ART

 

Γεγονότα, Hμερολόγιο


μωλωπίζω

Ελληνικά
Ετυμολογία

μωλωπίζω < ελληνιστική κοινή < αρχαία ελληνική μώλωψ + -ίζω

Προφορά

ΔΦΑ : /mɔ.lɔ.ˈpi.zɔ/

Ρήμα

μωλωπίζω

προκαλώ μώλωπες σε κάποιον χτυπώντας τον

Συνώνυμα

μελανιάζω

Κλίση
Ενεργητική φωνή

Εξακολουθητικοί χρόνοι
πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. μωλωπίζω μωλώπιζα θα μωλωπίζω να μωλωπίζω μωλωπίζοντας
β' ενικ. μωλωπίζεις μωλώπιζες θα μωλωπίζεις να μωλωπίζεις μωλώπιζε
γ' ενικ. μωλωπίζει μωλώπιζε θα μωλωπίζει να μωλωπίζει
α' πληθ. μωλωπίζουμε μωλωπίζαμε θα μωλωπίζουμε να μωλωπίζουμε
β' πληθ. μωλωπίζετε μωλωπίζατε θα μωλωπίζετε να μωλωπίζετε μωλωπίζετε
γ' πληθ. μωλωπίζουν(ε) μωλώπιζαν
μωλωπίζαν(ε)
θα μωλωπίζουν(ε) να μωλωπίζουν(ε)
Συνοπτικοί χρόνοι
πρόσωπα Αόριστος Συνοπτ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Απαρέμφατο
α' ενικ. μωλώπισα θα μωλωπίσω να μωλωπίσω μωλωπίσει
β' ενικ. μωλώπισες θα μωλωπίσεις να μωλωπίσεις μωλώπισε
γ' ενικ. μωλώπισε θα μωλωπίσει να μωλωπίσει
α' πληθ. μωλωπίσαμε θα μωλωπίσουμε να μωλωπίσουμε
β' πληθ. μωλωπίσατε θα μωλωπίσετε να μωλωπίσετε μωλωπίστε
γ' πληθ. μωλώπισαν
μωλωπίσαν(ε)
θα μωλωπίσουν(ε) να μωλωπίσουν(ε)
Συντελεσμένοι χρόνοι
πρόσωπα Παρακείμενος Υπερσυντέλικος Συντελ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική
α' ενικ. έχω μωλωπίσει είχα μωλωπίσει θα έχω μωλωπίσει να έχω μωλωπίσει
β' ενικ. έχεις μωλωπίσει είχες μωλωπίσει θα έχεις μωλωπίσει να έχεις μωλωπίσει
γ' ενικ. έχει μωλωπίσει είχε μωλωπίσει θα έχει μωλωπίσει να έχει μωλωπίσει
α' πληθ. έχουμε μωλωπίσει είχαμε μωλωπίσει θα έχουμε μωλωπίσει να έχουμε μωλωπίσει
β' πληθ. έχετε μωλωπίσει είχατε μωλωπίσει θα έχετε μωλωπίσει να έχετε μωλωπίσει
γ' πληθ. έχουν μωλωπίσει είχαν μωλωπίσει θα έχουν μωλωπίσει να έχουν μωλωπίσει



Μεταφράσεις
μωλωπίζω

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License