ART

 

Γεγονότα, Hμερολόγιο


ξεβασκαίνω

Ελληνικά
Ετυμολογία

ξεβασκαίνω < ξε + βασκαίνω < βασκάνω

Ρήμα

ξεβασκαίνω

απομακρύνω τη βασκανία, ξεματιάζω

Κλίση
Ενεργητική φωνή

Εξακολουθητικοί χρόνοι
πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. ξεβασκαίνω ξεβάσκαινα θα ξεβασκαίνω να ξεβασκαίνω ξεβασκαίνοντας
β' ενικ. ξεβασκαίνεις ξεβάσκαινες θα ξεβασκαίνεις να ξεβασκαίνεις ξεβάσκαινε
γ' ενικ. ξεβασκαίνει ξεβάσκαινε θα ξεβασκαίνει να ξεβασκαίνει
α' πληθ. ξεβασκαίνουμε ξεβασκαίναμε θα ξεβασκαίνουμε να ξεβασκαίνουμε
β' πληθ. ξεβασκαίνετε ξεβασκαίνατε θα ξεβασκαίνετε να ξεβασκαίνετε ξεβασκαίνετε
γ' πληθ. ξεβασκαίνουν(ε) ξεβάσκαιναν
ξεβασκαίναν(ε)
θα ξεβασκαίνουν(ε) να ξεβασκαίνουν(ε)
Συνοπτικοί χρόνοι
πρόσωπα Αόριστος Συνοπτ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Απαρέμφατο
α' ενικ. ξεβάσκανα θα ξεβασκάνω να ξεβασκάνω ξεβασκάνει
β' ενικ. ξεβάσκανες θα ξεβασκάνεις να ξεβασκάνεις ξεβάσκανε
γ' ενικ. ξεβάσκανε θα ξεβασκάνει να ξεβασκάνει
α' πληθ. ξεβασκάναμε θα ξεβασκάνουμε να ξεβασκάνουμε
β' πληθ. ξεβασκάνατε θα ξεβασκάνετε να ξεβασκάνετε ξεβασκάνετε
γ' πληθ. ξεβάσκαναν
ξεβασκάναν(ε)
θα ξεβασκάνουν(ε) να ξεβασκάνουν(ε)
Συντελεσμένοι χρόνοι
πρόσωπα Παρακείμενος Υπερσυντέλικος Συντελ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική
α' ενικ. έχω ξεβασκάνει είχα ξεβασκάνει θα έχω ξεβασκάνει να έχω ξεβασκάνει
β' ενικ. έχεις ξεβασκάνει είχες ξεβασκάνει θα έχεις ξεβασκάνει να έχεις ξεβασκάνει
γ' ενικ. έχει ξεβασκάνει είχε ξεβασκάνει θα έχει ξεβασκάνει να έχει ξεβασκάνει
α' πληθ. έχουμε ξεβασκάνει είχαμε ξεβασκάνει θα έχουμε ξεβασκάνει να έχουμε ξεβασκάνει
β' πληθ. έχετε ξεβασκάνει είχατε ξεβασκάνει θα έχετε ξεβασκάνει να έχετε ξεβασκάνει
γ' πληθ. έχουν ξεβασκάνει είχαν ξεβασκάνει θα έχουν ξεβασκάνει να έχουν ξεβασκάνει



Μεταφράσεις
ξεβασκαίνω

→ δείτε τη λέξη ξεματιάζω

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License