ART

 

Γεγονότα, Hμερολόγιο



δαπάνη

Ελληνικά

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δαπάνη οι δαπάνες
      γενική της δαπάνης των δαπανών
    αιτιατική τη δαπάνη τις δαπάνες
     κλητική δαπάνη δαπάνες
Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δαπάνη < αρχαία ελληνική δαπάνη

Ουσιαστικό

δαπάνη θηλυκό

το να δίνει κάποιος ένα χρηματικό ποσό για ένα αγαθό ή υπηρεσία
το χρηματικό ποσό που κάποιος δαπανά
(μεταφορικά) το ξόδεμα (δυνάμεων, πόρων κλπ)

Συγγενικές λέξεις

δαπανώ
δαπανηρός

Πολυλεκτικοί όροι

δημοσία δαπάνη (<(καθαρεύουσα) δημοσίᾳ δαπάνῃ): με δαπάνες που καταβάλλει το δημόσιο, το κράτος

Στο υπουργείο Πολιτισμού επιστρέφει η οικογένεια του Μιχάλη Κακογιάννη τα χρήματα της δημόσια δαπάνη κηδείας του, αποδεχόμενη ωστόσο την τιμή. (*)
≠ αντώνυμα: ιδία δαπάνη

Μεταφράσεις
δαπάνη

αγγλικά : expense (en)
γαλλικά : dépense (fr), frais (fr)
ισπανικά : gasto (es)
ιταλικά : spesa (it)
ουγγρικά : költség (hu)
πολωνικά : koszt (pl)
πορτογαλικά : despesa (pt)
σουηδικά : utgift (sv)
τσεχικά : náklad (cs)


Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία

δαπάνη < δαπανάω
Ουσιαστικό

δαπάνη θηλυκό

η ενέργεια του δαπανάω, η κατανάλωση χρήσιμων πραγμάτων

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License