ART

 

Γεγονότα, Hμερολόγιο



αυτοδημιούργητος

Ελληνικά

πτώση ενικός
ονομαστική αυτοδημιούργητος αυτοδημιούργητη αυτοδημιούργητο
γενική αυτοδημιούργητου αυτοδημιούργητης αυτοδημιούργητου
αιτιατική αυτοδημιούργητο αυτοδημιούργητη αυτοδημιούργητο
κλητική αυτοδημιούργητε αυτοδημιούργητη αυτοδημιούργητο
πτώση πληθυντικός
ονομαστική αυτοδημιούργητοι αυτοδημιούργητες αυτοδημιούργητα
γενική αυτοδημιούργητων αυτοδημιούργητων αυτοδημιούργητων
αιτιατική αυτοδημιούργητους αυτοδημιούργητες αυτοδημιούργητα
κλητική αυτοδημιούργητοι αυτοδημιούργητες αυτοδημιούργητα

Ετυμολογία

αυτοδημιούργητος < αυτο- + δημιουργώ + -τος ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική self-made)

Επίθετο

αυτοδημιούργητος, -η, -ο

που κατάφερε να επιτύχει στη ζωή του σε διάφορους τομείς (οικονομικό, κοινωνικό κ.λπ.) βασιζόμενος μόνο στις δικές του δυνάμεις κι όχι σε άλλους

Συγγενικές λέξεις

αυτοδημιούργημα
αυτοδημιουργία
αυτοδημιουργούμαι
αυτοδημιουργώ
→ δείτε τις λέξεις αυτός, δημιουργώ, δήμος και έργο

Μεταφράσεις
αυτοδημιούργητος

αγγλικά : self-made (en)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License