντελεσμένοι χρόνοι
πρόσωπα Παρακείμενος Υπερσυντέλικος Συντελ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική
α' ενικ. έχω ξυλίσει είχα ξυλίσει θα έχω ξυλίσει να έχω ξυλίσει
β' ενικ. έχεις ξυλίσει είχες ξυλίσει θα έχεις ξυλίσει να έχεις ξυλίσει
γ' ενικ. έχει ξυλίσει είχε ξυλίσει θα έχει ξυλίσει να έχει ξυλίσει
α' πληθ. έχουμε ξυλίσει είχαμε ξυλίσει θα έχουμε ξυλίσει να έχουμε ξυλίσει
β' πληθ. έχετε ξυλίσει είχατε ξυλίσει θα έχετε ξυλίσει να έχετε ξυλίσει
γ' πληθ. έχουν ξυλίσει είχαν ξυλίσει θα έχουν ξυλίσει να έχουν ξυλίσει



Μεταφράσεις
ξυλίζω

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License