ART

 

Γεγονότα, Hμερολόγιο


ρέμβη

Ελληνικά

πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η ρέμβη
      γενική της ρέμβης
    αιτιατική τη ρέμβη
     κλητική ρέμβη
Παράρτημα

Ετυμολογία

ρέμβη < αρχαία ελληνική ῥέμβη

Ουσιαστικό

ρέμβη θηλυκό, μόνο στον ενικό

το να αφήνει κάποιος τη σκέψη ή τη φαντασία του να περιπλανιέται σε ονειρικό τόπο και απροσδιόριστο χρόνο

Με στίχους ατημέλητους, γεμάτους μελαγχολία, ρέμβη και διάθεση για φυγή, όπως τους περιγράφει η Έλλη Αλεξίου στο εισαγωγικό σημείωμα του βιβλίου «Πολυδούρη: Ποιήματα», η ποιήτρια αποτελεί μια μορφή πολύ δύσκολης αντιμετώπισης. (*)

Συνώνυμα

ονειροπόληση
ρεμβασμός
ρομάντζα

Συγγενικές λέξεις

ρεμβαστής
ρεμβαστικός
ρέμβω
ρεμβάζω
ρεμβασμός
ρεμβός, -ή, -ό
ρεμβώδης

Μεταφράσεις
ρέμβη

αγγλικά : revery (en), daydream (en), dreaminess (en), reverie (en), περιφράσεις: fanciful musing, abstract or relaxed meditation
γαλλικά : rêverie (fr)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License