.

Ετυμολογία

αγωγή < ἄγω

Ουσιαστικό

αγωγή θηλυκό

διαδικασία απόκτησης τρόπων συμπεριφοράς
διαπαιδαγώγηση, δηλαδή η απόκτηση καλών τρόπων συμπαριφοράς
(συνεκδοχικά) εκπαίδευση

σχολικό μάθημα ολυμπιακής αγωγής

(νομικός όρος) έγγραφο δικαστικής παρέμβασης για την επίλυση πολιτικού αδικήματος και ταυτόχρονα έννομης αξιώσεως
(νομικός όρος) ως δικονομική έννοια αποτελεί την διαδικαστική πράξη με την οποία αρχίζει η προδικασία της δίκης μέχρι και την έκδοση ευνοϊκής απόφασης, ουσιαστικά όμως η αγωγή ταυτίζεται και με την αξίωση προστασίας νομίμου δικαιώματος, διακρινόμενη έτσι α) σε προσωπική και β) σε πραγματική ή απρόσωπη.
(συνεκδοχικά) διαδικασία κατάθεσης της αγωγής
(φυσική); το φαινόμενο της μετάδοσης θερμότητας μέσα σ΄ ένα σώμα. π.χ. μιας μεταλλικής ράβδου.

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική αγωγή αγωγές
γενική αγωγής αγωγών
αιτιατική αγωγή αγωγές
κλητική αγωγή αγωγές

Δείτε επίσης

αγωγή

Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Creative Commons Attribution/Share-Alike License· μπορεί να ισχύουν και πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library