ART

 

Γεγονότα, Hμερολόγιο


δαμάζω

Ελληνικά

Ετυμολογία

δαμάζω < αρχαία ελληνική δαμάζω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *demh₂- (δαμάζω, εξημερώνω)

Προφορά

ΔΦΑ : /ða.ˈma.zɔ/

Ρήμα

δαμάζω (παθητική φωνή: δαμάζομαι)

εκπαιδεύω άγριο ζώο, ώστε να εξημερωθεί ή να υπακούει σε κάποιες εντολές
(μεταφορικά) ηρεμώ, κάνω κάποιον υπάκουο
(κατ' επέκταση) υποτάσσω, ελέγχω

Συγγενικές λέξεις

αδάμαστα
αδάμαστος
ακαταδάμαστα
ακαταδάμαστος
δάμασμα
δαμαστής
δαμάστρια
θηριοδαμαστής
θηριοδαμάστρια
→ δείτε τις λέξεις δαμάλι και διαμάντι

Κλίση
Ενεργητική φωνή

Εξακολουθητικοί χρόνοι
πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. δαμάζω δάμαζα θα δαμάζω να δαμάζω δαμάζοντας
β' ενικ. δαμάζεις δάμαζες θα δαμάζεις να δαμάζεις δάμαζε
γ' ενικ. δαμάζει δάμαζε θα δαμάζει να δαμάζει
α' πληθ. δαμάζουμε δαμάζαμε θα δαμάζουμε να δαμάζουμε
β' πληθ. δαμάζετε δαμάζατε θα δαμάζετε να δαμάζετε δαμάζετε
γ' πληθ. δαμάζουν(ε) δάμαζαν
δαμάζαν(ε)
θα δαμάζουν(ε) να δαμάζουν(ε)
Συνοπτικοί χρόνοι
πρόσωπα Αόριστος Συνοπτ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Απαρέμφατο
α' ενικ. δάμασα θα δαμάσω να δαμάσω δαμάσει
β' ενικ. δάμασες θα δαμάσεις να δαμάσεις δάμασε
γ' ενικ. δάμασε θα δαμάσει να δαμάσει
α' πληθ. δαμάσαμε θα δαμάσουμε να δαμάσουμε
β' πληθ. δαμάσατε θα δαμάσετε να δαμάσετε δαμάστε
γ' πληθ. δάμασαν
δαμάσαν(ε)
θα δαμάσουν(ε) να δαμάσουν(ε)
Συντελεσμένοι χρόνοι
πρόσωπα Παρακείμενος Υπερσυντέλικος Συντελ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική
α' ενικ. έχω δαμάσει είχα δαμάσει θα έχω δαμάσει να έχω δαμάσει
β' ενικ. έχεις δαμάσει είχες δαμάσει θα έχεις δαμάσει να έχεις δαμάσει
γ' ενικ. έχει δαμάσει είχε δαμάσει θα έχει δαμάσει να έχει δαμάσει
α' πληθ. έχουμε δαμάσει είχαμε δαμάσει θα έχουμε δαμάσει να έχουμε δαμάσει
β' πληθ. έχετε δαμάσει είχατε δαμάσει θα έχετε δαμάσει να έχετε δαμάσει
γ' πληθ. έχουν δαμάσει είχαν δαμάσει θα έχουν δαμάσει να έχουν δαμάσει



Μεταφράσεις
δαμάζω

αγγλικά : tame (en), subdue (en), control (en)
γαλλικά : dompter (fr), domestiquer (fr), dominer (fr)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License