ART

 

Γεγονότα, Hμερολόγιο


μεστός

Ελληνικά

πτώση ενικός
ονομαστική μεστός μεστή μεστό
γενική μεστού μεστής μεστού
αιτιατική μεστό μεστή μεστό
κλητική μεστέ μεστή μεστό
πτώση πληθυντικός
ονομαστική μεστοί μεστές μεστά
γενική μεστών μεστών μεστών
αιτιατική μεστούς μεστές μεστά
κλητική μεστοί μεστές μεστά

Ετυμολογία

μεστός < αρχαία ελληνική μεστός

Επίθετο

μεστός, -ή, -ό

  1. που έχει μεστώσει
    ≈ συνώνυμα: γινωμένος, μεστωμένος
    ≠ αντώνυμα: αγίνωτος, άγουρος
  2. (μεταφορικά) γεμάτος, πλήρης
  3. (μεταφορικά) πνευματικά ώριμος
  4. (μεταφορικά) σφιχτοδεμένος

Συγγενικές λέξεις

άμεστος
αμέστωτος
μεστότητα
μεστωμένος
μεστώνω

Μεταφράσεις
μεστός

γαλλικά : fécond (fr), mûr (fr), ferme (fr), réfléchi (fr)
γερμανικά : reif (de), voll (de)
πολωνικά : pełny

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License