ART

 

Γεγονότα, Hμερολόγιο



αυτοκέφαλος

Ελληνικά

πτώση ενικός
ονομαστική αυτοκέφαλος αυτοκέφαλη αυτοκέφαλο
γενική αυτοκέφαλου αυτοκέφαλης αυτοκέφαλου
αιτιατική αυτοκέφαλο αυτοκέφαλη αυτοκέφαλο
κλητική αυτοκέφαλε αυτοκέφαλη αυτοκέφαλο
πτώση πληθυντικός
ονομαστική αυτοκέφαλοι αυτοκέφαλες αυτοκέφαλα
γενική αυτοκέφαλων αυτοκέφαλων αυτοκέφαλων
αιτιατική αυτοκέφαλους αυτοκέφαλες αυτοκέφαλα
κλητική αυτοκέφαλοι αυτοκέφαλες αυτοκέφαλα

Ετυμολογία

αυτοκέφαλος < ελληνιστική κοινή αὐτοκέφαλος

Επίθετο

αυτοκέφαλος, -η, -ο

(θρησκεία) (νομική) που έχει δική του διοίκηση και εξουσία, ανεξάρτητα από άλλο κέντρο διοίκησης και εξουσίας
(σπάνιο) αυτεξούσιος, ανεξάρτητος
(ιδιωματικό) ξεροκέφαλος

Συγγενικές λέξεις

αυτοκεφαλία
αυτοκέφαλο

Μεταφράσεις
αυτοκέφαλος

αγγλικά : autocephalous (en)(1)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License