ART

 

.

Ο Πέτρος Α' ήταν Βασιλιάς της Κύπρου για μια δεκαετία, από το 1359 μέχρι το θάνατό του το 1369. Ήταν, ίσως, ο σημαντικότερος από τους Λουζινιανούς βασιλιάδες της Κύπρου, τουλάχιστον από στρατιωτική πλευρά, τομέα στον οποίο είχε σημαντικές όσο κι εντυπωσιακές επιτυχίες αλλά και ιδιαίτερα μεγαλεπήβολα σχέδια, τα οποία δεν κατόρθωσε να πραγματοποιήσει, μεταξύ άλλων εξαιτίας και του γεγονότος ότι ο παράφορος χαρακτήρας του τον οδήγησε σε σοβαρές εσωτερικές έριδες. Γι' αυτό το λόγο, εξάλλου, πέθανε και πρόωρα, σε ηλικία 40 χρόνων, δολοφονημένος από τους ίδιους τους ευγενείς του βασιλείου του. Δολοφονήθηκε στο υπνοδωμάτιό του το 1369. Είχε γεννηθεί το 1329.

Διαδοχή στη βασιλική οικογένεια

Ο Πέτρος Α' ήταν δευτερότοκος γιος του βασιλιά της Κύπρου Ούγου Δ' και της δεύτερης συζύγου του, της Αλίκης ντ' Ιμπελέν, της μεγάλης μεσαιωνικής οικογένειας των Ιβελίνων. Ο Ούγος Δ' (1324-1359) είχε πολλά παιδιά με πρωτότοκο τον Γκι, πρίγκιπα της Γαλιλαίας, δευτερότοκο τον Πέτρο, επίσης τον Ιωάννη, πρίγκιπα της Αντιόχειας, τον Ιάκωβο, αργότερα βασιλιά της Κύπρου (1382-1398), την Εχίβη, που παντρεύτηκε τον Φερδινάνδο της Μαγιόρκας, κ.α.

Κανονικά νόμιμος διάδοχος του Ούγου Δ' στο θρόνο της Κύπρου ήταν ο πρωτότοκος γιος του, ο Γκι (Γουΐδος). Όμως ο Γκι, ο οποίος είχε νυμφευτεί τη Γαλλίδα Μαρία των Βουρβόνων, είχε πεθάνει πριν από τον πατέρα του, γι' αυτό και δεν μπορούσε να θεωρηθεί κληρονόμος του Ούγου Δ'. Ο γιος του Γκι, που επίσης λεγόταν Ούγος, είχε προβάλει απαιτήσεις για το θρόνο της Κύπρου, με το δικαιολογητικό ότι το θρόνο της Κύπρου κληρονομούσε ο πρωτότοκος γιος, του οποίου κληρονόμος ήταν ο ίδιος. Οι απαιτήσεις του όμως απορρίφτηκαν με το αιτιολογικό ότι ο πατέρας του δεν μπορούσε να ήταν κληρονόμος ανθρώπου που είχε ζήσει περισσότερο από τον ίδιο, αφού είχε πεθάνει πιο πριν από εκείνον που θα κληρονομούσε και συνεπώς δεν υπήρχε κληρονομιά που να μεταφερόταν στον ίδιο.

Επειδή υφίστατο, πάντως, το νομικό αυτό ζήτημα διαδοχής του Ούγου Δ' στο θρόνο της Κύπρου, γι' αυτό ο Ούγος Δ' έσπευσε να στέψει το γιο του Πέτρο ως βασιλιά της Κύπρου (να τον αναγνωρίσει δηλαδή ως νόμιμο διάδοχό του) από τα τέλη του 1358. Το γεγονός σημειώνει ο μεσαιωνικός χρονογράφος Λεόντιος Μαχαιράς [1].
Γέννηση και, ανατροφή και στέψη

Ο Λεόντιος Μαχαιράς αφιερώνει ένα αρκετά μεγάλο μέρος του Χρονικού του [2] στα γεγονότα της δεκαετίας κατά την οποία βασίλεψε ο Πέτρος Α' (1359-1369). Το έργο του αποτελεί, συνεπώς, μια από τις βασικές πηγές για τα έργα και τις ημέρες του βασιλιά αυτού.

Γεννήθηκε το 1329. Πέρασε, σύμφωνα με όσα γράφει ο Μαχαιράς, μια σοβαρή ασθένεια, την καρτάνα (τεταρταίος πυρετός) και θεραπεύτηκε, αφού πήγε κι ήπιε αγίασμα από την εκκλησία των Αγίων Κυπριανού και Ιουστίνης στο χωριό Μένοικον. Όταν γεννήθηκε, του απονεμήθηκε από τον πατέρα του ο τίτλος του κόμητα της Τρίπολης.

