ART

 

Γεγονότα, Hμερολόγιο


λιοστάσι

Ελληνικά

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λιοστάσι τα λιοστάσια
      γενική του (λιοστασιού) των (λιοστασιών)
    αιτιατική το λιοστάσι τα λιοστάσια
     κλητική λιοστάσι λιοστάσια

Ετυμολογία

λιοστάσι < λιο- + -στάσι. Δείτε και τα αρχαία ἐλαία και ἵστημι

Προφορά

ΔΦΑ : /ʎɔˈsta.si/
συλλαβισμός : λιο‐στά‐σι

Ουσιαστικό

λιοστάσι ουδέτερο

(λαϊκότροπο) συνώνυμο του ελαιώνας, έκταση φυτεμένη με ελιές

Συνώνυμα

λιόφυτο

και

ελαιοφυτεία
ελαιώνας

Μεταφράσεις
λιοστάσι

→ δείτε τη λέξη ελαιώνας

Πηγές
Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Β΄ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License