ART

 

Γεγονότα, Hμερολόγιο


ξελεπίζω

Ελληνικά

Ετυμολογία

ξελεπίζω < αρχαία ελληνική ἐκλεπίζω

Ρήμα

ξελεπίζω

βγάζω τα λέπια ενός ψαριού

Συνώνυμα

απολεπίζω
ξελεπιάζω

Κλίση
Ενεργητική φωνή

Εξακολουθητικοί χρόνοι
πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. ξελεπίζω ξελέπιζα θα ξελεπίζω να ξελεπίζω ξελεπίζοντας
β' ενικ. ξελεπίζεις ξελέπιζες θα ξελεπίζεις να ξελεπίζεις ξελέπιζε
γ' ενικ. ξελεπίζει ξελέπιζε θα ξελεπίζει να ξελεπίζει
α' πληθ. ξελεπίζουμε ξελεπίζαμε θα ξελεπίζουμε να ξελεπίζουμε
β' πληθ. ξελεπίζετε ξελεπίζατε θα ξελεπίζετε να ξελεπίζετε ξελεπίζετε
γ' πληθ. ξελεπίζουν(ε) ξελέπιζαν
ξελεπίζαν(ε)
θα ξελεπίζουν(ε) να ξελεπίζουν(ε)
Συνοπτικοί χρόνοι
πρόσωπα Αόριστος Συνοπτ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Απαρέμφατο
α' ενικ. ξελέπισα θα ξελεπίσω να ξελεπίσω ξελεπίσει
β' ενικ. ξελέπισες θα ξελεπίσεις να ξελεπίσεις ξελέπισε
γ' ενικ. ξελέπισε θα ξελεπίσει να ξελεπίσει
α' πληθ. ξελεπίσαμε θα ξελεπίσουμε να ξελεπίσουμε
β' πληθ. ξελεπίσατε θα ξελεπίσετε να ξελεπίσετε ξελεπίστε
γ' πληθ. ξελέπισαν
ξελεπίσαν(ε)
θα ξελεπίσουν(ε) να ξελεπίσουν(ε)
Συντελεσμένοι χρόνοι
πρόσωπα Παρακείμενος Υπερσυντέλικος Συντελ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική
α' ενικ. έχω ξελεπίσει είχα ξελεπίσει θα έχω ξελεπίσει να έχω ξελεπίσει
β' ενικ. έχεις ξελεπίσει είχες ξελεπίσει θα έχεις ξελεπίσει να έχεις ξελεπίσει
γ' ενικ. έχει ξελεπίσει είχε ξελεπίσει θα έχει ξελεπίσει να έχει ξελεπίσει
α' πληθ. έχουμε ξελεπίσει είχαμε ξελεπίσει θα έχουμε ξελεπίσει να έχουμε ξελεπίσει
β' πληθ. έχετε ξελεπίσει είχατε ξελεπίσει θα έχετε ξελεπίσει να έχετε ξελεπίσει
γ' πληθ. έχουν ξελεπίσει είχαν ξελεπίσει θα έχουν ξελεπίσει να έχουν ξελεπίσει



Μεταφράσεις
ξελεπίζω

→ δείτε τη λέξη απολεπίζω

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License