ART

 

Γεγονότα, Hμερολόγιο


Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τελεσιδικία οι τελεσιδικίες
      γενική της τελεσιδικίας των τελεσιδικιών
    αιτιατική την τελεσιδικία τις τελεσιδικίες
     κλητική τελεσιδικία τελεσιδικίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τελεσιδικία < τελεσίδικος + -ία

Ουσιαστικό

τελεσιδικία θηλυκό

(νομικός όρος) το οριστικό τέλος μιας δικαστικής υπόθεσης που επέρχεται με την οριστική και αμετάκλητη απόφαση πολιτικού δικαστηρίου, η οποία δεν μπορεί να προσβληθεί με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση ή αφού παρέλθει η προθεσμία για την άσκηση των τακτικών ένδικων μέσων (άρθρο 321 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας)

Συγγενικές λέξεις

→ δείτε τις λέξεις τελεσίδικος, τέλος και δίκη

Μεταφράσεις
τελεσιδικία

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License