ART

 

Γεγονότα, Hμερολόγιο


ξαπλώνω

Ελληνικά

Ετυμολογία

ξαπλώνω < ἐξαπλώνω < αρχαία ελληνική ἐξαπλῶ

Ρήμα

ξαπλώνω , πρτ.: ξάπλωνα, στ.μέλλ.: θα ξαπλώσω, αόρ.: ξάπλωσα, παθ.φωνή: ξαπλώνομαι, μτχ.π.π.: ξαπλωμένος

(αμετάβατο)

τοποθετώ τον εαυτό μου σε οριζόντια θέση
πέφτω στο κρεβάτι για να κοιμηθώ ή απλώς να ξεκουραστώ

θα πάω να ξαπλώσω για λίγο

(μεταβατικό)

τοποθετώ κάποιον σε οριζόντια θέση, στο κρεβάτι
ρίχνω κάποιον στο έδαφος με δυνατό χτύπημα

Παράγωγες λέξεις

ξάπλα
ξάπλωμα
ξαπλώστρα
ξαπλωτός

Συγγενικές λέξεις

ξαπλάρω

Κλίση
Ενεργητική φωνή

Εξακολουθητικοί χρόνοι
πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. ξαπλώνω ξάπλωνα θα ξαπλώνω να ξαπλώνω ξαπλώνοντας
β' ενικ. ξαπλώνεις ξάπλωνες θα ξαπλώνεις να ξαπλώνεις ξάπλωνε
γ' ενικ. ξαπλώνει ξάπλωνε θα ξαπλώνει να ξαπλώνει
α' πληθ. ξαπλώνουμε ξαπλώναμε θα ξαπλώνουμε να ξαπλώνουμε
β' πληθ. ξαπλώνετε ξαπλώνατε θα ξαπλώνετε να ξαπλώνετε ξαπλώνετε
γ' πληθ. ξαπλώνουν(ε) ξάπλωναν
ξαπλώναν(ε)
θα ξαπλώνουν(ε) να ξαπλώνουν(ε)
Συνοπτικοί χρόνοι
πρόσωπα Αόριστος Συνοπτ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Απαρέμφατο
α' ενικ. ξάπλωσα θα ξαπλώσω να ξαπλώσω ξαπλώσει
β' ενικ. ξάπλωσες θα ξαπλώσεις να ξαπλώσεις ξάπλωσε
γ' ενικ. ξάπλωσε θα ξαπλώσει να ξαπλώσει
α' πληθ. ξαπλώσαμε θα ξαπλώσουμε να ξαπλώσουμε
β' πληθ. ξαπλώσατε θα ξαπλώσετε να ξαπλώσετε ξαπλώστε
γ' πληθ. ξάπλωσαν
ξαπλώσαν(ε)
θα ξαπλώσουν(ε) να ξαπλώσουν(ε)
Συντελεσμένοι χρόνοι
πρόσωπα Παρακείμενος Υπερσυντέλικος Συντελ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική
α' ενικ. έχω ξαπλώσει είχα ξαπλώσει θα έχω ξαπλώσει να έχω ξαπλώσει
β' ενικ. έχεις ξαπλώσει είχες ξαπλώσει θα έχεις ξαπλώσει να έχεις ξαπλώσει
γ' ενικ. έχει ξαπλώσει είχε ξαπλώσει θα έχει ξαπλώσει να έχει ξαπλώσει
α' πληθ. έχουμε ξαπλώσει είχαμε ξαπλώσει θα έχουμε ξαπλώσει να έχουμε ξαπλώσει
β' πληθ. έχετε ξαπλώσει είχατε ξαπλώσει θα έχετε ξαπλώσει να έχετε ξαπλώσει
γ' πληθ. έχουν ξαπλώσει είχαν ξαπλώσει θα έχουν ξαπλώσει να έχουν ξαπλώσει



Μεταφράσεις
ξαπλώνω ο ίδιος

αγγλικά : lie down (en)
γαλλικά : coucher (fr)
εσθονικά : pikali heitma (et)


ξαπλώνω κάποιον άλλο

αγγλικά : lay down (en)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License