ART

 

.

Η ίδρυση των Ελληνικών Κοινοτήτων στη Γερμανία ενισχύθηκε αναμφισβήτητα απ' τη ζωηρή κίνηση του ελληνογερμανικού εμπορίου, που απ' τα πολύ παλιά χρόνια αναφέρεται και είναι γνωστή. Οι εμπορικοί δεσμοί ανάμεσα στις δυο χώρες ήταν ανέκαθεν στενοί. Πληροφορίες σχετικές με το ελληνογερμανικό εμπόριο στα τέλη του ΙΗ' αιώνα δίνουν μα χαρακτηριστική εικόνα της πραγματικότητας, παρ' όλο που προέρχονται απ' το Γάλλο τότε πρόξενο στη Θεσσαλονίκη Φ. Μποζούρ και δεν είναι απίθανο να έχει αλλάξει σ' ορισμένα σημεία την αλήθεια.

Σύμφωνα με τις πληροφορίες αυτές απ' όλες τις ευρωπαϊκές χώρες που είχαν εμπορικές σχέσεις με την Ελλάδα, την πρώτη θέση κατείχε στα τέλη του ΙΗ' αιώνα η Γερμανία. Πολλοί ήταν οι λόγοι που οδήγησαν σ' αυτό το αποτέλεσμα. Πρώτα-πρώτα το γερμανικό εμπόριο με την Τουρκία ήταν ελεύθερο και δεν είχε τους περιορισμούς, που συναντούσαν οι έμποροι σε άλλα Κράτη. Έπειτα το ελληνογερμανικό εμπόριο το έκαναν κυρίως οι Έλληνες. Στη Θεσσαλονίκη υπήρχε ένα μόνιμο γερμανικό κατάστημα και ένας πρόξενος, που δεν ήταν βέβαια και πολύ απασχολημένος, γιατί δεν είχε αρκετή δουλειά. Τα ελληνικά εμπορεύματα, αφού έφταναν στη Γερμανία, συχνά κατέληγαν στις άλλες αγορές της Ευρώπης. Το μπαμπάκι μάλιστα μεταφερόταν δια ξηράς στο Σεμλίνο, απ' όπου με τα ποταμόπλοια του Δούναβη έφτανε στη Βιέννη, το γνωστό μεγάλο διαμετακομιστικό κέντρο. Απ' εκεί το μπαμπάκι μοιραζόταν σ' ολόκληρη τη Γερμανία καιτη Βόρεια Ελβετία. Άλλα κέντρα, όπου έφτανε το μακεδονικό μπαμπάκι, ήταν η Όρσοβα, στο Βάνατο του Τεμεσβάρ και οι πόλεις Χέρμανστντ και Μπρασάου της Τρανσυλβανίας.

Εκτός απ' τη Θεσσαλονίκη, το γερμανικό εμπόριο ήταν γνωστό σ' όλη την υπόλοιπη Ελλάδα. Ο Μποζούρ υπολογίζει ότι η Γερμανία έφερνε απ' την Ελλάδα είδη αξίας πέντε περίπου εκατομμυρίων πιαστρών. Το ένα τρίτο απ' αυτό οι Γερμανοί τα πλήρωναν με προϊόντα της βιομηχανίας τους - μάλλινα και μπαμπακερά υφάσματα - και τ' άλλα δύο τρίτα σε νόμισμα τάλιρα και τσεκίνια. Ο Μποζούρ ισχυρίζεται ακόμη ότι παλιότερα στην Ελλάδα και στην Ανατολή γενικότερα, στην αποστολή μάλλινων λεπτών υφασμάτων που ήταν γνωστό με τ' όνομα "Λόντρες", κυριαρχούσαν οι Άγγλοι. Οι Γερμανοί όμως και οι Γάλλοι βιομήχανοι τους μιμήθηκαν και κατόρθωσαν να τα πουλούν σε χαμηλότερη τιμή. Τα Γερμανικά υφάσματα ήταν πιο στέρεα απ' τα γαλλικά, αλλά κατώτερα απ' αυτά στην εμφάνιση και στους χρωματισμούς. Το 1785 ήρθαν για πρώτη φορά στην Ανατολή μάλλινα γερμανικά υφάσματα, που δε συνάντησαν στην αρχή καλή υποδοχή απ' τον κόσμο της αγοράς, αλλά σιγά-σιγά κατόρθωσαν να επιβληθούν και να εκτοπίσουν τα γαλλικά υφάσματα, τα μόνα συναγωνίσιμα παλιότερα των αγγλικών υφασμάτων.

