ART

 

Γεγονότα, Hμερολόγιο


άφευκτος

Ελληνικά

πτώση ενικός
ονομαστική άφευκτος άφευκτη άφευκτο
γενική άφευκτου άφευκτης άφευκτου
αιτιατική άφευκτο άφευκτη άφευκτο
κλητική άφευκτε άφευκτη άφευκτο
πτώση πληθυντικός
ονομαστική άφευκτοι άφευκτες άφευκτα
γενική άφευκτων άφευκτων άφευκτων
αιτιατική άφευκτους άφευκτες άφευκτα
κλητική άφευκτοι άφευκτες άφευκτα

Ετυμολογία

άφευκτος < αρχαία ελληνική ἄφευκτος < ἀ- στερητικό + φευκτός < φεύγω

Επίθετο

άφευκτος, -η, -ο

(λόγιο) που δεν μπορεί κάποιος να τον αποφύγει

αλλ' άφευκτος ο θάνατος, άφευκτος είναι (Κάλβος)

Συνώνυμα

αναπόδραστος
αναπότρεπτος
αναπόφευκτος

Συγγενικές λέξεις

άφευκτα
→ δείτε τις λέξεις φευκτός και φεύγω

Μεταφράσεις
άφευκτος

αγγλικά : unavoidable (en), inevitable (en), inescapable (en)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License