ART

 

Γεγονότα, Hμερολόγιο


σμιλεύω

Ελληνικά
Ετυμολογία

σμιλεύω < ελληνιστική κοινή σμιλεύομαι < αρχαία ελληνική σμίλη

Ρήμα

σμιλεύω (παθητική φωνή: σμιλεύομαι)

δουλεύω με τη σμίλη γλύφοντας κάποιο υλικό (μάρμαρο, πέτρα κ.λπ.) και δίνοντάς του μια μορφή (άγαλμα, ειδώλιο κ.λπ.)
(μεταφορικά) γυμνάζω και γραμμώνω κάποιο σώμα, κορμί κ.λπ.

Συγγενικές λέξεις

→ δείτε τη λέξη σμίλη

Κλίση
Ενεργητική φωνή

Εξακολουθητικοί χρόνοι
πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. σμιλεύω σμίλευα θα σμιλεύω να σμιλεύω σμιλεύοντας
β' ενικ. σμιλεύεις σμίλευες θα σμιλεύεις να σμιλεύεις σμίλευε
γ' ενικ. σμιλεύει σμίλευε θα σμιλεύει να σμιλεύει
α' πληθ. σμιλεύουμε σμιλεύαμε θα σμιλεύουμε να σμιλεύουμε
β' πληθ. σμιλεύετε σμιλεύατε θα σμιλεύετε να σμιλεύετε σμιλεύετε
γ' πληθ. σμιλεύουν(ε) σμίλευαν
σμιλεύαν(ε)
θα σμιλεύουν(ε) να σμιλεύουν(ε)
Συνοπτικοί χρόνοι
πρόσωπα Αόριστος Συνοπτ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Απαρέμφατο
α' ενικ. σμίλεψα θα σμιλέψω να σμιλέψω σμιλέψει
β' ενικ. σμίλεψες θα σμιλέψεις να σμιλέψεις σμίλεψε
γ' ενικ. σμίλεψε θα σμιλέψει να σμιλέψει
α' πληθ. σμιλέψαμε θα σμιλέψουμε να σμιλέψουμε
β' πληθ. σμιλέψατε θα σμιλέψετε να σμιλέψετε σμιλέψτε
γ' πληθ. σμίλεψαν
σμιλέψαν(ε)
θα σμιλέψουν(ε) να σμιλέψουν(ε)
Συντελεσμένοι χρόνοι
πρόσωπα Παρακείμενος Υπερσυντέλικος Συντελ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική
α' ενικ. έχω σμιλέψει είχα σμιλέψει θα έχω σμιλέψει να έχω σμιλέψει
β' ενικ. έχεις σμιλέψει είχες σμιλέψει θα έχεις σμιλέψει να έχεις σμιλέψει
γ' ενικ. έχει σμιλέψει είχε σμιλέψει θα έχει σμιλέψει να έχει σμιλέψει
α' πληθ. έχουμε σμιλέψει είχαμε σμιλέψει θα έχουμε σμιλέψει να έχουμε σμιλέψει
β' πληθ. έχετε σμιλέψει είχατε σμιλέψει θα έχετε σμιλέψει να έχετε σμιλέψει
γ' πληθ. έχουν σμιλέψει είχαν σμιλέψει θα έχουν σμιλέψει να έχουν σμιλέψει



Μεταφράσεις
σμιλεύω

αγγλικά : gouge (en)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License