ART

 

Γεγονότα, Hμερολόγιο


αφερματίζω

Ελληνικά
Ετυμολογία

αφερματίζω < αφ- + έρμα + -ίζω

Ρήμα

αφερματίζω

(ναυτικός όρος): αφαιρώ έρμα από πλοίο ή σκάφος
(αεροπλοΐα): αφαιρώ έρμα από αερόστατο
(στρατιωτικός όρος): αφαιρώ υποβρύχιο εμπόδιο από τη θάλασσα, ή ποταμό
αφαιρώ από σιδηροδρομικό δίκτυο τα χαλίκια

Συνώνυμα

ξεσαβουρώνω

Κλίση
Ενεργητική φωνή

Εξακολουθητικοί χρόνοι
πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. αφερματίζω αφερμάτιζα θα αφερματίζω να αφερματίζω αφερματίζοντας
β' ενικ. αφερματίζεις αφερμάτιζες θα αφερματίζεις να αφερματίζεις αφερμάτιζε
γ' ενικ. αφερματίζει αφερμάτιζε θα αφερματίζει να αφερματίζει
α' πληθ. αφερματίζουμε αφερματίζαμε θα αφερματίζουμε να αφερματίζουμε
β' πληθ. αφερματίζετε αφερματίζατε θα αφερματίζετε να αφερματίζετε αφερματίζετε
γ' πληθ. αφερματίζουν(ε) αφερμάτιζαν
αφερματίζαν(ε)
θα αφερματίζουν(ε) να αφερματίζουν(ε)
Συνοπτικοί χρόνοι
πρόσωπα Αόριστος Συνοπτ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Απαρέμφατο
α' ενικ. αφερμάτισα θα αφερματίσω να αφερματίσω αφερματίσει
β' ενικ. αφερμάτισες θα αφερματίσεις να αφερματίσεις αφερμάτισε
γ' ενικ. αφερμάτισε θα αφερματίσει να αφερματίσει
α' πληθ. αφερματίσαμε θα αφερματίσουμε να αφερματίσουμε
β' πληθ. αφερματίσατε θα αφερματίσετε να αφερματίσετε αφερματίστε
γ' πληθ. αφερμάτισαν
αφερματίσαν(ε)
θα αφερματίσουν(ε) να αφερματίσουν(ε)
Συντελεσμένοι χρόνοι
πρόσωπα Παρακείμενος Υπερσυντέλικος Συντελ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική
α' ενικ. έχω αφερματίσει είχα αφερματίσει θα έχω αφερματίσει να έχω αφερματίσει
β' ενικ. έχεις αφερματίσει είχες αφερματίσει θα έχεις αφερματίσει να έχεις αφερματίσει έχε αφερματισμένο
γ' ενικ. έχει αφερματίσει είχε αφερματίσει θα έχει αφερματίσει να έχει αφερματίσει
α' πληθ. έχουμε αφερματίσει είχαμε αφερματίσει θα έχουμε αφερματίσει να έχουμε αφερματίσει
β' πληθ. έχετε αφερματίσει είχατε αφερματίσει θα έχετε αφερματίσει να έχετε αφερματίσει έχετε αφερματισμένο
γ' πληθ. έχουν αφερματίσει είχαν αφερματίσει θα έχουν αφερματίσει να έχουν αφερματίσει
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί)
Παρακείμενος έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) αφερματισμένο
Υπερσυντέλικος είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) αφερματισμένο
Συντελ. Μέλλ. θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) αφερματισμένο
Υποτακτική να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) αφερματισμένο
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (αμετάβατοι)
Παρακείμενος είμαι, είσαι, είναι αφερματισμένος - είμαστε, είστε, είναι αφερματισμένοι
Υπερσυντέλικος ήμουν, ήσουν, ήταν αφερματισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν αφερματισμένοι
Συντελ. Μέλλ. θα είμαι, θα είσαι, θα είναι αφερματισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι αφερματισμένοι
Υποτακτική να είμαι, να είσαι, να είναι αφερματισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι αφερματισμένοι

Μεταφράσεις
αφερματίζω

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License