ART

 

Γεγονότα, Hμερολόγιο


Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία

ρεπό < (άμεσο δάνειο) γαλλική repos < reposer < repauser < pause < λατινική pausa < ελληνιστική κοινή παῦσις < αρχαία ελληνική παύω (αντιδάνειο)

Ουσιαστικό

ρεπό ουδέτερο άκλιτο (πληθυντικός: (ειρωνικό) ρεπά)

ανεπίσημη αργία, μη εργάσιμη μέρα (εκτός Κυριακής ή γιορτής)

τη Δευτέρα έχω ρεπό

διάλειμμα, προσωρινή διακοπή εργασίας, για ανάπαυση

μεσημεριανό ρεπό

Παράγωγες λέξεις

ρεπάρω
ρεπατζής

Μεταφράσεις
ρεπό

αγγλικά : day off (en), break (en)
γαλλικά : repos (fr)
ουκρανικά : вихідний (uk)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License