ART

 

Γεγονότα, Hμερολόγιο


ξεκουτιάρης

Ελληνικά

Ετυμολογία

ξεκουτιάρης < ξεκουτιαίνω

Επίθετο

ξεκουτιάρης και ξεκουτιάρα το θηλυκό , ξεκουτιάρικο το ουδέτερο

(μειωτικό) το άτομο τρίτης ηλικίας που παρουσιάζει άνοια ή έκπτωση των διανοητιών λειτουργιών του

Μεταφράσεις
ξεκουτιάρης

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License