Η Γαλλική Επανάσταση, που προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση στη βιομηχανία, έγινε αφορμή να διαδοθούν ακόμη περισσότερο τα γερμανικά υφάσματα. Στην Τουρκία τα έλεγαν "υφάσματα της Λειψίας", γιατί απ' την αγορά της Λειψίας έφταναν στην Ελλάδα όχι σε μεγάλα τόπια όπως τα γαλλικά και αγγλικά υφάσματα, αλλά σε κομμάτια που έφταναν το καθένα για μια ενδυμασία. Οι Γερμανοί έμποροι, όπως βεβαιώνει ο Γάλλος πρόξενος στη Θεσσαλονίκη, είχαν την εξυπνάδα να συμβουλεύονται τα γούστα των πελατών για τα χρώματα των υφασμάτων, αφού κατάλαβαν ότι όταν αρέσει το χρώμα στον Ανατολίτη, δεν κοιτάζει την ποιότητα. Οι Γερμανοί που ήρθαν τελευταίοι στην Ελληνική αγορά, προσπάθησαν να κερδίσουν το χαμένο καιρό, αντιγράφοντας τους Γάλλους και τους Άγγλους που έφερναν είδη αγαπητά στο λαϊκά στρώματα. Έτσι έφτιαξαν κι αυτοί μάλλινα εκλεκτά, όπως τ' αγγλικά υφάσματα, τα ονομαζόμενα "Μαχούντς" και τα βενέτικα σάλια. Εκείνη την εποχή τα εισαγόμενα μάλλινα γερμανικά υφάσματα ήταν για κάθε χρόνο αξίας 800.000 πιαστρών.

Τα μπαμπακερά υφάσματα της Γερμανίας κατόρθωσαν να εισαχθούν στην Ελλάδα μετά την κήρυξη της Γαλλικής Επανάστασης, όταν τα εργοστάσια της Μασσαλίας, που έως τότε προμήθευαν τα είδη αυτά, έκλεισαν. Οι "ινδιάνες" που ξοδεύονταν στην Ελλάδα ήταν του εργοστασίου του Πλάβεν στη Βόιτκλαντ και γνωστές με τ' όνομα "Καλάνκας". Μεγαλύτερη κατανάλωση είχαν οι μουσελίνες, που κατασκευάζονταν στη Σαξωνία, τη Βοημία και την Άνω Αυστρία, όπως και στα καντόνια του Σαιν Γκαλ και Αππενζέλ. Ήταν κοινής ποιότητας, κατασκευασμένες από μπαμπάκι ελληνικό. Απ' τη Γερμανία έφερναν οι Έλληνες έμποροι και 20.000 κομμάτια κάθε χρόνο. Επίσης έφερναν μονόχρωμα υφάσματα για ασπρόρουχα, σεντόνια και άλλα σκεπάσματα. Κάθε χρόνο έφερναν 1.100 έως 1.200 τόπια περίπου αυτών των υφασμάτων, με αποτέλεσμα η εισαγωγή μπαμπακερών ειδών ν' αντιπροσωπεύει περίπου το ποσόν των 385.750 πιαστρών.

