ART

 

Γεγονότα, Hμερολόγιο


ξαρραβωνιάζω

Ελληνικά

Ετυμολογία

ξαρραβωνιάζω < ξε + αρραβωνιάζω

Ρήμα

ξαρραβωνιάζω (& ξαρραβωνιάζομαι)

λύνω τη δέσμευση του αρραβώνα, της μνηστείας

Τους ξαρραβώνιασε ο πατέρας της

(μεταφορικά και παρωχημένο) διαλύω μια σχέση μεταξύ δύο καταστάσεων, μια δέσμευση π.χ. για αγορά όπου είχα δώσει καπάρο

Κλίση
Ενεργητική φωνή

Εξακολουθητικοί χρόνοι
πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. ξαρραβωνιάζω ξαρραβώνιαζα θα ξαρραβωνιάζω να ξαρραβωνιάζω ξαρραβωνιάζοντας
β' ενικ. ξαρραβωνιάζεις ξαρραβώνιαζες θα ξαρραβωνιάζεις να ξαρραβωνιάζεις ξαρραβώνιαζε
γ' ενικ. ξαρραβωνιάζει ξαρραβώνιαζε θα ξαρραβωνιάζει να ξαρραβωνιάζει
α' πληθ. ξαρραβωνιάζουμε ξαρραβωνιάζαμε θα ξαρραβωνιάζουμε να ξαρραβωνιάζουμε
β' πληθ. ξαρραβωνιάζετε ξαρραβωνιάζατε θα ξαρραβωνιάζετε να ξαρραβωνιάζετε ξαρραβωνιάζετε
γ' πληθ. ξαρραβωνιάζουν(ε) ξαρραβώνιαζαν
ξαρραβωνιάζαν(ε)
θα ξαρραβωνιάζουν(ε) να ξαρραβωνιάζουν(ε)
Συνοπτικοί χρόνοι
πρόσωπα Αόριστος Συνοπτ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Απαρέμφατο
α' ενικ. ξαρραβώνιασα θα ξαρραβωνιάσω να ξαρραβωνιάσω ξαρραβωνιάσει
β' ενικ. ξαρραβώνιασες θα ξαρραβωνιάσεις να ξαρραβωνιάσεις ξαρραβώνιασε
γ' ενικ. ξαρραβώνιασε θα ξαρραβωνιάσει να ξαρραβωνιάσει
α' πληθ. ξαρραβωνιάσαμε θα ξαρραβωνιάσουμε να ξαρραβωνιάσουμε
β' πληθ. ξαρραβωνιάσατε θα ξαρραβωνιάσετε να ξαρραβωνιάσετε ξαρραβωνιάστε
γ' πληθ. ξαρραβώνιασαν
ξαρραβωνιάσαν(ε)
θα ξαρραβωνιάσουν(ε) να ξαρραβωνιάσουν(ε)
Συντελεσμένοι χρόνοι
πρόσωπα Παρακείμενος Υπερσυντέλικος Συντελ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική
α' ενικ. έχω ξαρραβωνιάσει είχα ξαρραβωνιάσει θα έχω ξαρραβωνιάσει να έχω ξαρραβωνιάσει
β' ενικ. έχεις ξαρραβωνιάσει είχες ξαρραβωνιάσει θα έχεις ξαρραβωνιάσει να έχεις ξαρραβωνιάσει
γ' ενικ. έχει ξαρραβωνιάσει είχε ξαρραβωνιάσει θα έχει ξαρραβωνιάσει να έχει ξαρραβωνιάσει
α' πληθ. έχουμε ξαρραβωνιάσει είχαμε ξαρραβωνιάσει θα έχουμε ξαρραβωνιάσει να έχουμε ξαρραβωνιάσει
β' πληθ. έχετε ξαρραβωνιάσει είχατε ξαρραβωνιάσει θα έχετε ξαρραβωνιάσει να έχετε ξαρραβωνιάσει
γ' πληθ. έχουν ξαρραβωνιάσει είχαν ξαρραβωνιάσει θα έχουν ξαρραβωνιάσει να έχουν ξαρραβωνιάσει



Μεταφράσεις
ξαρραβωνιάζω

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License