Το 1349, σε ηλικία 20 χρόνων, έφυγε κρυφά από την Κύπρο μαζί με τον αδελφό του Ιωάννη για την Ευρώπη, επειδή ήθελε να γνωρίσει τη Δύση και "να γευθεί την ξενητειά", η οποία είναι πολλά γλυκεία εις εκείνους όπου δεν την εγευτήσαν και πολλά πικρή εις εκείνους όπου την είδασιν"[3]. Ο βασιλιάς Ούγος έκανε το βασίλειο ανάστατο εξαιτίας του γεγονότος αυτού κι έστειλε καράβια να βρουν και να φέρουν πίσω τα παιδιά του. Όταν το πέτυχε, τους φυλάκισε και τους δύο επειδή είχαν φύγει χωρίς την άδειά του.

Σε σχετικά νεαρή ηλικία ο Πέτρος νυμφεύτηκε την ευγενή Εχίβη ντε Μοντφόρτ, η οποία όμως δεν έζησε πολύ. Μετά το θάνατό της, νυμφεύτηκε το 1353 μια δυναμική Ισπανίδα που, ως σύζυγός του, έγινε αργότερα βασίλισσα της Κύπρου. Επρόκειτο για την Ελεονόρα της Αραγωνίας, που μαζί της απέκτησε τρία παιδιά: τον Πέτρο, αργότερα βασιλιά της Κύπρου (1369- 1382), ένα δεύτερο παιδί που δε σώθηκε το όνομά του και τη Μαργαρίτα, που παντρεύτηκε τον ξάδελφό της Ιάκωβο, κόμητα της Τρίπολης (γιο του Ιωάννη, πρίγκιπα της Αντιόχειας).

Ως βασιλιάς, ο Πέτρος Α' διακρίθηκε ως ικανότατος στρατιωτικός αρχηγός, αλλά και για τον παράφορο χαρακτήρα του, που τον οδήγησε σε σύναψη πολλών ερωτικών δεσμών αλλά και σε αυταρχικότητες, ακόμη και σε ακρότητες, με αποτέλεσμα να έρθει σε αγεφύρωτη ρήξη με τους ευγενείς του βασιλείου του.

Οι στρατιωτικές του επιτυχίες ήταν θεαματικές. Στις μέρες του, η Κύπρος είχε γίνει σημαντική στρατιωτική δύναμη με κατακτήσεις στη νότια Μικρά Ασία κι εκστρατείες που έφτασαν μέχρι και την Αίγυπτο, όπου η Αλεξάνδρεια πολιορκήθηκε, αλώθηκε και λεηλατήθηκε από κυπριακές δυνάμεις.

Πόλεμοι κατά των Τούρκων

Η Κύπρος, επειδή περιβαλλόταν από χώρες στις οποίες είχαν κυριαρχήσει οι Μωαμεθανοί (από τη Μικρά Ασία στα βόρεια του νησιού μέχρι την Παλαιστίνη και τους Αγίους Τόπους στα ανατολικά και νοτιοανατολικά και μέχρι την Αίγυπτο στα νότια) είχε γίνει το "προκεχωρημένο φυλάκιο" των χριστιανικών δυτικών δυνάμεων στην Ανατολή, μετά την εκδίωξη των Λατίνων ιδίως από την Παλαιστίνη στο δεύτερο μισό του προηγούμενου αιώνα.

Ο Πέτρος Α' είχε συνειδητοποιήσει την όλη σημασία του βασιλείου του, που υφίστατο ως "σφήνα" στην Ανατολική Μεσόγειο, κι είχε θεωρήσει ως σημαντική αποστολή για τον ίδιο τον αγώνα κατά των Μουσουλμάνων. Πιθανότατα έτρεφε και τη μεγάλη φιλοδοξία να ανακτήσει το χαμένο βασίλειο της Ιερουσαλήμ, που ανήκε κι αυτό στους Λουζινιανούς βασιλιάδες της Κύπρου, οι οποίοι εξακολουθούσαν να στέφονται στην Αμμόχωστο και ως βασιλιάδες των Ιεροσολύμων.

Ήταν φανερό ότι το βασίλειο της Κύπρου, επειδή ήταν νησί, δε διέτρεχε τότε θανάσιμο κίνδυνο από τους μη Χριστιανούς των γύρω χωρών, οι οποίοι δε διέθεταν τα απαραίτητα μέσα, όπως ισχυρό ναυτικό, για να αποτελούν ιδιαίτερα σοβαρή απειλή. Οι επιδρομές που γίνονταν ήταν περισσότερο περιορισμένες πειρατικές ενέργειες παρά μεγάλης κλίμακας εισβολή, που για πρώτη φορά διενεργήθηκε από τους Αιγυπτίους σχεδόν ένα αιώνα αργότερα, το 1425-1426.

