.


Ετυμολογία

επίσχεση < αρχαία ελληνική ἐπίσχεσις < ἐπέχω < ἐπί + ἔχω

Ουσιαστικό

επίσχεση θηλυκό (λόγιο)

αναβολή
διακοπή
καθυστέρηση
σταμάτημα
(ιατρική) η κατακράτηση και μη αποβολή, για διάφορες αιτίες, υλικού από ανθρώπινα όργανα

επίσχεση αερίων/κοπράνων/ούρων

Εκφράσεις

επίσχεση εργασίας: μορφή απεργίας που γίνεται με αίτημα την καταβολή δεδουλευμένων

Δες τα σχετικά με την επίσχεση εργασίας στο Κέντρο Πληροφόρησης Εργαζομένων & Ανέργων της Γ.Σ.Ε.Ε.

δικαίωμα επίσχεσης: (νομικός όρος) Το δικαίωμα που έχει αυτός που χρωστάει να αρνηθεί την αποπληρωμή του οφειλόμενου ποσού, για όσο χρόνο ο δανειστής δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του προς τον οφειλέτη

Συγγενικές λέξεις

επισχετικός

Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Creative Commons Attribution/Share-Alike License· μπορεί να ισχύουν και πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library