ART

 

Γεγονότα, Hμερολόγιο



λιμάρω

Ελληνικά
Ετυμολογία

λιμάρω < ιταλική limare < λατινική limo < lima < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *lei- (λείος)

Ρήμα

λιμάρω

κάνω λείο ένα (συνήθως) μεταλλικό αντικείμενο ή μειώνω το πάχος του, χρησιμοποιώντας μια λίμα
(μεταφορικά) φλυαρώ

Συγγενικές λέξεις

→ δείτε τη λέξη λίμα (1)

Κλίση
Ενεργητική φωνή

Εξακολουθητικοί χρόνοι
πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. λιμάρω λίμαρα θα λιμάρω να λιμάρω λιμάροντας
β' ενικ. λιμάρεις λίμαρες θα λιμάρεις να λιμάρεις λίμαρε
γ' ενικ. λιμάρει λίμαρε θα λιμάρει να λιμάρει
α' πληθ. λιμάρουμε λιμάραμε θα λιμάρουμε να λιμάρουμε
β' πληθ. λιμάρετε λιμάρατε θα λιμάρετε να λιμάρετε λιμάρετε
γ' πληθ. λιμάρουν(ε) λίμαραν
λιμάραν(ε)
θα λιμάρουν(ε) να λιμάρουν(ε)
Συνοπτικοί χρόνοι
πρόσωπα Αόριστος Συνοπτ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Απαρέμφατο
α' ενικ. λίμαρα θα λιμάρω να λιμάρω λιμάρει
β' ενικ. λίμαρες θα λιμάρεις να λιμάρεις λίμαρε
γ' ενικ. λίμαρε θα λιμάρει να λιμάρει
α' πληθ. λιμάραμε θα λιμάρουμε να λιμάρουμε
β' πληθ. λιμάρατε θα λιμάρετε να λιμάρετε λιμάρτε
γ' πληθ. λίμαραν
λιμάραν(ε)
θα λιμάρουν(ε) να λιμάρουν(ε)
Συντελεσμένοι χρόνοι
πρόσωπα Παρακείμενος Υπερσυντέλικος Συντελ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική
α' ενικ. έχω λιμάρει είχα λιμάρει θα έχω λιμάρει να έχω λιμάρει
β' ενικ. έχεις λιμάρει είχες λιμάρει θα έχεις λιμάρει να έχεις λιμάρει έχε λιμαρισμένο
γ' ενικ. έχει λιμάρει είχε λιμάρει θα έχει λιμάρει να έχει λιμάρει
α' πληθ. έχουμε λιμάρει είχαμε λιμάρει θα έχουμε λιμάρει να έχουμε λιμάρει
β' πληθ. έχετε λιμάρει είχατε λιμάρει θα έχετε λιμάρει να έχετε λιμάρει έχετε λιμαρισμένο
γ' πληθ. έχουν λιμάρει είχαν λιμάρει θα έχουν λιμάρει να έχουν λιμάρει
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί)
Παρακείμενος έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) λιμαρισμένο
Υπερσυντέλικος είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) λιμαρισμένο
Συντελ. Μέλλ. θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) λιμαρισμένο
Υποτακτική να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) λιμαρισμένο

Μεταφράσεις
λιμάρω

αγγλικά : file (en)
γαλλικά : limer (fr)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License