ART

 

Γεγονότα, Hμερολόγιο


ξανανιώνω

Ελληνικά

Ετυμολογία

ξανανιώνω < ξανά + νιώνω

Ρήμα

ξανανιώνω

αναζωογονούμαι, αισθάνομαι και πάλι νέος

Με τη δεύτερη γυναίκα του ξανάνιωσε ο άνθρωπος. Η πρώτη τον είχε μαραζώσει

για αφηρημένες έννοιες, ξαναζωντανεύει ακμαία κάτι, γίνεται πάλι ζωηρό και νέο

που την ξαναζωντάνεψαν χιλιόζωες λαχτάρες και ξανανιώνει μέσα της κάθε παλιό ρημάδι (Δημητρός Μ. Δημητριάδης "Άνοιξη")

Συγγενικές λέξεις

ξανανιωμένος


Κλίση
Ενεργητική φωνή

Εξακολουθητικοί χρόνοι
πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. ξανανιώνω ξανάνιωνα θα ξανανιώνω να ξανανιώνω ξανανιώνοντας
β' ενικ. ξανανιώνεις ξανάνιωνες θα ξανανιώνεις να ξανανιώνεις ξανάνιωνε
γ' ενικ. ξανανιώνει ξανάνιωνε θα ξανανιώνει να ξανανιώνει
α' πληθ. ξανανιώνουμε ξανανιώναμε θα ξανανιώνουμε να ξανανιώνουμε
β' πληθ. ξανανιώνετε ξανανιώνατε θα ξανανιώνετε να ξανανιώνετε ξανανιώνετε
γ' πληθ. ξανανιώνουν(ε) ξανάνιωναν
ξανανιώναν(ε)
θα ξανανιώνουν(ε) να ξανανιώνουν(ε)
Συνοπτικοί χρόνοι
πρόσωπα Αόριστος Συνοπτ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Απαρέμφατο
α' ενικ. ξανάνιωσα θα ξανανιώσω να ξανανιώσω ξανανιώσει
β' ενικ. ξανάνιωσες θα ξανανιώσεις να ξανανιώσεις ξανάνιωσε
γ' ενικ. ξανάνιωσε θα ξανανιώσει να ξανανιώσει
α' πληθ. ξανανιώσαμε θα ξανανιώσουμε να ξανανιώσουμε
β' πληθ. ξανανιώσατε θα ξανανιώσετε να ξανανιώσετε ξανανιώστε
γ' πληθ. ξανάνιωσαν
ξανανιώσαν(ε)
θα ξανανιώσουν(ε) να ξανανιώσουν(ε)
Συντελεσμένοι χρόνοι
πρόσωπα Παρακείμενος Υπερσυντέλικος Συντελ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική
α' ενικ. έχω ξανανιώσει είχα ξανανιώσει θα έχω ξανανιώσει να έχω ξανανιώσει
β' ενικ. έχεις ξανανιώσει είχες ξανανιώσει θα έχεις ξανανιώσει να έχεις ξανανιώσει
γ' ενικ. έχει ξανανιώσει είχε ξανανιώσει θα έχει ξανανιώσει να έχει ξανανιώσει
α' πληθ. έχουμε ξανανιώσει είχαμε ξανανιώσει θα έχουμε ξανανιώσει να έχουμε ξανανιώσει
β' πληθ. έχετε ξανανιώσει είχατε ξανανιώσει θα έχετε ξανανιώσει να έχετε ξανανιώσει
γ' πληθ. έχουν ξανανιώσει είχαν ξανανιώσει θα έχουν ξανανιώσει να έχουν ξανανιώσει



Μεταφράσεις
ξανανιώνω

αγγλικά : rejuvenate (en)
γαλλικά : rajeunir (fr)
πορτογαλικά : rejuvenescer (pt)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License