ART

 

Γεγονότα, Hμερολόγιο


ρύθμιση

Ελληνικά

↓ πτώσεις ενικός πληθυντικός
ονομαστική η ρύθμιση οι ρυθμίσεις
γενική της ρύθμισης
& ρυθμίσεως των ρυθμίσεων
αιτιατική τη ρύθμιση τις ρυθμίσεις
κλητική ρύθμιση ρυθμίσεις
Παράρτημα
Ετυμολογία

ρύθμιση < μεσαιωνική ελληνική ῥύθμισις < αρχαία ελληνική ῥυθμίζω < ῥυθμός < ῥέω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *srew- (ρέω)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈɾiθ.mi.si/

Ουσιαστικό

ρύθμιση θηλυκό

η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ρυθμίζω
τακτοποίηση κάποιου πράγματος, ώστε να λειτουργεί σωστά και εύρυθμα
(κατ' επέκταση) τακτοποίηση, κανονισμός, διακανονισμός, διευθέτηση
κανονισμός του ρυθμού μιας πράξης ή ενέργειας
(πληροφορική) προσαρμογή, στον τρόπο λειτουργίας λογισμικού (software) ή υλικού / υλισμικού (hardware), ώστε να εξυπηρετεί κάποιο σκοπό

≈ συνώνυμα: διαμόρφωση

Συγγενικές λέξεις

→ δείτε τη λέξη ρυθμός

Σύνθετα

αναρρύθμιση
απορρύθμιση
αυτορρύθμιση
διαρρύθμιση
θερμορύθμιση
μεταρρύθμιση
χρονορρύθμιση

Μεταφράσεις
ρύθμιση

αγγλικά : adjustment (en), control (en), regulation (en)
γαλλικά : régulation (fr), réglage (fr), réglementation (fr), règlement (fr)
γερμανικά : Regelung (de), Regulierung (de)

ρουμανικά : configurare (ro), reglare (ro)

πληροφορική

αγγλικά : configuration (en)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License