ART

 

Γεγονότα, Hμερολόγιο


ρετουσάρισμα

Ελληνικά

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ρετουσάρισμα τα ρετουσαρίσματα
      γενική του ρετουσαρίσματος των ρετουσαρισμάτων
    αιτιατική το ρετουσάρισμα τα ρετουσαρίσματα
     κλητική ρετουσάρισμα ρετουσαρίσματα
Παράρτημα

Ετυμολογία

ρετουσάρισμα < ρετουσάρω

Ουσιαστικό

ρετουσάρισμα ουδέτερο

διόρθωση, βελτίωση

Συνώνυμα

ρετούς

Συγγενικές λέξεις

ρετουσάρω

Μεταφράσεις
ρετουσάρισμα

→ δείτε τη λέξη ρετούς

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License