Όμως, ο Πέτρος έκρινε πως η Κύπρος μπορούσε κι έπρεπε να επιτεθεί αντί ν' αναμένει να της επιτίθενται. Η αρχή έγινε στις αρχές του 1360 με την Κώρυκο, οχυρωμένο λιμάνι της Μικρής Αρμενίας, απέναντι από τη βόρεια ακτή της Κύπρου. Ας σημειωθεί ότι και στη Μικρά Ασία απλώνονταν οι φιλοδοξίες του Πέτρου, αφού το βασίλειο της Μικρής Αρμενίας, που είχε σχεδόν διαλυθεί εξαιτίας των επιτυχιών των Τούρκων που προέλαυναν, σχετιζόταν στενά με το βασίλειο της Κύπρου, λόγω του ότι με τη σύναψη γάμων, η βασιλική οικογένεια της Μικρής Αρμενίας ήταν συγγενής με τη βασιλική οικογένεια των Λουζινιανών της Κύπρου.

Το Γενάρη, λοιπόν, του 1360, οι κάτοικοι της Κωρύκου έστειλαν εκπροσώπους τους στην Κύπρο για να ζητήσουν από το βασιλιά Πέτρο να τους προστατεύσει. Η Κώρυκος αντιμετώπιζε την άμεση απειλή των Τούρκων κι είχε και λίγο πιο πριν ζητήσει την υποστήριξη του βασιλιά Ούγου, η οποία όμως δε δόθηκε. Τώρα, η Κώρυκος επανερχόταν, με αίτημα να μπει υπό την εξουσία του βασιλιά της Κύπρου. Ο Πέτρος θεώρησε ως ευκαιρία αλλά και πλεονέκτημα για την Κύπρο να κατέχει αυτό το σημαντικό προγεφύρωμα στη Μικρά Ασία. Έτσι, αμέσως ανταποκρίθηκε θετικά κι ανέλαβε να κατέχει και να υπερασπίζεται την Κώρυκο, στην οποία κι έστειλε στρατιωτική ενίσχυση με αρχηγό τον ιππότη Ρομπέρτο ντε Λουζινιάν. Οι Τούρκοι αντέδρασαν στην κατάληψη της Κωρύκου από τους Κυπρίους, αλλά οι συχνές επιθέσεις τους αποκρούονταν με επιτυχία.

Η κατάληψη της Κωρύκου θορύβησε τους διάφορους ανεξάρτητους Μωαμεθανούς ηγεμόνες της Μικράς Ασίας, όπως το μεγάλο Καραμάνο και τους εμίρηδες της Αλλαγίας και του Κανδηλόρου, που συνασπίστηκαν κατά του Πέτρου, σχεδιάζοντας μάλιστα να επιτεθούν και στην ίδια την Κύπρο, αφού συγκέντρωναν αρκετά καράβια. Ο Πέτρος εξόπλισε αμέσως τις δικές του γαλέρες, ζητώντας επίσης και ναυτική ενίσχυση από τους Ιωαννίτες Ιππότες της Ρόδου, οι οποίοι ανταποκρίθηκαν με 4 γαλέρες. Κλήθηκαν επίσης, από τον Πέτρο, να έρθουν μαζί του κι άλλοι που διέθεταν καράβια και πληρώματα: Ευρωπαίοι τυχοδιώκτες, καθώς και πειρατές, ενώ ο Πάπας έστειλε 2 γαλέρες.

Έτσι, τον Ιούλη του 1361 ο Πέτρος διέθετε μια δύναμη από 120 καράβια, στα οποία επιβιβάστηκε και το στράτευμά του. Με τη δύναμη αυτή, ο Πέτρος έπλευσε στη Μικρά Ασία, προλαβαίνοντας να επιτεθεί πρώτος αυτός. Στις 23-24 Αυγούστου του 1361, ο κυπριακός στόλος και στρατός έφτασε στην Αττάλεια. Ο Πέτρος προσωπικά ήταν επικεφαλής της επίθεσης κατά της σημαντικής αυτής πόλης, που την κατέλαβε το απόγευμα της 24ης Αυγούστου του 1361.

Η πρώτη αυτή μεγάλη νίκη του Πέτρου καταθορύβησε τους λοιπούς εμίρηδες της περιοχής, που έσπευσαν να ζητήσουν τη σύναψη ειρήνης μαζί του, προσφερόμενοι μάλιστα να καταβάλλουν στην Κύπρο ετήσιο φόρο υποτέλειας. Ο Πέτρος δέχτηκε την προσφορά κι έστειλε τα σύμβολα και λάβαρά του ν' αναρτηθούν στις διάφορες πόλεις της νότιας Μικράς Ασίας. Ο ίδιος, αφού παρέμεινε στην Αττάλεια μέχρι τις 8 Σεπτεμβρίου 1361, μετέβη στη συνέχεια με το στρατό του στην Αλλαγία. Εκεί, ο εμίρης της πόλης βγήκε και τον προσκύνησε παραδίδοντάς του τα κλειδιά του κάστρου του και πολλά δώρα. Το ίδιο συνέβη και με άλλο ηγεμόνα της περιοχής, το Μονοβγάτη. Έτσι, τροπαιοφόρος ο Πέτρος γύρισε στην Κύπρο στις 22 Σεπτεμβρίου 1361.

