ART

 

Γεγονότα, Hμερολόγιο


λιχουδιά

Ελληνικά

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λιχουδιά οι λιχουδιές
      γενική της λιχουδιάς των λιχουδιών
    αιτιατική τη λιχουδιά τις λιχουδιές
     κλητική λιχουδιά λιχουδιές
Παράρτημα

Ετυμολογία

λιχουδιά < λιχούδης + -ιά < μεσαιωνική ελληνική λιχούδης < αρχαία ελληνική λείχω

Ουσιαστικό

λιχουδιά θηλυκό

εύγευστο εκλεκτό έδεσμα

Συγγενικές λέξεις

→ δείτε τη λέξη λιχούδης

Μεταφράσεις
λιχουδιά

αγγλικά : delicacy (en), παλαιό: cate (en)

γαλλικά : gourmandise (fr)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License