ART

 

Γεγονότα, Hμερολόγιο


νίβω

Ελληνικά (el)
Ετυμολογία

νίβω < νίπτω

Προφορά

ΔΦΑ : /ni.vɔ/

Ρήμα

νίβω (και νίφτω)

πλένω το πρόσωπο ή/και τα χέρια μου με νερό
καθαρίζω
(μεταφορικά) εξαγνίζω

Εκφράσεις

το ένα χέρι νίβει το άλλο και τα δυο το πρόσωπο: για κοινά συμφέροντα οι άνθρωποι βοηθούν ο ένας τον άλλο

Συγγενικές λέξεις

νίψιμο
νίψις
νιπτήρας
νιφτήρας

Κλίση
Ενεργητική φωνή

Εξακολουθητικοί χρόνοι
πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. νίβω ένιβα θα νίβω να νίβω νίβοντας
β' ενικ. νίβεις ένιβες θα νίβεις να νίβεις νίβε
γ' ενικ. νίβει ένιβε θα νίβει να νίβει
α' πληθ. νίβουμε νίβαμε θα νίβουμε να νίβουμε
β' πληθ. νίβετε νίβατε θα νίβετε να νίβετε νίβετε
γ' πληθ. νίβουν(ε) ένιβαν
νίβαν(ε)
θα νίβουν(ε) να νίβουν(ε)
Συνοπτικοί χρόνοι
πρόσωπα Αόριστος Συνοπτ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Απαρέμφατο
α' ενικ. ένιψα θα νίψω να νίψω νίψει
β' ενικ. ένιψες θα νίψεις να νίψεις νίψε
γ' ενικ. ένιψε θα νίψει να νίψει
α' πληθ. νίψαμε θα νίψουμε να νίψουμε
β' πληθ. νίψατε θα νίψετε να νίψετε νίψτε
γ' πληθ. ένιψαν
νίψαν(ε)
θα νίψουν(ε) να νίψουν(ε)
Συντελεσμένοι χρόνοι
πρόσωπα Παρακείμενος Υπερσυντέλικος Συντελ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική
α' ενικ. έχω νίψει είχα νίψει θα έχω νίψει να έχω νίψει
β' ενικ. έχεις νίψει είχες νίψει θα έχεις νίψει να έχεις νίψει
γ' ενικ. έχει νίψει είχε νίψει θα έχει νίψει να έχει νίψει
α' πληθ. έχουμε νίψει είχαμε νίψει θα έχουμε νίψει να έχουμε νίψει
β' πληθ. έχετε νίψει είχατε νίψει θα έχετε νίψει να έχετε νίψει
γ' πληθ. έχουν νίψει είχαν νίψει θα έχουν νίψει να έχουν νίψει



Παθητική φωνή

Εξακολουθητικοί χρόνοι
πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. νίβομαι νιβόμουν(α) θα νίβομαι να νίβομαι
β' ενικ. νίβεσαι νιβόσουν(α) θα νίβεσαι να νίβεσαι (νίβου)
γ' ενικ. νίβεται νιβόταν(ε) θα νίβεται να νίβεται
α' πληθ. νιβόμαστε νιβόμαστε
νιβόμασταν
θα νιβόμαστε να νιβόμαστε
β' πληθ. νίβεστε νιβόσαστε
νιβόσασταν
θα νίβεστε να νίβεστε (νίβεστε)
γ' πληθ. νίβονται νίβονταν
νιβόντουσαν
θα νίβονται να νίβονται
Συνοπτικοί χρόνοι
πρόσωπα Αόριστος Συνοπτ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Απαρέμφατο
α' ενικ. νίφτηκα θα νιφτώ να νιφτώ νιφτεί
β' ενικ. νίφτηκες θα νιφτείς να νιφτείς νίψου
γ' ενικ. νίφτηκε θα νιφτεί να νιφτεί
α' πληθ. νιφτήκαμε θα νιφτούμε να νιφτούμε
β' πληθ. νιφτήκατε θα νιφτείτε να νιφτείτε νιφτείτε
γ' πληθ. νίφτηκαν
νιφτήκαν(ε)
θα νιφτούν(ε) να νιφτούν(ε)
Συντελεσμένοι χρόνοι
πρόσωπα Παρακείμενος Υπερσυντέλικος Συντελ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. έχω νιφτεί είχα νιφτεί θα έχω νιφτεί να έχω νιφτεί νιμμένος
β' ενικ. έχεις νιφτεί είχες νιφτεί θα έχεις νιφτεί να έχεις νιφτεί
γ' ενικ. έχει νιφτεί είχε νιφτεί θα έχει νιφτεί να έχει νιφτεί
α' πληθ. έχουμε νιφτεί είχαμε νιφτεί θα έχουμε νιφτεί να έχουμε νιφτεί
β' πληθ. έχετε νιφτεί είχατε νιφτεί θα έχετε νιφτεί να έχετε νιφτεί
γ' πληθ. έχουν νιφτεί είχαν νιφτεί θα έχουν νιφτεί να έχουν νιφτεί

Μεταφράσεις
νίβω

→ δείτε τις λέξεις πλένω και καθαρίζω

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License