ART

 

Γεγονότα, Hμερολόγιο


ξάπλα

Ελληνικά

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ξάπλα οι ξάπλες
      γενική της ξάπλας
    αιτιατική την ξάπλα τις ξάπλες
     κλητική ξάπλα ξάπλες
Η γενική πληθυντικού -ών δεν συνηθίζεται.
Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξάπλα < ξαπλώνω

Ουσιαστικό

ξάπλα θηλυκό

η κατάσταση κατά την οποία κάποιος είναι ξαπλωμένος και δεν κάνει τίποτα

του αρέσει πολύ η ξάπλα

η τεμπελιά

Επίρρημα

ξάπλα

για κάποιον που είναι ξαπλωμένος

είναι ξάπλα όλη μέρα

Μεταφράσεις
ξάπλα

γαλλικά : 1. allongé (fr), étendu (fr) (επιθέτο ) 2. farniente (fr) (ουσιαστικό)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License