ART

 

Γεγονότα, Hμερολόγιο


ξεβγάζω

Ελληνικά
Ετυμολογία

ξεβγάζω < μεσαιωνική ελληνική ξεβγάνω και ξεβγάλλω < ξε και βγάλλω < από τον αόριστο ή άλλο τύπο του (αρχαία ελληνική ) ἐκβάλλω

Ρήμα

ξεβγάζω

συνοδεύω κάποιον έξω από (ένα σπίτι, κλπ)

≈ συνώνυμα: κατευοδώνω, ξεπροβοδίζω

ξεπλένω για να φύγουν τα σαπούνια από κάτι που σαπούνισα
διαφθείρω

Συγγενικές λέξεις

ξέβγαλμα και (ιδιωματικό) ξέβγασμα


Μεταφράσεις
ξεπροβοδίζω

αγγλικά : see off (en)

ξεπλένω

αγγλικά : rinse (en), wash (en), wash out (en), wash lightly (en), clean (en), cleanse (en), bathe (en), dip (en), drench (en), splash (en), hose down (en), swill (en), sluice (en)· flush away (en), flush out (en), wash off (en)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License