ART

 

Γεγονότα, Hμερολόγιο


ριψοκίνδυνος

Ελληνικά
Ετυμολογία

ριψοκίνδυνος < αρχαία ελληνική ῥιψοκίνδυνος < ῥίπτω + κίνδυνος

Προφορά

ΔΦΑ : /ɾι.psɔ.ˈcin.ði.nɔs/ αρσενικό

ΔΦΑ : /ɾι.psɔ.ˈcin.ði.ni/ θηλυκό

ΔΦΑ : /ɾι.psɔ.ˈcin.ði.nɔ/ ουδέτερο

Επίθετο

πτώση ενικός
ονομαστική ριψοκίνδυνος ριψοκίνδυνη ριψοκίνδυνο
γενική ριψοκίνδυνου ριψοκίνδυνης ριψοκίνδυνου
αιτιατική ριψοκίνδυνο ριψοκίνδυνη ριψοκίνδυνο
κλητική ριψοκίνδυνε ριψοκίνδυνη ριψοκίνδυνο
πτώση πληθυντικός
ονομαστική ριψοκίνδυνοι ριψοκίνδυνες ριψοκίνδυνα
γενική ριψοκίνδυνων ριψοκίνδυνων ριψοκίνδυνων
αιτιατική ριψοκίνδυνους ριψοκίνδυνες ριψοκίνδυνα
κλητική ριψοκίνδυνοι ριψοκίνδυνες ριψοκίνδυνα

ριψοκίνδυνος, -η, -ο

(πρόσωπο) που ριψοκινδυνεύει

ριψοκίνδυνος οδηγός / ηθοποιός / πυροσβέστης

(πράξη) που ενέχει κινδύνους

ριψοκίνδυνη οδήγηση / τεχνική / επιχείρηση

Συνώνυμα

παράτολμος

Αντώνυμα

συνετός

Συγγενικές λέξεις

ριψοκίνδυνα
ριψοκινδυνεύω
→ δείτε τις λέξεις ρίπτω και κίνδυνος

Μεταφράσεις
ριψοκίνδυνος

αγγλικά : risk-taker (en), death-or-glory (en), adventurous (en)
βουλγαρικά : рискован (bg)
γαλλικά : aventureux (fr)
γερμανικά : tollkühn (de), waghalsig (de) (1), riskant (de) (2)
ισπανικά : temerario (es)
ιταλικά : spericolato (it)
ουγγρικά : vakmerő (hu)
πολωνικά : ryzykowny (pl)
πορτογαλικά : arriscado (pt)
ρουμανικά : primejdios (ro)
ρωσικά : отважный (ru)
σερβικά : ризичан (sr)
σουηδικά : vågsam (sv)
τσεχικά : riskantní (cs)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License