Μεγάλη κίνηση είχε και το εμπόριο των γυαλικών. Στην Ανατολή παλιότερα κυριαρχούσε σ' αυτό το είδος του εμπορίου η Βενετία, που με τα λαμπρά της πράγματι γυαλικά είχε την πρώτη θέση και στην ελληνική αγορά. Ξαφνικά όμως τα γυαλικά της Βοημίας έγιναν ένας σοβαρός ανταγωνιστής και οι εισαγωγές απ' τη Βενετία μειώθηκαν. Οι Γερμανοί είχαν και την ευκολία να μεταφέρουν τα γυαλικά και δια ξηρός, πράγμα που εξασφάλιζε τα είδη τους απ' τις μεγάλες ζημιές, αλλά χαμήλωνε και το κόστος. Συσκευασμένα καλά μέσα σε κιβώτια με σανό τα γυαλικά έφταναν στον προορισμό τους χωρίς να σπάνε. Οι γυρολόγοι, όπως συνηθιζόταν εκείνη την εποχή, φόρτωναν τα γυαλικά στη Γερμανία και έφταναν στην Ελλάδα, όπου περιόδευαν όλες τις περιοχές της για να πουλήσουν το εμπόρευμά τους. Σε μια στατιστική σχετική με τα εισαγόμενα εκείνα τα χρόνια γερμανικά γυαλικά, αναφέρεται ότι έφτασαν στην Ελλάδα κάποτε 120 κιβώτια με χρυσωμένα βάζα προς 600 πιάστρα το κιβώτιο, 150 κιβώτια κοινά βάζα προς 150 πιάστρα το κιβώτιο και 140 κιβώτια τζάμια προς 300 πιάστρα το κιβώτιο.

Από επίσημα στοιχεία μαθαίνουμε ότι οι έμποροι έφερναν απ' τη Γερμανία πολυελαίους, λάμπες, φανούς, ποτήρια, μπουκάλια, βάζα για γλυκά και σερμπέτια κι άλλα πολλά. Η γαλλική πορσελάνη αναγκάστηκε να υποχωρήσει μπροστά στη γερμανική, που, αν δεν μπορούσε να συναγωνιστεί την ωραιότητα της πορσελάνης των Σεβρών, κατόρθωσε όμως να την προσφέρει σε χαμηλή τιμή. Όπως ήταν φυσικό, επειδή η αγορά δεν άντεχε πολύ ακριβά πράγματα, εισάγονταν όχι πορσελάνες απ' τη Δρέσδη και το Βερολίνο - απ' αυτές πήγαιναν μόνον μερικές στην Κωνσταντινούπολη - αλλά πορσελάνες Φραγκεντάλ και Βιέννης, που ήταν κατώτερης ποιότητας, μα και πολύ φτηνές. Η αξία των εισαγομένων κάθε χρόνο ξεπερνούσε τις 40.000 πιάστρες.

Και ένας άλλος τομέας του εμπορίου μεταξύ Ελλάδος και Γερμανίας έχει ενδιαφέρον. Μας τον περιγράφει κι αυτόν ο Μποζούρ, γι' αυτό τα στοιχεία του δίνουμε πάντα με επιφύλαξη. Λέγει, λοιπόν ότι οι Γερμανοί δεν κατόρθωσαν να εκτοπίσουν τους Άγγλους εμπόρους του ατσαλιού, γιατί εκείνη την εποχή το ατσάλι της Αγγλίας ήταν καλύτερο. Ωστόσο απ' τη Γερμανία εισάγονταν ατσάλινα είδη αξίας 54.000 πιαστρών. Πολύ περισσότερα ήταν τα είδη από χαλκό και γενικά είδη κουζίνας και οικιακής χρήσεως, που τα περισσότερα κατασκευάζονταν στο εργοστάσιο του Νόϋβιντ. Τα είδη αυτά τα έδιναν με την οκά. Επίσης απ' τη Γερμανία έφερναν μεγάλες ποσότητες από χρυσά και ασημένια κορδόνια και γαλόνια, που χρησιμοποιούσαν οι γυναίκες για να στολίζουν τα μαντήλια του κεφαλιού και τα φορέματά τους.

Είναι άξιο να σημειωθεί ότι ολόκληρο σχεδόν το εμπόριο μεταξύ Τουρκίας και Γερμανίας, περνούσε απ' τα χέρια ικανών Ελλήνων, που ήταν εγκατεστημένοι στη Γερμανική Αυτοκρατορία και διατηρούσαν καταστήματα στις κυριότερες και πιο μεγάλες πόλεις. Η Βιέννη και η Θεσσαλονίκη ήταν οι δυο πελώριες αποθήκες του εμπορίου μεταξύ της Ελλάδας και της Γερμανίας. Κάποτε μάλιστα η Θεσσαλονίκη έχασε τα προνόμιά της αυτά, γιατί οι δαιμόνιοι γερμανοί έμποροι κατόρθωσαν να στείλουν τα εμπορεύματά τους και στην τελευταία ακόμη γωνιά της ελληνικής γης χωρίς να μεσολαβεί η Θεσσαλονίκη σαν κέντρο διαμετακομιστικό.

