αηδονόλαλος
Ελληνικά
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | αηδονόλαλος | αηδονόλαλη | αηδονόλαλο |
γενική | αηδονόλαλου | αηδονόλαλης | αηδονόλαλου |
αιτιατική | αηδονόλαλο | αηδονόλαλη | αηδονόλαλο |
κλητική | αηδονόλαλε | αηδονόλαλη | αηδονόλαλο |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | αηδονόλαλοι | αηδονόλαλες | αηδονόλαλα |
γενική | αηδονόλαλων | αηδονόλαλων | αηδονόλαλων |
αιτιατική | αηδονόλαλους | αηδονόλαλες | αηδονόλαλα |
κλητική | αηδονόλαλοι | αηδονόλαλες | αηδονόλαλα |
Ετυμολογία
αηδονόλαλος < αηδονολαλώ
Επίθετο
αηδονόλαλος, -η, -ο
που έχει φωνή γλυκιά σαν του αηδονιού
Συνώνυμα
→ δείτε τη λέξη καλλίφωνος
Μεταφράσεις
αηδονόλαλος
→ δείτε τη λέξη καλλίφωνος
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License