ART

 

Γεγονότα, Hμερολόγιο



λιγνός

Ελληνικά

πτώση ενικός
ονομαστική λιγνός λιγνή λιγνό
γενική λιγνού λιγνής λιγνού
αιτιατική λιγνό λιγνή λιγνό
κλητική λιγνέ λιγνή λιγνό
πτώση πληθυντικός
ονομαστική λιγνοί λιγνές λιγνά
γενική λιγνών λιγνών λιγνών
αιτιατική λιγνούς λιγνές λιγνά
κλητική λιγνοί λιγνές λιγνά

Ετυμολογία

λιγνός < μεσαιωνική ελληνική λιγνός < ελληνιστική κοινή λέγνος [1] < λέγνον

Προφορά

ΔΦΑ : /li.ˈɣnɔs/

Επίθετο

λιγνός, -ή, -ό

που δεν έχει πολύ σάρκα

≈ συνώνυμα: λιπόσαρκος, ισχνός, λεπτός

αδύνατος, ισχνός, λεπτός

Αντώνυμα

χοντρός

Συγγενικές λέξεις

λίγνεμα
λιγνεύω
λιγνούτσικος
ψηλόλιγνος

Δείτε επίσης

αχαμνός

Μεταφράσεις
λιγνός

αγγλικά : spare (en)
γαλλικά : maigre (fr)
γερμανικά : schlank (de)
πολωνικά : chudy (pl), szczupły (pl)

Αναφορές

λιγνός στο Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License