Ο Μποζούρ γράφει σε κάποιο άλλο σημείο ότι απόπειρα εισαγωγής γουναρικών και φεσιών απ' τη Γερμανία στην Ελλάδα απέτυχε, γιατί τα είδη αυτά οι Έλληνες είχαν συνηθίσει να τ' αγοράζουν απ' τις άλλες αγορές της Ευρώπης και δεν αποφάσιζαν εύκολα ν' αλλάξουν. Παρά τις προσπάθειές της η Γερμανία δεν μπόρεσε να ισορροπήσει το εισαγωγικό με το εξαγωγικό της εμπόριο με την Ελλάδα και η διαφορά έμενε μεγάλη, σε σημείο που την υποχρέωνε ν' αγοράζει είδη αξίας 4.663.000 πιαστρών, ενώ έστελνε στην Ελλάδα εμπορεύματα αξίας 1.544.550 πιαστρών το χρόνο.

Το μπαμπάκι είχε πάντα την πρώτη θέση στην εξαγωγική προσπάθεια της Ελλάδας, εκείνα τα χρόνια, όπως τουλάχιστο βεβαιώνει ο γάλλος πρόξενος στη Θεσσαλονίκη Μποζούρ. Στη Γερμανία οι Έλληνες πουλούσαν 30.000 δέματα των 100 οκάδων. Απ' αυτά τα 10.000 ήταν βαμμένα με κόκκινο χρώμα, στα περίφημα βαφεία της Θεσσαλίας, έφταναν στη Γερμανία και από εκεί τα έστελναν στη Σουηδία, στην Πολωνία και στη Ρωσία. Η αξία του μπαμπακιού και των νημάτων που έπαιρνε η Γερμανία έφτανε το ποσό των 3.000.000 πιαστρών. Επίσης στη Βιέννη ήταν περιζήτητα τα βαμμένα ελληνικά νήματα, γιατί ήταν όχι μόνον πολύ στερεά, αλλά και φτηνά.

Ενδιαφέροντα είναι και τα στοιχεία για τις εξαγωγές του ελληνικού καπνού στα μακρινά εκείνα χρόνια. Φορτώματα με φύλλα καπνού μεταφέρονταν κάθε χρόνο για τη γερμανική αγορά και ο Μποζούρ υπολογίζει ότι τελικά οι Έλληνες έστελναν περίπου 10.000-12.000 δέματα, που έκαναν πολλά λεφτά, αλλά οι Γερμανοί τα πλήρωναν, γιατί τους άρεσε ο ελληνικός καπνός. Ο Αυτοκράτορας της Αυστρίας Ιωσήφ ο Β' δεν μπορούσε να χωνέψει τις μεγάλες αυτές σπατάλες που γίνονταν στο Κράτος του για την αγορά του καπνού. Έτσι αποφάσισε να επιβάλλει την καλλιέργειά του στην Ουγγαρία, όπου του είπαν ή και νόμιζε ο ίδιος, ότι το έδαφος ήταν κατάλληλο. Ο Μποζούρ βεβαιώνει ότι οι ελπίδες και οι προσπάθειες του Αυτοκράτορα Ιωσήφ δεν καρποφόρησαν, αλλά και το εμπόριο του καπνού δεν πήγε πολύ καλά, αφού στα τέλη του ΙΗ' αιώνα είναι βέβαιο ότι στη Γερμανία τουλάχιστον το εμπόριο του καπνού είχε σχεδόν σβήσει.