Στο μεταξύ, ο εμίρης της Αττάλειας, Τεκές, αφού έχασε την πόλη του, συγκέντρωσε ξανά στρατό και με επανειλημμένες επιθέσεις προσπαθούσε να την ανακαταλάβει. Δόθηκαν επανειλημμένα σκληρές μάχες και οι Κύπριοι κατόρθωσαν να κρατήσουν την πόλη αυτή και μάλιστα να κυριεύσουν κι ένα φρούριο ακόμη στην περιοχή των Μύρων.
Μεγάλη περιοδεία στην Ευρώπη

Στο μεταξύ, ο βασιλιάς Πέτρος αντιμετώπιζε ακόμη σοβαρό πρόβλημα αναγνώρισής του ως κατόχου του θρόνου της Κύπρου, αφού ο αντεκδικητής ανεψιός του, Ούγος, είχε προσφύγει στον Πάπα, υποστηριζόμενος κι από το βασιλιά της Γαλλίας. Αφού πιο πριν ο Πέτρος είχε στείλει στον Πάπα εκπροσώπους του ευγενείς να υποστηρίξουν την υπόθεσή του χωρίς αποτέλεσμα, τώρα υπήρξε ανάγκη να παρουσιαστεί ο ίδιος εκεί. Στο τέλος του Οκτωβρίου του 1362 αναχώρησε από την Πάφο για τη Ρόδο και τη Βενετία, όπου έγινε δεκτός με τιμές. Τελικά πήγε στην Αβινιόν, έδρα των Παπών εκείνη την περίοδο, και παρουσιάστηκε στον Πάπα Ιννοκέντιο ΣΤ'. Εκεί, παρουσιάστηκε κι ο αντεκδικητής του θρόνου της Κύπρου και τελικά η διαφορά επιλύθηκε: ο Πέτρος αναγνωρίστηκε ως βασιλιάς κι ο Ούγος εξασφάλισε ένα υψηλό ετήσιο επίδομα.

Ο Πέτρος, επωφελούμενος από το ταξίδι του αυτό στην Ευρώπη, προσπάθησε να πείσει τους ισχυρούς ηγεμόνες της να τον ενισχύσουν, διοργανώνοντας μια νέα μεγάλη σταυροφορία για απελευθέρωση των Αγίων Τόπων και του βασιλείου των Ιεροσολύμων που του ανήκε. Το ζήτημα αυτό ο Πέτρος συζήτησε με το νέο Πάπα που είχε εκλεγεί τότε, μετά το θάνατο του προηγούμενου, που ήταν ο Πάπας Ουρβανός Ε'. Για τον ίδιο λόγο ταξίδεψε στην Αγγλία, στη Γερμανία, στη Γαλλία, ενώ επισκέφτηκε και ισχυρές πόλεις όπως η Γένουα, η Βενετία και η Πράγα. Συναντήθηκε με αρκετούς μονάρχες, παρατείνοντας αρκετά την περιοδεία του. Στο Λονδίνο είχε γίνει η γνωστή συνάντηση των πέντε βασιλιάδων: Κύπρου, Αγγλίας, Σκωτίας, [[Γαλλία|Γαλλίας] και Δανίας[4]. Αν και όμως παντού γινόταν δεκτός με τιμές και με ακριβά δώρα, ωστόσο δεν κατόρθωσε να πείσει τους μονάρχες αυτούς να συμμετέχουν σε μια νέα πανευρωπαϊκή και παγχριστιανική περιπέτεια στην Ανατολή.

Στο μεταξύ, η Κύπρος, που διοικούνταν από τον πρίγκιπα Ιωάννη, αδελφό του Πέτρου, αντιμετώπιζε προβλήματα: μια μεγάλη επιδημία το 1363 αφάνισε πολλούς κατοίκους του νησιού: μεταξύ των νεκρών ήταν και η Εχίβη, αδελφή του βασιλιά Πέτρου. Οι Τούρκοι, ακούγοντας ότι ο λαός στην Κύπρο ξεκληριζόταν, άρχισαν να διενεργούν επιδρομές και λεηλασίες. Ταυτόχρονα, ένα επεισόδιο μεταξύ Κυπρίων και Γενουατών ναυτικών στην Αμμόχωστο εξελίχτηκε σε πολιτικό θέμα, που είχε προεκτάσεις κι επεισόδια με πολλούς θανάτους. Ο Πέτρος, που έτυχε να βρίσκεται τότε στη Γένουα, διαπραγματεύθηκε και υπέγραψε συνθήκη με τους Γενουάτες όπου, μεταξύ άλλων, καθορίζονταν και οι όροι για τη γενουατική παροικία της Κύπρου, εμπορικοί και άλλοι.
Κατάληψη της Αλεξάνδρειας

