ART

 

Γεγονότα, Hμερολόγιο


νώτα

Ελληνικά

Ετυμολογία

νώτα < αρχαία ελληνική νῶτα

Ουσιαστικό

νώτα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

(ανατομία) η πλάτη
(στρατιωτικός όρος) το πίσω μέρος μιας στρατιωτικής παράταξης

Εκφράσεις

καλύπτω τα νώτα μου: προφυλλάσομαι κάποιο ευαίσθητο σημείο μου, παίρνω τις απαραίτητες προφυλάξεις για απειλή ή απρόσμενο κίνδυνο

Συγγενικές λέξεις

νωτιαίος

Μεταφράσεις
νώτα

γαλλικά : les arrières

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License