ART

 

Γεγονότα, Hμερολόγιο


ρεύομαι

Ελληνικά
Ετυμολογία

ρεύομαι < αρχαία ελληνική ἐρεύγομαι

Ρήμα

ρεύομαι, πρτ.: ρευόμουν, στ.μέλλ.: θα ρευτώ, αόρ.: ρεύτηκα

αποβάλλω θορυβωδώς από το λάρυγγα και το στόμα αέρια του στομάχου

μη ρεύεσαι μπροστά σε όλον τον κόσμο

Άλλες μορφές

(λόγιο) ερεύγομαι
(λαϊκότροπο) ρεύγομαι

Συγγενικές λέξεις

ρέψιμο
ερευγμός

Δείτε επίσης

ρέβω ή ρεύω

Κλίση
Παθητική φωνή

Εξακολουθητικοί χρόνοι
πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. ρεύομαι ρευόμουν(α) θα ρεύομαι να ρεύομαι
β' ενικ. ρεύεσαι ρευόσουν(α) θα ρεύεσαι να ρεύεσαι (ρεύου)
γ' ενικ. ρεύεται ρευόταν(ε) θα ρεύεται να ρεύεται
α' πληθ. ρευόμαστε ρευόμαστε
ρευόμασταν
θα ρευόμαστε να ρευόμαστε
β' πληθ. ρεύεστε ρευόσαστε
ρευόσασταν
θα ρεύεστε να ρεύεστε (ρεύεστε)
γ' πληθ. ρεύονται ρεύονταν
ρευόντουσαν
θα ρεύονται να ρεύονται
Συνοπτικοί χρόνοι
πρόσωπα Αόριστος Συνοπτ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Απαρέμφατο
α' ενικ. ρεύτηκα θα ρευτώ να ρευτώ ρευτεί
β' ενικ. ρεύτηκες θα ρευτείς να ρευτείς ρέψου
γ' ενικ. ρεύτηκε θα ρευτεί να ρευτεί
α' πληθ. ρευτήκαμε θα ρευτούμε να ρευτούμε
β' πληθ. ρευτήκατε θα ρευτείτε να ρευτείτε ρευτείτε
γ' πληθ. ρεύτηκαν
ρευτήκαν(ε)
θα ρευτούν(ε) να ρευτούν(ε)
Συντελεσμένοι χρόνοι
πρόσωπα Παρακείμενος Υπερσυντέλικος Συντελ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. έχω ρευτεί είχα ρευτεί θα έχω ρευτεί να έχω ρευτεί ρεμένος
β' ενικ. έχεις ρευτεί είχες ρευτεί θα έχεις ρευτεί να έχεις ρευτεί
γ' ενικ. έχει ρευτεί είχε ρευτεί θα έχει ρευτεί να έχει ρευτεί
α' πληθ. έχουμε ρευτεί είχαμε ρευτεί θα έχουμε ρευτεί να έχουμε ρευτεί
β' πληθ. έχετε ρευτεί είχατε ρευτεί θα έχετε ρευτεί να έχετε ρευτεί
γ' πληθ. έχουν ρευτεί είχαν ρευτεί θα έχουν ρευτεί να έχουν ρευτεί

Μεταφράσεις
ρεύομαι

αγγλικά : belch (en), burp (en)
γαλλικά : éructer (fr), roter (fr)
εσπεράντο : rukti (eo)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License