Πριν ακόμη επιστρέψει στην Κύπρο, ο βασιλιάς πληροφορήθηκε ότι οι Μωαμεθανοί της Αιγύπτου σχεδίαζαν να οργανώσουν επίθεση κατά της Κύπρου. Ακολουθώντας την τακτική να επιτίθεται πρώτος, ο Πέτρος ετοίμασε εκστρατεία κατά των Αιγυπτίων. Από τη Βενετία, όπου βρισκόταν, διαμήνυσε να συγκεντρωθεί ο στόλος του στη Ρόδο (Οκτώβριος του 1365) μαζί με το στράτευμα. Πράγματι, στη Ρόδο συγκεντρώθηκαν τα κυπριακά καράβια, ενώ ο Πέτρος έφερε μαζί του από την Ιταλία 16 γαλέρες που είχε εξασφαλίσει. Οι Ιωαννίτες Ιππότες της Ρόδου συμμετείχαν με 4 γαλέρες. Τελικά, συγκεντρώθηκε ένας στόλος από 165 καράβια. Στη Ρόδο, ο Πέτρος τέθηκε επικεφαλής του εκστρατευτικού αυτού σώματος. Παρά τις διάφορες αντιδράσεις από την Ευρώπη κι από την ίδια την Κύπρο, επειδή Ευρωπαίοι όπως οι Βενετοί, αλλά και Κύπριοι, είχαν μεγάλα οικονομικά συμφέροντα εξαιτίας των εμπορικών δραστηριοτήτων τους με την Αίγυπτο, ο Πέτρος έπλευσε με το στρατό του κι έφτασε στην Αλεξάνδρεια στις 9 Οκτωβρίου. Η επίθεση των Κυπρίων ήταν και πάλι αστραπιαία, με αποτέλεσμα η Αλεξάνδρεια να αλωθεί πολύ σύντομα: καταλήφθηκε το απόγευμα της επόμενης ημέρας, 10 Οκτωβρίου του 1365.

Ορθά, ωστόσο, έκρινε ο Πέτρος ότι δεν μπορούσε να κρατήσει την Αλεξάνδρεια για πολύ καιρό, αφού βρισκόταν τόσο μακριά από την Κύπρο. Αφού λοιπόν την κράτησε για λίγες μέρες και τη λεηλάτησε, την εγκατέλειψε τελικά κι επέστρεψε στην Κύπρο, ύστερα από απουσία τριών περίπου χρόνων. Όμως, το κατόρθωμά του να αλώσει την Αλεξάνδρεια εντυπωσίασε ιδιαίτερα τους ηγεμόνες της Ευρώπης, οι οποίοι ο ένας μετά τον άλλο διαμηνούσαν τώρα στο βασιλιά της Κύπρου ότι θα τον ενίσχυαν με στρατιωτικές δυνάμεις για να συνεχίσει τον πόλεμο κατά των Μωαμεθανών. Τέτοιου είδους προθυμία εξέφρασαν ο ίδιος ο Πάπας, ο βασιλιάς της Γαλλίας, ο κόμης της Σαβοΐας και άλλοι. Όμως οι Βενετοί, μεγάλο μέρος των εμπορικών δραστηριοτήτων των οποίων γινόταν με τους Μωαμεθανούς της Ανατολικής Μεσογείου, προσπάθησαν σκληρά και πέτυχαν να αποθαρρύνουν και τελικά ν' ακυρώσουν μια νέα επίθεση.
Αντιπαράθεση με τον σουλτάνο

Στην Κύπρο, ο Πέτρος άρχισε τη ναυπήγηση δικών του καραβιών, με σκοπό αυτή τη φορά να χτυπήσει τη Βηρυτό. Όμως κι αυτή η πολεμική επιχείρηση τελικά ματαιώθηκε με την παρέμβαση των Βενετών, οι οποίοι μάλιστα προθυμοποιήθηκαν να καταβάλλουν στον Πέτρο υψηλές χρηματικές αποζημιώσεις για τις πολεμικές προπαρασκευές του, με τον όρο να μην έκανε επίθεση κατά της Δαμασκού.