Η κορινθιακή σταφίδα, που πάντα βοήθησε την Ελλάδα στην προσπάθειά της να αποκτήσει εξαγωγικό εμπόριο, έφτανε σε μικρή βέβαια ποσότητα από εκείνη την εποχή στη Γερμανία. Το λιμάνι του Αμβούργου ήταν και τότε το κέντρο των εισαγωγών και η σταφίδα έφτανε σε ποσότητα 6.000 περίπου οκάδων το χρόνο. Στο Αμβούργο έστελναν οι Έλληνες με τα καράβια και μερικές ποσότητες από πολύτιμο μετάξι, μαροκινά δέρματα, της γνωστής ποιότητας "Κόρντονα", και άλλα πολλά είδη, που η αξία τους έφτανε στα τελευταία χρόνια του ΙΗ' αιώνα τα 4.663.000 πιάστρες το χρόνο.

Οι εμπορικές συναλλαγές της Γερμανίας με τα Αμπελάκια, τη γνωστή μικρή πόλη της Θεσσαλίας, όπου για πρώτη φορά στην Ευρώπη άρχισε η πρακτική εφαρμογή του συνεταιρικού συστήματος παραγωγής και καταναλώσεως, έχουν ξεχωριστό ενδιαφέρον. Τα Αμπελάκια βρίσκονταν στις πλαγιές του βουνού Όσσα, ανάμεσα στη Λάρισα και στη θάλασσα, κοντά στην όχθη του μεγάλου ποταμού Πηνειού, που διασχίζει ολόκληρο σχεδόν το Θεσσαλικό κάμπο. Στα τέλη του ΙΗ' αιώνα η μικρή αυτή πολιτεία βρισκόταν σε άνθηση οικονομική, χάρη στα συνεταιριστικά της εργαστήρια μπαμπακιού και βαφής νημάτων. Σωστές φίλεργες μέλισσες οι 4.000 κάτοικοι είχαν για κυβερνήτη τους τον Πρωτόγερο και μια επιτροπή Προεστών. Οι γυναίκες εργατικές κι αυτές έστριβαν με τη ρόκα το νήμα και οι άντρες τα έβαφαν. Φαίνεται απίθανο, αλλά είναι πέρα για πέρα αληθινό, ότι υπήρχαν εκείνα τα χρόνια στ' Αμπελάκια 24 εργαστήρια- βαφεία, που ετοίμαζαν κάθε χρόνο περισσότερα από 2.500 δέματα των 100 οκάδων. Ολόκληρη αυτή η ποσότητα έφτανε στη Γερμανία, ύστερα από πολλών ημερών ταξίδι και μοιραζόταν στη Λειψία, στη Δρέσδη, στη Βιέννη και σ' άλλες πόλεις.

Οι έμποροι στ Αμπελάκια είχαν γραφεία και καταστήματα σε παρά πολλές πόλεις και σ' αυτά πήγαιναν οι Γερμανοί βιομήχανοι για να κανονίσουν τις παραγγελίες τους. Τα εργαστήρια στην αρχή ήταν χωρισμένα και το καθένα δούλευε για δικό του λογαριασμό. Οι έμποροι όμως κατάλαβαν πολύ σύντομα ότι ο ανταγωνισμός μεταξύ τους ήταν σε βάρος τους, γι' αυτό κι αποφάσισαν να φτιάξουν μια συνεργατική εταιρία, που να περιλάβει όλα τα εργαστήρια. Έτσι κι έγινε, αλλά η σύμπνοια δε διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με αποτέλεσμα στα τελευταία χρόνια του ΙΗ' αιώνα να διαλυθεί ο συνεταιρισμός στ Αμπελάκια και σιγά-σιγά η βιομηχανία τους να σβήσει. Τα ελληνικά βαμμένα νήματα τα προτιμούσαν στη Γερμανία γι' αυτό και στις αρχές του τελευταίου τέταρτου του ΙΗ' αιώνα ο Βιεννέζος κόμης του Στάρεμπεργκ, εγκατέστησε στη Θεσσαλονίκη εμπορικό γραφείο και ίδρυσε εργαστήρια βαφής νημάτων στις Σέρρες, στη Λάρισα και σε άλλες περιοχές της Θεσσαλίας. Τα βαμμένα νήματα τα έστελνε στη Βιέννη, απ' όπου διοχετεύονταν στις γερμανικές πόλεις.

Εγκυκλοπαίδεια Οικονομίας

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License