ART

 

Γεγονότα, Hμερολόγιο


ξινίζω

Ελληνικά

Ετυμολογία

ξινίζω < ξινός + -ίζω

Ρήμα

ξινίζω, παθ. μτχ.: ξινισμένος

(για τρόφιμο ή ποτό, στο τρίτο πρόσωπο) έχει ξινή γεύση ή έχει χαλάσει, έχει αλλοιωθεί

Ξύνισε το γάλα

(μεταβατικό) κάνω τη γεύση ξινή
(κατ' επέκταση) (μεταφορικά) δυσαρεστούμαι και το δείχνω, δεν κρύβω την δυσαρέσκειά μου, εκφράζεται στο πρόσωπο ή στη συμπεριφορά μου, γίνομαι με τη σειρά μου δυσάρεστος

≈ συνώνυμα: στραβομουτσουνιάζω
Του ζήτησα δυο μέρες άδεια από τις 15 που δικαιούμαι και ξίνισε ο γρουσούζης

Συγγενικές λέξεις

→ δείτε τη λέξη ξινός

Εκφράσεις

ο ένας της μυρίζει / βρομάει κι ο άλλος της ξυνίζει: είναι ιδιότροπη ή ανικανοποίητη

Κλίση
Ενεργητική φωνή

Εξακολουθητικοί χρόνοι
πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. ξινίζω ξίνιζα θα ξινίζω να ξινίζω ξινίζοντας
β' ενικ. ξινίζεις ξίνιζες θα ξινίζεις να ξινίζεις ξίνιζε
γ' ενικ. ξινίζει ξίνιζε θα ξινίζει να ξινίζει
α' πληθ. ξινίζουμε ξινίζαμε θα ξινίζουμε να ξινίζουμε
β' πληθ. ξινίζετε ξινίζατε θα ξινίζετε να ξινίζετε ξινίζετε
γ' πληθ. ξινίζουν(ε) ξίνιζαν
ξινίζαν(ε)
θα ξινίζουν(ε) να ξινίζουν(ε)
Συνοπτικοί χρόνοι
πρόσωπα Αόριστος Συνοπτ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Απαρέμφατο
α' ενικ. ξίνισα θα ξινίσω να ξινίσω ξινίσει
β' ενικ. ξίνισες θα ξινίσεις να ξινίσεις ξίνισε
γ' ενικ. ξίνισε θα ξινίσει να ξινίσει
α' πληθ. ξινίσαμε θα ξινίσουμε να ξινίσουμε
β' πληθ. ξινίσατε θα ξινίσετε να ξινίσετε ξινίστε
γ' πληθ. ξίνισαν
ξινίσαν(ε)
θα ξινίσουν(ε) να ξινίσουν(ε)
Συντελεσμένοι χρόνοι
πρόσωπα Παρακείμενος Υπερσυντέλικος Συντελ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική
α' ενικ. έχω ξινίσει είχα ξινίσει θα έχω ξινίσει να έχω ξινίσει
β' ενικ. έχεις ξινίσει είχες ξινίσει θα έχεις ξινίσει να έχεις ξινίσει
γ' ενικ. έχει ξινίσει είχε ξινίσει θα έχει ξινίσει να έχει ξινίσει
α' πληθ. έχουμε ξινίσει είχαμε ξινίσει θα έχουμε ξινίσει να έχουμε ξινίσει
β' πληθ. έχετε ξινίσει είχατε ξινίσει θα έχετε ξινίσει να έχετε ξινίσει
γ' πληθ. έχουν ξινίσει είχαν ξινίσει θα έχουν ξινίσει να έχουν ξινίσει



Μεταφράσεις
μεταβατικό

αγγλικά : acidify (en)
γαλλικά : aigrir (fr), surir (fr), tourner (fr) (για το γάλα)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License