Ωστόσο, το Γενάρη του 1366 επιχειρήθηκε εκστρατεία κατά της Τρίπολης του Λιβάνου. Παρά το ότι πολλά από τα κυπριακά καράβια δεν κατόρθωσαν να ξανοιχτούν στο πέλαγος λόγω θαλασσοταραχής, λίγα έφτασαν στην Τρίπολη και τη λεηλάτησαν πριν επιστρέψουν βιαστικά στην Κύπρο. Την επιχείρηση αυτή κατά της Τρίπολης την έκανε ο Πέτρος, προκειμένου να κάνει σαφείς τις προθέσεις του στο σουλτάνο του Καΐρου, που έβρισκε συνεχώς προφάσεις για ν' αποφύγει τη σύναψη ειρήνης.

Πράγματι, χάρη στα εμπορικά συμφέροντα των Ευρωπαίων και με τη μεσολάβηση των Βενετών, αφού ματαιώθηκε κι η πανευρωπαϊκή εκστρατεία, ο βασιλιάς Πέτρος αποδέχτηκε την πρόταση (των Βενετών) να υπογράψει συνθήκη ειρήνης με το σουλτάνο. Ας σημειωθεί ότι το εμπόριο με την Ανατολή ωφελούσε ιδιαίτερα και την Κύπρο και η Αμμόχωστος εξαιτίας του ήταν από τις πλουσιότερες πόλεις. Εξάλλου, φίλοι και χρηματοδότες του Πέτρου ήταν πλούσιοι έμποροι της Αμμοχώστου, που φαίνεται ότι μπορούσαν να τον επηρεάζουν. Όμως τώρα ο σουλτάνος, που δεν μπορούσε να ανεχτεί την προσβολή από την κατάληψη της Αλεξάνδρειας, δεν αποδεχόταν εύκολα μια φιλική προσέγγιση του Πέτρου. Έτσι, η επίθεση κατά της Τρίπολης αποτελούσε ξεκάθαρο μήνυμα στο σουλτάνο: είτε υπογράφεται η ειρήνη και ξαναρχίζει το εμπόριο, είτε ο πόλεμος συνεχίζεται. Από την πλευρά του, ο σουλτάνος θέλησε να δημιουργήσει κάποια κίνηση αντιπερισπασμού κι ενίσχυσε τους εμίρηδες της Μικράς Ασίας, που συγκέντρωσαν στρατό και πολιόρκησαν την Κώρυκο. Ο Πέτρος έστειλε αμέσως εκεί στρατεύματα (Φλεβάρης - Μάρτης του 1367), τα οποία ενώθηκαν με τη φρουρά της Κωρύκου και τελικά κατατρόπωσαν κι έδιωξαν τους Τούρκους. Εξάλλου, το Μάη του 1367, η φρουρά της Αττάλειας εξεγέρθηκε, επειδή καθυστερούσε ο μισθός της από την Κύπρο. Ο Πέτρος έπλευσε αμέσως εκεί κι επέβαλε την τάξη, αποκεφαλίζοντας μάλιστα τους πρωταίτιους.

Ύστερα απ' όλα αυτά συμφωνήθηκε τελικά και η ειρήνη με το σουλτάνο του Καΐρου, η οποία όμως δεν έγινε δυνατό να υπογραφεί. Έτσι, μέσα στο 1367 αναφέρονται και διάφορες άλλες επιθέσεις του Πέτρου στην ακτή της Συρίας, κατάληψη και λεηλασία (ξανά) της Τρίπολης κι άλλων πόλεων κατά μήκος της συριακής ακτής. Ο Λεόντιος Μαχαιράς γράφει ότι ο λόγος για τον οποίο ο Πέτρος δεν μπόρεσε να κρατήσει την Τρίπολη ήταν επειδή η πόλη αυτή δεν είχε τείχη. Μεταξύ των άλλων πόλεων που καταλήφθηκαν και λεηλατήθηκαν από τους Κυπρίους το 1367 ήταν και η Λαοδίκεια η Πάραλος στη Συρία. Έτσι, η ειρήνη με το σουλτάνο αντιμετώπιζε μεγάλες δοκιμασίες.
Ξανά στην Ευρώπη

Εξαιτίας μιας παρεξήγησης με ένα Γάλλο ευγενή, το Φλοριμόντ ντε Λεσπαρέ, ο βασιλιάς Πέτρος συκοφαντήθηκε στον Πάπα Ουρβανό και μάλιστα προκλήθηκε σε μονομαχία. Ο Πέτρος αποδέχτηκε αμέσως την πρόκληση και, προς μεγάλη έκπληξη του Λεσπαρέ, ξεκίνησε για τη Ρώμη. Εκεί όμως, ο πάπας συμφιλίωσε τους δύο άνδρες. Στο ταξίδι του αυτό το 1367, ο Πέτρος πέρασε από τη Νεάπολη της Ιταλίας, όπου φιλοξενήθηκε για ένα διάστημα από τη βασίλισσα Ιωάννα. Πήγε επίσης στη Φλωρεντία, όπου συναντήθηκε με τον αυτοκράτορα της Γερμανίας που βρισκόταν τότε εκεί, όπως και στο Μιλάνο, όπου είδε το δούκα της πόλης, ενώ ταξίδεψε και στη Γαλλία. Και πάλι ο Πέτρος δοκίμασε να συστρατεύσει τους ηγεμόνες της Δύσης σε εκστρατεία στην Ανατολή, αλλά και πάλι δε βρήκε την αναμενόμενη ανταπόκριση.

