ART

 

Γεγονότα, Hμερολόγιο


ψαράς

Ελληνικά

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ψαράς οι ψαράδες
      γενική του ψαρά των ψαράδων
    αιτιατική τον ψαρά τους ψαράδες
     κλητική ψαρά ψαράδες
Παράρτημα

Ετυμολογία

ψαράς < μεσαιωνική ελληνική ὀψαρᾶς < ὀψάριον < ὄψον

Ουσιαστικό

ψαράς αρσενικό

αυτός που έχει ως επάγγελμα το ψάρεμα, καθώς και αυτός που ψαρεύει για την ευχαρίστησή του
αυτός που πουλάει ψάρια και άλλα θαλασσινά, ο ιχθυοπώλης

Συγγενικές λέξεις

ψάρεμα
ψαρεύω
ψαροταβέρνα

Συνώνυμα

αλιεύς (καθαρεύουσα)

Μεταφράσεις
ψαράς

αγγλικά : fisherman (en)
γαλλικά : pêcheur (fr), poissonnier (fr)
γερμανικά : Fischer (de), Fischhändler (de)
πολωνικά : rybak (pl)
πορτογαλικά : pescador (pt)
ρωσικά : рыбак (ru)
φινλανδικά : kalastaja (fi)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License