Για όλα αυτά τα ταξίδια και τους πολέμους του, ο Πέτρος χρειαζόταν τεράστια ποσά χρημάτων. Αν και τα έσοδα του κράτους ήταν πολλά, ωστόσο χρηματοδοτήθηκε κι από αλλού, ενώ μέρος των εξόδων για τις εκστρατείες επωμίζονταν οι ευγενείς του. Προκειμένου όμως να βρει κι άλλα χρήματα, αναφέρεται ότι παραχώρησε σε Κυπρίους δουλοπάροικους το δικαίωμα να εξαγοράζουν την ελευθερία τους έναντι ποσού χρημάτων. Από το μέτρο αυτό ωφελήθηκαν πολλοί Κύπριοι. Επίσης αρκετά χρήματα εξασφάλισε από τα λάφυρα των πετυχημένων εκστρατειών του.

Ο Πέτρος έκοψε και διάφορα νομίσματα, κυρίως αργυρά γρόσσα και ημίγροσσα. Στη μπροστινή όψη τους ο βασιλιάς εικονίζεται να κάθεται στο θρόνο με τους θυρεούς του, κρατώντας ξίφος στο δεξί του χέρι και σφαίρα με σταυρό στο αριστερό. Στην πίσω όψη είναι αποτυπωμένος ο σταυρός των Ιεροσολύμων[5][6].
Έρωτες και μίση

Όπως αφηγείται ο Λεόντιος Μαχαιράς, ο βασιλιάς Πέτρος είχε παθολογική αγάπη προς τη σύζυγό του, τη βασίλισσα Ελεονόρα. Στα ταξίδια του μάλιστα έπαιρνε μαζί του ένα νυχτικό της, που το αγκάλιαζε τα βράδια όταν κοιμόταν. Ο έρωτάς του όμως προς τη σύζυγό του δεν τον εμπόδιζε να έχει και ερωτικές σχέσεις με άλλες γυναίκες, μάλιστα και δυο ή τρεις ταυτόχρονα. Μια από τις ερωμένες του ήταν η Ιωάννα ντ' Αλεμάν, της οποίας η σχέση με το βασιλιά και η αντιπαράθεση με τη βασίλισσα πιστεύεται ότι αποτέλεσαν το θέμα του γνωστού μεσαιωνικού κυπριακού ποιήματος της Αροδαφνούσας[7].

Ο παράφορος χαρακτήρας του Πέτρου τον οδήγησε επανειλημμένα σε σύγκρουση με ευγενείς του βασιλείου του, μερικούς από τους οποίους τιμώρησε ιδιαίτερα σκληρά για ασήμαντες αιτίες. Ο Μαχαιράς αναφέρει την περίπτωση του ευγενή Ερρίκου ντε Γιβλέτ που αρνήθηκε να προσφέρει στο γιο του βασιλιά τα κυνηγετικά του σκυλιά όταν του ζητήθηκαν, επειδή κι ο δικός του γιος τα ήθελε το ίδιο. Θυμωμένος ο βασιλιάς, όχι μόνο τιμώρησε τον ευγενή του, αλλά πρόσβαλλε ιδιαίτερα σκληρά κι ολόκληρη την οικογένειά του: το γιο του τον έστειλε να σκάβει μαζί με τους σκλάβους, σιδηροδέσμιος, οχυρωματικά έργα στη Λευκωσία, ενώ την κόρη του ντε Γιβλέτ, αν και ήταν ευγενής, την πάντρεψε με έναν ασήμαντο ράφτη.

Εκεί όμως που τελικά βρέθηκε ο βασιλιάς σε πλήρη αντιπαράθεση προς τους ευγενείς, ήταν εξαιτίας της στάσης που αυτοί τήρησαν στο θέμα μοιχείας, με κατηγορούμενη τη βασίλισσα Ελεονόρα. Όταν ο βασιλιάς απουσίαζε στο πρώτο του μακρύ ταξίδι στην Ευρώπη, η βασίλισσα Ελεονόρα σύναψε ερωτική σχέση με τον ευγενή Ιωάννη ντε Μόρφου, κόμητα ντε Ρουχάς. Η σχέση τους έγινε γνωστή. Για το λόγο αυτό ο ευγενής Ιωάννης Βισκούντης, που ήταν υπεύθυνος για τις υποθέσεις του παλατιού και διατεταγμένος από το βασιλιά να τον ενημερώνει συνέχεια για το καθετί, φοβούμενος μήπως ο Πέτρος πληροφορηθεί από άλλες πηγές τη δυσάρεστη εξέλιξη, έγραψε στο βασιλιά στην Ευρώπη, ενημερώνοντάς τον για την ερωτική περιπέτεια της βασίλισσας.

Όταν επέστρεψε ο Πέτρος στην Κύπρο, κατηγόρησε τη βασίλισσα για απιστία. Οι ευγενείς που κλήθηκαν να εκδικάσουν την υπόθεση βρέθηκαν μπροστά σε δίλημμα: εάν καταδικαζόταν η βασίλισσα, υπήρχε ο κίνδυνος να έρθει η Κύπρος σε σύγκρουση με την ισχυρή Ισπανία. Τελικά η πολιτική σκοπιμότητα υπερίσχυσε της δικαιοσύνης: η βασίλισσα αθωώθηκε πανηγυρικά, αν και γνώριζαν όλοι την ενοχή της. Ο Ιωάννης Βισκούντης καταδικάστηκε ως συκοφάντης και πέθανε στη φυλακή, αν και γνώριζαν όλοι ότι είχε γράψει την αλήθεια, όπως είχε εξάλλου διαταχτεί. Το ζήτημα αυτό, η σκοπιμότητα κατά της αλήθειας και του δικαίου, αποτέλεσε το θέμα του γνωστού ποιήματος του Γιώργου Σεφέρη "Ο Δαίμων της Πορνείας"[8]. Το ίδιο θέμα αποτέλεσε και θεατρικό έργο του Άντρου Παυλίδη, με τον ίδιο τίτλο. Ο τίτλος είναι παρμένος από σχετική αναφορά του Λεοντίου Μαχαιρά. Το ίδιο θέμα θίγεται και στο θεατρικό έργο "Πέτρος Α'" του Πάνου Ιωαννίδη, ενώ η σύγκρουση Ελεονόρας-Ιωάννας ντ' Αλεμάν αναφέρεται στο έργο "Καλόγεροι" του Χριστάκη Γεωργίου.

Η αθώωση της βασίλισσας και η καταδίκη του ιππότη που είχε πει την αλήθεια κάθε άλλο παρά ικανοποίησαν το βασιλιά Πέτρο, ο οποίος δεν αισθανόταν μόνο θανάσιμα προσβεβλημένος, αλλά και ιδιαίτερα μειωμένος από τους ευγενείς, που ενσυνείδητα πήραν τη λανθασμένη απόφαση. Θέλοντας να τους εκδικηθεί, άρχεψεν και αντροπίαζεν τες γυναίκες τους, από μικρήν έως μεγάλην, όπως αναφέρει ο Μαχαιράς.

Τελικά, η αντιπαράθεση του βασιλιά με τους ευγενείς οδήγησε σε θανάσιμο αμοιβαίο μίσος, μέχρι μάλιστα του σημείου ο βασιλιάς να επεξεργαστεί σχέδιο για εξόντωση των ευγενών. Δεν πρόλαβε όμως, γιατί οι ευγενείς κατέληξαν σε συνωμοσία για τη δολοφονία του. Το σχέδιο τέθηκε σ' εφαρμογή στις 17 Ιανουαρίου 1369. Οι ευγενείς πήγαν στο παλάτι και τρεις απ' αυτούς, ο Φίλιππος ντ' Ιμπελέν, ο Ερρίκος ντε Γιβλέτ και ο Ιάκωβος ντε Γκορέλ, μπήκαν στο υπνοδωμάτιο του βασιλιά, όπου αυτός κοιμόταν με μια ερωμένη του, κι εκεί τον κατέσφαξαν. Στη συνέχεια, οι λοιποί ευγενείς μπήκαν στο δωμάτιο κι όλοι τράβηξαν τα σπαθιά τους και χτύπησαν το νεκρό βασιλιά, έτσι που το έγκλημα να είναι ευθύνη όλων.

Στη θέση του έγινε βασιλιάς ο γιος του, Πέτρος Β'.
Παραπομπές

1. ↑ Χρονικόν, παρ. 86
2. ↑ Χρονικόν, παράγραφοι 90 έως 281
3. ↑ Λ. Μαχαιράς, Χρονικόν, παρ. 79
4. ↑ Cyprus History-Lusignan Period
5. ↑ Lot 1314: Crusader coins, Peter I
6. ↑ http://www.baldwin.co.uk/52part5-CRUSADER-COINS.pdf
7. ↑ Arodaphnousa, a medieval song from Cyrpus
8. ↑ Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού

Βασίλειο της Κύπρου

Κύπρος , Φραγκοκρατία

Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License